Γράφει ο Αγαθοκλής Αζέλης // *
Γκέλη Ντηλιά, «Το στίγμα των βάλτων. Ποιήματα της φυλακής», ΑΩ, Αθήνα 2023.
Πρόκειται για μια συλλογή ποιημάτων, τα οποία μετουσιώνουν σε ποίηση τα ερεθίσματα που αποκόμισε η ποιήτρια στα λεγόμενα Καταστήματα Κράτησης, κατά την προσφορά εθελοντικού εκπαιδευτικού έργου. Κι ένα στίγμα των βάλτων, όπως τιτλοφορείται το βιβλίο, δικαιούται, για να μην πω οφείλει, να προσφέρει αισθητική απόλαυση, η οποία θα κάνει πιο ήπια την πληγή που προκαλείται μέσω των επιγνώσεων της ανάγνωσης. Γιατί το βιβλίο επιχειρεί αποτελεσματικά μια διεξοδική περιήγηση στα ενδότερα της φυλακής, περιήγηση εν τω βάθει, αποκαλυπτική, η οποία ανασηκώνει τον πέπλο κάτω από τον οποίο συσσωρεύεται ανθρώπινη δυστυχία κατά τη διαδικασία του «σωφρονισμού», δυστυχία που υφίστανται άνθρωποι οι οποίοι ενδεχομένως έκαναν άλλους δυστυχισμένους, σε έναν φαύλο κύκλο.
Το στίγμα των βάλτων λοιπόν! Οι τίτλοι είναι σημαντικοί, καθώς αποτελούν συστατικό στοιχείο του βιβλίου που ονοματοδοτούν, ειδικά μάλιστα αφού αποτελούν κι αυτοί δημιούργημα της ποιήτριας. Τι είναι ο βάλτος όμως και πώς συνδέεται με τον χώρο της φυλακής; Θα το καταλάβουμε όταν ολοκληρώσουμε την μελέτη του βιβλίου, θα κατανοήσουμε την φυλακή σαν ένα τοπίο με στάσιμα ύδατα, στο οποίο σαπίζουν τα ενδότερα. Στην περίπτωσή μας ο βάλτος αφήνει στίγμα. Τι είναι αυτό; Ο στιγματισμός που υφίστανται οι τρόφιμοι; Ή μήπως η ποιητική συλλογή, που προσφέρει ένα σημείο ζωής από αυτόν τον «αόρατο» κόσμο;
Δεν μπορούμε να αφήσουμε ασχολίαστο το ευρηματικό εξώφυλλο, με κεντρικό θέμα μια προσομοίωση δακτυλικού αποτυπώματος, με ένα τυποποιημένο φύλλο δένδρου πάνω του, σε χρωματική αντίθεση, με την άκρη του να υπερβαίνει την άκρη του αποτυπώματος. Να είναι στοιχείο αισιοδοξίας, μια ανάσα στον βάλτο; Αν ναι, τότε αυτή η ανάσα θα είναι η πνοή που φέρνει το βίωμα της φυλακής στη ποιήτρια, δημιουργική κι ανθρωπιστική πνοή.
Τέλος η αφιέρωση της ποιητικής συλλογής σε κρατούμενους δείχνει την συναισθηματική εμπλοκή της, καθώς και την θέαση του θέματος εκ των ένδον.
Το βασικό θέμα του βιβλίου αναδύεται με μεγάλη δύναμη και πρωτοτυπία στο πρώτο ποίημα της συλλογής και θα αποτολμούσαμε την εκτίμηση ότι αποτελεί μια σύνοψη του προβληματισμού της ποιήτριας, η οποία συνάμα χρησιμοποιεί όλα τα διαθέσιμα εκφραστικά μέσα για να αποτυπώσει αφαιρετικά τον κεντρικό της προβληματισμό.:
Τέσσερις «συγκάτοικοι»
Ξημερώνει σε σιδερένια κουκέτα.
Βραδιάζει σε αδειανή αγκαλιά
και ενδιάμεσα μία τετράδα φυλακισμένων
σπρώχνει το καρότσι του χρόνου
που παριστάνει τον παράλυτο,
να τσουλήσει
αρνούμενος να διανύσει
τη διαδρομή προς την ελευθερία
που σαν άλλη πόρνη δίνεται δωρεάν στους «εκτός»,
μα για τους τέσσερις «εντός»
η τιμή της
είναι ίδια με την ποινή τους.
Ακούνε πόρτες να αμπαρώνουν
και πίσω τους
τέσσερις συγκάτοικοι
βρίζουν έκαστος στη γλώσσα του
την τύχη του,
την ατυχία του.
Ήδη ο τίτλος μας μεταφέρει στον μικρόκοσμο της φυλακής. Ο αριθμός συγκρατουμένων στο κελί, η λέξη «συγκάτοικοι» που κλείνεται στα μεταφορικά εισαγωγικά της ειρωνείας. Πρόκειται για ένα ποίημα με εξαιρετική εικονοπλαστική δύναμη, που μας εξοικειώνει με την ανθρωπογεωγραφία της φυλακής και την αντικειμενική και υποκειμενική βίωση της κράτησης: ο χρόνος που δεν περνάει, η έλλειψη κοινής γλώσσας, η απουσία του επιθυμητού (αδειανή αγκαλιά), η πλησμονή του ανεπιθύμητου της αργόσυρτης έκτισης της ποινής.
Τούτο το πρώτο ποίημα της συλλογής είναι ένα λεπτοκεντημένο κομψοτέχνημα στη μορφή, πέρα από το περιεχόμενο. Εμπεριέχει για παράδειγμα:
Αντιθέσεις (1η: «Ξημερώνει σε σιδερένια κουκέτα / Βραδιάζει σε αδειανή αγκαλιά», όπου στην εναλλαγή του χρόνου την κυριολεκτική ψυχρότητα και σκληρότητα του μετάλλου τη διαδέχεται η μεταφορική του κενού, της απουσίας της τρυφερότητας του έρωτα. 2η αντίθεση: «βρίζουν έκαστος στη γλώσσα του / την τύχη του / την ατυχία του»). Κι αν αναζητήσουμε κυκλικό σχήμα στο ποίημα, θα διαπιστώσουμε ότι νοηματικά, όχι λεκτικά, συνδέεται το «Ξημερώνει» με την «ατυχία».)
Κορυφαία εικονοπλαστική δύναμη αναδύεται από τους στίχους: «μια τετράδα φυλακισμένων /σπρώχνει το καρότσι του χρόνου, / που παριστάνει τον παράλυτο, / να τσουλήσει / αρνούμενος να διανύσει / τη διαδρομή προς την ελευθερία». Γιατί ο χρόνος, αυτός ο πανδαμάτωρ που έλεγαν οι παλαιότεροι, ο οποίος βιαστικός αλέθει τους πάντες και τα πάντα στις μυλόπετρές του, γι’ αυτούς τους «συγκατοίκους» υποκρίνεται τον ακίνητο, ολιγωρεί κι αντιστέκεται στην ίδια του τη βασική ιδιότητα, η οποία γι’ αυτούς τους ανθρώπους αυτοαναιρείται, γι΄ αυτούς τους ανθρώπους που τόσο θα ήθελαν να του φορέσουν όχι ρόδες αλλά φτερά, για να πετάξουν προς την ελευθερία.
Ακόμη κι ομοιοτέλευτο έχουμε, με μικρή, σημαντική νοηματικά απόκλιση-αντίθεση δίκην ομοιοκαταληξίας: «η τιμή της / είναι ίδια με την ποινή τους» – για την ελευθερία ο λόγος. Πρόκειται για συνάντηση ταυτότητας και ετερότητας («τέσσερις συγκάτοικοι / βρίζουν έκαστος στη γλώσσα του»), η ταυτότητα της αναγκαστικής συγκατοίκησης, συν-κράτησης συναντάται με την ετερότητα της εθνικής καταγωγής που αντιπροσωπεύεται από την διαφορετική μητρική γλώσσα (στην οποία εκφράζονται τα πιο ιδιωτικά στοιχεία του ανθρώπου, τα όνειρα, ο έρωτας, ο θυμός).
Κάνουμε μια παρένθεση για να επισημάνουμε ότι αν διαβάσει κανείς τους τίτλους των ποιημάτων στον κατάλογο περιεχομένων θα διαπιστώσει ότι σε αρκετούς από αυτούς είναι εμφανής η αναφορά στη φυλακή, ενώ σε άλλους γίνεται αντιληπτή η αναφορά, μόνο αν γνωρίζει ο αναγνώστης την θεματική εστίαση της συλλογής. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν π.χ. τα ποιήματα «Πλάνη», «Κατηγορητήριο», «Φυλακισμένος κάποτε ετών 22», «Χειροπέδες», «Ο Μπλέντι στα Διαβατά», «Επισκεπτήριο», ενώ στη δεύτερη π.χ. τα ποιήματα «Αριθμοί», «Καταμέτρηση», «Πρώτη άδεια», «Πρώτα Χριστούγεννα στην Τρίπολη», «Χωρίς διεύθυνση», «Οι κόρες του Ελαιώνα», «Ο Αριστείδης στην Κόρινθο».
Στη συνέχεια θα εστιάσουμε σε μερικά ποιήματα, τα οποία ξεχωρίσαμε για λόγους που θα αναφέρουμε.
Θα ξεκινήσουμε με το Φυλακισμένος κάποτε ετών 22, ένα ποίημα με ιδιαίτερη εκφραστική δύναμη μέσα στην τραγικότητα της θεματικής του, την οποία αναδεικνύει ακόμη πιο έντονα η λιτότητα της γραφής, η οποία έχει επιφανειακά μια απλότητα, όπως εκείνη που μόνο η ζωή μπορεί να έχει:
Αυτόν πού μπήκε εδώ μέσα
και ήταν κάποτε είκοσι δύο χρονών
δεν τον γνωρίζω.
Ξέρω όμως
εκείνον που εδώ και 12 χρόνια
μεγαλώνει στο σώμα του,
έχοντας διαγράψει οριστικά
τα στοιχεία της ταυτότητάς του.
Σε αυτόν μιλάω.
Για αυτόν γράφω
Επαναλαμβάνουμε ότι έχει εξαιρετική δύναμη γραφής και οι λέξεις πέφτουν μία μία και καρφώνονται σαν πρόκες, για να αναφερθούμε στον Αναγνωστάκη, στο σώμα του ποιήματος: Φυλακισμένος κάποτε ετών 22. Κάποτε. Αυτή η λέξη που υπογραμμίζει την δύναμη του χρόνου, ίσως φέρει το μεγαλύτερο νοηματικό βάρος του ποιήματος, αφού αποτελεί το όριο ανάμεσα στο πριν και το μετά, το πριν της κανονικής ελεύθερης ζωής και το μετά του εγκλεισμού. Ο οποίος παρουσιάζεται εδώ ως διαδικασία αλλοτρίωσης και μάλιστα εθελούσιας, ίσως για να αντέξει το πρόσωπο αναφοράς. «Μεγαλώνει στο σώμα του» διαβάζω ξανά κι αναρωτιέμαι μήπως ακόμη και το σώμα γίνεται φυλακή, στενεύει με το πέρασμα του χρόνου, μήπως η φυλακή λειτουργεί ως μηχανισμός μετάλλαξης. Όπως και να έχει, το ποιητικό υποκείμενο γράφει τρόπον τινά ένα ποίημα ποιητικής, με την έννοια ότι ορίζει για ποιον γράφει.
Το επόμενο ποίημα που έχω ξεχωρίσει τιτλοφορείται Απόμονος:
Μοναχός
σε κελί.
Μονάχος
σε κελί.
Μοναστήρι.
Φυλακή.
Προσευχή.
Σιωπή.
Και σε αυτό το ποίημα με την ακραία λιτότητα, η εκφραστική δύναμη είναι αντιστρόφως ανάλογη της έκτασης. Μονολεκτικοί οι περισσότεροι στίχοι, επιχειρούν αυτό που εμείς οι φιλόλογοι που διδάσκουμε γλώσσα ονομάζουμε «ανάπτυξη με σύγκριση και αντίθεση». Η σύγκριση λοιπόν έχει ως μέτρο, κοινό παρονομαστή, την απομόνωση, την μοναξιά, σε δύο διαφορετικές διαστάσεις, της επιλεγμένης και της αναγκαστικής, της μοναξιάς ως διαδικασίας που οδηγεί προς την σωτηρία της ψυχής και της μοναξιάς ως τιμωρίας, ως ποινή για την οποία το ποιητικό υποκείμενο προφανώς για τις ανάγκες της εστίασης, αφήνει στην άκρη την σκοποθεσία του σωφρονισμού. Σε αυτό το ποίημα έχουμε ένα ρεσιτάλ δεξιοτεχνίας στο πεδίο της δύναμης και των δυνατοτήτων της γλώσσας. Ένας τόνος που μετακινείται σε διπλανή συλλαβή μεταβάλλει άρδην την κατάσταση του προσώπου αναφοράς. Επιβεβαιώνεται εμπράκτως ότι η γλώσσα καλύπτει και αποκαλύπτει. Ο μοναχός είναι μονάχος, όμως ο μονάχος δεν είναι μοναχός, συνήθως δεν είναι. Η δύναμη της γλώσσας φαίνεται και στην κινητικότητα μεταξύ των διαφόρων σημασιών της, όπου το ένα κελί είναι διάφορο του άλλου, όπως το μοναστήρι, χώρος απελευθέρωσης, είναι διάφορο της φυλακής, χώρου περιορισμού. Έτσι ο μοναχός κι ο μονάχος διαμένουν αμφότεροι σε κελί, το ένα της επιλογής και της σωτηρίας, ο άλλος της τιμωρίας, το ένα δονούμενο από τον ήχο της προσευχής, το άλλο κυριαρχούμενο από την σιωπή, σιωπή με ιδιαίτερη σημασία.
Το τρίτο ποίημα που θα παρουσιάσουμε έχει τον τίτλο Fade out, που θα το αποδίδαμε στα ελληνικά ως ξεθωριάζοντας, σβήνοντας:
Ο καθένας τη ζωή του
και εκείνος την ποινή του.
Αραιά και πού
επισκέψεις
τηλεφωνήματα,
τα τυπικά,
μία φτηνή φόρμα
έμβασμα για καφέ, καπνό, τηλεκάρτες
μια στο τόσο
έτσι για να βγει η υποχρέωση.
Δεν ξανάρχονται.
Δεν περιμένει.
Κι εδώ έχουμε μια έντονη επιγραμματικότητα, κι αναρωτιόμαστε τώρα, πόσο γλαφυρός θα μπορούσε να είναι κάποιος που θέλει να αναπαραστήσει λειτουργικά τον κόσμο της φυλακής! Εδώ παρουσιάζεται η σχέση του φυλακισμένου με τον έξω κόσμο, με τους ανθρώπους του, όποιους δεσμούς κι αν είχε μαζί τους στην προηγούμενη ζωή, η μετάλλαξη των δεσμών, το ξεθώριασμα της επαφής και των συναισθημάτων, η μετάβαση από την εκπλήρωση μιας τυπικής υποχρέωσης στην εγκατάλειψη, που θυμίζει κι άλλες καταστάσεις, την εγκατάλειψη των ηλικιωμένων κ.λπ., πρόκειται δηλαδή για μια αρχετυπική αρνητική συμπεριφορά. Με μετρημένα λόγια και υποδόρια ένταση κάτω από τον ψύχραιμο λόγο, παρουσιάζεται με μεγάλη δύναμη η εγκατάλειψη, η σταδιακή απομόνωση και η επίγνωση της επερχόμενης μόνιμης κατάστασης της μοναξιάς: «Δεν ξανάρχονται. Δεν περιμένει.»
Αφήσαμε για το τέλος ένα ποίημα που συνδέεται ακόμη πιο άμεσα με το επιμορφωτικό έργο που προσφέρει η ποιήτριά μας στον χώρο της φυλακής, μεταξύ άλλων εργαστήρια ποίησης, και τιτλοφορείται Ο Αριστείδης στην Κόρινθο:
Σαν ζωντανός-νεκρός
που πήρε φόρα και αναστήθηκε,
ένα παροπλισμένο πλοίο που ταρακουνήθηκε
από το ωστικό κύμα της ποίησης
ο Αριστείδης σήμερα ετών 27
με πρώτη στάση στον Αυλώνα
έλιωσε σαν χιονάνθρωπος
λέγοντάς μου στο πρώτο πεντάλεπτο
«Ξέχασα που βρίσκομαι σήμερα»
Για λίγο έγινε ποιητής του ονείρου,
γιατί αυτό το δικαίωμα όλοι το έχουν
και πιο πολύ οι ανορθόγραφοι.
Θα προτείναμε, για να αντλήσουμε κάποια ικμάδα αισιοδοξίας από τον σκοτεινό κόσμο του εγκλεισμού στον οποίο αναφέρεται η παρούσα ποιητική συλλογή, να μείνουμε χωρίς σχόλια στο ότι η τέχνη, η ποίηση εν προκειμένω, δύναται να λειτουργήσει σαν ωστικό κύμα που μπορεί να ζωντανέψει και να κάνει να ταξιδέψει ξανά ένα παροπλισμένο πλοίο, έναν παροπλισμένο άνθρωπο, προσφέροντάς του δίχως δαπάνη δικαίωμα συμμετοχής στο όνειρο, όνειρο που ενδέχεται να απαλύνει κάπως το τραύμα του εγκλεισμού, όνειρο που ίσως συνοδέψει με κάποιον τρόπο τον άνθρωπο στη ζωή έξω από την πύλη του Καταστήματος Κράτησης.
* Ο Αγαθοκλής Αζέλης είναι Σύμβουλος Εκπαίδευσης Φιλολόγων Τρικάλων και ποιητής.
https://www.fractalart.gr/stigma-twn-valtwn/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου