6.3.20

Στέλλα Δούμου, Οι δρόμοι ξεγεννούν τοπία

Οι δρόμοι ξεγεννούν τοπία
Τοπία ξένα πέτρες αλλιώτικες
Η ελπίδα σιδερώνεται στις ανηφόρες
Στις κατηφόρες ξινό το γάλα και δεν πίνεται
Οι συκοφαντίες περιέχουν πολύ λίπος
Η θάλασσα τη νύχτα πηχτός υδράργυρος
Βρέφη θηλάζουν το αλάτι
Μυρίζει ο ουρανός φτερά που καίγονται
Οι φωνές, οι φωνές...
Άκου, η προσφυγιά είναι βαρύ ταμπάκο
Όλοι είναι οι άμαθοι, ξερνούν τα σωθικά τους
Ράβουν τ΄ αθόρυβά τους κλάματα σε σημαία χωμάτινη
Καθώς το μέλλον άβατο
Το παρελθόν δεμένο με σκοινιά στο μαξιλάρι
Και η πυξίδα κολλημένη στο παρόν σαν αμαρτία.
(Κι αδράχτι δεν υπάρχει να τρυπηθούν, να κοιμηθούν
Και να ξυπνήσουν εκατό χρόνια αργότερα
Με τα οστά ξεκούραστα, ν΄ αχνίζουν και
μια κοιλάδα φεγγάρι κάτω από δροσερή μασχάλη.)
Κι όταν καμιά φορά
Ανεπαίσθητα ξεσφίγγεται η κλωστή −που τους κρατά
Από της μοίρας την σκουριά σινδόνη
Με το βρόντο ενός ανθρώπου που λυγίζει
Σπαράζουν για το υπέρμαχο φως.
Για τίποτ’ άλλο.
*Το ποίημα και η εικόνα της ανάρτησης είναι από τη σελίδα της Στέλλας Δούμου στο Facebook.

Δεν υπάρχουν σχόλια: