Αποτιμώντας κανείς δύο παραμέτρους, την λογοτεχνική ποιότητα και τον κοινωνικό προβληματισμό, όπως εκφράστηκαν συνδυαστικά στην μεταπολεμική μας ποίηση θα σταθεί σε λίγους διακεκριμένους σταθμούς. Ένας απ’ αυτούς, απ’ τους νεώτερους, –και είχε ακόμη σε πολλά να μας εκπλήξει- είναι ο Ρασούλης. Δεν είναι τυχαία υπόθεση να πετάγεσαι ξαφνικά σαν παράξενο λουλούδι και να ανθοβολείς μέσα σ’ ένα βαλτωμένο τοπίο, να σκαρώνεις μαγευτικά λαϊκά τραγούδια, που δεν είναι μόνο λαϊκά, σέβονται και ακολουθούν τη φόρμα της παράδοσης αλλά ταυτόχρονα με τη χρήση γνωστών λέξεων και λεκτικών σχημάτων που ωστόσο μοιάζουν άγνωστα και θυμοσοφικών φράσεων που νομίζεις πως δραπετεύουν από την αιχμαλωσία τους να φτιάχνεις έτσι ένα εντελώς προσωπικό
ποιητικό σύμπαν που παράλληλα με μιαν άλλη πιο προσεκτική ματιά θα μπορούσε να θεωρηθεί σαν ένα ρηξικέλευθο φιλοσοφικό μανιφέστο. Αν μιλήσει κανείς για έναν ακόμη ταλαντούχο θεράποντα του ελληνικού λόγου σίγουρα θα αδικήσει αυτόν τον σπάνιο δημιουργό. Πρόκειται για ένα ηφαίστειο, μια γνήσια πνευματική φλόγα, που δεν πρόλαβε να δείξει καλά καλά τα δόντια της. Είναι δύο τρόποι για να δεις και για να ζεις τη ζωή. Η πλειοψηφία, ως προώρισται, επιλέγει την μέθοδο του «έρπειν». Όσοι λίγοι περισσεύουν, την μέθοδο του «ίπτασθαι». («Φονιάδες των λαών, νοικοκυραίοι», να ένα επιτοίχιο σύνθημα των ημερών μας που θα υιοθετούσε ευχαρίστως ο αείμνηστος, νοικοκύρης ο ίδιος μα όχι νοικοκυρόπουστα). Σ’ αυτούς τους λίγους ανήκε ο Ρασούλης με την ιδιοτυπία ότι τα πετάγματά του είχαν δρομολογηθεί με στόχο την ανακάλυψη και αξιοποίηση μας ιδεατής terra incognita που και η μακρινή της θέαση θα μπορούσε να κάνει σαλό ακόμη κι ένα μυαλό άριστα εξοπλισμένο για τέτοια ρίσκα. Εκείνος πήγαινε θεόγυμνος με μόνη εξάρτυση τα ζωτικά του πνευματικά εφόδια -«δυναμωμένος με θεωρία και μελέτη», που θα’ λεγε ο Καβάφης- που πυροδοτούσαν την κολασμένη του λαχτάρα να ενωθεί με το άπειρο. Σα να’ χε γεννηθεί για να κερδίσει δικαιωματικά αυτή την απρόσιτη θέση. Ήταν απροστάτευτος. Τόσο γήινος μα και τόσο απογειωμένος Το μυαλό του έκανε διηνεκώς σάλτα με τελεολογικής φύσεως επιθυμία να αγγίξει τις παρυφές της τελειότητας. Εν μέρει το κατάφερε με κάποια ποιήματά του να ανήκουν εσαεί στην αριστοτεχνία. Ένας αχθοφόρος των καινότροπων εκδοχών και των υπόγειων νταλγκάδων ήταν ο Μανώλης. Στις σελίδες του εξεγερμένου «Αυγού» του τσακίστηκε να περιμαζέψει ό,τι δεν καταδεχόταν η πατροπαράδοτη Αριστερά που μέχρι τέλους δεν είχε βρει τον τρόπο να κατανοήσει περιπτώσεις σαν τη δική του. Είχε πεισματικά διαλέξει για τελευταία πατρίδα του την Θεσσαλονίκη, που όντως αλληλοαγαπήθηκαν αξιοθαύμαστα –ίσως να ήταν η προσφιλής μασκότ της την τελευταία εικοσαετία- και τώρα χωρίς τα μοναχοπερπατήματα και τις ζουμερές ατάκες του νιώθει ορφανή. Μια επιλογή που φαινόταν παράδοξη σε κάποιους απ’ τους ανήσυχους πολίτες της που τον συναναστρέφονταν στενά, μα τον Μανώλη δεν τον έπιανε η ραγδαία κατιούσα της, ήθελε, όπως δήλωνε, στηρίζοντάς την να τσαμπουκαλευτεί τον αθηνοκεντρισμό(«Αθήνα κατεργάρα») για να βοηθήσει τη χώρα να ισορροπήσει. Μέσα στον κυκεώνα των δαιδαλωδών αναζητήσεών του -λαβυρινθώδες πνεύμα όντας ο ίδιος- έπεφτε καμιά φορά στην παγίδα της εκζήτησης. Ήθελε να αλλάξει τη ζωή μας προς την ποιότητα και το δίκιο. Αυτό τον έκαιγε. Αγαπητός συνάδελφος. Άξιος συναγωνιστής. Σπάνιος δάσκαλος. Μοναδικός φίλος. Διανοητής σοβαρός. Οραματιστής τολμηρός. Μορφωμένη και συγκροτημένη μονάδα. Μπορεί να διαφωνούσες μαζί του με την πρώτη κιόλας ατάκα του, μα δεν πετούσες τίποτε απ’ όσα διατύπωνε σε σκέψεις, εξομολογήσεις, στιχουργήματα, τσιτάτα, λεκτικές πιρουέτες. Είχε μια ψυχή απύθμενα καλή, μας αγαπούσε όλους. Ακόμη κι αυτούς που ο ίδιος χλεύαζε ή εκείνους που τον λοιδορούσαν. Στιγμάτιζε προφορικώς και γραπτώς τα χούγια των επηρμένων μεγαλόσχημων ομοτέχνων του, όταν ένιωθε ότι η πορεία τους τον είχε πικράνει και διαψεύσει. Από κάποιον πρέπει να τα’ ακούσουν κι αυτού οι κανακεμένοι καμωματάδες. Ο Μανώλης χρεώνεται τις κρίσεις και τις επικρίσεις του όλες. Δεν ήταν ανώδυνα τα λόγια του, ούτε για τους άλλους, ούτε για τον ίδιο. Ίσως σε πολλούς να μην αρέσουν. Όμως οι κρίσεις του για τους άλλους έχουν πάντοτε ενδιαφέρον, έχουν την ευθύνη του και κυρίως ανήκουν στο προσωπικό του πιστεύω. Ακολουθούσε (μου’ χε ομολογήσει) τη ρήση του Κάφκα : «Ανάμεσα σε σένα και τον κόσμο να προτιμάς τον κόσμο». Τον πονούσε βαθιά η εξ Εσπερίας κλωτσοπατινάδα της χώρας μας. Με την συνηγορία διεθνών και ντόπιων καθαρμάτων. Συχνά ανέστιος και πένης. Κάνοντας την απαξίωση των άλλων σοφία. Συγγενεύοντας η μοίρα του μ’ εκείνη του Διογένη ή του Θεόφιλου. Ένας άνθρωπος καλόψυχος και ανοιχτόκαρδος αλλά με μια παράξενη καλοσύνη που είχε κατακτηθεί έπειτα από αγώνες και στραπατσαρίσματα σε κακοτράχαλους πολιτικούς και πνευματικούς στίβους, που οι τύχες τους ορίζονται από τα φερμάνια κακοφορμισμένων σοφιστών, γκάνκστερς της πολιτικής και διαπλεκόμενων πνευματικών νάνων. Ιδιόρρυθμος, λέει. Σε βαφτίζουν έτσι για να σε πετάξουν στην εξορία της γραφικότητας και να σε εξουδετερώσουν. Ο αβασάνιστος χαρακτηρισμός της ιδιορρυθμίας(αλλιώς λόξας) δίνεται κυρίως από πραγματικά λοξούς που διακατέχονται από μυωπική αυτογνωσία. Αλλα εν πάση περιπτώσει, αν κάποιος ιδιόρρυθμος, ιδιότυπος και αποκλίνων του λεγόμενου «μέσου όρου» έχει τη δωρεά να μεταμορφώσει την κουζουλάδα του σε άρτια τέχνη, τότε τον προσκυνώ. Ο Ρασούλης στις φωτεινότερες στιγμές του έφτιαξε τραγουδοποιήματα με σπουδαία τεχνική, πρωτοποριακή ευρηματικότητα και φλογερό μεράκι με άκρως ιδιοφυές και ψυχωφέλιμο αποτέλεσμα πατώντας στην βαθιά αφομοιωμένη αποθησαύριση μιας αλυσίδας παραδόσεων που ξεκινάει απ’ τους ομηρικούς ραψωδούς, περνάει στους μεσαιωνικούς τροβαδούρους, το δημοτικό τραγούδι και τον Μάρκο στο σύγχρονο παγκόσμιο πολιτικό τραγούδι. Κι όλα αυτά τα συνδυάζει αριστοτεχνικά με μια φιλοσοφική αντίληψη του κόσμου που ξεπερνάει αυτό που από αμηχανία ονομάζουμε «μοντέρνο» ως αντίβαρο της παράδοσης. Ένας εξέχων λαϊκός ποιητής που η αξία του έργου του θα αυγαταίνει συν τω χρόνω, όπως κι εκείνη του φίλου του Άκη Πάνου. Ο Ρασούλης βαστούσε καλά στο μετερίζι του κόντρα στην παντοκρατορία της χαμέρπειας και της ξεφτίλας, οχυρωμένος καλά αλλά και φύλακας μιας κιβωτού με θησαυρούς που όριζαν την βαθύτερη ουσία της προσωπικότητάς του : το ήθος της Αντιγόνης, την τραγικότητα του Ευριπίδη, τα απέθαντα ριζίτικα, τα πανηγύρια της παλιάς Κάντιας, τον δυναμισμό του Τρότσκι, τη φλόγα του Μάη του’ 68, τον λυτρωτικό λυγμό του Καζαντζίδη, τους θρύλους των Ινδιών, τα «Ρώσικα μάτια»(γλυκιά μου ανελέητη - φίλε αδερφή ψυχή). Και με μιαν ελληνολατρεία («Ρωμιός από το μέλλον») κι ένα πάθος για την Μεσόγειο και τις περιπέτειές της να μην τον αφήνουν λεπτό να ησυχάσει. Την γλυκύτητα της φωνής του την κεντούσε μια βιωμένη δραματικότητα. Παιδεμένος άνθρωπος με ειδικό βάρος που δε σήκωνε παζάρια. Ένας προφήτης(ρεσούλ-ρασούλ, ίσον προφήτης στον αραβοτουρκικό κόσμο) που μετωριζόταν ανάμεσα στον ασκητισμό και την ανάγκη για έντονη κοινωνική ζωή. Που τον σφράγισε ιδίως αυτό που ο ιερός Αυγουστίνος όρισε για να περιγράψει μια ακαταμάχητη δίψα του ανθρώπου ως «libido sciendi» (πόθος για γνώση). Στροβιλιζόταν γύρω από ένα αδυσώπητο εσωτερικό φως, σαν τους περιδινούμενους Μεβλεβή δερβισάδες του ιερού χορού «σεμά», καθώς ένας ήλιος που γεννιέται στα σπλάχνα τους εκτινάσσει τη λάβα του προς τα έξω έχοντας μουσκέψει όλο τους το είναι. Ο Μανώλης έλαμπε σιγανοπερπατώντας σ’ έναν βυθό σιωπής και μακαριότητας(«Το μοναχικό λουλούδι») κι έτσι έμοιαζε απρόσιτος σε νεαρούς θαυμαστές του που δεν αποκοτούσαν να τον πλευρίσουν. Και με τον θεό έρωτα να τον τυραννάει και να του χαρίζει στιγμές ουράνιας έμπνευσης(«Με φουρτουνιάζει ο έρωτας»). Η ζωή δεν τον πλήρωσε. Τελευταία φαινόταν καμένος από παντού. Ως κι οι ραδιοφωνικοί παράγοντες τον αρνήθηκαν. Δεν αντιλαμβάνονται οι γελοίοι ότι ένα καλαμπούρι του Ρασούλη έχει δυναμική ισχυρότερη από εκατό σοβαροφανείς εκπομπούλες; Μαζί με την συντριβή για το κατάντημά μας βίωνε την πανταχόθεν άρνηση. Τον εκβίασαν ακόμη και νεκρό, ως κι οι υπεύθυνοι του Κοιμητηρίου απαιτώντας μπροστάντζα το παραδάκι για την ταφή του. Ήταν να μας φύγει «σε μια ρωγμή του χρόνου», σ’ έναν καιρό που βιώνουμε την απόλυτη ανασφάλεια της επιβίωσης και την αίσθηση της ανθρώπινης καταρράκωσης(«Ζούμε σε μια ψεύτρα εποχή»). (Ακούσαμε τον φίλο μας για τελευταία φορά την Τσικνοπέμπτη, 24 Φεβρουαρίου, σε παρουσίαση βιβλίου μου στην Αθήνα να τραγουδάει ένα ριζίτικο του Κάτω Κόσμου ερμηνεύοντάς το σαν μυθικός τραγουδάρης με το ακροατήριο καθηλωμένο απ’ την δύναμη του κύρους και της σαγήνης της ερμηνείας του. «Όποιος καταλάβει, κατάλαβε» είπε. Τον θάψαμε στο πλάι του Μύστη του Υπερρεαλισμού Νίκο Εγγονόπουλο. Ταιριαχτά, αφού μια ρωμαλέα σουρρεαλιστική αύρα διαπερνάει το corpus των ποιημάτων του)
-ΔΗΜΟΣΙΕΎΤΗΚΕ ΣΤΗ LIFO ΜΕΣΑ ΜΑΡΤΙΟΥ 2011-
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου