ΜΝΗΜΕΣ ΞΩΤΙΚΩΝ
Κριτική του Γιάννη Βαρούχα, εκπαιδευτικού
΄΄Είναι οι μνήμες πολλές και τα συναισθήματα ισχυρά. Τα «Ξωτικά» γνωρίζουν την οιωνοσκοπία παρατηρώντας εδώ και χρόνια την ανταρσία των άστρων τις νύχτες της μεγάλης μοναξιάς. Μια λάμψη αερική να φωτίσει τους στίχους των απείθαρχων λυγμών΄΄.
Κι αυτή η λάμψη η αερική περιζώνει με περισσή
λεπτότητα τους στίχους της καινούριας ποιητικής συλλογής του Γρηγόρη
Χαλιακόπουλου ΄΄ΜΝΗΜΕΣ ΞΩΤΙΚΩΝ΄΄. Στίχοι αναρριχώμενοι στα κάγκελα της μνήμης,
αναζητούν το δικό τους φως, όχι στο ανάστημα του ουρανού, αλλά βαθιά στης γης τις
υπόγειες κρυστάλλινες στοές, εκεί που οι αναμνήσεις γίνονται η ανάγλυφη
επιφάνεια του ονείρου, σμιλεύοντας ξανά των ξωτικών τη λήθη. Κι έτσι ο ποιητής
δίνει το σχήμα του ξωτικού, σ’ αυτήν την αντανάκλαση που κάνει ο ίσκιος της
ψυχής στις λείες συνωμοσίες της ζωής. Πρόκειται, λοιπόν, για αυτό το αλλόκοτο
πλάσμα, αυτό το παράταιρο διάβημα της σκέψης στη δυστοπία της λογικής, που
φύεται στις παρυφές της κάθε αποσιώπησης, της κάθε αφύγρανσης των εσωτερικών
φωνών μας.
Γι’ αυτό, λοιπόν, τα ξωτικά, πλάσματα ζωηρά, μυστικά
και σκανδαλώδη εμφανίζονται στον απόηχο της μέρας, την ώρα που η αντίληψη –
κορεσμένη από τις εξορθολογισμένες εξορίες του ασυνείδητου – χωνεύει όλη αυτήν
τη συστημική υπερτροφία, και η μνήμη ξαναμμένη, αναποδογυρίζει τους στύλους του
παρελθόντος και ξαναπιάνει απ’ την αρχή, του χρόνου το κουβάρι.
Τα ξωτικά της ποίησης, εμφανίζονται τη στιγμή που οι αναμνήσεις είναι έτοιμες να ξεφλουδίσουν την κρούστα της αποστειρωμένης ηχούς τους για να αναβλύσει από μέσα τους κάθε τσαλακωμένη χροιά της φωνής τους, κάθε αποσυνάγωγη σπορά του ενστίκτου που ‘χει εξοβελιστεί στα απάτητα λημέρια της ηδονής.
ΑΝΙΑ
Σε συνάντησα στην Κόλαση
δίχως τον μύθο σου
και την ταυτότητα του κλέους.
Είχες κόκκινα μάτια,
φλογώδη περιβολή
και ανυπομονησία
η καύση σου να ολοκληρωθεί.
«Για πόσο θα καίγεται η σορός μου
χωρίς αποτέφρωση;» με ρώτησες.
«Μα αυτό είναι το μαρτύριο, δεν το ήξερες;»
σου απάντησα.
Είδα στο βλέμμα σου τον τρόμο, τον πόνο,
την ταπείνωση.
Εν ζωή ρητόρευες ως επαΐων
για τις δεισιδαιμονίες των ανθρώπων
και την ανυπαρξία του Άδη.
Τώρα εκλιπαρείς τη φωτιά
να σε λυτρώσει.
Σ’ αποχαιρέτησα
κι επέστρεψα στον Παράδεισο
καθώς έληγε η δίωρη άδειά μου.
Τι κοινοτοπία!
Στο δικό μου στρατόπεδο
εξακολουθούν όλοι
αναιτίως να χαμογελούν.
Εσύ τουλάχιστον έχεις τη φωτιά
να σου φωτίζει το βάσανο
και την ελπίδα
πως κάποτε θα έρθει το τέλος,
η ψυχή θα καθαρθεί.
Αυτή η ανία του Παραδείσου
με κολάζει τόσο
που αναζητώ, αδελφέ μου,
το δικό σου μαρτύριο
πιότερο απ’ την αιώνια αδιαφορία
της Θέωσης.
Μακάρι να είχα απολαύσει
όσα εσύ, στον επίγειο βίο μου
ώστε να μην πενθώ με την ψυχή
εκείνα που στερήθηκα ως σώμα.
Τα ξωτικά είναι εκεί, για να απολαύσουν τον επίγειο
βίο τους, σκορπώντας το παρελθόν σε διάφανα θραύσματα εναλλακτικών προοπτικών. Χλευάζουν
την τάξη και την οργάνωση κάθε μορφής ηθικοπολιτικής συμπύκνωσης της ύπαρξης, η
οποία είναι ματωμένη από τις ακανθώδεις μεταφυσικές συστιχίες. Είναι εκεί
λοιπόν, να αναζητήσουν το φως της αστραπής, που σαν απρόσμενη κραυγή, σκίζει τη
χαραυγή στα δύο, και τη φυτεύει στους δύο τόπους που φυτρώνει ο έρωτας και
πλάθει τα πάθη αντίκρυ στο βλέμμα του Θεού. Στους μύθους και στον θάνατο. Οι
πρώτοι κατοικούν στον ουρανό, έχουν της ίριδας το χρώμα και πλάθουν την ποίηση.
Ο άλλος, πάντα ξαπλωμένος στης γης το χώμα, βγάζει συνέχεια ρίζες κι έτσι δεν
γνωρίζει ποτέ τον εαυτό του, δηλαδή το θάνατο.
΄΄…να δεις μέσα στα μάτια μου
τον Έρωτα να πλάθει
μύθους, αλήθειες, ψέμματα
πάθη κοσμογονιές
ίσως το βλέμμα του Θεού
εκεί να σε προσμένει…΄΄
Είναι
εδώ, λοιπόν, τα ξωτικά, ν’ ανάψουν τα άστρα για να φανεί καλύτερα το λιβάδι του
ονείρου, χωρίς περίγραμμα και νούμερα χαραγμένα στα σφραγισμένα χείλη.
Και δίπλα
στην πυροστιά των ξωτικών ο ποιητής βρίσκει την ευκαιρία να ζεστάνει τους στίχους
του με ζυγισμένες φράσεις, γιατί από κει θα περάσουν όλες οι μνημονικές του
αναπλάσεις. Μνήμες μαυρισμένες απ’ τις στάχτες του παρόντος επιστρέφουν στο
χωριό των ξωτικών για να αναθερμάνουν την παιδική τους απλωσιά με αμαρτίες
σάρκας, να ξαναγγίξουν το χώμα της ελπίδας και να μοσχοβολήσουν το φέγγος του
επίγειου παραδείσου που θα φωτίσει το βάσανο.
΄΄Εσύ τουλάχιστον έχεις τη φωτιά
να σου φωτίζει το βάσανο
και την ελπίδα
πως κάποτε θα έρθει το τέλος.΄΄
Ένα τέλος, που αναπαριστά το σχήμα του θανάτου ανοιχτό,
καμπυλωμένο και διαρκώς κινούμενο στον δρόμο της ζωής. Γιατί στον Γρηγόρη Χαλιακόπουλο
ο θάνατος δεν είναι άρνηση, ούτε επιστροφή της οργανικής ύλης στην ανόργανη.
Δεν είναι, επίσης, μια στείρα αντιπαράθεση της περατότητας με την απειρότητα,
αλλά είναι ακριβώς μια πτύχωση της ύπαρξης στο πρόταγμά της για ζωή. Είναι η
ατέρμονη επανάληψη του Ιδίου, που πάντα όμως καταφέρνει να ξεμπλέκεται από τα
δίχτυα που απλώνει η μνήμη στις καυτές ανάσες του Χρόνου, και στρέφει την ορμή
του στροβιλισμού του στο εσωτερικό του μνήμα. Και είναι αυτή η εύθραυστη σιωπή,
ο άνθρωπος, που υφέρπει πίσω από κάθε ύφος, πίσω από κάθε έπαρση η οποία
σφίγγει ασφυκτικά τους κόμπους της μνήμης και σκορπά το παρελθόν σε κίβδηλες
διεκδικήσεις.
ΕΚΤΕΛΕΣΗ
Ανέβηκε σκαλοπάτια κοινωνικής αίγλης,
ενέπνευσε σεβασμό στους ομοίους του,
διεκδίκησε τίτλους που δεν του αναλογούσαν
και ύφος μεταξύ των πραιτόρων
που κάποτε περιγελούσε.
Συζητείται τελευταία πως τον μέθυσε η έπαρση,
γραφική φιγούρα απεικονίζεται
στα στέκια που συχνάζει.
Χθες τον άκουσαν να ικετεύει
την παιδική του αγάπη
για ένα ντροπαλό φιλί,
λίγη ανάσα της καυτή
στο κόκκινο μάγουλό του.
Εκείνη θλιμμένη
πήρε το μαύρο μαντίλι απ’ το πέτο του,
έδεσε τα μάτια του,
έσφιξε βασανιστικά
τον κόμπο της γραβάτας του,
αφουγκράστηκε τον τρόμο του
και ρώτησε την τελευταία επιθυμία του.
«Γυρνάμε πίσω», την προέτρεψε.
«Είσαι ήδη», του είπε με συμπόνοια.
«Παντού σκοτάδι βλέπω».
«Έτσι είναι ο Θάνατος. Παγώνει ο Χρόνος»
Έτσι λοιπόν, ο θάνατος ξεπαγώνει τον χρόνο απ’ την αδράνειά
του, και καθιστά τις επιθυμίες μας θεατές των αθέατων σκοταδιών μας. Όσες
σκάλες κοινωνικής αίγλης κι αν ανέβουμε, όσους τίτλους κι αν αποκτήσουμε, κάτι
μέσα μας θα ικετεύει για ζωή. Ένα ταξίδι στην παιδική μας αγάπη, ένα εφηβικό
ντροπαλό φιλί και μια ζεστή ανάσα στο κόκκινο μάγουλο, ανοίγουν νέα ρήγματα στα
τοιχώματα της ζωής και η σκιά του θανάτου ακολουθεί, όχι για να στοιχειώσει το
ταξίδι μας, αλλά για να σβήνει τις ματαιόδοξες επιθυμίες που γεννά η
ναρκισσιστική σκηνοθεσία του μέλλοντος.
Μέλλον χωνεμένο
καλά στις ζυμώσεις του παρελθόντος και Παρόν διανεμημένο σε πολλαπλές
προοπτικές αναβίωσης του χαμένου χρόνου, ελευθερώνονται απ’ τη σφιχτή
μορφολογία του υπαρκτού και πλαγιάζουν στο στέρνο του ουρανού, στο απείκασμα
του σμιλεμένου πόνου. Κάθε κρυμμένος πόθος, κάθε γυάλινο όνειρο τραντάζεται
στον βρυχηθμό της νύχτας, και ξαναπλάθει τις μορφές με το χαρτί των μύθων. Ο
μυθικός χρόνος, με τις πολλές πτυχές του, γίνεται ο κρύσταλλος που θα
αντικατοπτρίσει το ανάγλυφο τοπίο του ασυνείδητου εαυτού μας. Ποιητικός χώρος
στη στεριά των λέξεων, δεν υπάρχει. Γι’ αυτό ο ποιητής επιλέγει το θαλασσινό
στοιχείο, για να ‘χει απλωσιά η εικόνα και να μπορέσει μέσα της να πλεύσει όλη
η φρεσκάδα (ικμάδα) του αναγεννημένου χρόνου, που όσο ανοίγεται σε πιο βαθιά πελάγη,
τόσο το απείκασμα της απόστασης απ’ τον λησμονημένο εαυτό μας εξαφανίζεται.
ΑΠΕΙΚΑΣΜΑ
Άφησε ελεύθερα τα κουπιά,
η αδιαφορία του ξεγέλασε την πυξίδα
κι η βάρκα του ξανοίχτηκε στη θάλασσα.
Οι γοργόνες μ’ αναπάντητα ερωτήματα
ξανάσμιξαν με οξειδωμένους γάντζους
μονόχειρων πειρατών
στον πυθμένα των ναυαγίων.
Οι μορφές στα κέρματα των ερωτευμένων
αναθάρρησαν και γύρισαν όψη
σαρκάζοντας το πεπρωμένο.
Κάμποσοι πεινασμένοι γλάροι
δείλιασαν στη μονοτονία της απεραντοσύνης
και προσποιήθηκαν νόστο.
Εκείνος ξάπλωσε στην πλώρη
με το κεφάλι προς τη Δύση,
όπως τοποθετούνται οι νεκροί
στους παγωμένους τάφους.
Ζηλόφθονα σύννεφα
κάλυψαν το ζευγάρωμα των άστρων
κι ο βρυχηθμός της νύχτας
σήμανε προανάκρουσμα εκμηδένισης.
Η υπαρκτική αύρα
προκάλεσε διαλεκτική με την ανυπαρξία.
Ένα μπουκάλι συμπυκνωμένων αιώνων
έσπασε στο πλευρό της βάρκας
κι ελεύθερο το χαρτί των μύθων
αποκάλυψε το νοτισμένο μυστικό του:
«Η ύλη δεν ποντίζεται, αποσυντίθεται».
Ο Βαρκάρης συνέχισε να βλέπει
προς την Ανατολή
το απείκασμα των σχημάτων
με τα κορμιά που έζησε.
«Το πρωί … αποκεί θα βγει ο ήλιος»,
μονολόγησε και
προσκάλεσε γαλήνιος τον Θεό του.
Βάρκα που
ξανοίχτηκε στη θάλασσα, γοργόνες που ξανασμίξανε με πειρατές, γλάροι που
προσποιήθηκαν νόστο, σύννεφα που κάλυψαν το ζευγάρωμα των άστρων,
προσδίδουν στην ποιητική δημιουργία μια διπλή κίνηση. Από τη μια, η
διαδοχικότητα των εικόνων διαιρεί και κατανέμει τη διάρκεια σ’ ένα σύνολο
αυτομολημένων στιγμών, έκκεντρων στην ενότητα του χρόνου. Από την άλλη όμως,
παρατηρούμε, ότι μετά τη σύμπτυξη της πυκνότητας των ειδικών τους βαρών, ο
χρόνος επανασυντίθεται όχι ως μια επιφάνεια εκτύλιξης συμβάντων, αλλά ως μια
κινούμενη τομή που διεμβολίζει το κάθε μέρος χωριστά, την κάθε εικόνα στην
αναπαριστώμενή της πραγματικότητα. Εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα απείκασμα
χρόνου, ο οποίος εμφανίζεται ανάγλυφος από τις αλλεπάλληλες οντοθετικές
διαβρώσεις που χαράζει πάνω του η αίσθηση του μηδενός. Άλλοτε ως προσποίηση
νόστου, άλλοτε ως προανάκρουσμα εκμηδένισης και άλλοτε ως ζηλόφθον σύννεφο, ο
χρόνος διαμοιράζεται πότε ως πύκνωμα υπαρκτότητας και πότε ως αραίωμα
ανυπαρξίας, μέσα σ’ ένα μπουκάλι συμπυκνωμένων αιώνων, όπως αναφέρει ο ποιητής,
όπου στο εσωτερικό του συστέλλεται και διαστέλλεται η απεραντοσύνη της ύλης. Έτσι
λοιπόν ο χρόνος, με την πρώτη του μορφή, δηλαδή ως ένα ΟΛΟΝ με σπειροειδές
σχήμα, συλλέγει το σύνολο της κίνησης της μνημονικής διαδικασίας και το
μεταφυτεύει με οργανικά μοσχεύματα στο ΜΕΛΛΟΝ. Σαν ένα ριζίδιο στην καρδιά της
εξουσίας που αναπτύσσεται αντίρροπα στην ισοπεδωτική κίνησή της, ματώνοντας
ταυτόχρονα και το αλαζονικό της ύφος.
…αναμένοντας τον Χρόνο να γλυκάνει τις πληγές του…
από τα αγκάθια της εξουσίας που τα χρόνια
τον έχουν πληγώσει…
…μα που όμως δεν υπολόγισαν την κρυψίνοια
της ρίζας και της νέας της γέννας…
Προφανώς,
μέσα απ’ αυτούς τους στίχους ο ποιητής φαίνεται να αναμένει και να προσδοκά την
ανατροπή της υπάρχουσας πολιτικοκοινωνικής κατάστασης. Κι αυτήν την υπόγεια
αναρρίχηση της ελπίδας την ακούει ο ποιητής στις μελωδίες που βγαίνουν από τη
φλογέρα ενός ταπεινού βοσκού, οι οποίες θρυμματίζουν τις νότες της αστικής
ευγένειας.
ΦΩΤΙΑ
Ακούω μουσική ταπεινή
απ’ τη φλογέρα ενός βοσκού
να θρυμματίζει νότες
αστικής ευγένειας
στο πιάνο ενός αρχοντικού
που στο σαλόνι του
οι ευυπόληπτοι τιμούν
τη σκόνη ενός αγίου.
Το κελί μου καίγεται, τα
ο πορτρέτο στους τοίχους ουρλιάζει βοήθεια,
στα σωθικά μου
έκρηξη συμπαντική
διαμελίζει το παρελθόν
σε άπειρες πυγολαμπίδες,
πανάρχαιο σκηνικό
φλογισμένων ψυχών.
Στο κενό που σχηματίζεται
ένα άστεγο, περιπλανώμενο άτομο
αναζητά στα δικά του σωθικά
ηλεκτρόνια και μνήμες
για την προαιώνια, άτμητη
υπόστασή του.
Αγκαλιάζω το πορτρέτο μου περιδινούμενος.
«Κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν»
σημειώνω πάνω του
κι αφού Θεός ορίζομαι
χλευάζω κάθε Τάξη.
Η φλογέρα του βοσκού, λοιπόν, ένδειξη της γης, της
υπαίθρου και της απλότητας δημιουργεί έκρηξη στον νου και στην ψυχή του ποιητή,
σ’ ένα συμβολικό επίπεδο, και ταυτόχρονα διαμελίζει τον γυάλινο κόσμο της
αστικής ευγένειας σκορπώντας τον σε άπειρες πυγολαμπίδες. Πυγολαμπίδες που
μεταφέρουν τη φωτιά του λησμονημένου παρελθόντος κι ανάβουν τις φλογισμένες
ψυχές, που ‘ταν γονατισμένες και σφηνωμένες στους αρμούς ευυπόληπτων
αρχοντικών. Κι έτσι ο εαυτός ελευθερώνεται από την αστική τμηματοποίησή του και
ξαναβρίσκει την άτμητη υπόστασή του στη στάχτη απ’ το καμένο του κελί. Είναι
πλέον έτοιμος να ξαναφτιάξει το πορτρέτο της ζωής, με φόντο τον χλευασμό στην
κάθε τάξη.
Και
βέβαια η αφετηρία της ζωής βρίσκεται πάντα στο αντίθετο ρεύμα, εκεί που ο
άνθρωπος στρατοπεδεύει στις γραμμές διαφυγής του και το σώμα του από φυσικός
τόπος αλληλοσυγκρουόμενων ορμών μετατρέπεται σε χειμαρρώδες ρεύμα του ενστίκτου
που παρασέρνει μαζί του όλα τα κουφάρια της βιοεξουσιαστικής δομής που το
ευθυγραμμίζαν με τα ίχνη του απωθημένου χρόνου.
ΑΦΕΤΗΡΙΑ
Σ’ άρεσε πάντα να περπατάς
στο αντίθετο ρεύμα,
να μη βλέπεις πλάτες συνοδοιπόρων
παρά μονάχα πρόσωπα,
αλληλοσυγκρουόμενες ορμές
κι ανταλλαγές βλεμμάτων.
Έτσι πριόνιζες τους φόβους σου
και τις αναστολές.
Κι όταν η σιωπή προκαλούσε τα σωθικά σου,
μετάλλασσες την καρδιά σου σε ικρίωμα,
τις αρτηρίες σε θηλιές
κι απαγχόνιζες τα μυστικά που σε βασάνιζαν.
Προσπάθησα πολύ να σε στοιχίσω,
να καμαρώσω την περπατησιά σου
καθώς θα συμβαδίζανε τα πέλματά σου
στα ίχνη του Χρόνου.
Τι κόπος μάταιος!
Χρειάστηκαν χρόνια να συμπεράνω
πως το ταξίδι σου
δεν είχε αφετηρία την πηγή
αλλά την εκβολή,
εκεί που ο στρόβιλος
αδύναμος απ’ οράματα και μνήμες
βρίσκει τη δύναμη
στη ζάλη από τη δίνη.
Εκεί
λοιπόν, στο αντίθετο ρεύμα, ο ποιητής βλέπει τη σωστή όψη του εαυτού, εκεί που
οι απανεμιές και τα ίχνη του χρόνου μετατρέπονται σε αναγεννημένους στροβίλους
που εκριζώνουν τις αναστολές και τις φοβίες απ’ τα σωθικά της σιωπής και τις
σκορπίζουν στη δίνη και στη ζάλη της ανατασσόμενης συναισθηματικής επιφάνειας.
Γιατί στη ζάλη και στη δίνη, μας λέει ο ποιητής, το σώμα βρίσκει την προσίδια
μορφή του, δηλαδή επανακτά τη συμβαντολογική του φύση και μεταποιεί τη λήθη σε
ανάμνηση και την ερμηνεία σε πειραματισμό. Καταλληλότερη μέθοδος για την
ανάδυση του εντασιακού πεδίου απ’ τα σκιερά μέρη του ψυχικού όρμου, κρίνεται
όχι η ψυχανάλυση, αλλά μια ανάδρομη σ’ αυτήν κίνηση, η σχιζοανάλυση. Μόνο αυτή
μπορεί να αναβαθμίσει την γυμνή ύπαρξη σ’ ένα πολυπρισματικό συμβάν
απελευθερώνοντας νέες δυνητικότητες στις σχέσεις του αποκεντρωμένου υποκειμένου
με τη σεξουαλοκότητά του, τη σωματικότητά του και την ενδεχομενικότητα των
κόσμων στους οποίους είχε πιθανόν υπάρξει αυτοστροβιλιζόμενο μέσα στις
πολλαπλότητες του εαυτού του. Μόνο τότε, θα μετατραπεί σε επιθυμητική μηχανή
που θα γεννά τους πόθους του μέσα στις ρωγμές των παθών του και θα αίρεται
συνεχώς στη δίνη του ενστίκτου.
Στο
ποίημα ΓΕΦΥΡΑ, που ‘ρχεται ως συνέχεια και ως νοηματικό συμπλήρωμα του
προηγούμενου, ο ποιητής σκιαγραφεί αυτό το πέρασμα από τη φρίκη των ενοχών στις
συνωμοσίες των πόθων και γδέρνοντας την κοίτη της ζωής απολαμβάνει το νέκταρ
της αμαρτίας.
ΓΕΦΥΡΑ
Σε ικριώματα πλανητών
μεσάνυχτα θωρώ
την αστρική διάσταση.
Αδημονώ για ζάλη,
σύγκρουση,
αβυσσαλέα σύγχυση.
Καγχάζω το θράσος της λογικής
να καταθέσει εναντίον μου
ως αυτόπτης μάρτυρας
τον εθισμό μου
σε συνωμοσίες πόθων και αρνήσεων.
Αμύνομαι συνωστισμένος
ανάμεσα σε προαιώνιους
μονοκύτταρους Θεούς,
σε όχθες ορθότητας.
Παραβιάζω όρκους δεδομένους,
αρκεί απόψε
συμφωνίες ενστίκτων να τηρήσω,
στη φρίκη ενοχών να μην προδώσω
του Έρωτα τα χνάρια
στον μονόδρομο της εξέλιξης.
Αρκούμαι στην ευλογία του Θανάτου
καθώς εκβάλλει μέσα μου
η ανυπότακτη ροή
του αγριεμένου Αχέροντα,
γδέρνοντας την κοίτη της ζωής,
καθιστώντας την εμπειρία ενδιαφέρουσα.
Παρατηρώ εθισμένος στο σκοτάδι
το φόρεμα της νύχτας,
θαυμάζω τις πουά εκλάμψεις
–πυροτεχνήματα μύθων-
διαγράφοντας στο βιβλίο του παρόντος
τη λέξη Γνώση.
Σφετερίζομαι όνειρα δαιμόνων,
απολαμβάνω το νέκταρ της αμαρτίας
και ταπεινά ζητώ συγχώρεση
από έλλογες υπάρξεις
που αρνιέμαι να περάσω
συντεταγμένα μαζί τους
τη γέφυρα
του ταυτισμένου βίου.
Αυτός ο ταυτοτικός βίος, ο οποίος χειραγωγείται από
έλλογες υπάρξεις και προορίζεται σαν άμορφη μάζα να ζυμωθεί από τη μία ΓΝΩΣΗ,
προφανώς αποτελεί για τον ποιητή μια από τις μεγαλύτερες απειλές για την
ιζηματοποίηση της σκέψης σ’ ένα μονολιθικό στρώμα πεπερασμένων παραδοχών. Και
γι’ αυτό ακριβώς αναζητά την έξοδο από τον λαβύρινθο που δημιουργούν οι
συνεχείς αναδιπλώσεις του εαυτού στα είδωλά του.
…Ω μοναξιά που είσαι;…
Η ηχώ θρασεία περιφέρθηκε
στα δαιδαλώδη δωμάτια….
Η ηχώ, η εσωτερική φωνή που τινάζει τη σκόνη από τις
κορνίζες της συνείδησης, εξωτερικεύεται με τη μορφή του ίσκιου, δηλαδή με την
ανοίκεια όψη του εαυτού μας ή αλλιώς το ασυνείδητο, το οποίο ξεψυχά για αλήθεια
και διψά να ελαφρύνει απ’ τα ηθικά βάρη που του ‘χει επιβάλλει το υπερτραφές
προ-συνείδητο. Τιμές, φιλοδοξίες, ματαιοδοξίες τρέφουν μονάχα το είδωλο και όχι
τον πραγματικό μας εαυτό.
Μόλις
όμως ο άνθρωπος αρνηθεί τις τιμές και σπάσει τον καθρέφτη που παγιδεύεται το
είδωλό του σ’ ένα ψευδοομοίωμα εαυτότητας, η ηχώ επιστρέφει στην πηγή της,
γίνεται ήχος κι έπειτα φωνή του εαυτού, ή καλύτερα η έξοδος από την εσωτερική
του μοναξιά.
ΕΞΟΔΟΣ
Ο Μινώταυρος απ’ τ’ όνειρο
ξύπνησε ταραγμένος και ψέλλισε ασθμαίνοντας
«Ω μοναξιά, πού είσαι;»
Η ηχώ θρασεία περιφέρθηκε
στα δαιδαλώδη δώματα
κι επέστρεψε μονάχη καθώς έφευγε.
«Εδώ είμαι», σιγοψιθύρισε,
στ’ αυτί του με λαγνεία
φοβούμενη μην ξαναφύγει από κοντά του.
«Θέλω τον ίσκιο μου να δω»,
ικέτευσε εκείνος
και το σκοτάδι έλαμψε στης πεθυμιάς τον πόθο.
«Άνθρωπος ή Ταύρος;»
μονολόγησε το τέρας.
«Με ποιον να σε συγκρίνω;»
απάντησε απορημένο το είδωλο
πάνω στους λειασμένους τοίχους του Λαβυρίνθου.
«Την έξοδό μου αναζητώ και χάρισμά σου στο εξής
τα νιάτα που μου στέλνουν
όσοι φρονούν πως τα ζητώ
γιατί έτσι ησυχάζω».
«Δεν έχεις μίτο για να βγεις,
εις μάτην τριγυρίζεις,
το αίμα που σου στέλνουνε
αν δεν τ’ αντέχεις άλλο
σταμάτα να το γεύεσαι,
το δώρο τους αρνήσου».
«Θέλω μονάχα μια στιγμή
να δω έξω πώς είναι
κι ας ξεψυχήσω, ίσκιε μου,
στη χλεύη των φυλάκων».
Μα τότε, δεν υφίσταται
το πρόβλημα που είχες,
ήδη στην έξοδο είσαι
αφού αρνιέσαι τις τιμές
κι εμένα το είδωλό σου.
Πλέον δεν ζεις στη φυλακή,
ήρεμα αποκοιμήσου…»
Η ηχώ, ο ίσκιος, το είδωλο είναι οι συνώνυμες
έννοιες που δηλώνουν τον σημειωτικό χώρο του ΄΄παράπλευρου΄΄ της ανθρώπινης
ύπαρξης. Είναι τα διασταλμένα μέρη του αθέατου εαυτού, που συνθέτουν την υλική
χαρτογραφία της μοναξιάς. Η σχέση όμως που συνάπτουν μ’ αυτήν δεν είναι αιτιακή
ούτε συμπληρωματική, αλλά διαφορική. Αυτό σημαίνει ότι όσο περιγράφεται το
ωστικό κύμα που προκαλεί η ηχώ στην επιφάνεια της ύπαρξης, τόσο βαθαίνει η
βιωματική αποτύπωση της σκιάς του ασυνείδητου πάνω στο αντεστραμμένο είδωλο της
ψυχοσύνθεσης του ποιητή. Συνάμα, όμως, η μοναξιά ως το κυρίαρχο στοιχείο που
εκπέμπεται στην ποιητική ατμόσφαιρα, διαμοιράζεται στα ίχνη π’ αφήνει το
διάβημα της επικείμενης εξόδου του εαυτού από τη σκιά της απομόνωσής του. Έτσι
λοιπόν, εδώ επιχειρείται από τον ποιητή μια απεικόνιση της δυνητικής προβολής
του εαυτού, όχι πάνω σ’ ένα καλογυαλισμένο από την ορθότητα κάτοπτρον, αλλά στο
τράνταγμα της ταυτότητάς του και των χειροποίητων κραδασμών της. Μόνο μέσα σ’
αυτήν τη ζάλη, σ’ αυτόν τον στρόβιλο ανθίζει ο άνθρωπος και μετατρέπει τη λάσπη
της λήθης σε ποτισμένη ύλη της φαντασίας που θα σμιλέψει το σχήμα της επόμενης
στιγμής.
ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΣΤΙΓΜΗΣ
Ακινητοποίησα τη στιγμή.
Βίασα την εσωτερική δομή της
με αδιάκριτο βλέμμα
και οδήγησα τη διάνοιξη
στην υπαρκτική της τελετουργία
απ’ την ωοτοκία στην εκκόλαψη.
Είδα την ομορφιά
να βασανίζει τον Νάρκισσο,
ασφαλή την ασχήμια
στο λάγνο προσωπείο της.
Κι όταν ράγισε το περίβλημα
λίγο πριν την έκρηξη
αναρωτήθηκα αν είμαι μια στιγμή
ή μέσα στη στιγμή.
Αποφάσισα ν’ ανέβω
τη διαδρομή που κατέβηκα,
μα δεν γνωρίζω
αν επιστρέψω ως παρατηρητής
ή ως πρωταρχικό άτομο
μιας μαθηματικής ανωμαλίας.
Εντέλει μήπως πληρώσω
την αδιακρισία μου
με την απώλεια της στιγμής
που κάποτε ήταν ολότελα δική μου;
Εδώ λοιπόν, το ΕΓΩ του ποιητή αποσπάται από το ΟΛΟΝ
του εαυτού του, δηλαδή από τη σιγητική σύνθεση της αίσθησης του Χρόνου, και
αναδύεται ως το μέρος, ως η τομή της ύπαρξης στο σώμα της ΣΤΙΓΜΗΣ,
΄΄…αναρωτήθηκα αν
είμαι μια στιγμή
ή μέσα στη
στιγμή…΄΄
που ασφαλώς, ο χρόνος παίρνει τη μορφή του
επιταχυνόμενου διαστήματος στις ράγες του παρόντος στην μια περίπτωση, ενώ στην
άλλη ο ποιητής όντας μέσα στη στιγμή, βυθίζεται μεταξύ των δύο άκρων – του
παρελθόντος και του μέλλοντος – ως μια αναστοχαστική παύση στο παρόν του. Το
σημείο που συναντώνται αυτές οι δύο διαδρομές του ΕΓΩ, γεμίζουν με χρόνο τη
στιγμή και παράλληλα πυροδοτούν την έκρηξη του περατού περιγράμματος του
Μέλλοντος.
Μέσα
λοιπόν από το μοτίβο που το ΟΛΟΝ τέμνει το ΜΕΡΟΣ και αντίστροφα, ο ποιητής
καταφέρνει να αφαιρέσει το πρόσθετο δηλωτικό βάρος από τους στίχους του, και να
δώσει με σημασιολογική πυκνότητα το φιλοσοφικό μέγεθος/ βάθος που απαιτείται
για την χρονική αποπεράτωση των εννοιών αυτών.
Άλλες φορές
πάλι οι στίχοι του ζυγισμένοι σε εφτά με οχτώ συλλαβές, κατανέμουν με τον
καλύτερο δυνατό τρόπο τη ρομαντική διάθεση του ποιητή. Ένας ρομαντισμός όμως
αντεστραμμένος όπου το «ωραίο» και το «υψηλό» βρίσκονται στην εκφραστική
δυναμική του μέσου και όχι στον δηλωτικό τόπο του περιεχομένου. Στίχοι γεμάτοι
μουσικότητα, τονισμένοι καταλλήλως ώστε να ισορροπεί ο καθένας στα αντίβαρα της
εικονιζόμενης πραγματικότητας, μετατοπίζουν την εσωτερική συνείδηση του ποιητή
στο εξωτερικό περίγραμμά της, εκεί όπου τα συναισθήματά του είναι αδύνατον να εκφραστούν
στο φόντο της ανθρώπινης δυστοπίας. Έτσι λοιπόν στο ποίημα ΟΒΟΛΟΣ, είναι
ανάγλυφη αυτή η ανατροπή από τη ρομαντική στιχομυθία,
…Καλή μου έχει φεγγάρι απόψε!
Μπαίνει η Άνοιξη
τη νύχτα φωτίζεται
ως και ο πυθμένας της θάλασσας…
στη φρίκη της νατουραλιστικής εικονοπλασίας
…γιατί η δική μου η ματιά
δεν πέφτει στα ωραία
Εγώ θωρώ νεκρά παιδιά
νεκρές γύρω τους μάνες
απ’ τη θηλή τους να ρουφούν
γάλα μαζί με αίμα…
Αυτή η επιτηδευμένη παράθεση των αντιπαρατιθέμενων
εικόνων, δημιουργεί διαζευκτικές συζεύξεις στον νου του αναγνώστη, και οδηγεί
τη σκέψη του στην επανεγγραφή του συναισθήματος ξεκινώντας απ’ το χαμηλότερο
στρώμα του υπαρκτού.
΄΄…Ρίξε ένα κέρμα στον βυθό,
με θλίβει το φεγγάρι…΄΄
Παράλληλα,
στην ποίηση του Γρηγόρη Χαλιακόπουλου, απαντώνται και μοτίβα με το σκοτάδι, τον
θάνατο και τη μνήμη. Η επιτηδευμένη όμως ασάφεια με την οποία παρουσιάζονται οι
απρόσιτοι αυτοί εννοιολογικοί χώροι καθώς και η συμπαντική αοριστία που
περιζώνει το ποιητικό τους περιβάλλον, συνιστούν περισσότερο μια δοκιμή του
ποιητή να σκιαγραφήσει το βάθος των ανησυχιών του, παρά μια πρόταση ενοποιημένη
και συναρμοσμένη με ηθικές προτροπές. Άλλωστε, ο Γρηγόρης Χαλιακόπουλος, εχθρός
κάθε εξουσίας, αντιτίθεται και στην πανίσχυρη εξουσία του ΛΟΓΟΥ και πιο
συγκεκριμένα του ΟΡΘΟΥ ΛΟΓΟΥ, ο οποίος δεσμεύει το νόημα σε έμμετρες δεξαμενές
που στάζουν τη ζωή διυλισμένη από το αυθόρμητο, το παράδοξο, το αμαρτωλό
στοιχείο. Γι’ αυτό λοιπόν ο ποιητής επιμένει στην αδιάπτωτη περιστροφή της
σκέψης του γύρω από το νοητό άξονα – ασύμμετρων στη λογική – κατοπτρισμών, οι
οποίοι σμιλεύουν το είδωλο της ύπαρξης απ’ την ανάποδη. Χωρίς πυθμένα κι
εκβολές, παρά μονάχα πτυχωμένο με ραβδώσεις οι οποίες θα γίνουν οι λαβές που θα
πιαστεί ο εαυτός μας καθώς θα ανασύρεται απ’ το ημίφως της ψυχής, γυμνός και
άγουρος, στης μνήμης το φωτεινό φεγγάρι που θα τον οδηγήσει στην έξοδο της
λύτρωσης.
…Η ζάλη επανέφερε
τη λειτουργία του όντος
στην πρότερα κατάσταση….
Επίσης, η φλόγα, πότε ως ένδειξη ατομικισμού και
πότε ως λύτρωση απ’ αυτόν, είναι άλλο ένα μοτίβο που χρησιμοποιεί ο ποιητής
προκειμένου να εμβολιάσει με φαντασία το νόημα της ζωής, αλλά και να
μετατοπίσει τον θάνατο λίγο πιο πέρα από τα μνήματα. Η φωτιά λοιπόν, άλλοτε
καίει το κελί του φυλακισμένου εαυτού, άλλοτε το περίγραμμα του πορτρέτου και
άλλοτε τον ίδιο το θάνατο.
ΚΕΝΟ
Το ζευγάρι κρέμασε το πορτρέτο
στον γκρίζο τοίχο
του παλιού δώματος.
Τα δυο κορμιά
συνένωσαν τη σιωπή
με την εξομολόγηση,
την έκρηξη με τη γαλήνη
στην αδιέξοδη ελευθερία
των αντιθέσεων.
Ωσάν καυτός ήλιος της ερήμου
η έλξη πύρωνε τα σωθικά τους
αντάμα με τη ρευστότητα του Νείλου
να διατρέχει φλέβες,
αρτηρίες, αγγεία τριχοειδή
απ’ τις πατούσες
ως τους απόκρυφους θύλακες του εγκεφάλου.
Η αντίρροπη δύναμη του σίελου
με ιερουργίας κατέστη φιλί
κι όταν λυτρωμένοι ως απόκληροι
απίθωσαν το ηδονικό εμβαδόν τους
ανάσκελα στο σαρακιασμένο πάτωμα,
θώρησαν το σύμπαν ολάκερο,
πυρογραφία του Θεού,
στο μαυρισμένο απ’ τους καπνούς ταβάνι
με την ψυχή τους να ισοζυγίζει
στο ελάχιστο και στο άπειρο.
Αρκούσε ένα χαμόγελο αποφόρτισης,
το σιωπηλό μουγκρητό
και η υπερτέρηση της αφής.
Μόνο που ήρθε η στιγμή
κι ένα απλό βλέμμα τους
προς την πλευρά του γκρίζου τοίχου
επέφερε συστολή, ερυθρότητα
κι ενοχικό τρέμουλο.
Το πορτρέτο ήταν εκεί
ακίνητο, βλοσυρό, αυθάδες,
με τη διαπεραστική ματιά του
κατέγραφε το περίγραμμά τους,
την έκσταση, τον φόβο, το θράσος
τη ζωή και τον θάνατο
που εναλλάσσονταν ανάμεσα σε δύο κορμιά
στο εκκρεμές του Χρόνου.
Είχαν καλύψει ένα τετραγωνικό του τοίχου
αλλά όχι τα μάτια του παράξενου επισκέπτη.
Συμφώνησαν και οι δυο τους
πως πλέον δεν είχαν μυστικά
και επιδόθηκαν με ζωώδη αγριότητα
σε νέα αιματηρή μάχη
καθώς ένα δάκρυ κυλούσε στα μάγουλα
απ’ του πορτρέτου τον πόνο.
Η ελαιογραφία με την ανδρική φιγούρα
είχε αγοραστεί από κάποιο παζάρι
για να καλύψει το κενό μιας σχέσης.
Προφανώς, ήταν και δικό του.
Αυτή λοιπόν η αμφισβήτηση της παραδοσιακής αλλά και
της μοντέρνας κοινωνίας, καθώς και η εσκεμμένη χρήση του παραλογισμού,
φανερώνουν την επίδραση που έχει ασκήσει το κίνημα του Ντανταϊσμού στη σκέψη
του ποιητή. Αυτό το διαπιστώνει κανείς και ως προς τη μορφή των ποιημάτων του,
όπου απορρίπτονται τα κυρίαρχα ιδανικά της ποιητικής γραφής (π.χ.
ομοιοκαταληξίες, έμμετρος στίχος, κ.τ.λ.) αλλά και ως προς το περιεχόμενο, όπου
τα σημαίνοντα ολισθαίνουν πάνω στα σημαινόμενα που τα εκφράζουν καθώς
διακόπτουν και τους ορατούς δεσμούς με τα αντίστοιχα αναφερόμενά τους.
΄΄έκρηξη συμπαντική
διαμελίζει το παρελθόν
σε άπειρες πυγολαμπίδες΄΄
Βέβαια το κίνημα των Ντανταϊστών επηρέασε και το
μετέπειτα ρεύμα του σουρεαλισμού, όπου η φαντασία συνεχίζει να υπερισχύει της λογικής
στο πλέξιμο των νοητικών εικόνων.
Και μάλιστα οι εικόνες είναι εντυπωσιακές, τα
περιεχόμενά τους φαινομενικά ασυμβίβαστα, αλλά η απρόσμενη και απροσδόκητη
σύνδεσή τους στο φαντασιακό του αναγνώστη προσδίδει νόημα ιδιαιτέρως δηλωτικό,
και διαθλώμενο σ’ ένα ασύμμετρο – στη λογική τάξη των
πραγμάτων – μωσαϊκό αμφισβητήσεων, αντιλόγων, αναρωτήσεων και αυτοστοχασμών. Μάλιστα,
ο εσωτερικός μονόλογος τον οποίο αξιοποιεί ο ποιητής σε πολλά ποιήματά του,
ευνοεί την αποτύπωση της αποδιοργάνωσης της διαδοχικότητας των σκέψεών του,
καθώς επίσης και τη συντριβή των βεβαιοτήτων που θεμελιώνουν τις απόψεις και
τις πεποιθήσεις του σε ταυτιστικά μονόκλινα σημαίνοντα. Αντ’ αυτού, οι
κινούμενες συνδιαλεγόμενες εικόνες προσδίδουν αναδιπλασιαζόμενα επίπεδα
ανάγνωσης και αφαιρούν τη στατικότητα από την ροή των παραστάσεων. Έτσι,
διαρρηγνύεται ο συνειρμός που θέλει ένα ποίημα να ολοκληρώνει την αισθητική του
απόλαυση με την ολοκλήρωση της γραφής του, και μεταθέτει το «τέλος» του σ’ ένα
σημείο υστερόχρονο του ποιήματος, φυτεμένο στον απόηχο μιας στροβιλιζόμενης
κίνησης του νοήματος που εκβάλλει εκτός της μορφολογικής αντιστοιχίας στίχου –
νοήματος. Ταυτόχρονα μετατοπίζει το κέντρο βάρους της αντιληπτικής πρόσληψης σ’
ένα ξερίζωμα της εικονιζόμενης παράστασης από τις χωρικές και χρονικές της
συνδηλώσεις, όπου ξετυλίγεται με την κίνηση ενός αλλόκοτου χορού.
ΧΟΡΟΣ
Χτες βράδυ
τα βήματά μου μ’ έβγαλαν
στο κοιμητήρι
με τους θαμμένους ισοβίτες
που ξόφλησαν
με μια κούπα κρασί
κι ένα τσιγάρο
άκαφτο στα χείλη.
Ανάλγητος ο αγέρας
μαστίγωνε
τα εύθραυστα τζάμια
που αιχμαλώτιζαν τις φλόγες
των καντηλιών
και στον ρυθμό τους
χόρεψα ένα ζεϊμπέκικο αργό
με τη ματιά στον ουρανό
και την καρδιά στο χώμα.
Κι ανοίξανε τα μνήματα,
βγήκανε έξω οι νεκροί
στα μαύρα τους κουστούμια
και γύρω γύρω απ’ τους σταυρούς
χορέψανε μαζί μου.
Τούτη η αλλόκοτη σκηνή
ετρόμαξε τον Άδη
και η Ζωή μου αφέθηκε
στο ξόρκι του Θανάτου.
Πρωί πρωί χαράματα
δίχως να πούμε ένα γεια
καθένας μόνος τράβηξε
στης μοίρας του τον δρόμο.
Εκείνοι στο λαγούμι τους
κι εγώ έξω απ’ τη μάντρα.
Μα στον επόμενο χορό
τάφοι, σταυροί και χορευτές
περισσότεροι θα βγούμε.
Πιο συγκεκριμένα στο παραπάνω ποίημα αποδίδεται σε
μορφικό επίπεδο αυτή η ρευστότητα στο εσωτερικό των εννοιών μέσω της τεχνικής
της μετωνυμίας.
…με τη ματιά στον ουρανό
και την καρδιά στο χώμα…
όπου ο ουρανός μετατρέπεται ουσιαστικά στον νου και
στη φαντασία, δηλαδή στο ύψος του πνεύματος, ενώ το χώμα γίνεται το σημείο όπου
οι αισθήσεις και τα συναισθήματα στεριώνουν πάνω στην ύλη της ανθρώπινης
ύπαρξης. Βέβαια, δεν πρόκειται για έναν ασυμφιλίωτο δυϊσμό νου – αίσθησης,
γιατί αυτές οι δύο όψεις του υπαρκτού συνενώνονται στο ξύπνημα του ανθρώπου από
τον θάνατο, ο οποίος προκαλείται από τη διχοτόμηση των ανθρώπινων ερμηνειών
πότε στην ύλη και πότε στο πνεύμα, ανάλογα με το εκάστοτε καθεστώς σκέψης που
προσκολλά την αντίληψη σε νεκρούς τόπους, δηλαδή σε «μνήματα» σύμφωνα με τον
ποιητή. Ο χορός λοιπόν μέσα στον χώρο του συμβολικού ΤΙΠΟΤΑ απεγκλωβίζει τις
αρτηρίες των νεκρών απ’ το άχρονο και προετοιμάζει τη σύμπτυξή τους στην
πρότερη αλλά και στη μεταγενέστερη μορφή τους.
…Μα στον επόμενο χορό,
τάφοι, σταυροί και χορευτές
περισσότεροι θα βγούνε…
Έτσι
προοιωνίζει την αέναη επιστροφή του Ιδίου, αλλά σαφώς διαφοροποιημένου από
πριν, πολλαπλασιασμένου στη χωρική του έκταση από το πλήθος των σταυρών και των
χορευτών, αλλά και ταυτόχρονα εσωτερικά κυρτωμένου στη χρονική του έκταση όπου
ζωή, θάνατος και άνθρωπος, ξεριζώνονται από τον μονήρη αυτοαναφορικό τους τόπο.
Σ’ αυτές
τις χωροχρονικές εκτάσεις, καλούνται τώρα οι μνήμες να ξανασμίξουν τους εαυτούς
μας με την πυκνότητα της ύπαρξής τους. Και είναι εδώ τα ξωτικά για να πειράξουν
τα κείμενα της καλοθρεμμένης αταραξίας μας, όπως και τότε, με τα ποιήματά τους,
τις ανοργάνωτες εκδηλώσεις στα Εξάρχεια, τις αιχμηρές παρεμβάσεις τους στον
Τύπο της εποχής, αλλά και τις ατελείωτες ώρες συζήτησης στον Λόφο του Στρέφη
και στην Πλατεία Κλαυθμώνος, να προκαλέσουν μια ακόμα αναταραχή στα ειωθότα της
εποχής μας.
«Προφανώς σε αμφισβητώ
εφόσον διαμαρτύρομαι…»
«Μόλις γεννήθηκες βρε;…»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου