Το εμβληματικό κείμενο των αρχών του 20ού αιώνα διαβάζεται πια σαν μια πεισιθάνατη ιστορία. Η πορεία του κεντρικού ήρωα προς τον θάνατο είναι συνέπεια όχι μόνον των προσωπικών και φιλοσοφικών του αναζητήσεων, αλλά και της επιδημίας χολέρας που ξεσπάει στην Ιταλία.
Ο Γκούσταφ Άσενμπαχ, πετυχημένος συγγραφέας στην ωριμότητα του, αποφασίζει να ταξιδέψει εγκαταλείποντας το Μόναχο το 1911. Πιο ελκυστικός προορισμός των Ευρωπαίων και ειδικά των καλλιτεχνών παραμένει ο ευρωπαϊκός νότος και η οργανωμένη τουριστικά Ιταλία με το αναγεννησιακό παρελθόν. Ο Άσενμπαχ, κουρασμένος ψυχικά αλλά και
δημιουργικά αφού «το στιλ του έχασε την τόλμη και την αμεσότητα... έγινε συντηρητικό», ελπίζει ότι αυτό το ταξίδι θα τον εμπνεύσει. Όμως τα πρώτα σημάδια που προβάλλουν δεν είναι καθόλου ευοίωνα.Ένα γέρικο και μαυρισμένο σκαρί τον οδηγεί στην υδάτινη πόλη, ο βρώμικος ναύτης λες και προσπαθούσε να τον πείσει να το ξανασκεφτεί πριν αποβιβαστεί, ένας γέρος μεταμφιεσμένος σε νεαρό τον απωθεί. Το λιμάνι σκοτεινό, απειλητικοί όγκοι των πλοίων, ουρανός και θάλασσα μουντά, το σκάφος του υγειονομικού σαν προειδοποιητική σημαδούρα. Μετεπιβιβάζεται σε μια γόνδολα με μαύρο χρώμα που «μόνο στα φέρετρα θα ταίριαζε» και σε νεκρώσιμη πομπή.
Η σήψη και ο έφηβος
Τελικά φτάνει στο Λίντο, στο ξενοδοχείο Εξέλσιορ, όπου εντοπίζει μια οικογένεια Πολωνών αριστοκρατών και το μοιραίο γι’ αυτόν αγόρι, γύρω στα δεκατέσσερα, που θυμίζει ελληνικό γλυπτό. Μπορεί κι εκείνο να γύρισε για μια στιγμή να τον δει, αλλά ο Άσενμπαχ δεν παύει να τον παρακολουθεί εμμονικά. Μπροστά του η σήψη της λιμνοθάλασσας και παραδίπλα ο έφηβος, ως νεκροπομπός. Ο Τάτζιο, ο «Φαίακας», μόνον έτσι μπορεί να αποδεχθεί την ύπαρξη του αγοριού, μέσα από ομηρικά και πλατωνικά συμφραζόμενα.
Ο Γκούσταφ Άσενμπαχ παραφράζει συνεχώς τον Πλάτωνα («Το καλό που σου θέλω, Κριτόβουλε»), με αποσπάσματα προσαρμοσμένα στο ύφος του κειμένου. Ο Γκούσταφ σκέφτεται σε τρίτο ελεύθερο πρόσωπο, μια τεχνική που πέτυχε χρόνια νωρίτερα ένας άλλος συνώνυμος συγγραφέας, ο Γκιστάβ Φλομπέρ. Όμως το αγαλματένιο παιδί είναι ήρεμο, μόνον ταράζεται από την εχθρική παρέα κάποιων Ρώσων τουριστών. Ο Άσενμπαχ αισθάνεται ταυτόχρονα μια πατρική στοργή παρατηρώντας το μέσα σε μια παρακμιακή, βρώμικη πόλη, γεμάτη σκουπίδια και αναθυμιάσεις.
Φήμες, που επιβεβαιώνονται σταδιακά, μιλάνε για την επιδημία ινδικής χολέρας που ταξίδεψε μέσω της Ασίας και εξαπλώνεται παντού. Έφτασε και στην νότια πύλη της Ευρώπης, στα λιμάνια της Ιταλίας. Είναι η διαδρομή του Διόνυσου, των Βακχών, που θα φέρουν το καινούργιο και το θανατικό; Το διονυσιακό στοιχείο καταλαμβάνει παθιασμένα τον Πενθέα/Άσενμπαχ εις βάρος του Απολλώνιου δημιουργού.
Ένα ακόμα θύμα για το χάος
Όσο προχωράει η επιδημία και αδειάζει το ξενοδοχείο, εκείνος κρατιέται από τις αναφορές των πλατωνικών διαλόγων που τώρα ακούγονται σαν παραληρήματα ενός ξεπεσμένου καλλιτέχνη που δεν άντεξε την ομορφιά, την ενοχή του και τα πρώιμα φροϊδικά ρήγματα. Ο νεαρός Τάτζιο είναι ο Υάκινθος, ο Φαίδρος ή ο Νάρκισσος; Όποιος και να ναι κινδυνεύει αυτός και η οικογένειά του. Όμως ο Άσενμπαχ αποφεύγει να τους προειδοποιήσει για να μην τον χάσει. Η μητέρα πάντως ειδοποιείται και αναχωρούν, χωρίς ο Άσενμπαχ να προσεγγίσει το ίνδαλμά του.
Ο τόπος μυρίζει απολυμαντικό και πτωμαΐνη. Η εξάπλωση της χολέρας περιγράφεται σε τρεις σελίδες, από τις πιο έντονα καταγραμμένες λογοτεχνικά επιδημίες. Τελικά το χάος, που θα παραμέριζε την καλλιτεχνική του έμπνευση αλλά θα ευνοούσε τη χαλάρωση και την ηδυπάθεια, τώρα πια δεν έχει τίποτε να προσφέρει παρά ένα ακόμη θύμα, τον ίδιο, που πεθαίνει στην ακτή, λίγο πριν αναχωρήσει στην Αχερουσία λίμνη μέσω Αδριατικής και χωρίς γονδολιέρη.
«Ο θάνατος στη Βενετία» είναι ένα συγκλονιστικό κείμενο που πρέπει να διαβαστεί προσπερνώντας την ομώνυμη ταινία του Βισκόντι, πανέμορφη μεν αισθητικά αλλά παρεκκλίνουσα από το πνεύμα του βιβλίου. Το είχε επισημάνει και ο Μένης Κουμανταρέας1, μπορεί και από συγγραφική ευαισθησία μιας και ο Άσενμπαχ της ταινίας είναι μουσικός! Αλλά και η λίστα των «100 καλύτερων gay μυθιστορημάτων», που κυκλοφόρησε τη δεκαετία του ’90 έχοντας στην πρώτη θέση τον Θάνατο, έχει πια ανανεωθεί με queer μυθοπλασίες. Ωστόσο παραμένει ένα διαχρονικό επίτευγμα του μοντερνισμού, η δυσοίωνη προφητεία του εικοστού αιώνα μιας Ευρώπης που επιμολύνεται από κάθε λογής ιούς. Ίσως για πρώτη φορά η Βενετία καταγράφεται στη λογοτεχνία ως ένας επικίνδυνος τόπος και αυτό θα επανέλθει σε νεότερους συγγραφείς όπως η Δάφνη Ντι Μοριέ («Μετά τα μεσάνυχτα»), ο Ίαν ΜακΓιούαν («Ξένοι στη Βενετία»), Πατρίτσια Χάισμιθ («Καταδίωξη στη Βενετία») κ.ά.
Σύμβολο της γερμανικής ενότητας
Ο Τόμας Μαν γεννήθηκε στο Λίμπεκ στις 6 Ιουνίου 1875. Αρνήθηκε να εμπλακεί στις επιχειρήσεις του πατέρα του και προτίμησε να καλλιεργήσει τις καλλιτεχνικές του τάσεις. Το 1905 παντρεύτηκε την κόρη ενός μαθηματικού του Πανεπιστημίου του Μονάχου και απέκτησαν έξι παιδιά. Το 1935, λίγο μετά αφότου ανέλαβαν οι ναζί την εξουσία, πήγε στην Ελβετία όπου και άρχισε να τους πολεμά. «Ο φασισμός είναι τόσο απόλυτα λανθασμένος ώστε οι νέοι σε όλο τον κόσμο θα έπρεπε να ντρέπονται που έχουν την παραμικρή σχέση μαζί του».
Επισήμως εξορίστηκε το 1936. Ο ίδιος είχε προειδοποιήσει για την άνοδο του ναζισμού και δεν σταμάτησε ποτέ να τον πολεμά. Και όταν ξέσπασε ο πόλεμος, ο συγγραφέας, που είχε αναλύσει το γερμανικό πνεύμα με δοκίμια πάνω στον Φρόιντ, τον Γκέτε και τον Βάγκνερ, έγραφε τώρα εντελώς ρεαλιστικά για τη διάδοση του ναζισμού συνδέοντάς τον με τον θάνατο, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και την απόλυτη τυραννία.
Από το 1940 έζησε στην Αμερική όπου έχαιρε μεγάλης εκτίμησης.
Συνέχισε να γράφει για την οικογένειά του, για τη Γερμανία μεταξύ των δύο πολέμων, για τη διαμάχη ανάμεσα στο πνεύμα και στον ανθρωπισμό, τη χρόνια αφοσίωσή του στην κλασική μουσική, τον πόλεμο, για τον Νίτσε. Επέστρεψε το 1949 καθώς η δημοτικότητά του στην Αμερική άρχισε να υποχωρεί επειδή δεν είχε πάρει καθαρή θέση εναντίον του κομουνισμού κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου.
Ήθελε να συνδιαλέγεται και με τις δύο Γερμανίες. «Εγώ δεν ξέρω από ζώνες... Ποιος άλλος θα μπορούσε να εγγυηθεί και να εκπροσωπεί την ενότητα της Γερμανίας από έναν ανεξάρτητο συγγραφέα του οποίου η αληθινή πατρίδα, όπως έχω πει, είναι η γλώσσα, μια γλώσσα ελεύθερη και ανέγγιχτη από την κατοχή;». Κατέστη σύμβολο της γερμανικής ενότητας. Πέθανε στην Ζυρίχη, στις 12 Αυγούστου 1955, σε ηλικία 80 χρονών. Έγραφε, διάβαζε ασταμάτητα και έκανε καθημερινούς περιπάτους στον κήπο του.
Ο εικοστός πρώτος αιώνας τον υποδέχεται ακόμη πιο ανθεκτικό και προφητικό.
Σημείωση
1. «Τρεις θάνατοι στη Βενετία», από τον τόμο «Η μέρα για τα γραπτά και η νύχτα για το σώμα», Κέδρος 1999
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου