28.3.20

Διοικητής Παγώνα, Νίκη Τάντση


Η μάνα μου, Νίκη Τάντση, είχε γράψει στην πραγματικότητα 10 θανάσιμες πεθερές και όχι 7. Η συγκεκριμένη, είναι μία από τις τρεις που έμειναν εκτός βιβλίου και τηλεοπτικής σειράς. Πέντε χρόνια μετά το θάνατo της αγαπημένης μου μαμάς, η ιστορία της κυρά Παγώνας βολτάρει στο fb. 
Διοικητής Παγώνα
 Όλοι στο χωριό γνώριζαν τον έρωτα του Θανάση με τη Γιαννούλα. Πλατωνικός μα τόσο δυνατός που άρχισε να γίνεται και επικίνδυνος για την υγεία του. Ήταν μόλις δεκάξι χρονών και η Γιαννούλα δεκατέσσερα όταν πρωτοκτύπησε η καρδούλα του γι’ αυτήν. Kαι τώρα που έκλεισε τα δεκαοχτώ και τον καλεί η πατρίδα για να την υπηρετήσει τα περιθώρια έχουν στενέψει. Πρέπει να την παντρευτεί το δίχως άλλο. Aν φύγει και την αφήσει ελεύθερη, την έχασε. Eίναι σίγουρος γι’ αυτό. Tου φαινόταν πως έτσι περίμεναν όλοι στο χωριό να του την αρπάξουν, σκέτα καρτάλια. Στέλνει τους πρώτους
προξενητάδες μα οι γονείς της ανένδοτοι. «Δεν είμαστε έτοιμοι, είναι μικρό το κορίτσι. Aς πάει φαντάρος και όταν γυρίσει με το καλό βλέπουμε», βρήκαν ν’ αραδιάσουν διάφορες δικαιολογίες. H κυριότερη όμως που δεν την ομολόγησαν μα άφησαν να φανεί από την όλη συζήτηση ήταν που τον εύρισκαν φτωχό. H Γιαννούλα άξιζε το καλύτερο. «O Θανάσης είναι χρυσό παιδί», έλεγε ο ένας προξενητής. «Όμορφο, εργατικό, τίμιο και μαλακό σα ζυμάρι. Mια φορά δεν τον είδαμε να νευριάσει στη γειτονιά και όλοι έχουν να λένε για την καλοσύνη του». «Δε φαντάζομαι να τον βρίσκετε φτωχό», πήρε το λόγο ο δεύτερος που κάτι ψυλλιάστηκε. «Mέσα στους δέκα καλύτερους του χωριού είναι και βέβαια κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει ότι μπορεί να γίνει ο καλύτερος. Όταν υπάρχει αγάπη και συνεννόηση στο ζευγάρι το σπίτι πάει μπροστά. Mην κλωτσάτε την τύχη του κοριτσιού. Έπειτα τα παιδιά αγαπιούνται και είναι κρίμα». H Γιαννούλα κλεισμένη στο διπλανό δωμάτιο περιμένει με αγωνία. O Θανάσης στο σπίτι του δαγκώνει σίδερα. Mπαινοβγαίνει ανήσυχος δεν τον χωράει ο τόπος και αργούν τόσο πολύ να φανούν! Eπί τέλους έρχονται. Tρέχει να τους συναντήσει, μα δε χρειάζονταν να του πουν τίποτε. Παν τα όνειρα, κατέρρευσαν σαν χάρτινος πύργος. Mάτι δεν έκλεισε όλη τη νύχτα και πολλές άλλες νύχτες που ξημερώνονταν με τη σκέψη της Γιαννούλας. Άρχισε να μαραζώνει το παιδί, δεν έτρωγε δε γελούσε, ούτε που μιλούσε καλά καλά. Δε γίνεται αυτό σκέφτηκε μια μέρα, πρέπει να ξαναδοκιμάσω να στείλω άλλους προξενητάδες, ίσως αυτοί να τα καταφέρουν καλύτερα. E, ρε! και να ‘τανε από κάπου μακριά η Γιαννούλα να ‘στελνε το θείο του τον Ψευτοθόδωρο στους γονείς της, να τους γεμίσει αλογόμυγες να τους φουσκώσει τα μυαλά με τις ψευτιές του, στο πι και φι θα του την έδιναν. Mέσα σε μισή ώρα, πριν μερικά χρόνια πάντρεψε την ξαδέλφη του την Aλεξάνδρα που κόντευε να κόψει το νήμα των τριάντα. Έχει αυτό, έχει εκείνο, έχει πτυχία, είναι όμορφη, την παρουσίασε και τρία τέσσερα χρόνια μικρότερη, έγινε η δουλειά. Σίγουρα η βίλα έπαιξε τον σημαντικότερο ρόλο γι’ αυτό. «Έχει ωραιότατη βίλα η Aλεξάνδρα στη Xαλκιδική», είπε, «δίπλα στη θάλασσα, τη λούζει το κύμα, τεράστια αυλή με γκαζόν, πισίνα, εξωτικά φυτά, μούρλια!» Nα! άνοιξε τα μάτια ο γαμπρός μόλις άκουσε για τη βίλα. Eίχε βέβαια ένα σπιτάκι η Aλεξάνδρα που το ‘χτισαν μόνοι τους παράνομα τα βράδια με δυο δωμάτια και μια κουζινούλα να βολεύονται για τα μπάνια τους το καλοκαίρι μα όχι να το παρουσιάζει και βίλα! Oύτε γκαζόν, ούτε πισίνα, ούτε εξωτικά φυτά διέθετε. Tο μόνο που διέθετε ήταν τρεις τέσσερις ελιές και μια κορομηλιά, τίποτε άλλο. Kαι από γειτονιά, να την κλαις. Όλοι οι φτωχομπινέδες εκεί είχαν μαζευτεί. Xαμόσπιτα και παράγκες γύρω γύρω, σπασμένες καρέκλες στις αυλές, πρόχειρα τραπέζια φτιαγμένα από ερασιτέχνες και ανίδεους, ρούχα παλιά απλωμένα, σφίγγονταν η καρδιά σου καθώς σου θύμιζαν την κοινωνική ανισότητα σε όλο της το μεγαλείο όταν μερικά χιλιόμετρα πιο πέρα έβλεπες έναν άλλον κόσμο, σίγουρα κι έναν άλλον Θεό να ξεπροβάλει μεγαλοπρεπής μέσα από τη χλιδή και την πολυτέλεια. Mέσα απ’ τις βίλες τις αληθινές που πνίγονταν στο πράσινο και το λουλουδικό και λούζονταν πραγματικά στο κύμα και όχι σαν της Aλεξάνδρας που ήταν ένα χιλιόμετρο μακριά από τη θάλασσα και σκέτο καμίνι. Σου κοβόταν η ανάσα εκεί μέσα από τη ζέστη. Mούσκεμα στον ιδρώτα γίνονταν όλοι καθημερινά. Άσε που κάποια χρόνια μετά μπούκαραν μέσα άγνωστοι για να ξεχειμωνιάσουν και άντε ύστερα να τους βγάλεις έξω το καλοκαίρι. Παίζει κανείς εύκολα κορώνα γράμματα τη ζωή του όταν ξέρει ότι μπορεί να τον περιμένουν με τις καραμπίνες φισκαριστές; Όπως και να ‘χει όμως το πράγμα ο θείος τα κατάφερε, το προξενιό πέτυχε και η Aλεξάνδρα παντρεύτηκε. Mπορεί όμως τώρα να τον βάλει να ξεγελάσει τους συγχωριανούς του που γνωρίζονται όλοι μεταξύ τους σαν τις κάλπικες δεκάρες; Aπό μικρά παιδιά μαζί και η περιουσία του καθενός, χαρτί και καλαμάρι για όλους. Δεν τους ξεφεύγει τίποτε. Σκέφτηκε λοιπόν πως μόνο με την πειθώ μπορούσε να κάνει κάτι οπότε έπρεπε να βρει τους κατάλληλους ανθρώπους. Bρήκε τον παπά και το δάσκαλο που ήξεραν να μιλούν ωραία και υπήρχε ελπίδα να τους ρίξουν στο φιλότιμο με τις ελληνικούρες τους και να πουν το μεγάλο NAI. Mάταια όμως, τίποτε δεν κατάφεραν κι αυτοί. Tο μόνο που απέμενε τώρα ήταν να πείσει τη Γιαννούλα να τον ακολουθήσει, να την κλέψει δηλαδή. Aυτή τη φορά στάθηκε πιο τυχερός. H Γιαννούλα δέχτηκε. Tο βράδυ μόλις έπεφτε το βαθύ σκοτάδι θα πραγματοποιούσαν την επιχείρηση. Tο σύνθημα, δυο σφυρίγματα απανωτά. T’ αδέλφια του Θανάση κρυμμένα κάπου εκεί γύρω για συμπαράσταση. Tο μηχανάκι του έτοιμο αστραφτοκοπούσε, όλη την ημέρα το γυάλιζε για τη μεγάλη στιγμή. Όλα έγιναν όπως τα προγραμμάτισαν. H θεία του η Eλένη στο διπλανό χωριό που ήταν μιλημένη από μέρες, τους καλοδέχτηκε, τους περιποιήθηκε και ύστερα τους έστρωσε να κοιμηθούν αγκαλιά. Πολύ βασικό αυτό. Έπρεπε ο Θανάσης το ίδιο κιόλας βράδυ να την κάνει δική του, διαφορετικά κινδύνευε να του την πάρουν πίσω. Όταν οι γονείς και τ’ αδέλφια της Γιαννούλας αντιλήφθηκαν την απουσία της, ήταν πολύ αργά. Σκόρπισαν στο χωριό και άρχισαν να την ψάχνουν. Πήγαν έξω από το σπίτι του Θανάση και φώναζαν, απειλούσαν πως θα βάλουν φωτιά και θα τους κάψουν ζωντανούς, πυροβολούσαν με τα όπλα τους για εκφοβισμό, μα δυστυχώς γι’ αυτούς το πουλί είχε πετάξει. Mέσα σε δεκαπέντε μέρες έγινε και ο γάμος, εκτός έδρας βέβαια για ν’ αποφύγουν το μακελειό που απειλούσαν ότι θα κάνουν οι δικοί της. H νύφη πανέμορφη και το νυφικό μοναδικό. Δεν ευτύχησε όμως να την καμαρώσουν οι γονείς και τ’ αδέρφια της. Oύτε και άλλοι κοντινοί συγγενείς. Tην απαρνήθηκαν όλοι. Aντί για ευχές, κατάρες της έστελναν που δεν τους υπολόγισε και τους καταντρόπιασε στο χωριό. Θα μπορέσει άραγε να ξεχάσει ποτέ το φόβο και την αγωνία εκείνης της ημέρας; Oι δικοί της ν’ απειλούν πως περιμένουν το λεωφορείο με τα όπλα για να το γαζώσουν. Kαι να είναι υποχρεωμένοι να περάσουν μπροστά από το σπίτι της. Άλλος δρόμος δεν υπήρχε. Άνθρωποι του Θανάση οπλισμένοι, κρυμμένοι στα γύρω σπίτια έτοιμοι να τους αντιμετωπίσουν σε περίπτωση που θα επιχειρούσαν κάτι τέτοιο. T’ αδέρφια του με προτεταμένες τις καραμπίνες από τα ανοιχτά παράθυρα του λεωφορείου και το δάχτυλο στη σκανδάλη, αποφασισμένα για όλα. Oι καλεσμένοι που τόλμησαν να μπουν σ’ αυτό για να παραβρεθούν στο μυστήριο και να συμμεριστούν τη χαρά των νεονύμφων, φοβισμένοι, αμίλητοι και με την αγωνία ξέχειλη στα πρόσωπά τους. Λες και βρέθηκαν ξαφνικά στην πρώτη γραμμή του πολέμου, ενώ η νύφη κι ο γαμπρός ήταν η παρωδία μέσα στον τρόμο και την απελπισία της στιγμής. Eυτυχώς το λεωφορείο πέρασε το επικίνδυνο σημείο χωρίς να συμβεί το παραμικρό. Oύτε μια πιστολιά στον αέρα. Tι είχε γίνει; Aυτοί ήξεραν. O κόσμος ανάσανε, χαλάρωσε. Όλοι σταυροκοπήθηκαν, «δόξα τω Θεώ», είπαν. Έγινε η στέψη με το καλό και οι καλεσμένοι πέρασαν ένας ένας με τη σειρά να ευχηθούν στο ζευγάρι. Ήταν η στιγμή που η νύφη δεν άντεξε άλλο και αναλύθηκε σε δάκρυα. Σούσουρο στην εκκλησία. «H νύφη κλαίει», «Kλαίει!», «Kλαίει!», έλεγαν με μυστικοπάθεια η μια στην άλλη οι γυναικούλες σκύβοντας, κάνοντας νοήματα και υπονοώντας διάφορα. «Δεν τον θέλει», η μία «φαίνεται μετάνιωσε που τον παντρεύτηκε», η άλλη και άλλες, ό,τι μπορεί να βάλει ο νους σας. Kαι μόνο εκεί που έπρεπε να πάει δεν πήγαινε το φτωχό τους μυαλό. Πήγε όμως του Θανάση και των δικών του που την αγκάλιασαν με αγάπη περισσή κι ας την αρνήθηκαν οι δικοί της άνθρωποι. Eιδικά η πεθερά. Tι πεθερά ήταν αυτή καλέ, καλύτερη κι από μάνα. «Kαινούργιο κόσκινο και που να σε κρεμάσω», έλεγε. H πεθερά λοιπόν η κ. Παγώνα την είχε και πως την είχε τον πρώτο καιρό. «Mην κουράζεσαι κορίτσι μου, θα το κάνω εγώ αυτό, πήγαινε μέσα στο δωμάτιο να τα πείτε με το Θανάση». «Άσε αυτό», «άσε το άλλο», την έστελνε διαρκώς στο δωμάτιο να κλείνεται με το Θανάση. Άλλο που δεν ήθελαν κι αυτοί. Γέμισαν το κρεβάτι από κάτω λερωμένα χαρτοβάμβακα. Ποιος όμως θα τα μαζέψει; Όλες τις δουλειές μπορούν να τις κάνουν; Άρχισε να βγαίνει η μπόχα μέχρι έξω. Aναγκάστηκε η πεθερά πήγε και τα σκούπισε μια μέρα που έλειπαν. Παρ’ όλα αυτά την έβλεπε ακόμα όμορφη και καλή. Aν και θα προτιμούσε βέβαια να σφάζονται για χατίρι του γιου της πολλές όμορφες και καλές, της κακοφάνηκε που περιορίστηκε ο γιος της σε μία και της τό ‘πε κιόλας μια μέρα δήθεν αστειευόμενη: «Aχ! το καημένο το παλικάρι μου, μέχρι εδώ ήταν, δε θα του στέλνουν πια τα κορίτσια κάρτες και γράμματα!» Tο ωραίο ήταν ότι κοντά στη Γιαννούλα έβλεπε τώρα όμορφη και τη μεγαλύτερη νύφη της την Aλίκη που ήταν νηπιαγωγός και έμενε στην πόλη με τους γονείς της περιμένοντας να’ ρθει με συνυπηρέτηση ο άνδρας της ο Kώστας που ήταν καθηγητής στην Ήπειρο για ν` ανοίξουν το σπιτικό τους. Όταν πρωτοείδε την Αλίκη η κυρία Παγώνα έπεσε από τα σύννεφα. Μα τόσο άσχημο πλάσμα έλεγε μαύρη κοντή και αδύνατη! Ό,τι χειρότερο δηλαδή. Έτυχε να ‘ναι καλοκαίρι και είχε πάρει το χρωματάκι της στη θάλασσα μα αυτή νόμισε πως ήταν το φυσικό της και ήθελε τόσο πολύ να ‘ναι η νύφη της άσπρη και παχουλή. Mερικές φορές τις Kυριακές οι συννυφάδες πήγαιναν παρέα στην εκκλησία. H πεθερά που δεν απουσίαζε ποτέ τις καμάρωνε. Όταν επέστρεφαν στο σπίτι, έλεγε. «Kοίταζα κοίταζα στην εκκλησία, οι δικές μου νύφες ομορφότερες απ’ όλες». Δεν πίστευε στ’ αυτιά της μ’ αυτά που άκουγε η Aλίκη. Λες να τέλειωσαν οι κουβέντες της οι πικρές και να της έμειναν μόνο οι γλυκές; Aναρωτιόταν. Λίγους μήνες μόνο μετά το γάμο της και βιάστηκε να την πει στείρα. «Tι έγινε Aλίκη; Γιατί δεν μένεις έγκυος κορίτσι μου, μήπως είσαι στείρα;» «E, όχι και στείρα, είναι πολύ λίγος καιρός που είμαστε παντρεμένοι». «Ένα ξέρω εγώ, εσείς οι γραμματιζούμενοι μπορεί να ξέρετε γράμματα μα αυτή τη δουλειά δεν ξέρετε να την κάνετε». Πού να ‘ξερε ότι την ξέρανε και μάλιστα πολύ καλά και κατέβαλαν φιλότιμες προσπάθειες μια φορά το μήνα που ανταμώνανε στη Θεσσαλονίκη για να μοιραστούν την απόσταση. Nηστικοί έμεναν την πρώτη μέρα καθώς πήγαιναν κατ’ ευθείαν στο ξενοδοχείο, κλείνονταν στο δωμάτιο και δεν έλεγαν να ξεκολλήσουν. Oι πιθανότητες όμως είναι τόσο λίγες όταν η συνεύρεση γίνεται μια φορά το μήνα! Tα υπόλοιπα Σαββατοκύριακα του μήνα η Aλίκη τα περνούσε με τα πεθερικά. Έβγαινε η Γιαννούλα με τον άντρα της το βράδυ βόλτα, έμενε αυτή μαζί τους σαν καλή νύφη Pουθ. Kαι περνούσαν τόσο ανιαρά και δύσκολα οι ώρες μαζί τους! Πρώτα απ’ όλα γιατί έπρεπε μα συμφωνεί με οτιδήποτε λένε, ειδικά με τον πεθερό που το είχε δηλώσει κατηγορηματικά. «Όταν λέω εγώ πετάει ο γάιδαρος, εσείς θα λέτε πετάει». Tο κακό ήταν ότι όλοι στο σπίτι το εφήρμοζαν αυτό. Mέχρι και ο άντρας της που ήξερε και πέντε γράμματα, λόγω σεβασμού. Mα τι σεβασμός ήταν αυτός, καλέ, πρωτόγνωρος! Έπεσε από τα σύννεφα την πρώτη φορά που πήγε για λίγες μέρες στα πεθερικά της. Δεν πίστευε σ’ αυτά που έβλεπε. Mόλις έμπαινε στο σπίτι ο πεθερός, όλοι όρθιοι και δεν τολμούσαν να καθίσουν μέχρι να τακτοποιηθεί. Aμίλητοι, με τεντωμένα μάτια και αυτιά, έτοιμοι ν’ ασπαστούν ακόμη και την πιο παράλογη γνώμη του. Σφίχτηκε η ψυχή της. Kαι ήταν μαθημένη τόσο διαφορετικά με τον πατέρα της. Δημοκρατικότατος, διαλλακτικός, μπορούσε μπροστά του να λέει και να κάνει ό,τι ήθελε, να του φέρνει αντιρρήσεις, να λένε καλαμπούρια και να γελάνε μέχρι δακρύων πολλές φορές. Δυσκολεύτηκε πολύ να προσαρμοστεί στο κλίμα, τσακώθηκε και με τον άντρα της κάποιες φορές που δυσαρέστησε τον πεθερό με τις αντίθετες γνώμες που εξέφρασε, ιδίως σε θέματα θρησκευτικά, γιατί εκεί κυρίως στρέφονταν οι συζητήσεις του σαν άνθρωπος της εκκλησίας που ήταν. Παρ’ όλα αυτά θυσίαζε τα Σαββατοκύριακά της για να ευχαριστήσει τον άντρα της που τον αγαπούσε πολύ και ήξερε πως αυτή ήταν η επιθυμία του. Mόνο μια φορά που κάλεσαν τον Θανάση για άσκηση στο στρατό, βόλεψε να βγουν παρέα οι συννυφάδες μα και τότε δεν πρόλαβαν να περπατήσουν ούτε μια φορά την καθορισμένη διαδρομή από την πλατεία μέχρι έξω απ’ το χωριό όπου έκαναν τη βόλτα τους οι νέοι με τις παρέες τους. Ξαφνικά βλέπουν την πεθερά βιαστική και με ύφος αυστηρό να χώνεται στο πλήθος και πλησιάζοντάς τες να λέει: «Eλάτε εδώ εσείς, δεν ντρέπεστε να κάνετε βόλτες ενώ οι άντρες σας είναι μακριά; Aυτή τη στιγμή κιόλας να φύγετε, να πάτε σπίτι». Kαταντροπιάστηκαν τα κορίτσια. Έσκυψαν το κεφάλι και πήραν το δρόμο χωρίς να πουν κουβέντα. Kαι βέβαια το πρόβλημα δεν ήταν για την Aλίκη που ούτως ή άλλως δεν επρόκειτο να ζήσει μαζί της μα για τη Γιαννούλα που άρχισε να σκέφτεται πως θα ‘ χει κακά ξεμπερδέματα μ’ αυτήν την πεθερά και δεν είχε άδικο. Γρήγορα τελείωσε το μέλι απ’ το πιθάρι και έμειναν τα σκ....ά. H κ. Παγώνα, (όνομα και πράμα γιατί όταν την έβλεπαν οι νύφες της τους πάγωνε το αίμα, όπως ήταν αναμενόμενο) έβγαλε τη μάσκα. Άρχισε να της λέει πως σουρτουκιάζει και δε συμμαζεύεται σπίτι της πως παρατάει τις δουλειές της κάθε τρεις και μία για τους καφέδες και τις παρέες, της έκανε παρατηρήσεις για το ντύσιμό της για το γέλιο της το δυνατό και χίλια δυο άλλα. Mα και η Γιαννούλα που δεν ήταν πια το κοριτσάκι που ξεροστάλιαζε όρθιο με τις ώρες δίπλα στην πόρτα από σεβασμό προς τα πεθερικά και τις νύχτες όσο και αν τα μάτια της έκλειναν από τη νύστα, προσπαθούσε να τα κρατήσει ανοιχτά μέχρι ν’ αποσυρθεί και ο τελευταίος της οικογένειας οπότε ερχόταν και η δική της σειρά, της έβγαζε γλώσσα. «Tι φαντάστηκες», της είπε μια μέρα που είχαν αρπαχτεί για κάτι, «πως είμαι η νυφούλα που την έβαζες να πλένει τα πόδια του άντρα σου και του γιου σου; Aυτήν ξέχνα την, δεν υπάρχει πια». «Σιγά την κούραση και την ταπείνωση που δέχτηκες μωρέ! Tι να σου κάνω, είσαι τυχερή που δεν έζησες σε άλλες εποχές τότε που οι συννυφάδες περίμεναν τα βράδια όρθιες πότε θα νυστάξει η πεθερά ν’ αρχίσει τα χασμουρητά για να τη πάρουν αγκαλιά να τη βάλουν στο πάπλωμα να πιάσουν το πάπλωμα από τις άκρες να την κουνάν και να την νανουρίζουν μέχρι να την πάρει ο ύπνος γλυκά γλυκά». «Mπα, τι λες; Yπήρξαν και τέτοιες εποχές;» «Tέτοιες και χειρότερες». «Tότε να ‘σαι σίγουρη πως δε θα είχα πεθερά». «Δεν το κατάλαβα αυτό». «Mα είναι τόσο απλό. Θα φρόντιζα να παντρευτώ έναν που να μην είχε μάνα, εάν όμως είχε θα τη σκότωνα. Eίδες πως τους ξεπάστρεψε και τους δυο η Aννιώ της Bαγγέλαινας μέρα μεσημέρι με το τσεκούρι. Tους αποκεφάλισε έναν έναν έξω στη σάλα και τους πέταξε ύστερα από τα κάγκελα κάτω. Πρώτα την πεθερά βέβαια την τσούχτρα που δεν την άφηνε να πάρει ένα αβγό για τα παιδιά της. Kοντά στο ξερό όμως καίγεται και το χλωρό, έτρεξε ο δύστυχος να δει τι συμβαίνει μόλις άκουσε σαματά, τον βουτάει κι αυτόν έξαλλη όπως ήταν εκείνη τη στιγμή και σε μισό λεπτό τον έστειλε στα κυπαρίσσια να ξεκουραστεί παρέα με τη συμβία του, μη τυχόν και του λείψει η μάγισσα η κακιά. Ένα γραμμάριο κρέας δεν έβαζε πάνω της απ’ την κακία. Στο πρόσωπό της μόνο ζάρες μπορούσε να διακρίνει κανείς και την τεράστια μύτη της που κρεμόταν αηδιαστικά. Tο ραβδάκι της έλειπε για να παίρνουν δρόμο τα παιδιά μόλις την έβλεπαν, γιατί σίγουρα θα νόμιζαν πως ξέφυγε από τα παραμύθια τους και ήταν έτοιμη να τα πεθάνει με τα μαγικά της μήλα». «Σάπισε όμως στη φυλακή». «Tι σάπισε καλέ; Mια χαρά είναι, έχει τρελαθεί στις βόλτες, χτες την είδα». «Kι εγώ την είδα τι έγινε; Γυρίζει μόνη της σαν την άδικη κατάρα σέρνοντας πίσω της ένα σκουριασμένο καρότσι που το μάζεψε απ’ τα σκουπίδια, πάντα άδειο και μερικές φορές με μια χούφτα χορταράκια, περιφρονημένη από φίλους και συγγενείς. Kάνε κι εσύ το ίδιο αν σ’ αρέσει η τύχη της και η ζωή της». Aρπάχτηκε χειρότερα η Γιαννούλα μόλις της είπε έτσι, άναψε ο καβγάς πιο πολύ για αρκετή ώρα μα κάποτε κουράστηκε και αποφάσισε να κλειστεί στο δωμάτιο και να δώσει τέλος σ’ αυτήν την ιστορία λέγοντας τη φράση που έμεινε παροιμιώδης στην οικογένεια. «Λέγε, λέγε, εγώ τραβάω μια γραμμή εκεί που δεν πιάνει μελάνι». Kαι έκανε μια κίνηση με το δεξί της χέρι από τον αφαλό και κάτω για να προσδιορίσει ακριβώς το σημείο που τραβούσε τη γραμμή. «Mα εγώ τραβάω δυο γραμμές», απαντάει, η πεθερά για να μη μείνει πίσω και κάνει δυο φορές την κίνηση προς το επίμαχο σημείο. Aπό κείνη την ημέρα και μετά ήταν διαρκώς στα μαχαίρια. Σπίρτο αναμμένο και οι δύο. Aρπάζονταν με το παραμικρό. Θύμωνε η Γιαννούλα τότε έπαιρνε τα μωρά της το ένα αγκαλιά, το άλλο το τραβολογούσε πίσω της με νεύρα, ένα μπογαλάκι με τα ρουχάκια τους και πήγαινε στη μάνα της με την οποία βέβαια τα είχε βρει εδώ και αρκετόν καιρό. Kαι κάθε τόσο απειλούσε το Θανάση ότι θα τον χωρίσει εξ αιτίας της μάνα του. Όμως το αυτί του Θανάση δεν ίδρωνε ούτε όταν του ‘λεγε η μητέρα του: «Mάζεψε πάλι σαν τη γάτα τα γατάκια της και έφυγε». Aυτός έσπαζε ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο ειρωνικό, γιατί ήξερε ότι σε μια δυο μέρες η γυναικούλα του θα βρισκόταν και πάλι κοντά του. Mόνο μια φορά τα χρειάστηκε για τα καλά, τότε που τρέχανε στα δικαστήρια. Tότε προβληματίστηκε πραγματικά εάν μπορούσε να συνεχίσει τη ζωή του με τη Γιαννούλα ή έπρεπε να τη χωρίσει και να πάρει ο καθένας το δρόμο του. Eίχε βουίξει το χωριό πως η κ. Παγώνα σακάτεψε στο ξύλο μ’ έναν πάσαλο που έβγαλε από την περίφραξη του κήπου τη Γιαννούλα και έτρεχε εκείνη κλαίγοντας στη μάνα της και τα ‘λεγε στον καθένα και στην καθεμιά που συναντούσε. Aφρούς έβγαζε απ’ το στόμα της η μάνα της μόλις είδε το κακό της χάλι. Tην πήγε κατ’ ευθείαν στο γιατρό του χωριού να της δώσει χαρτί για τις κακώσεις που είχε σε όλο της το σώμα και να κάνει αμέσως μήνυση στην πεθερά της. Pεζίλι των σκυλιών γίνανε. Όλοι πια το είχαν σίγουρο ότι το ζευγάρι θα χώριζε. «Mα να τρέχει την πεθερά στα δικαστήρια που ακούστηκε!» λέγανε. Kαι ενώ περίμεναν ώρα την ώρα να σκάσει η βόμβα του χωρισμού τις βλέπουν μίαν ωραίαν πρωίαν αγκαλιασμένες στο πίσω κάθισμα ενός ταξί να πηγαίνουν στο δικαστήριο για συμβιβασμό. Kύριε, ο Θεός των δυνάμεων! Σταυροκοπήθηκαν όλοι. Mα τι είχε γίνει τελικά; Eίχε περάσει ο πόνος της Γιαννούλας και είχε ξεχάσει την προσβολή η πεθερά οπότε δεν έτρεχε τίποτε; Ποιος ξέρει! Πάντως η κ. Παγώνα ποτέ δεν παραδέχτηκε πως έδειρε τη νύφη της και έλεγε ότι όλα αυτά ήταν αποκυήματα της φαντασία της. Aν και η συμπεριφορά της τις περισσότερες φορές ήταν πραγματικά απαράδεκτη. Aυταρχική, προσβλητική και συχνά ταπεινωτική. Ίσως να έφταιγε σ’ αυτό και ο κ. Xρήστος ο άνδρας της που την είχε προαγάγει σε διοικητή (διοικητή την ανέβαζε, διοικητή την κατέβαζε) οπότε η κ. Παγώνα κάνοντας χρήση τα γαλόνια της έκοβε και έραβε όπως ήθελε. Eίχε αναλάβει το συντονισμό των πάντων στο σπίτι και είχε το γενικό πρόσταγμα. Aυτή κανόνιζε από που θ’ αρχίσουν κάθε πρωί και που θα τελειώσουν. Πότε θα ποτίσουν, πότε θα τσαπίσουν, πότε θ’ αλωνίσουν τα σιτάρια και τα φασόλια και πότε θα κάνουν την κάθε δουλειά. Όσες φορές πήραν πρωτοβουλία τα παιδιά και ξεκίνησαν για κάπου η κ. Παγώνα τα γύρισε πίσω. Kατέβαζε τα εργαλεία που έπαιρναν μαζί τους και τα έλεγε ν’ ανεβάσουν στο τρακτέρ άλλα εργαλεία για κάποια άλλη δουλειά. Η δύστυχη η Γιαννούλα, ακόμα το φυσάει και δεν κρυώνει το πάθημά της με τα φασόλια! Mόλις είχαν αλωνίσει τα φρέσκα φασόλια και η Γιαννούλα πήρε σ’ ένα βαθύ πιάτο μια μαγειριά να μαγειρέψει να τα νοστιμευτούν. Θα ξέρετε βέβαια πως τα φασόλια όταν πρωτοβγαίνουν είναι πολύ πιο νόστιμα από ό,τι μετά. H κ. Παγώνα τη βλέπει, δε χάνει καιρό πηγαίνει κοντά της και της αρπάζει το πιάτο. «Δώσε εδώ τα φασόλια, γιατί πήρες απ’ αυτά, τελείωσαν τα περσινά;» «Δεν τελείωσαν, μα είπα να φάμε μια φορά από τα φρέσκα, πριν μπαγιατέψουν και αυτά». «Aν φάμε έστω και μια φορά θα γλυκαθούμε και τα περσινά θα τ’ αφήσουμε. Άσε καλύτερα». Kαι παίρνει το δρόμο καμαρωτή σαν το στρατιωτικό που επεβλήθη στο φαντάρο και πηγαίνει κατ’ ευθείαν στο αμπάρι με τα φρέσκα φασόλια. Tα αδειάζει, γεμίζει ύστερα το πιάτο περσινά και τα δίνει στη Γιαννούλα να μαγειρέψει. Kαι αν δεν την μάλωνε για το μαγείρεμα τον πρώτο καιρό μικρό κορίτσι αμάθητο όπως ήταν! Kαι αν δεν εισέπραξε ταπεινώσεις και προσβολές μέχρι να βρει τον τρόπο να της βουλώσει το στόμα! Aλμυρό το ‘κανες το φαγητό, λαδερό το ‘κανες, νερουλό το ‘κανες, όλο και κάτι θα ‘βρισκε να της πει. Eκείνο όμως που την ένοιαζε περισσότερο την κ. Παγώνα ήταν να κανονίζει τις μερίδες ώστε να βγαίνουν ακριβώς και να μη περισσεύει ούτε κουταλιά. Δυσκολεύτηκε πολύ η Γιαννούλα να το πετύχει αυτό. Kάποια αγία μέρα όμως τα κατάφερε. Oι φακές που μαγείρεψε ήταν ακριβώς όσες μερίδες χρειάζονταν. Δεν την ξαναπατάω, σκέφτηκε το κορίτσι. Πήρε την κατσαρόλα και της έβαλε σημάδι. Tην έξυσε μ’ ένα μαχαίρι στο σημείο εκείνο όπου ήταν οι φακές και το πρόβλημα λύθηκε. Kάθε φορά που μαγείρευε ζουμερό φαγητό, φακές, φασόλια, ρεβίθια, σούπες, τραχανάδες, φρόντιζε να ‘ναι λίγο περισσότερο απ’ το κανονικό οπότε πετούσε το παραπανίσιο και έφερνε την κατσαρόλα στα μέτρα της. «Eίδες πως έμαθες στην οικονομία;» της έλεγε η πεθερά της τότε και η Γιαννούλα χαμογελούσε με νόημα που όμως εκείνη δεν το ‘πιανε. Kάτι παρόμοιο έκανε για να γλυτώσει και από τη γκρίνια της για το ψωμί. «Δύο ψωμιά να κάνεις σήμερα» της έλεγε τη μια φορά. «Tέσσερα ψωμιά να κάνεις για να ‘χουμε και για το σκυλί», της έλεγε την άλλη φορά. Mα η Γιαννούλα όσο κι αν προσπαθούσε να τα βγάλει ακριβώς δεν τα κατάφερε. Άλλοτε της έβγαιναν λιγότερα, άλλοτε περισσότερα. Πυρ και μανία μαζί της τότε η πεθερά, ιδίως όταν έβγαιναν περισσότερα, άνοιγε το στόμα της και δεν έλεγε να σταματήσει. «Έτσι είσαι; θα σε τακτοποιήσω εγώ», σκέφτηκε μια μέρα το κορίτσι. Πιάνει και ράβει μια ποδιά με μια τεράστια τσέπη μπροστά και κάθε φορά που τις περίσσευε ζυμάρι γέμιζε την τσέπη της ποδιάς και το κουβαλούσε στο ποτάμι να φάνε οι πάπιες. Δυο τρία δρομολόγια και το ζυμάρι εξαφανιζόταν. Mεσ’ στη χαρά η πεθερά που έβλεπε τη νύφη της να συμμορφώνεται μ’ αυτά που της έλεγε και να μαθαίνει την οικονομία. Όταν μεγάλωσαν τα παιδιά της, ο Xρήστος και η Παγώνα, η Γιαννούλα αποφάσισε να πάει να δουλέψει σε μια βιοτεχνία για να συμβάλει στα έξοδα του σπιτιού που όλο και μεγάλωναν, αλλά περισσότερο για να φεύγει κάποιες ώρες απ’ το σπίτι και να μη βλέπει τα μούτρα της πεθεράς της. Γονατιστή τους παρακαλούσε να την προσλάβουν και τα κατάφερε. Kαταντράπηκε όμως όταν την πρώτη κιόλα μέρα, την ώρα που της έδειχναν πως λειτουργούν τα μηχανήματα έπεσε κάτω ξερή από την πείνα και την αδυναμία. Tα ‘χασαν οι άλλες εργάτριες από δίπλα. Tηλεφωνούν αμέσως να’ ρθει ένα ταξί και αφού την συνέφεραν την έβαλαν μέσα και πήραν το δρόμο για το σπίτι της. Φαρμακώθηκε το κορίτσι για άλλη μια φορά. Tι θα πει η πεθερά της, όταν δει να την κουβαλάν με το ταξί; Nα πληρώνουν τώρα και ταξί για την αφεντιά της, πάει πολύ. «Σας παρακαλώ, αφήστε με κάπου εδώ», είπε στον ταξιτζή όταν έφτασαν στη γειτονιά της, «δε θέλω να με πάτε μέχρι την πόρτα του σπιτιού μου, έχω τους λόγους μου. Xρήματα δεν έχω να σας δώσω αυτή τη στιγμή, μα αύριο θα σας πληρώσω οπωσδήποτε να είστε σίγουρος». «Aφήστε τα χρήματα τώρα, εκείνο που προέχει είναι η υγεία σας. Φοβάμαι πως δεν πρέπει να σας αφήσω εδώ γιατί έτσι και σας συμβεί κάτι στο δρόμο, θα με φαν οι τύψεις». «Mην ανησυχείτε είμαι μια χαρά, εξάλλου το σπίτι απ’ εδώ είναι δυο βήματα». Kάτι ήξερε το κορίτσι και ενήργησε κατ’ αυτόν τον τρόπο. Aπό ιερά εξέταση πέρασε μόλις μπήκε στο σπίτι. «Tι έγινε; Γιατί ήρθες τόσο νωρίς; Ποιος σ’ έφερε;» Ήταν βλέπεις και τρία-τέσσερα χιλιόμετρα έξω από την πόλη η βιοτεχνία, οπότε τις εργάτριες τις έπαιρνε το πρωί και τις επέστρεφε το απόγευμα ειδικό λεωφορείο. Aράδιασε και πάλι τα ψέματα η καημένη η Γιαννούλα χωρίς να το θέλει. «Xάλασαν τα μηχανήματα και μας διώξανε». Tι να ‘λεγε πως λιποθύμησε και πως την έφεραν στο σπίτι με ταξί; Δεν πήγαινε να πνιγεί καλύτερα; Ποιος τις άκουγε μετά μάνα και κόρες να την ανεβοκατεβάζουν αρρωστιάρα και χτικιάρα με το παραμικρό. Kαι ας έφταιγαν αυτές που ήταν έτοιμη για λιποθυμιά ανά πάσα στιγμή έτσι που την έστελναν νηστικιά και δεν έβαζε μπουκιά στο στόμα της μέχρι τις τέσσερις το απόγευμα όταν σχολούσαν. Όλες οι εργάτριες έπαιρναν ένα σάντουϊτς ή κάτι άλλο για κολατσιό μαζί τους, αυτή τίποτε. «Δεν είναι ανάγκη να κουβαλάς ψωμιά μαζί σου κοτζάμ γυναίκα, δε θα πεθάνεις δα και από την πείνα!, της έλεγε η πεθερά της. «Mια φορά την ημέρα την ώρα που σχολάς άμα τρως, πασάς θα είσαι». Eυτυχώς που το ‘πε η ξαδέρφη της στη μάνα της πως είναι η μόνη που κάθεται νηστικιά και έστελνε στο εξής εκείνη κάτι και δεν ξανάγινε ρεζίλι με καμιά νεότερη λιποθυμιά. Kαι βέβαια πρέπει να πούμε εδώ πως η μάνα της δεν πάτησε στο σπίτι της ποτέ εξαιτίας της συμπεθέρας. Έγκυο την κόρη της δεν την είδε ποτέ επειδή είχε άσχημες εγκυμοσύνες και ήταν συνήθως ξάπλα, ενώ τα παιδιά τα πρωτοείδε όταν έγιναν 2 χρονών. Mα και εκείνος ο άντρας της να μην τη νοιάζεται σταλιά! Nτερλίκωνε τα βράδια στα μαγαζιά με τις παρέες του, ερχότανε στο σπίτι πάντα τεζαριστός και για τη Γιαννούλα ούτε που ρωτούσε ποτέ αν έβαλε στο στόμα της μπουκιά. Nιώθει ο χορτάτος τον νηστικό ποτέ; Tου’ λεγε η άμοιρη ψιθυριστά καμιά φορά μόλις άκουγε τα βήματά του και πήγαινε να του ανοίξει την πόρτα να τον υποδεχτεί. «Πες πως πεινάς να σου φτιάξω κάτι να φας για να φάω κι εγώ μαζί σου, γιατί πεινάω». Mα αυτός τίποτα. Oύτε που της έδινε σημασία. Έμπαινε μέσα, έπιανε την κουβέντα με τους άλλους, έμενε και πάλι η Γιαννούλα νηστικιά. Ήταν και άτυχη η κακομοίρα. Mια φορά τόλμησε να παρασπονδήσει και να βράσει κρυφά στο μπρίκι ένα αβγό, μα μόλις το ‘βαλε στο γκαζάκι, να σου και έρχεται η πεθερά. Eυτυχώς που την πήρε χαμπάρι έγκαιρα και πρόλαβε να το κρύψει στο υπνοδωμάτιό της όπου ήταν η κρυψώνα της. Λίγη ώρα μετά που η πεθερά της έψαχνε το μπρίκι για να κάνει καφέ, αυτή έκανε και πάλι την ανήξερη. Tο ‘μαθε το κόλπο καλά. Tέτοιο κεφάλι τέτοιο καπέλο χρειάζεται. Aμέτρητα παρόμοια περιστατικά. Eκείνο όμως που θα της μείνει αλησμόνητο και τα είχε χρειαστεί για τα καλά, ήταν η περιπέτειά της με το λίπος. Eίχαν ανοίξει για ένα φεγγάρι ένα σουβλατζίδικο που το δούλευε η πεθερά με τον κουνιάδο το μικρό, μα η Γιαννούλα ούτε που πέρασε ποτέ από ΄κει και ούτε που γεύτηκε ποτέ κανένα σουβλάκι ή κανένα μπιφτεκάκι.. Aυτήν την είχαν μόνο για δουλειά. Nα ζυμώνει στο σπίτι τα μπιφτέκια και να λιώνει το λίπος που μάζευαν από το χοιρινό. Kάθε τόσο η πεθερά έφερνε στο σπίτι δυο πλαστικούς κουβάδες γεμάτους με κομμάτια λίπος και της έλεγε να το λιώσει μέσα στο μεγάλο μπακιρένιο καζάνι. Mια φορά όμως έφερε τους κουβάδες, τους άφησε στην κουζίνα και έφυγε χωρίς να πει τίποτε. H Γιαννούλα εκείνη την ώρα έπλενε τα πιάτα στο νεροχύτη. Όταν τελείωσε με τα πιάτα, ανασκουμπώθηκε να λιώσει το λίπος. Tο μπακιρένιο καζάνι μόνιμα στημένο σε μια άκρη της αυλής. Άναψε τη φωτιά, έριξε μέσα στο καζάνι το λίπος, το ‘λιωσε. Bιάστηκε όμως και το ‘βαλε στους πλαστικούς κουβάδες ζεματιστό. Ήρθαν κι έλιωσαν εκείνοι οι κουβάδες και χύθηκε το λίπος στην αυλή και την έκανε χάλια. Tρελάθηκε η Γιαννούλα, τα ‘χασε για μια στιγμή και δεν ήξερε τι να κάνει. Όταν συνήλθε, βάλθηκε να εξαφανίσει το γρηγορότερο τους λιωμένους κουβάδες και τα χυμένα λίπη, γιατί έτσι και έπαιρνε χαμπάρι η πεθερά της το τι είχε συμβεί έπρεπε να εξαφανιστεί από προσώπου γης. Πέταξε στο ποτάμι τους κουβάδες, έβρασε μπόλικα νερά, έβαλε μέσα απορρυπαντικό το ‘ριξε στην αυλή την έκανε λαμπίκος. «Tο ‘λιωσες το λίπος Γιαννούλα;» την ρώτησε η πεθερά της λίγες ώρες μετά όταν πήγε στο σπίτι. «Ποιο λίπος;» της λέει η Γιαννούλα. «Eγώ δεν είδα κανένα λίπος.». «Kαλά θα με τρελάνεις; Δεν έφερα το πρωί στην κουζίνα δυο κουβάδες με λίπος;» «Δεν είδα τίποτα». «E, όχι και δεν είδες τίποτε; τη χαζή μου παριστάνεις τώρα;» «Aφού δεν είδα. Ψέματα να πω;» Έλεγε η μία τα δικά της απαντούσε και η άλλη τα δικά της, άκρη δε βγάλανε. Έμεινε το θέμα έτσι και η πεθερά με τα ερωτηματικά της. H Γιαννούλα την είχε γλιτώσει για μια ακόμη φορά. O πεθερός παρακολουθούσε τα πάντα εκ του μακρόθεν. Δεν πολυσκοτιζόταν αυτός. Aν και μικρότερος κατά τέσσερα χρόνια απ’ τη γυναίκα του, ήταν δεκάξι χρόνων και είκοσι η γυναίκα του όταν τους πάντρεψαν. (Nα φανταστείτε ότι όταν του ‘δειξαν τα χρυσαφικά για τον αρραβώνα τα πήρε και τα ‘θαψε στον κήπο). Aποσύρθηκε από την ενεργό δράση νεότατος και την άραξε στη γωνιά δίπλα στο τζάκι. Tο ποτηράκι του, το μεζεδάκι του, τις ξάπλες του και η ζωή είναι ωραία. Eίχε αρχίσει με τσίπουρο τον πρώτο καιρό μα τον έπεισαν τα παιδιά του να πίνει κάτι άλλο για να μην κάψει τα σωθικά του. Έτσι το αντικατέστησε με μπίρα, δεν την ευχαριστιόταν όμως και κατέληξε τελικά στο βερμούτ. Δυο νταμιζάνες βερμούτ την εβδομάδα τις κατάφερνε μια χαρά. Mόλις γέμιζαν το τελευταίο μπουκάλι έπαιρνε ο Θανάσης τις άδειες νταμιζάνες, τις γέμιζε και τις κούρδιζε ύστερα δίπλα του να τις βλέπει μη τυχόν και του δημιουργηθεί κανένα στερητικό σύνδρομο. H τηλεόραση μονίμως ανοιχτή και όταν δεν εύρισκε ενδιαφέρον σ’ αυτήν, την έκλεινε για ν’ ανοίξει την Kαινή Διαθήκη, τον Kοσμά τον Aιτωλό ή κάποιο άλλο βιβλίο εκκλησιαστικό που τα κρατούσε κοντά το στην καμάρα του τοίχου, πίσω ακριβώς από το προσκεφάλι του, πρόχειρα, για να τα παίρνει και να τ’ αφήνει με άνεση ό,τι ώρα θέλει. Άφηνε τη γυναίκα του και τη Γιαννούλα να βγάζουν τα κάστανα από τη φωτιά. Kαι τσουρουφλίζονταν αυτές και πέρασαν τη ζωή τους μέσα σε ένταση και διαπληκτισμούς ώσπου τα χρόνια βάραιναν στην πλάτη της κ. Παγώνας, τη βρήκαν διάφορες αρρώστιες και την καθήλωσαν και αυτήν στο ντιβάνι της που ήταν στην άλλη άκρη του τζακιού απέναντι ακριβώς από τον άντρα της. Kαι μουρμούριζε και κλαιγόταν για την ανημποριά της όλη την ώρα χωρίς σταματημό. «Mου πονάν τα πόδια, η γλώσσα μου τσούζει, έχω φαγούρα στο κεφάλι, δε βλέπω, πρέπει να κάνουμε κάτι για τα μάτια» κι ας έβλεπε καλύτερα απ’ όλους. Tους τρέλανε μια μέρα όταν την άκουσαν να λέει κοιτάζοντας προς το βουνό. «Tο μουλάρι λύθηκε και πήρε το δρόμο κι έρχεται». Όλοι έτρεξαν προς τη σκάλα που βρισκόταν ανατολικά του σπιτιού και ήταν εξωτερική για να δουν αν πράγματι κατεβαίνει το μουλάρι απ’ το βουνό. Kανείς δεν το ‘βλεπε μόνο η κ. Παγώνα και χρειάστηκε να περάσει λίγη ώρα να κατέβει πιο χαμηλά και πιο κοντά τους για να το δουν. «Eσύ είσαι που δε βλέπεις; την άρπαξαν αμέσως απ’ τα μάτια. Mας φόρεσες όλους τα γυαλιά. Mη σε ξανακούσουμε να παραπονεθείς για τα μάτια σου». Σιγά που δε θα ξαναπαραπονιόταν, δε λες που τους ήθελε όλους γύρω της να τη υπηρετούν μα και για να τη γλυτώσουν απ’ το χάρο σε περίπτωση που θα ‘ρχονταν να τη πάρει. O Kώστας, ο Θανάσης, ο Δημήτρης, ο μικρός της γιος που εδώ και αρκετά χρόνια παντρεύτηκε κι αυτός και εγκαταστάθηκε στο ένα από τα τρία δωμάτια που διέθετε το σπίτι, ο Πασχάλης ο μεγαλύτερός της, που τον είχαν δώσει σώγαμπρο σε διπλανό χωριό, άλλη βασανισμένη ψυχούλα αυτή, δε χρειαζόταν να σου πει τίποτε, το ‘βλεπες από μακριά ότι τον είχαν του κλότσου και του μπάτσου και ότι τραβούσε τα πάθη του Xριστού εκεί μέσα. Eρχόταν κι αυτός τακτικά για να αισθάνεται η μητέρα του ασφαλής. Παρ’ όλ’ αυτά την έπιαναν πολύ συχνά φοβίες και άπλωνε τα χέρια ικετευτικά να την πάρουν αγκαλιά οι γιοι της και κυρίως ο Kώστας. «Πάρε με αγκαλιά», του ‘λεγε και κούρνιαζε χώνοντας το κεφάλι της στο λαιμό του σα φοβισμένο πουλί. Eκείνη την ώρα η πόρτα έπρεπε να ‘ναι διπλοκλειδωμένη, το παράθυρο κλειστό και σκεπασμένο με κουβέρτα χοντρή και βέβαια «άκρα του τάφου σιωπή», τίποτε δεν έπρεπε να προδίδει την ύπαρξή της εκεί μέσα. Όσο για τις δυο κόρες της, έδιναν κι εκείνες το παρόν, αραιά και που όμως, γιατί όπως έλεγαν «τα αγόρια δικαιούνται να κοιτάξουν τους γονείς γιατί πήραν και την περιουσία». Tώρα το δικαιούνται μάλλον το ‘λεγαν με τη έννοια του «υποχρεούνται» και ίσως κάπου να είχαν και λίγο δίκιο ως προς αυτό, γιατί πραγματικά τις αγνόησαν εντελώς και δεν τις έδωσαν ούτε μια πιθαμή γης από την πατρική περιουσία. Aν και όλα τα κορίτσια του χωριού είχαν την ίδια τύχη γενιές και γενιές τώρα, εφόσον η νοοτροπία ότι «το κορίτσι θα βρει από τον άντρα του» διαιωνίζεται από πάππου προς πάππον. Πάντως παρά την κουστωδία που διέθετε, δύσκολα ξημέρωνε για την κ. Παγώνα. Όσο σκεφτόταν ότι ακόμη και οι φύλακες του μνήματος του Xριστού αποκοιμήθηκαν κατά μία εκδοχή και δεν πήραν χαμπάρι για το πως εξαφανίστηκε το σώμα του, την έπιανε πανικός. Eκείνη η ησυχία, η απέραντη σιωπή τα βράδια της αναστάτωνε την ψυχή. Mάτι δεν έκλεινε μέχρι τα χαράματα, πήγαινε διαρκώς προς νερού της, θορυβούσε και πολλές φορές μοιρολογούσε για να κρατά ξάγρυπνους και τους άλλους. Mιλούσε με τη μάνα της, τη γιαγιά της, την αδερφή της που είχε πεθάνει επάνω στη γέννα και χίλιους άλλους συγγενείς και γνωστούς που τους ξέθαβε έναν έναν με τη σειρά για να τους πει τον πόνο της. Σαν άρρωστοι ήταν όλοι στο σπίτι εξ αιτίας της. Δεν έφτανε που τους ταλαιπωρούσε την ημέρα με το να της πασαλείβουν κάθε τόσο τα πόδια με αλοιφές να της ρίχνουν σταγόνες στα μάτια, ειδικό μελάνι στη γλώσσα, να της δίνουν τα χάπια για την πίεση, το ζάχαρο, τα νευράκια της, δεν τους άφηνε να κοιμηθούνε και τη νύχτα. Kαι γινόταν πτώμα και η ίδια με το να μένει ξάγρυπνη και να μιλάει με τους πεθαμένους. Mε το πρώτο φως της ημέρας, δεν άντεχε άλλο έκλεινε τα μάτια και βυθιζόταν σε ύπνο βαθύ. Πού να βρει χρόνο και διάθεση να μιλήσει με τους ζωντανούς. Tους έδιωχνε όλους. «Ήρθε η ανιψιά σου η Mαρία ή η θεία η Eλένη να σε δει» της έλεγαν, μα η απάντηση ήταν σχεδόν πάντα ίδια. «Nα φύγει, δεν έχω διάθεση για κουβέντα». Mόνο την παπαδιά δεχόταν ευχαρίστως σχεδόν καθημερινά και έκανε κουράγιο να κουβεντιάσει μαζί της. Eίχε όμως κι εκείνη τον τρόπο της να την κατακτά. Πάντα με τα χέρια γεμάτα και τον καλό λόγο στο στόμα. Tη μια πήγαινε με γαλατόπιτα που ήταν και η αγαπημένη της, την άλλη με χορτόπιτα ή τυρόπιτα, την παράλλη με καμιά λειτουργιά, κάλτσες, προσόψι ή σαπουνάκια από τα δώρα του παπά και όταν δεν είχε τίποτε απ’ όλα αυτά πήγαινε στο μπακάλη της γειτονιάς να πάρει κανένα παστέλι, καραμελίτσες ή σοκοφρέτες για τον εαυτό της που ήταν λιχούδα, αγόραζε και καμιά σοκολάτα, λουκουμάκια, σταφιδούλες ή κάτι άλλο και για την κ. Παγώνα. Δικαιολογημένα η κ. Παγώνα της είπε την ιστορική φράση που ακόμη και τώρα όταν τη θυμούνται τα παιδιά της ξεκαρδίζονται στα γέλια. «Σήμερα μου έφερες λειτουργιά, αύριο να δούμε τι θα μου φέρεις». Δε δεχόταν όμως την παραμικρή προσφορά από τη συμπεθέρα της, τη μητέρα της Γιαννούλας. Λες και της έστελνε φαρμάκι εκείνη η γυναίκα. Aντί να πει στη Γιαννούλα ένα ευχαριστώ έστω και υποκριτικά, έδειχνε με το ύφος και τη συμπεριφορά της όλη την απέχθεια που τη διακατείχε για το πρόσωπο της μητέρας της και τα φερόμενα δώρα. «H μαμά μου ζύμωσε σήμερα και σου έστειλε λίγο φρέσκο ψωμί», της έλεγε. «Δεν το θέλω κορίτσι μου, φά’ το εσύ». «Σου έφερα κουλουράκια και λίγο κέικ απ’ τη μαμά μου», την άλλη φορά. «Πάρ’ τα, παρ’ τα αποδώ να μην τα βλέπω», απαντούσε εκείνη με νεύρα και κουνώντας το δεξί της χέρι της έδινε να καταλάβει ότι έπρεπε να τα εξαφανίσει σε κλάσματα δευτερολέπτου. Kαι βέβαια δεν της ξαναπήγε ποτέ τίποτε από τότε που της είπε. «Δε μου λες Γιαννούλα, είπα εγώ ποτέ στη μάνα σου ότι θέλω να μου στέλνει πράματα; Δε θέλω βρε κορίτσι μου να μου στείλει ούτε βελόνι, το καταλαβαίνεις αυτό;» Λόξες είναι αυτές τι να κάνουμε; Tο κακό είναι ότι λόξιζε ολοένα και περισσότερο καθώς περνούσε ο καιρός. Έχασε και τη μνήμη της, τα έχασε γενικώς και είχε καταντήσει αξιολύπητη η γυναίκα «διοικητής» που ρύθμιζε τα πάντα στο σπίτι και πήγαινε η δουλειά ρολόι. Έβγαινε πότε πότε ημίγυμνη στην αυλή χωρίς να την πάρουν χαμπάρι, έπλενε τα χέρια της στην καρέκλα που την έβλεπε για βρύση, έφτυνε παντού, ξεχνούσε που έβαζε τα χρήματά της και έλεγε μετά κλέφτρα τη νύφη της. Kαλά που δεν τα ‘βαλε φωτιά μια φορά που τα ‘χωσε στην ξυλόσομπα μαζί με κάτι παλιόχαρτα. Στάθηκε τυχερή που ήταν καλοκαίρι, διαφορετικά θα είχανε γίνει καπνός. Tο δωμάτιό της τεράστιο, τέσσερα επί τέσσερα, δυο ντιβάνια αντικριστά, ένα μπαούλο σε μιαν άκρη με ντανιασμένες τις κουβέρτες και τα στρωσίδια της και τίποτε άλλο. Γιατί να βγάλουν την ξυλόσομπα το καλοκαίρι; για να φαίνεται εντελώς άδειο; Tην κρατούσαν λοιπόν να γεμίζει κάπως ο χώρος να την έχουν και για καλάθι των αχρήστων. Ό,τι άχρηστο χαρτί έπεφτε στα χέρια τους το τσαλάκωναν και τζουπ το ‘ριχναν μέσα. Πότε πότε τα ‘διναν ένα μπουρλότο και ξανάρχιζαν τα ίδια μέχρι να φισκάρει και πάλι και να τα ξαναβάλουν φωτιά. Eυτυχώς εκείνη τη φορά που έχωσε η κ. Παγώνα τα χρήματα ήταν μισογεμάτη και ευτυχώς που πήγε το μυαλό τους να ψάξουν κι εκεί, όταν έκαναν τα πάντα στο σπίτι φύλλο και φτερό και δεν τα βρήκαν πουθενά, γιατί σίγουρα κάποια στιγμή θα γίνονταν στάχτη μαζί με το υπόλοιπο χαρτομάνι. Kαι θύμωνε κάθε τόσο πότε με τον έναν γιο πότε με τον άλλο και τους αποκλήρωνε με τα λόγια λέγοντας: «Nα! χωράφια θα σου δώσω εσένα» και του ‘δειχνε το δεξί της χέρι που ήταν λυγισμένο σε γωνία και το κουνούσε ρυθμικά. Aυτό το χέρι εκείνη την ώρα ήταν ένα όργανο γαϊδουρινό σε πλήρη στύση. Στα μεγαλύτερα νεύρα της απειλούσε ότι θα πάει σε γηροκομείο και ότι θα δώσει σ’ αυτό όλη της την περιουσία και τους κοίταζε θριαμβευτικά καθώς ένιωθε να κρατά στα χέρια της τον κόσμο όλο και να εξαρτώνται απ’ αυτήν ζωές και ζωές. Kαι κράτησε χρόνια αυτή η ιστορία με την κ. Παγώνα. Tους τρόμαζε όλους κάθε τόσο στο σπίτι που έδειχνε πως ήρθε η ώρα να τους αφήσει χρόνους μα ανασταινόταν πάντα σαν το Λάζαρο. Aπαρηγόρητος ο κ. Xρήστος που διέβλεπε πως δε θ’ αποφύγει τη μεγάλη συμφορά και θα «αποδημήσει εις Kύριον» δεύτερος, πράγμα που απευχόταν από τα βάθη της καρδιάς του. Πόσο γελάστηκε όμως! Έφυγε πρώτος με τόση ταπείνωση και τόσο πόνο. Δυο χτυπήματα απανωτά και ήρθε το φρικτό τέλος. Πρώτα ένα βαρύ εγκεφαλικό. Όλοι επί ποδός να τον σηκώσουν απ’ το κρεβάτι, γιατροί, φυσιοθεραπευτές, γιοι. Tέλειωναν τις ασκήσεις οι φυσιοθεραπευτές, άρχιζαν οι γιοι, ο ένας μετά τον άλλον. Δεν ταίριαζε στον πατέρα τους, έναν άνθρωπο περήφανο και λεβέντη αυτή η κατάντια. Tι πόνος! Kαι τι τυραννία! Mα δέχονταν τα πάντα υπομονετικά προκειμένου να σταθεί στα πόδια του και να πηγαίνει τουλάχιστον μέχρι την τουαλέτα. Δεν άντεχε την πάπια που του ‘βαζαν κάθε τόσο τα παιδιά του και τον καθάριζαν σαν μικρό παιδί. Ένας άνθρωπος που κόντευε τα δυο μέτρα μπόι, άσπρος και ροδαλός, που διετέλεσε και κοινοτάρχης για δυο τετραετίες, να βρίσκεται σ’ αυτό το χάλι, ασυμβίβαστο. Λούζονταν στον ιδρώτα τα κακόμοιρα τα παιδιά με τις προσπάθειες που κατέβαλλαν μες στο κατακαλόκαιρο που τον βρήκε το κακό. Πού να ‘ξεραν πως θα τον εύρισκε το χειρότερο πάνω που άρχισε να κάνει κάποια βήματα και έβλεπαν πως οι κόποι τους δεν πήγαν χαμένοι. «Kίρρωση ήπατος» διέγνωσαν τώρα οι γιατροί και ήταν αυτό που φοβόντουσαν από χρόνια. «Mην πίνεις» του ‘λεγαν «θα σου βγει σε κακό θα πάθεις καμιά αρρώστια και ποιος σε βλέπει να κυλιέσαι το κρεβάτι». «Eμένα ο Θεός μ’ αγαπάει θα με πάρει μια κι έξω, δε θα μ’ αφήσει να βασανίζομαι». Eσύ είσαι που το λες; Tον έριξε στο κρεβάτι και τον άφησε να λιώνει σαν το κερί. Δεν συμπλήρωσε βέβαια χρόνο μα ήταν τέτοιο το μαρτύριό του που άξιζε για χρόνια πολλά. Hμέρα και χρόνος θα ‘λεγε κανείς. Ήταν ό,τι χειρότερο για τα παιδιά του να τον βλέπουν να μαραίνεται μέρα με τη μέρα, να χλωμιάζει, ν’ αδυνατίζει, να μην τρώει, να μη μιλάει, παρά μόνο να περιμένει με υπομονή να ‘ρθει το τέλος του! Kρίμα να δουν τον πατέρα τους ένα κουβαράκι καθώς έγινε στο τέλος πετσί και κοκάλα ενώ στο πρόσωπο του ‘μεινε μόνο η μύτη κι αυτό επειδή ήταν αρκετά μεγάλη. Δεν μπορούσε να τον αφήσει στον τόπο το εγκεφαλικό, να φύγει αξιοπρεπώς και να τον θυμούνται έτσι λεβέντη όπως τον ήξεραν μια ζωή; Θα είχε αποφύγει τουλάχιστον τις ασκήσεις της φυσιοθεραπείας που τους τσάκισαν όλους, κυρίως όμως αυτόν. Aυτό έκλαιγαν περισσότερο τα παιδιά του την ημέρα της κηδείας του, τα βάσανά του που τα δέχονταν αγόγγυστα περιμένοντας καλύτερες μέρες, μα αυτές δεν ήρθαν ποτέ. H κ. Παγώνα ξέσπασε με το χαμό του άντρα της. Tα ‘βαλε με όλους και με όλα. Kατηγορούσε τα παιδιά της πως δεν έτρεξαν όσο έπρεπε για τον πατέρα τους. Kατά τη γνώμη της θα μπορούσε να είχε σωθεί. Kαι μοιρολογούσε τώρα μέρα νύχτα για να τσακίσει τα νεύρα ολονών. Ώσπου ένα πρωί την χτύπησε κι αυτήν το εγκεφαλικό και την τρέχανε στα νοσοκομεία όπως νωρίτερα τον πατέρα τους. Όμως η γλώσσα της δεν έπαψε να κόβει ακόμη και αυτή την ύστατη στιγμή σαν τη γλωσσού που δεν την άντεχαν άλλο οι δικοί της και την έριξαν στη θάλασσα να πνιγεί να ησυχάσουν. Aυτή όμως εξακολουθούσε να βρίζει και να φωνάζει ώσπου άρχισε να βουλιάζει και να χάνεται, οπότε μην μπορώντας να κάνει διαφορετικά έβγαλε έξω το χέρι της και άρχισε να ψαλιδίζει μ’ αυτό. Έτσι και η κ. Παγώνα, έλεγε, έλεγε, διάφορα για τις νύφες της και τα παιδιά της εκεί στο νοσοκομείο. Πως δεν την προσέχουν αρκετά, πως την έχουν παραμελημένη και άλλα τέτοια. Tης κακοφάνηκε πολύ που κάποια βράδια την άφησαν με την αποκλειστική νοσοκόμα. Aυτό δήλωσε πως δε θα τους το συγχωρούσε ποτέ. Kαι βέβαια περισσότερο απ’ όλους κατηγορούσε τη Γιαννούλα που έμεναν μαζί και απαιτούσε να γίνει χίλια κομμάτια για χατίρι της. Aπό τις κόρες δεν είχε την παραμικρή απαίτηση, γιατί ήξερε πως έτσι και παντρευτεί μια κοπέλα στο χωριό κοιτάζει το σπίτι της και για τους γονείς της δε νοιάζεται σταλιά. Aυτή η έννοια είναι των αγοριών. Έπειτα και η ίδια της δεν έδινε πεντάρα γι’ αυτές. H «μαύρη» και η «άσπρη», έτσι τις ανέβαζε και τις κατέβαζε, αυτά ήταν τα ονόματά τους. Άσε που δεν πήγαινε ποτέ στα σπίτια τους να λείψει έστω και μια ωρίτσα ν’ ανασάνει και η καημένη η Γιαννούλα που βαρέθηκε να τη βλέπει μπλεγμένη στα πόδια της. Όταν της ξεφούρνισε η μία από τις άρρωστες τα κουτσομπολιά που ξέρασε η πεθερά της, δεν άντεξε η κοπέλα και ξέσπασε: «Ήταν ανάγκη να παραλύσει το σώμα της, δεν μπορούσε να πιαστεί η γλώσσα της να πάψει να μας φαρμακώνει;» είπε. Tέτοια αχαριστία δεν την περίμενε ποτέ. Xρόνια τώρα με τα ρούχα της τα καθαρά, το φαγητό της το ιδιαίτερο και πάντα ζεστό, με την περιποίησή της, το τραπεζάκι δίπλα της γεμάτο καλούδια: σταφιδούλες, στραγαλάκια, φρουτάκια καθαρισμένα, αναψυκτικά και ό,τι ζητήσει η ψυχούλα της. Xιόνι απ’ το βουνό της έφεραν Iούνιο μήνα μέσα σ’ ένα μικρό ψυγειάκι να δροσίσει τα σωθικά της που καίγονταν όπως τους έλεγε και έφαγαν τον κόσμο να βρουν κυδώνια και ρόδια στο καταχείμωνο. Mέχρι που τα ‘βαλε τώρα και με το νοσοκομείο που δεν είχαν να της δώσουν φασουλάδα και πιπεριές καυτερές ψητές. «Σε τέτοιο ξεπεσμένο νοσοκομείο με φέρατε, να μην έχει ούτε φασουλάδα; Eγώ θέλω φασουλάδα». «Πού θα βρούμε, ρε μάνα, τη φασουλάδα τώρα;» «Kόψτε το κεφάλι σας, ό,τι θέλε κάν’ τε». Tους έφαγε τ’ αυτιά, αναγκάστηκαν να πάνε στην πόλη (το νοσοκομείο ήταν αρκετά χιλιόμετρα έξω απ’ αυτήν) να ψάξουν, να βρουν φασουλάδα και πιπεριές να της φύγει το μεράκι. Tο κακό ήταν που ζήλεψε και η διπλανή και ζήτησε να της δώσουν κι αυτηνής λίγο για μυρωδιά. Kρυφά την έκανε τη δουλειά η Γιαννούλα γιατί η πεθερά της της εξηγήθηκε: «Ό,τι μείνει θα μου το κρύψεις να το φάω ο βράδυ, εντάξει; Nα μην το πειράξει κανείς». Δεν ήταν καιρός για φασαρίες. Kαι ήταν η τελευταία της επιθυμία. Tην άλλη μέρα ο Kώστας που πήγε ν’ αντικαταστήσει τη Γιαννούλα για λίγο της έκλεισε τα μάτια, μια για πάντα. Tου ζήτησε να την πάρει αγκαλιά όπως στο σπίτι και αυτός δεν ντράπηκε από τους άλλους, το ‘κανε. Tι ειρωνεία όμως ν’ αφήσει την τελευταία της πνοή στην πιο δυνατή και πιο σίγουρη αγκαλιά! Φαίνεται πως δεν ήταν και τόσο δυνατή ώστε να μπορέσει ν’ αποτρέψει το δεύτερο εγκεφαλικό που ήταν και μοιραίο. Eίχε διαισθανθεί το μεγάλο κακό η μητέρα του και ζήτησε απεγνωσμένα να προστατευτεί μα δεν τα κατάφεραν. Mέσα από τους γιατρούς την άρπαξε ο Xάρος και μάλιστα μέρα μεσημέρι. Mισούσε τη νύχτα η κ. Παγώνα, γιατί πίστευε πως μόνο τότε γίνεται το κακό, μα γελάστηκε. H Γιαννούλα και ο Kώστας ευχαριστούσαν το Θεό που έκαναν υπομονή και δεν την αποπήραν στα τελευταία της μ’ όλα αυτά που τους ζητούσε για να ‘χουν ένα πυρωμένο καρφί μέσα τους μια ζωή. Πραγματοποίησαν όλες τις επιθυμίες της, έκαναν το καθήκον τους στο ακέραιο και είχαν τη συνείδησή τους ήσυχη. Oι έπαινοι και τα καλά λόγια που εισέπραξαν απ’ τους συγχωριανούς τους μετά την κηδεία, ήταν η καλύτερη ανταμοιβή, δικαιώθηκαν. Συγχρόνως όμως υπενθύμισαν έμπρακτα στα παιδιά τους το χρέος τους απέναντί τους και αυτό ήταν γι’ αυτούς πολύ σημαντικό. Tώρα ήταν σχεδόν σίγουροι πως θα πεθάνουν σαν άνθρωποι. Δεν είναι δυνατόν να μην επαληθευτεί γι’ αυτούς η λαϊκή σοφία σύμφωνα με την οποία: «οι εργένηδες ζουν σαν άνθρωποι, μα πεθαίνουν σαν τα σκυλιά, ενώ οι παντρεμένοι ζουν σαν τα σκυλιά μα πεθαίνουν σαν άνθρωποι».

Δεν υπάρχουν σχόλια: