21.6.25

«Μπέρτα Ίσλα» του Χαβιέρ Μαρίας: Η αντικατασκοπεία ως λογοτεχνική αλληγορία


Το «Μπέρτα Ίσλα» είναι πολλά βιβλία σε ένα και επιδεικνύει όλες τις αρετές αλλά και τα μειονεκτήματα της γραφής του τόσο σημαντικού σύγχρονου Ισπανού συγγραφέα

 

Κείμενο: Κωστής Καλογρούλης

Πάμε να εξετάσουμε ένα από τα τελευταία μυθιστορήματα του πρόωρα χαμένου Ισπανού πεζογράφου Χαβιέρ Μαρίας, μίας ιδιάζουσας περίπτωσης για τα ευρωπαϊκά γράμματα των τελευταίων σαράντα ετών. Πριν όμως προχωρήσουμε στη συζήτηση του εκτενούς Μπέρτα Ίσλα, θα ήταν χρήσιμο να

θυμηθούμε ποιος ήταν ο Μαρίας ως συγγραφέας, για ποιους λόγους η ιδιόμορφη γραφή του έχει φανατικούς φίλους όσο και εχθρούς, και πώς είχε φτάσει στο σημείο να θεωρείται ως ο επιφανέστερος Ισπανός μυθιστοριογράφος της εποχής του.

Ο Μαρίας έχει κατηγορηθεί από συμπατριώτες του ότι δεν ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για την Ισπανία, αφού τα περισσότερα από τα μυθιστορήματά του λαμβάνουν χώρα σε διάφορες χώρες του εξωτερικού, δεν θίγουν παρά έμμεσα ζητήματα που αφορούν την ισπανική ιστορία και πραγματικότητα και αντανακλούν διαφορετικές λογοτεχνικές παραδόσεις. Πράγματι, ο Μαρίας από μικρός είχε μια ιδιαίτερη σχέση με την αγγλική (κυρίως) και την αμερικάνικη λογοτεχνία, έχοντας μάλιστα κάνει και πολλές μεταφράσεις στα ισπανικά από την αγγλική γλώσσα. Είναι εξίσου σαφές ότι τα περισσότερα από τα μυθιστορήματά του έχουν ένα διεθνή χαρακτήρα και αν κανείς δεν γνωρίζει το όνομα και τα βιογραφικά στοιχεία του συγγραφέα και διάβαζε ένα μυθιστόρημά του σε μετάφραση, θα μπορούσε εύκολα να υποθέσει ότι είναι Άγγλος και όχι Ισπανός. Το έργο που τον έκανε πανευρωπαϊκά γνωστό, Όλες οι Ψυχές (1988), είναι ενδεικτικό του εκκεντρικού ύφους του Μαρίας καθώς και των λογοτεχνικών του συγγενειών.

Ο Μαρίας ελάχιστα ενδιαφέρεται για τη συμβατική πλοκή, πολύ περισσότερο φαίνεται να τον νοιάζουν οι διαρκείς του παρεκβάσεις που ξεκινάνε από οποιοδήποτε ερέθισμα και τον οδηγούν σε ένα αυτοσχεδιαστικό παροξυσμό. Ο αφηγητής βλέπει παντού γύρω του μονοπάτια που επιλέγει να πάρει χωρίς να το καλοσκεφτεί και τα οποία σπάνια ολοκληρώνει. Ακολουθώντας το πνεύμα ενός από τους λογοτεχνικούς του προπάτορες, τον Λώρενς Στερν, (η μετάφραση του Τρίσταμ Σάντι από τον Μαρίας στα ισπανικά βραβεύτηκε), ενδιαφέρεται περισσότερο για το ταξίδι παρά για τον προορισμό.

Ο ίδιος σε συνεντεύξεις του αναγνωρίζει ότι δοκιμάζει την υπομονή των αναγνωστών του με τις συνεχείς παρενθετικές παρεμβάσεις του, επισημαίνει όμως ότι με αυτό τον τρόπο εξασφαλίζει ότι ο αναγνώστης ενδιαφέρεται πραγματικά για τη δική του προσέγγιση προς την αφήγηση, η οποία ουδέποτε ήταν γραμμική και άμεση. Κάθε μία από αυτές τις παρεκβάσεις θα μπορούσαν να αποτελέσουν ένα μικρό διήγημα, αλλά ο Μαρίας δεν τις αναπτύσσει μέχρι τέλους, απλά δείχνει τον δρόμο ανοίγοντας την όρεξη σε όποιον αναγνώστη θέλει να αφήσει τη φαντασία του να συνεχίσει στο μονοπάτι. Άλλα στοιχεία που είναι ιδιαίτερα στον Μαρίας είναι η γλώσσα του, ή μάλλον οι μακροσκελείς δευτερεύουσες προτάσεις του που θυμίζουν τον ύστερο Χένρι Τζέιμς, ορισμένες εκ των οποίων εκτείνονται σε ολόκληρες σελίδες και απαιτούν τη στενή προσοχή του αναγνώστη.

Πάμε τώρα στο Μπέρτα Ίσλα, το προτελευταίο του μυθιστόρημα, το οποίο και αποτελεί ένα ακόμη κομμάτι σε ένα ευρύτερο μυθοπλαστικό σύμπαν που έχει πλάσει ο Μαρίας και το οποίο μοιράζεται κοινούς χαρακτήρες, καταστάσεις και ως ένα βαθμό πλοκές: Αυτό το σύμπαν εγκαινιάστηκε με την περίφημη τριλογία του Το πρόσωπό σου αύριο, το οποίο αναπτύσσει ένα από τα αγαπημένα του μοτίβα: την κατασκοπεία και συγκεκριμένα το ιδανικό πεδίο στρατολόγησης κατασκόπων που ήταν οι πανεπιστημιουπόλεις της Οξφόρδης και του Κέμπριτζ καθ’ όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα. Σε αυτό το μυθιστόρημα συναντάμε για πρώτη φορά τους χαρακτήρες του Γουίλερ και του Τούπρα, οι οποίοι παίζουν σημαντικό ρόλο και στην περίπτωση του Μπέρτα Ίσλα.

Η Μπέρτα λοιπόν είναι μια νεαρή κοπέλα στα τέλη της δεκαετίας του εξήντα (και τελευταία χρόνια της δικτατορίας Φράνκο) στη Μαδρίτη που ερωτεύεται τον κατά το ήμισυ Άγγλο Τομάς Νέβινσον. Το ζευγάρι αποφασίζει σύντομα να παντρευτεί, αφού ο Τομάς επιστρέψει από την Οξφόρδη όπου και σπουδάζει. Αυτό πράγματι συμβαίνει, και με την επιστροφή του ο Τομάς αναλαμβάνει μια δουλειά στη βρετανική πρεσβεία που τον αναγκάζει να περνάει πολύ χρόνο στο Λονδίνο. Σταδιακά όμως, η Μπέρτα, νεαρή μητέρα πλέον, αρχίζει να συνειδητοποιεί ότι τα παρατεταμένα διαστήματα απουσίας του άντρα της στο εξωτερικό καθώς και η μυστικοπάθεια ή περίτεχνη ασάφεια γύρω από το επάγγελμά του προδίδουν μία διαφορετική πραγματικότητα από αυτή που είχε συνηθίσει. Καθίσταται λοιπόν σαφές, ότι ο Τομάς εργάζεται για τις βρετανικές μυστικές υπηρεσίες και δεν θα μπορεί ποτέ και σε καμία περίπτωση να συζητήσει οτιδήποτε σχετικά με τα καθήκοντά του. Αυτή είναι η βάση της πλοκής και χρησιμεύει στο να δώσει στον Μαρίας την δυνατότητα να αναπτύξει δύο αγαπημένα του θέματα:

Το πρώτο είναι η ιδιότητα του κατασκόπου. Καταρχάς η έννοια του κατασκόπου στα διάφορα έργα του Μαρίας είναι ιδιαίτερη και νομίζω ότι την χρησιμοποιεί και ως μεταφορά. Η πραγματική δουλειά του ανθρώπου που εργάζεται στην αντικατασκοπεία είναι η ερμηνεία ανθρώπων, προσωπικοτήτων, η απόπειρα να τους διαβάσει και να δει μέσα τους. Συνεπώς η δουλειά αυτή αποτελεί προέκταση, τρόπον τινά,  εκείνης του μυθιστοριογράφου ή ακόμα και του κριτικού, καθώς και τα δύο επαγγέλματα αφορούν ανάγνωση και ερμηνεία. Είναι χαρακτηριστικό ότι στα έργα του Μαρίας κάθε περιγραφή προσώπων, γεγονότων, καταστάσεων στο μυθιστόρημα περνάει πρώτα από το φίλτρο των πρώτων εντυπώσεων του αφηγητή, πριν αποκαλυφθεί μέχρι ποιον βαθμό οι αρχικές εντυπώσεις ήταν σωστές ή λανθασμένες. Κάθε γεγονός προσφέρεται για μια σημειολογική ανάλυση, προσφέρει ερεθίσματα, ίχνη, στοιχεία, μικρές λεπτομέρειες που αν κάποιος μάθει να ερμηνεύει σωστά, μπορούν να ανοίξουν ένα παράθυρο κατανόησης χωρίς καν να γνωρίζει το παραμικρό γύρω από αυτά.

Το δεύτερο που προκύπτει ως μοτίβο είναι το κατά πόσο μπορούμε πραγματικά να γνωρίζουμε έναν άλλο άνθρωπο. Η σχέση της Μπέρτα και του Τομάς που εξ ανάγκης έχει τόσο πολλούς περιορισμούς και μυστικά, τόσες άγνωστες πτυχές, λειτουργεί και πάλι αλληγορικά για μια ευρύτερη επιστημολογική εξέταση της ανθρώπινης κατανόησης. Νομίζουμε πως γνωρίζουμε πολλά, αν μη τι άλλο τους δικούς μας ανθρώπους, αλλά συχνά αυτή η κατανόηση είναι απλά μια χίμαιρα, μια αίσθηση που υπό προσεκτικότερη ανάλυση αποδεικνύεται ψευδής. Αυτό με τη σειρά του υποδεικνύει έναν σκεπτικισμό από τον συγγραφέα γύρω από τα όρια της ανθρώπινης αντίληψης, σκεπτικισμός ο οποίος όμως έρχεται σε αντίθεση με τον θαυμασμό του για τις ικανότητες της ερμηνευτικής και διαισθητικής ανάλυσης που καλλιεργούν οι χαρισματικοί και άρτια εκπαιδευμένοι κατάσκοποι. Πού αρχίζει και πού τελειώνει η ανθρώπινη γνώση και αντίληψη; Μπορούμε να μάθουμε πολλά από ελάχιστα, ή τελικά ακόμα κι αν φαινομενικά γνωρίζουμε τα πάντα, τελικά δεν γνωρίζουμε τίποτα; 

Πολλοί θεωρούν τον Μαρίας φλύαρο και επιτηδευμένο. Αναγνωρίζω την κριτική και την συμμερίζομαι εν μέρει (αν και μονάχα για το πρώτο, όχι για το δεύτερο). Όμως το ύφος του έχει μια γοητεία που για μένα είναι πολύ ισχυρή και αναγνωρίσιμη. Αν διαβάσεις μια μόλις παράγραφο ενός μυθιστορήματος του Μαρίας, αναγνωρίζεις αμέσως τον συγγραφέα της. Σου χαρίζει εκπληκτικές σκηνές, τέλεια στημένες, γνωρίζει πώς να κλιμακώσει την ένταση όταν και όποτε επιθυμεί, και μπολιάζει τα βιβλία του με διαρκείς συζητήσεις και σχόλια λογοτεχνικής φύσεως που προσθέτουν μια διάσταση μεταμυθοπλασίας, κάτι που πάντοτε ελκύει τους πραγματικούς εραστές της λογοτεχνίας. Το Μπέρτα Ίσλα είναι πολλά βιβλία σε ένα και επιδεικνύει όλες τις αρετές αλλά και τα μειονεκτήματα της γραφής του τόσο σημαντικού σύγχρονου Ισπανού συγγραφέα. Απλά για μένα οι αρετές επικρατούν συντριπτικά των όποιων αδυναμιών.

 

 https://elculture.gr/berta-isla-tou-chavier-marias-i-antikataskopeia-os-logotechniki-alligoria/ 

Δεν υπάρχουν σχόλια: