6.6.25

ΤΡΙΑ ΜΙΚΡΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΑ «ΚΑΤΟΙΚΙΔΙΑ», ΣΤΑΥΡΟΣ ΖΑΦΕΙΡΙΟΥ


Ἐδῶ καὶ μέρες χτυπᾶ τὸ τηλέφωνο.
Ἂν τὸ σηκώσω, λέω, θά ’σαι ἐσύ.
Πάλι μὲ αὐτὴ τὴν τρελὴ ἱστορία
γιὰ τὰ σημεῖα τῶν καιρῶν καὶ γιὰ τὰ τέρατα.
Πάλι μὲ αὐτὸ τὸ ἀνυπόφορο τέλος,
πὼς πέθαναν αὐτοὶ καλὰ κι ἐμεῖς καλύτερα.
Δὲν τὴν ἀντέχω πιὰ τὴ φαντασία σου.
Γι’ αὐτὸ κάθομαι ἀσάλευτος στὴν καρέκλα
καὶ κάνω πὼς κοιτάζω τὴ θάλασσα.
Γι’ αὐτὸ ἀφήνω νὰ μακραίνουν τὰ μαλλιά μου.
Σὰν τὰ φτερὰ τοῦ πετεινοῦ μὲς στὰ θεμέλια.
*
Δουλεύεις τὸν χερόμυλο καὶ σὲ θαυμάζω.
Τώρα ἀλέθεις ἐπιδέξια τὰ δόντια μου
‒ἐκεῖνα ποὺ στρογγύλευαν τὸ ταῦ.
Προηγήθηκαν βέβαια τὰ κουμπιὰ ἑνὸς λευκοῦ μου πουκάμισου,
κάτι μεγάλες, ἀμήχανες σιωπές,
ὁ δείκτης καὶ ὁ μικρὸς τοῦ ἀριστεροῦ χεριοῦ
καὶ ὅλες φυσικὰ οἱ ὑποσχέσεις.
Κατὰ τὰ ἄλλα εἶμαι ἀρτιμελὴς καὶ δὲν παραπονιέμαι.
Ἔχουν δεῖ καὶ χειρότερα τὰ μάτια μου στὰ ποιήματα.
*
Ἐπιμένω στὰ ἠλεκτρόφωνα καὶ στὰ παλιὰ τραγούδια.
Ρίχνω τὸ κέρμα στὴ φωτιά, ἀκούω:
τρίζει ἡ βελόνα ‒ὁ χρόνος‒ σὰν τὸ ξερὸ κλαδί.
Ἀποκαΐδια λόγια στὸν ἀέρα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: