11.3.20

Για τον πρώτο συγκεντρωτικό τόμο ποιημάτων του Χρήστου Τουμανίδη «Από το βάθος της αιτίας» (ποιήματα 1978-2005), εκδ. Κουκίδα

Γράφει ο Γιώργος Σαράτσης

«Ο Χρήστος Τουμανίδης και οι ποιητικές του εμμονές», θα τολμούσα να τιτλοφορήσω την σύντομη τοποθέτησή μου για τον ποιητή. Άλλωστε, είναι αρκετά τα μοτίβα που εμφανίζονται διαρκώς στους στίχους του: γυναίκες, δέντρα, αγάλματα, τσιγάρα, Κυριακές και κάποια Φθινόπωρα. Το ποιητικό του όμως ντεμπούτο ξεκινά με τον χρόνο. Μία κοινή στους ποιητές εμμονή.


«Ποιος χρόνος;», αναρωτιέται ο ποιητής. «Τρύπιος μες στην τρύπια διάρκεια / δεν ξέρω αν μένω / ή αν παρέρχομαι», θα πει. Ο χρόνος μάς γεννά και ο χρόνος μας σκοτώνει: «Ωραίοι νεκροί στηρίζουν τις μέρες μας. // Αργά-αργά καταρρέει το μέλλον» (σελ. 159). Για τον Χρήστο Τουμανίδη «Τα χρόνια που πέρασαν, περάσανε. / Τα χρόνια που θα ’ρθουν, είναι κιόλας φευγάτα» (σελ. 179). «Ό,τι απομένει» γράφει στη σελίδα 155 «δεν είναι παρά / η ποίηση του μέλλοντός μας».

Κι έπειτα, μία σπουδή στην υπόσταση των πραγμάτων: ένα κλουβί, μία καρέκλα, ένα παράθυρο, μία πολυθρόνα, μία πόρτα, ένα τσιγάρο… «Τα πράγματα που αγγίξαμε, φωνάζουν», θα γράψει. Κι από τον μικρόκοσμο, στον μεγάκοσμο: Η οδός Αχαρνών, το Πάικο, το όρος Αιγάλεω, η οδός Αιόλου, το Χαϊδάρι, η Λιθαριά, η γέφυρα του Αξιού, η Έδεσσα, η Βεγορίτιδα… «Σήμερα, / διάβηκα τη γέφυρα που ενώνει τις δύο ηλικίες μου. / Το όρος Πάικο με το όρος Αιγάλεω» – «Σήμερα έμαθα πόσα χρόνια είμαι νεκρός».

Το αναπότρεπτο και η δικαιοσύνη του τέλους: αυτό είναι η ποίηση του Χρήστου Τουμανίδη. «Πλάστηκες μόνο και μόνο / για να υπενθυμίζεις τον θάνατο», γράφει στη σελίδα 168. Και η ποίηση, μια πράξη αποδοκιμασίας του θανάτου. Ή καλύτερα, μία προσπάθεια εξοικείωσής με το επερχόμενο τέλος. Μία στιχουργική διασταύρωση η ποιητική του, όπου συναντιούνται αναπότρεπτα το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Όπου η ζωή συναντά τον έρωτα, την πατρίδα και τον θάνατο. «Κάθε πορεία προς τα εμπρός έχει τον θάνατό της», θα γράψει. «Το μέλλον έρχεται διαρκώς / από τα παιδικά μας χρόνια. / Αλλιώς δεν γίνεται» (σελ. 187). Και όλα την ίδια στιγμή αβέβαια: «Μόνη σιγουριά, η αβεβαιότητα».

Στη σελίδα 37 και στο ποίημα «Προεκτάσεις» εντοπίζω τον στίχο-κλειδί της συλλογής: «Αντίστροφα όλα». Τα λόγια ως σιωπή, ο έρωτας ως μοναξιά, η ζωή ως θάνατος, η παρουσία ως απουσία, το μέλλον ως παρελθόν. Να αντιστρέψουμε την πληροφορία των φαινομένων: ιδού η αποτελεσματικότερη μέθοδος θέασης του κόσμου.

Αν υπάρχει όμως ένας λόγος να διατρέξουμε τους στίχους του Χρήστου Τουμανίδη, είναι να αναζητήσουμε τον τρόπο που προσεγγίζει την συνήθεια του καπνού. Το τσιγάρο αποτέλεσε για εκείνον βασική στιχουργική πρώτη ύλη. Απόδειξη, το ποίημα «Μελαγχολία» της σελίδας 112. Η πιο σύντομη αυτοπροσωπογραφία του ποιητή: «Ένα τσιγάρο που τελειώνει / σε τρεμάμενα δάχτυλα, είμαι». Ακόμα και το ποίημα «Αυτογνωσία» της σελίδας 151, έχει ως θέμα του το τσιγάρο. Το τσιγάρο ως σύντομο αναφλέγον ποίημα ανάμεσα στα δάχτυλα – κι ας εφαρμόστηκε όπως εφαρμόστηκε ο αντικαπνιστικός νόμος του ’10. Δεν καταλαβαίνει από τέτοια η ποίηση.

«Είδα τη μοίρα μου σ’ έναν καπνό», θα γράψει.  «Έτος φωτός που διάβηκα σ’ ένα σταχτοδοχείο». Για να δηλώσει στη σελίδα 140: «Μα δεν μπορεί, κάποτε θα τελειώσουν τα τσιγάρα», προοικονομώντας όσες στιγμές έχουν ήδη τελειώσει ή πρόκειται -αργά ή γρήγορα- να τελειώσουν. Άλλωστε, όπως σημειώνει: «Μέσα από στοίβες αποτσίγαρα / έρχεται το λεωφορείο και σε παίρνει» (σελ. 135). Πέρα από την εξομολόγηση ενός ποιητή της σελίδας 120, μου καρφώθηκε στο νου το εξής δίστιχο: «όλοι οι καπνιστές της γης, μια μέρα / θα γίνουν άγγελοι».

Ο πρώτος συγκεντρωτικός τόμος των ποιημάτων του Χρήστου Τουμανίδη, «Από το βάθος της αιτίας» (ποιήματα 1978-2005), αποτελεί σπάνια αναγνωστική συντροφιά. Μικρές και μεσαίες -ποτέ μεγάλες- ποιητικές συνθέσεις, ορισμένα ολιγόστιχα και κάποια τηλεγραφικά τρίστιχα με τον τρόπο του χαϊκού.

Μία στιχουργική προσομοίωση της ώρας του λιμανιού, όταν τα νερά υποχωρούν και ετοιμάζεται, μετά την άμπωτη, η επόμενη παλίρροια. Και είναι αλήθεια πως ο ποιητής οφείλει την στιχουργική του ευαισθησία στην ελληνική ύπαιθρο, ή σε κάποια «επαρχιώτικη θλίψη», όπως αναφέρει. Μία ποίηση σχεδόν φυσιολατρίας, διαποτισμένη με την ζωογόνα δροσιά του Γιάννη Ρίτσου. Ποίηση άλλοτε ως αυτοβιογραφία ή ταξιδιωτικές σημειώσεις κι άλλοτε ως ενδόμυχη επικοινωνία με το ομότεχνο παρελθόν: συνομιλεί με τον Ηράκλειτο, τον Βαν Γκονγκ, τον Άλμπερ Καμύ, τον Σολωμό στους Ελεύθερους Πολιορκημένους.

Για το τέλος, παραθέτω δύο σοφά τρίστιχα του ποιητή:

Αχ χορταράκι
το μπόι σου κάποτε
θα με περάσει

Ήρθες μονάχος.
Θα φτιάξεις τον κήπο σου.
Μόνος θα φύγεις.



Θεσσαλονίκη, Φεβρουάριος 2020

Δεν υπάρχουν σχόλια: