Η νουβέλα του Κώστα Γανωτή «Μαμά, εγώ δεν είμαι εγώ», θα μπορούσε να έχει έναν άλλο, εξίσου ισχυρό τίτλο, «Το αγορίτσι». Είναι ένας σχετικά πρόσφατος νεολογισμός που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας για τον βασικό πρωταγωνιστή του. Σημαίνει ότι κάποιος ή κάποια έχει πάνω του χαρακτηριστικά του αντίθετου φύλου. Στη συγκεκριμένη περίπτωση πρόκειται για ένα αγόρι το οποίο νιώθει μέσα του γυναίκα και ονειρεύεται να κάνει αλλαγή φύλου.
Ωστόσο ο Γανωτής, διόλου τυχαία, προτίμησε τον τίτλο «Μαμά, εγώ δεν είμαι εγώ». Ο λόγος είναι ότι ενώ στο βιβλίο μιλάει αποκλειστικά για την περιπέτεια του Μανόλη που θέλει να γίνει Μάγδα, δηλαδή Μαγδαληνή, για τις εσωτερικές του συγκρούσεις, τον ηδονισμό του, την ακόλαστη ζωή του, στην πραγματικότητα μιλάει για την περιπέτεια κάθε ανθρώπου που θέλει να εκφράσει αυτό που πραγματικά είναι, που θέλει να δηλώσει ταυτότητα, την όποια ταυτότητα δεν συμβαδίζει με τα παραδεδεγμένα, μιλάει ακόμα και για τον εαυτό του, χωρίς να λέει λέξη γι’ αυτό, που εγκατέλειψε τις πίστες και το τραγούδι την ώρα μιας πρώτης αποκορύφωσης καριέρας, μόλις στα 37 του, έχοντας ήδη κατακόρυφα ανοδική πορεία από τα μπουζουκομάγαζα στο λεγόμενο έντεχνο τραγούδι με πολύ σημαντικές συνεργασίες και το ίδιο σημαντικές προοπτικές.
Αρνούμενος τον ρόλο του «διασκεδαστή», όπως έχει ο ίδιος πει, εγκατέλειψε μια στρωμένη δουλειά χάρη μιας ταπεινότερης, μοναχικής πορείας, αφενός στη συγγραφή (έχει κυκλοφορήσει τέσσερα πεζογραφικά έργα), αφετέρου στη σύνθεση και το τραγούδι, μελοποιώντας σπουδαία ποιητικά έργα.
Το κοινό στοιχείο ανάμεσα στους δύο αυτούς κόσμους είναι η άρνηση της κοινωνικής υποκρισίας και η θέληση υπέρβασης των στερεοτύπων, βαθιάς εξερεύνησης του πραγματικού εαυτού. Είναι και ότι ο Κώστας Γανωτής γνώρισε, μέσα στον κόσμο της νύχτας, ανθρώπους με ποικίλες σεξουαλικές ταυτότητες, τους συναναστράφηκε, ιχνηλάτησε τις αγωνίες τους. Ωστόσο δεν μιλάει εξ ονόματός τους. Πλάθει μια φανταστική ιστορία η οποία, αν και δημοσιευμένη πρόσφατα, είναι γραμμένη πριν από μια δεκαετία, σε ανύποπτο χρόνο, με μια ωμότητα και ταυτόχρονα μια τρυφερότητα που συγκινεί.
Εκεί κάπου, βέβαια, σταματούν οι ομοιότητες. Το γεγονός ότι ο Μανόλης-Μάγδα βγαίνει στο κλαρί χωρίς δεύτερη σκέψη, μόλις φεύγει κακήν κακώς από την οικογενειακή εστία, δείχνει το βάθος της αγωνίας να καταλάβει ποιος ακριβώς είναι, κάτι που στην περίπτωσή του μόνο μέσω της ηδονής μπορεί να συμβεί. Η ηδονή, όπως και το ένστικτο, δεν λέει ψέματα. Και απελευθερώνει. Ο Μανόλης βρίσκει τον εαυτό του, μετά εκδίδεται σε άτομα της υψηλής κοινωνίας, κάποιο απ’ αυτά τον βοηθά οικονομικά να αλλάξει φύλο, να αλλάξει και όνομα, ώστε να μπορέσει να τον/την παντρευτεί χωρίς κοινωνική αντίδραση. Ωστόσο για ένα άτομο που έσκαψε τόσο βαθιά μέσα του, δεν υπάρχει συμβατική ζωή. Η Μάγδα δραπετεύει και επιστρέφει εκεί «που η ηδονή ορμά σκίζοντας πλούσια φορέματα και ρούχα και τα πετά παράμερα να κοιτούν, ως ανυπόληπτα παρτάλια, την ωμή σεξουαλική παλαίστρα δύο ή και περισσότερων γυμνών σωμάτων».
Η γλώσσα του Κώστα Γανωτή, πότε γυμνή και με δάνεια από τα καλιαρντά, πότε λυρική, πότε και τα δυο ταυτόχρονα, δείχνει να συμπορεύεται με τις ρευστές ταυτότητες των ηρώων του, αλλά και με την ειλικρίνειά τους. Ορισμένες φράσεις του, εδώ κι εκεί, έχουν τη σύνταξη φράσεων αρχαίας τραγωδίας, σαν να θέλει να μας θυμίσει ότι όλα τα θέματα που ανέκαθεν πραγματευόμαστε είναι εδώ, η ύβρις, η κατάχρηση εξουσίας, η καταπίεση, οι θεομπαίχτες και οι υποκριτές, μόνο το πλαίσιο αλλάζει. Και η «βαριά πανοπλία» της κάθε φορά «φορεμένης ηθικής». Για όλους αυτούς τους λόγους η νουβέλα ετούτη μπορεί να αναδειχθεί σε εμβληματική μιας εποχής, της εποχής της επανάστασης των ταυτοτήτων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου