του Σπύρου Κουζινόπουλου
Υπέφερε τα πάνδεινα ο ελληνικός λαός την περίοδο της ναζιστικής Κατοχής 1941-1944. Εκτελέσεις, πείνα, βασανιστήρια, τρομοκρατία, λεηλασίες, βιασμοί απ' άκρη σε άκρη σε όλη τη χώρα. Ιδιαίτερα βαρύ, το τίμημα που πλήρωσαν η Θεσσαλονίκη και ολόκληρη η Μακεδονία στο χιτλερικό τέρας. Η πρωτεύουσα του Μακεδονικού Ελληνισμού πότισε δυσανάλογα το δέντρο της λευτεριάς. Οι περίπου χίλιοι πεντακόσιοι εκτελεσμένοι από τους Γερμανούς κατακτητές, οι εκατοντάδες δολοφονημένοι από τους δωσίλογους συνεργάτες τους και οι δεκάδες χιλιάδες βασανισμένοι στα άντρα της Γκεστάπο, ο αφανισμός της πολυπληθούς Εβραϊκής κοινότητας με τους 50.000 Ισραηλίτες να
μαρτυρούν στα κρεματόρια του Γ΄ Ράϊχ και οι νεκροί από την πείνα, το κρύο, τις στερήσεις, γεμίζουν πλήθος αιματοβαμμένων σελίδων στην ιστορία της Κατοχής. Λίγο-πολύ είναι γνωστά τα βάσανα που πέρασε η συντριπτική πλειοψηφία των συμπατριωτών μας εκείνη τη μαύρη τετραετία. Όμως ελάχιστα γνωστά στους λίγους, άγνωστα στους περισσότερους, παραμένουν δύο ακόμη μεγάλα εγκλήματα των Ναζί στη Θεσσαλονίκη, οικονομικά τη φορά αυτή, που έμειναν για δεκαετίες στην αφάνεια με ευθύνη δυστυχώς του επίσημου ελληνικού κράτους. Κι αυτό γιατί είχαν ως πρωταγωνιστές αστέρες της οικονομικής ολιγαρχίας, της πλαστής "εθνικοφροσύνης" και του υπερπατριωτισμού. Με λίγα λόγια, όλα εκείνα τα στοιχεία που στήριξαν μετά το τέλος της Κατοχής το μετεμφυλιακό κράτος. Εξάλλου, στη Θεσσαλονίκη, ο «πατριωτισμός» ήταν πάντα ένα καλό διαβατήριο για κάθε είδους ανέλιξη. Σημαντικά τμήματα της χριστιανικής αστικής τάξης άνοιξαν τα σπίτια τους και συνδιασκέδαζαν με τους κατακτητές, ενώ άλλα στρώματα θεώρησαν τις κατοχικές δυνάμεις ως πολύτιμο σύμμαχο στην «ανάκτηση» της πόλης. Οι δυνάμεις κατοχής δεν απογοήτευσαν αυτές τις προσδοκίες. 1 Επρόκειτο για δύο κατηγορίες: Η μία αφορούσε τους "πλουτίσαντες επί Κατοχής", δηλαδή όσους εκμεταλλεύθηκαν τη δυστυχία των συμπολιτών τους και άρπαξαν το βιός τους, κυρίως τις κατοικίες και τα κάθε είδους ακίνητα που διέθεταν. Και η δεύτερη, όσους πήραν μέρος στο πλιάτσικο με τις περιουσίες των Εβραίων της Θεσσαλονίκης, όταν αυτοί οδηγήθηκαν βίαια, στοιβαγμένοι σε βαγόνια που προορίζονταν για τη μεταφορά ζώων, στα στρατόπεδα εξόντωσης των Ναζί, όπου βρήκαν τραγικό θάνατο.
Α΄ Οι “πλουτίσαντες επί Κατοχής”
Ιδιαίτερα κατά το χειμώνα του 1941-1942 που οι κατακτητές, καταληστεύοντας τον πλούτο της χώρας, είχαν αρπάξει από τις κρατικές αποθήκες όλα τα αποθέματα τροφίμων με συνέπεια να υπάρξει λιμός, πολλοί ήταν αυτοί που αναγκάζονταν να πουλήσουν τα υπάρχοντά τους, για να εξασφαλίσουν κυριολεκτικά "μια μπουκιά ψωμί". Η ανθρωπιστική κρίση εκείνου του φρικτού χειμώνα, αποδεκάτισε κυρίως τα μεγάλα αστικά κέντρα. Η κρίση που είχε προκαλέσει η γερμανική κατοχή, είχε πάρει διαστάσεις ολέθρου. Από τη μία, οι Ναζί λεηλατούσαν την αγροτική παραγωγή και από την άλλη, έκλειναν τα μάτια στα εγκλήματα των ληστρικών συνεργατών τους, των μαυραγοριτών, που αντάλλασσαν έναν τενεκέ λάδι με ακριβές μονοκατοικίες στο κέντρο της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης. Υπολογίζεται ότι κάτω από αυτό το καθεστώς της αφόρητης πίεσης, 400 χιλιάδες πολίτες πούλησαν μέρος ή το σύνολο της περιουσίας τους. Όπως προκύπτει από τα στοιχεία του Ληξιαρχείου Θεσσαλονίκης, εκείνο το χειμώνα είχαν χάσει τη ζωή τους από ασιτία 3.090 άνθρωποι, δηλαδή το 1,5 του συνολικού πληθυσμού της πόλης που εκείνη την περίοδο ανέρχονταν στους 226.147 κατοίκους. 2 Μπροστά στην πείνα και την απελπισία όσων είχαν να θρέψουν οικογένεια, κυρίως μικρά παιδιά, άρχισε να παίρνει τρομακτικές διατάσεις η αγοραπωλισία ακινήτων. Χιλιάδες φτωχοί βιοπαλαιστές, αναγκάστηκαν τότε να πουλήσουν τις μικροϊδιοκτησίες τους έναντι μηδαμινού τιμήματος. Οι πωλήσεις είχαν πάρει τέτοιες διαστάσεις, ώστε κι' αυτή ακόμη η κυβέρνηση του Καίρου να πάρει θέση, διακηρύσσοντας σε ραδιοφωνική εκπομπή ότι θεωρεί άκυρες όλες τις μεταβιβάσεις ακινήτων. Σύμφωνα με τον Σερραίο δικηγόρο Παπαντωνίου, που διετέλεσε διευθυντής του Υποθηκοφυλακείου Θεσσαλονίκης εκείνη την περίοδο, ο αριθμός των συμβολαίων για αγοραπωλησίες αυτού του είδους τα τρία χρόνια της Κατοχής, είχε ξεπεράσει τα 7.000 μόνο στην περιφέρεια τιου Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης. Ποιοί ήταν αυτοί που αγόραζαν; Όπως ανέφερε ο ίδιος σε συνέντευξή του τους πρώτους μήνες μετά την απελευθέρωση: "Ήσαν οι άνθρωποι της εποχής. Αυτοί που είχαν την ευχέρεια, εκείνοι που κολυμπούσαν μέσα στα πολλάκις εκατομμύρια από αστήρευτο πακτωλό των αγαθών της ευτυχίας του χρυσού. Εργολάβοι, μεγάλοι και μικροί. Συνεργάτες των κατακτητών. Μεγαλομαυραγορίτες. Βδέλλες γενικά αχόρταγες, που δεν εννοούσαν να σταματήσουν, που δεν έδειχναν καμία διάθεση να συγκινηθούν μπροστά στο ατέλειωτο δράμα του λαού". Και ποιά ήταν τα θύματα; "Άνθρωποι κατ΄εξοχήν της ανάγκης. Ράκη ανθρώπινα. Αρκεί αν λεχθεί ότι όλες γενικά οι πράξεις έγιναν στο ένα τέταρτο της πραγματικής τους αξιας". 3 Το μέγεθος της απληστίας Η απληστία όσων είχαν αποφασίσει, διαθέτοντας τις πλάτες των κατακτητών, να αποκτήσουν, πατώντας "επί πτωμάτων" μεγάλες ακίνητες περιουσίες, είχε φτάσει στο κατακόρυφο. Σύμφωνα με τα ενδεικτικά στοιχεία που είχε δημοσιεύσει τους πρώτους μήνες μετά την απελευθέρωση η εφημερίδα της Θεσσαλονίκης Πρωϊνή Ώρα, ένας μηχανουργός, είχε αγοράσει 14 ακίνητα, ένας κατασκευαστής υποκαμίσων είχε αποκτήσει με αυτό τον τρόπο 20 ακίνητα και ένας μικρομπακάλης, ο Σάββας Τρυφ. 13 ακίνητα. Ενώ χαρακτηριστική ήταν η περίπτωση ενός καφετζή, ο οποίος παρά το γεγονός ότι ο καφές είχε εξαφανιστεί την περίοδο της Κατοχής, αυτός κατάφερε να αγοράσει κοψοχρονιάς έξι ακίνητα. Και βέβαια, όλοι αυτοί, έχοντας την εύνοια των κατακτητών. Όπως ο εκδότης της χρηματοδοτούμενης από τους Γερμανούς φιλοναζιστικής εφημερίδας Νέα Ευρώπη Γεώργιος Πολλάτος που είχε αποκτήσει πέντε ακίνητα επί Κατοχής: τρία σπίτια στις 18-5-1942, την 1-9-1942 και στις 26-2-1943, καθως ένα μεγάλο αγρόκτημα στις 7-5-1942 και ένα οικόπεδο στις 17-9-1942. 4 Λίγους μήνες μετά την απελευθέρωση, είχε εκδοθεί επί κυβέρνησης Ν.Πλαστήρα ο αναγκαστικός νόμος Α.Ν. 182/45, “Περι ειδικής φορολογίας των κατά την πολεμικήν περίοδον πλουτισάντων, με βάση τον οποίο οι “πλουτίσαντες επί Κατοχής” ήταν υποχρεωμένοι να πληρώσουν τους φόρους που θα ορίζονταν. Η τιμωρία που αντιμετώπιζαν ήταν αυστηρή, καθώς προβλεπόταν η εκτόπιση, η φυλάκιση και η δήμευση του συνόλου ή μέρους της περιουσίας τους. Με βάση το νόμο αυτό, η επιτροπή που είχε συσταθεί στη Θεσσαλονίκη, άρχισε να καλεί διαφόρους, κυρίως άτομα που είχαν συνεργαστεί με τους Ναζί, ζητώντας τους να καταβάλουν στο κράτος χρηματικά ποσά, ως φόρο για τις περιουσίες που σχημάτισαν επί Κατοχής. Στον πρώτο κατάλογο που έδωσε η επιτροπή στη δημοσιότητα τον Ιούλιο του 1945, φιγουράριζαν γνωστά ονόματα του δωσιλογισμού και της συνεργασίας με τους χιτλερικούς, όπως των ιδιοκτητών χαρτοπαικτικών λεσχών και πρακτόρων της Γκεστάπο, Περικλή (Πέρι) ΝΙκολαίδη και Λάσκαρη Παπαναούμ που καλούνταν να καταβάλουν από 150.000.000 δραχμές ο καθένας, του συνεργάτη των Γερμανών μεγαλοεργολάβου δημοσίων έργων Ιωάννη Μύλλερ (1000.000.000 δρχ), των δωσιλόγων δημοσιογράφων της Νέας Ευρώπης Δημήτριου Τσούρκα και Αλέξανδρου Ωρολογά που έπρεπε να καταβάλουν στο κράτος από 25.000.000 δρχ κ.α. 5 Είκοσι μέρες αργότερα, η επιτροπή αποφάσιζε να αυξήσει τα ποσά που έπρεπε να πληρώσουν στο κράτος οι πλουτίσαντες επί Κατοχής και έτσι καλούνταν να καταβάλουν στην Ε΄ Οικονομική Εφορεία Θεσσαλονίκης 2 δις δραχμές ο Λ.Παπαναούμ, 1.200 εκατ. ο Π.ΝΙκολαίδης, 800 εκατ. οι αδελφοί Χατζηνάκου, 600 εκατ. ο Μύλλερ, 400 εκατ. ένα άλλο "μπουμπούκι' της εθνικοφροσύνης, ο Νικίας Ναούμ, 200 εκατ. ο εκδότης της Νέας Ευρώπης Πολλάτος και από 100 εκατ. δραχ. οι Τσούρκας και Ωρολογάς κ.α. Η δραστηριότητα της επιτροπής αυτής, που προεδρεύονταν από τον δικαστικό Χαράλαμπο Κάππο, είχε χαιρετιστεί θερμά από τον τύπο της εποχής, με την εφημερίδα Δημοκρατία να σημειώνει:"Η πόλις μας έχει να επιδείξει πλούσιον πάνθεον πλουτισάντων κατά την Κατοχήν. Φυσιολογική συνέπεια λοιπόν είναι μαζί με το Ειδικόν Δικαστήριον Δωσιλόγων, να έχει και την επιτροπήν εκείνην που ως σοβαρότατον μέλημά της έχει να ανακαλύψει και να φορολογήσει όλους αυτούς που όταν όλος ο κόσμος επαίνετο, συνηγωνίζοντο αδιάφοροι προς όλους, στην αύξησιν του πύργου των χρυσών εικοσαφράγκων των". Οι δίκες των "πλουτισάντων επί Κατοχής"
Τους τελευταίους μήνες του 1946, είχαν εκδικαστεί στο Ειδικό Δικαστήριο Δωσιλόγων Θεσσαλονίκης οι υποθέσεις ενός σημαντικού αριθμού οικονομικών δοσιλόγων, μεταξύ των οποίων υπήρχαν και περιπτώσεις μεγάλων επιχειρήσεων. Οι δίκες αυτές για οικονομική συνεργασία με τους κατακτητές, από 20 που ήταν το 1945 είχαν φτάσει τον αριθμό 59 το 1946. Ήταν χαρακτηριστική η δίκη δύο εργολάβων, των Μύλλερ και Αμπατιέλου που είχαν κατασκευάσει τον Απρίλιο του 1943 την περίφραξη του στρατοπέδου Βαρώνου Χιρς, όπου επρόκειτο να μεταφερθούν όλοι οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης πριν αποσταλούν για εξόντωση στα χιτλερικά κρεματόρια. Η προμήθειά για το συγκεκριμένο έργο, σύμφωνα με τους μάρτυρες κατηγορίας, ήταν 20%, ενώ επίσης κατασκεύασαν έναντι αδράς αμοιβής και ένα στρατώνα στο Λαγκαδά για τις ανάγκες του Γερμανικού στρατού. Ο ένας εργολάβος καταδικάστηκε σε δωδεκαετή φυλάκιση και δήμευση της μισής περιουσίας του. Λίγο νωρίτερα, είχε δικαστεί ερήμην ένας από τους μεγαλοδωσίλογους της Θεσσαλονίκης, ο Παύλος Ντίνας, που είχε συστήσει εταιρία τεχνικών έργων, από την εκτέλεση των οποίων κέρδιζε τεράστια ποσά, σύμφωνα με τους μάρτυρες κατηγορίας. Η ανάθεση των έργων, στην περιοχή της Θεσσαλονίκης και των Ιωαννίνων, γινόταν από τους Γερμανούς με τη μορφή ανταμοιβής για την προσφορά του Ντίνα στο έργο της Γκεστάπο, δεδομένου ότι ο κατηγορούμενος δεν είχε απλά οικονομικές δοσοληψίες με τις Αρχές Κατοχής, αλλά συμπεριλαμβανόταν και στους καταδότες των γερμανικών υπηρεσιών. Στο τέλος το Δικαστήριο του επέβαλε την εσχάτη των ποινών, κρίνοντάς τον ένοχο γιατί εκμεταλλεύτηκε την οικονομική συνεργασία με τον εχθρό, κατέδωσε Έλληνες πολίτες και προέβη σε πράξεις βίας μετά τον εξοπλισμό του από τους Γερμανούς.
Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ:
https://farosthermaikou.blogspot.com/2020/02/blog-post_24.html?spref=fb&fbclid=IwAR1XGZO8zGzpRhKYFm3Q5eXQTPIVJZW58DZOeoj7l1NgNMV-Wc9oaMK_Ie0
Υπέφερε τα πάνδεινα ο ελληνικός λαός την περίοδο της ναζιστικής Κατοχής 1941-1944. Εκτελέσεις, πείνα, βασανιστήρια, τρομοκρατία, λεηλασίες, βιασμοί απ' άκρη σε άκρη σε όλη τη χώρα. Ιδιαίτερα βαρύ, το τίμημα που πλήρωσαν η Θεσσαλονίκη και ολόκληρη η Μακεδονία στο χιτλερικό τέρας. Η πρωτεύουσα του Μακεδονικού Ελληνισμού πότισε δυσανάλογα το δέντρο της λευτεριάς. Οι περίπου χίλιοι πεντακόσιοι εκτελεσμένοι από τους Γερμανούς κατακτητές, οι εκατοντάδες δολοφονημένοι από τους δωσίλογους συνεργάτες τους και οι δεκάδες χιλιάδες βασανισμένοι στα άντρα της Γκεστάπο, ο αφανισμός της πολυπληθούς Εβραϊκής κοινότητας με τους 50.000 Ισραηλίτες να
μαρτυρούν στα κρεματόρια του Γ΄ Ράϊχ και οι νεκροί από την πείνα, το κρύο, τις στερήσεις, γεμίζουν πλήθος αιματοβαμμένων σελίδων στην ιστορία της Κατοχής. Λίγο-πολύ είναι γνωστά τα βάσανα που πέρασε η συντριπτική πλειοψηφία των συμπατριωτών μας εκείνη τη μαύρη τετραετία. Όμως ελάχιστα γνωστά στους λίγους, άγνωστα στους περισσότερους, παραμένουν δύο ακόμη μεγάλα εγκλήματα των Ναζί στη Θεσσαλονίκη, οικονομικά τη φορά αυτή, που έμειναν για δεκαετίες στην αφάνεια με ευθύνη δυστυχώς του επίσημου ελληνικού κράτους. Κι αυτό γιατί είχαν ως πρωταγωνιστές αστέρες της οικονομικής ολιγαρχίας, της πλαστής "εθνικοφροσύνης" και του υπερπατριωτισμού. Με λίγα λόγια, όλα εκείνα τα στοιχεία που στήριξαν μετά το τέλος της Κατοχής το μετεμφυλιακό κράτος. Εξάλλου, στη Θεσσαλονίκη, ο «πατριωτισμός» ήταν πάντα ένα καλό διαβατήριο για κάθε είδους ανέλιξη. Σημαντικά τμήματα της χριστιανικής αστικής τάξης άνοιξαν τα σπίτια τους και συνδιασκέδαζαν με τους κατακτητές, ενώ άλλα στρώματα θεώρησαν τις κατοχικές δυνάμεις ως πολύτιμο σύμμαχο στην «ανάκτηση» της πόλης. Οι δυνάμεις κατοχής δεν απογοήτευσαν αυτές τις προσδοκίες. 1 Επρόκειτο για δύο κατηγορίες: Η μία αφορούσε τους "πλουτίσαντες επί Κατοχής", δηλαδή όσους εκμεταλλεύθηκαν τη δυστυχία των συμπολιτών τους και άρπαξαν το βιός τους, κυρίως τις κατοικίες και τα κάθε είδους ακίνητα που διέθεταν. Και η δεύτερη, όσους πήραν μέρος στο πλιάτσικο με τις περιουσίες των Εβραίων της Θεσσαλονίκης, όταν αυτοί οδηγήθηκαν βίαια, στοιβαγμένοι σε βαγόνια που προορίζονταν για τη μεταφορά ζώων, στα στρατόπεδα εξόντωσης των Ναζί, όπου βρήκαν τραγικό θάνατο.
Α΄ Οι “πλουτίσαντες επί Κατοχής”
Ιδιαίτερα κατά το χειμώνα του 1941-1942 που οι κατακτητές, καταληστεύοντας τον πλούτο της χώρας, είχαν αρπάξει από τις κρατικές αποθήκες όλα τα αποθέματα τροφίμων με συνέπεια να υπάρξει λιμός, πολλοί ήταν αυτοί που αναγκάζονταν να πουλήσουν τα υπάρχοντά τους, για να εξασφαλίσουν κυριολεκτικά "μια μπουκιά ψωμί". Η ανθρωπιστική κρίση εκείνου του φρικτού χειμώνα, αποδεκάτισε κυρίως τα μεγάλα αστικά κέντρα. Η κρίση που είχε προκαλέσει η γερμανική κατοχή, είχε πάρει διαστάσεις ολέθρου. Από τη μία, οι Ναζί λεηλατούσαν την αγροτική παραγωγή και από την άλλη, έκλειναν τα μάτια στα εγκλήματα των ληστρικών συνεργατών τους, των μαυραγοριτών, που αντάλλασσαν έναν τενεκέ λάδι με ακριβές μονοκατοικίες στο κέντρο της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης. Υπολογίζεται ότι κάτω από αυτό το καθεστώς της αφόρητης πίεσης, 400 χιλιάδες πολίτες πούλησαν μέρος ή το σύνολο της περιουσίας τους. Όπως προκύπτει από τα στοιχεία του Ληξιαρχείου Θεσσαλονίκης, εκείνο το χειμώνα είχαν χάσει τη ζωή τους από ασιτία 3.090 άνθρωποι, δηλαδή το 1,5 του συνολικού πληθυσμού της πόλης που εκείνη την περίοδο ανέρχονταν στους 226.147 κατοίκους. 2 Μπροστά στην πείνα και την απελπισία όσων είχαν να θρέψουν οικογένεια, κυρίως μικρά παιδιά, άρχισε να παίρνει τρομακτικές διατάσεις η αγοραπωλισία ακινήτων. Χιλιάδες φτωχοί βιοπαλαιστές, αναγκάστηκαν τότε να πουλήσουν τις μικροϊδιοκτησίες τους έναντι μηδαμινού τιμήματος. Οι πωλήσεις είχαν πάρει τέτοιες διαστάσεις, ώστε κι' αυτή ακόμη η κυβέρνηση του Καίρου να πάρει θέση, διακηρύσσοντας σε ραδιοφωνική εκπομπή ότι θεωρεί άκυρες όλες τις μεταβιβάσεις ακινήτων. Σύμφωνα με τον Σερραίο δικηγόρο Παπαντωνίου, που διετέλεσε διευθυντής του Υποθηκοφυλακείου Θεσσαλονίκης εκείνη την περίοδο, ο αριθμός των συμβολαίων για αγοραπωλησίες αυτού του είδους τα τρία χρόνια της Κατοχής, είχε ξεπεράσει τα 7.000 μόνο στην περιφέρεια τιου Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης. Ποιοί ήταν αυτοί που αγόραζαν; Όπως ανέφερε ο ίδιος σε συνέντευξή του τους πρώτους μήνες μετά την απελευθέρωση: "Ήσαν οι άνθρωποι της εποχής. Αυτοί που είχαν την ευχέρεια, εκείνοι που κολυμπούσαν μέσα στα πολλάκις εκατομμύρια από αστήρευτο πακτωλό των αγαθών της ευτυχίας του χρυσού. Εργολάβοι, μεγάλοι και μικροί. Συνεργάτες των κατακτητών. Μεγαλομαυραγορίτες. Βδέλλες γενικά αχόρταγες, που δεν εννοούσαν να σταματήσουν, που δεν έδειχναν καμία διάθεση να συγκινηθούν μπροστά στο ατέλειωτο δράμα του λαού". Και ποιά ήταν τα θύματα; "Άνθρωποι κατ΄εξοχήν της ανάγκης. Ράκη ανθρώπινα. Αρκεί αν λεχθεί ότι όλες γενικά οι πράξεις έγιναν στο ένα τέταρτο της πραγματικής τους αξιας". 3 Το μέγεθος της απληστίας Η απληστία όσων είχαν αποφασίσει, διαθέτοντας τις πλάτες των κατακτητών, να αποκτήσουν, πατώντας "επί πτωμάτων" μεγάλες ακίνητες περιουσίες, είχε φτάσει στο κατακόρυφο. Σύμφωνα με τα ενδεικτικά στοιχεία που είχε δημοσιεύσει τους πρώτους μήνες μετά την απελευθέρωση η εφημερίδα της Θεσσαλονίκης Πρωϊνή Ώρα, ένας μηχανουργός, είχε αγοράσει 14 ακίνητα, ένας κατασκευαστής υποκαμίσων είχε αποκτήσει με αυτό τον τρόπο 20 ακίνητα και ένας μικρομπακάλης, ο Σάββας Τρυφ. 13 ακίνητα. Ενώ χαρακτηριστική ήταν η περίπτωση ενός καφετζή, ο οποίος παρά το γεγονός ότι ο καφές είχε εξαφανιστεί την περίοδο της Κατοχής, αυτός κατάφερε να αγοράσει κοψοχρονιάς έξι ακίνητα. Και βέβαια, όλοι αυτοί, έχοντας την εύνοια των κατακτητών. Όπως ο εκδότης της χρηματοδοτούμενης από τους Γερμανούς φιλοναζιστικής εφημερίδας Νέα Ευρώπη Γεώργιος Πολλάτος που είχε αποκτήσει πέντε ακίνητα επί Κατοχής: τρία σπίτια στις 18-5-1942, την 1-9-1942 και στις 26-2-1943, καθως ένα μεγάλο αγρόκτημα στις 7-5-1942 και ένα οικόπεδο στις 17-9-1942. 4 Λίγους μήνες μετά την απελευθέρωση, είχε εκδοθεί επί κυβέρνησης Ν.Πλαστήρα ο αναγκαστικός νόμος Α.Ν. 182/45, “Περι ειδικής φορολογίας των κατά την πολεμικήν περίοδον πλουτισάντων, με βάση τον οποίο οι “πλουτίσαντες επί Κατοχής” ήταν υποχρεωμένοι να πληρώσουν τους φόρους που θα ορίζονταν. Η τιμωρία που αντιμετώπιζαν ήταν αυστηρή, καθώς προβλεπόταν η εκτόπιση, η φυλάκιση και η δήμευση του συνόλου ή μέρους της περιουσίας τους. Με βάση το νόμο αυτό, η επιτροπή που είχε συσταθεί στη Θεσσαλονίκη, άρχισε να καλεί διαφόρους, κυρίως άτομα που είχαν συνεργαστεί με τους Ναζί, ζητώντας τους να καταβάλουν στο κράτος χρηματικά ποσά, ως φόρο για τις περιουσίες που σχημάτισαν επί Κατοχής. Στον πρώτο κατάλογο που έδωσε η επιτροπή στη δημοσιότητα τον Ιούλιο του 1945, φιγουράριζαν γνωστά ονόματα του δωσιλογισμού και της συνεργασίας με τους χιτλερικούς, όπως των ιδιοκτητών χαρτοπαικτικών λεσχών και πρακτόρων της Γκεστάπο, Περικλή (Πέρι) ΝΙκολαίδη και Λάσκαρη Παπαναούμ που καλούνταν να καταβάλουν από 150.000.000 δραχμές ο καθένας, του συνεργάτη των Γερμανών μεγαλοεργολάβου δημοσίων έργων Ιωάννη Μύλλερ (1000.000.000 δρχ), των δωσιλόγων δημοσιογράφων της Νέας Ευρώπης Δημήτριου Τσούρκα και Αλέξανδρου Ωρολογά που έπρεπε να καταβάλουν στο κράτος από 25.000.000 δρχ κ.α. 5 Είκοσι μέρες αργότερα, η επιτροπή αποφάσιζε να αυξήσει τα ποσά που έπρεπε να πληρώσουν στο κράτος οι πλουτίσαντες επί Κατοχής και έτσι καλούνταν να καταβάλουν στην Ε΄ Οικονομική Εφορεία Θεσσαλονίκης 2 δις δραχμές ο Λ.Παπαναούμ, 1.200 εκατ. ο Π.ΝΙκολαίδης, 800 εκατ. οι αδελφοί Χατζηνάκου, 600 εκατ. ο Μύλλερ, 400 εκατ. ένα άλλο "μπουμπούκι' της εθνικοφροσύνης, ο Νικίας Ναούμ, 200 εκατ. ο εκδότης της Νέας Ευρώπης Πολλάτος και από 100 εκατ. δραχ. οι Τσούρκας και Ωρολογάς κ.α. Η δραστηριότητα της επιτροπής αυτής, που προεδρεύονταν από τον δικαστικό Χαράλαμπο Κάππο, είχε χαιρετιστεί θερμά από τον τύπο της εποχής, με την εφημερίδα Δημοκρατία να σημειώνει:"Η πόλις μας έχει να επιδείξει πλούσιον πάνθεον πλουτισάντων κατά την Κατοχήν. Φυσιολογική συνέπεια λοιπόν είναι μαζί με το Ειδικόν Δικαστήριον Δωσιλόγων, να έχει και την επιτροπήν εκείνην που ως σοβαρότατον μέλημά της έχει να ανακαλύψει και να φορολογήσει όλους αυτούς που όταν όλος ο κόσμος επαίνετο, συνηγωνίζοντο αδιάφοροι προς όλους, στην αύξησιν του πύργου των χρυσών εικοσαφράγκων των". Οι δίκες των "πλουτισάντων επί Κατοχής"
Τους τελευταίους μήνες του 1946, είχαν εκδικαστεί στο Ειδικό Δικαστήριο Δωσιλόγων Θεσσαλονίκης οι υποθέσεις ενός σημαντικού αριθμού οικονομικών δοσιλόγων, μεταξύ των οποίων υπήρχαν και περιπτώσεις μεγάλων επιχειρήσεων. Οι δίκες αυτές για οικονομική συνεργασία με τους κατακτητές, από 20 που ήταν το 1945 είχαν φτάσει τον αριθμό 59 το 1946. Ήταν χαρακτηριστική η δίκη δύο εργολάβων, των Μύλλερ και Αμπατιέλου που είχαν κατασκευάσει τον Απρίλιο του 1943 την περίφραξη του στρατοπέδου Βαρώνου Χιρς, όπου επρόκειτο να μεταφερθούν όλοι οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης πριν αποσταλούν για εξόντωση στα χιτλερικά κρεματόρια. Η προμήθειά για το συγκεκριμένο έργο, σύμφωνα με τους μάρτυρες κατηγορίας, ήταν 20%, ενώ επίσης κατασκεύασαν έναντι αδράς αμοιβής και ένα στρατώνα στο Λαγκαδά για τις ανάγκες του Γερμανικού στρατού. Ο ένας εργολάβος καταδικάστηκε σε δωδεκαετή φυλάκιση και δήμευση της μισής περιουσίας του. Λίγο νωρίτερα, είχε δικαστεί ερήμην ένας από τους μεγαλοδωσίλογους της Θεσσαλονίκης, ο Παύλος Ντίνας, που είχε συστήσει εταιρία τεχνικών έργων, από την εκτέλεση των οποίων κέρδιζε τεράστια ποσά, σύμφωνα με τους μάρτυρες κατηγορίας. Η ανάθεση των έργων, στην περιοχή της Θεσσαλονίκης και των Ιωαννίνων, γινόταν από τους Γερμανούς με τη μορφή ανταμοιβής για την προσφορά του Ντίνα στο έργο της Γκεστάπο, δεδομένου ότι ο κατηγορούμενος δεν είχε απλά οικονομικές δοσοληψίες με τις Αρχές Κατοχής, αλλά συμπεριλαμβανόταν και στους καταδότες των γερμανικών υπηρεσιών. Στο τέλος το Δικαστήριο του επέβαλε την εσχάτη των ποινών, κρίνοντάς τον ένοχο γιατί εκμεταλλεύτηκε την οικονομική συνεργασία με τον εχθρό, κατέδωσε Έλληνες πολίτες και προέβη σε πράξεις βίας μετά τον εξοπλισμό του από τους Γερμανούς.
Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ:
https://farosthermaikou.blogspot.com/2020/02/blog-post_24.html?spref=fb&fbclid=IwAR1XGZO8zGzpRhKYFm3Q5eXQTPIVJZW58DZOeoj7l1NgNMV-Wc9oaMK_Ie0
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου