Συνέντευξη στον Σπύρο Αραβανή
Ίδρυσε και διηύθυνε τις ομώνυμες εκδόσεις για 40 χρόνια. Μας γνώρισε εμβληματικά έργα -λογοτεχνικά, δοκιμιακά, ταξιδιωτικά κ.ά- και συνέδεσε το ονομά της με σπουδαίους λογοτέχνες όπως τη Μαργκαρίτ Γιουρσενάρ, τον Μπρους Τσάτουιν, τον Άρθουρ Κέσλερ κ.ά. Ο χρόνος -ήδη διανύει την όγδοη δεκαετία της- και η κρίση μπορεί να έκαναν αισθητή πια την παρουσία τους και στη ζωή και τις εκδόσεις της όμως δεν την νίκησαν. Έτσι, οι εκδόσεις Χατζηνικολή εδώ και λίγους μήνες συστεγάζονται με τις εκδόσεις Βασδέκη -στις οποίες ανήκουν πλέον τα δικαιώματα- , λίγα μόλις μέτρα πιο κάτω από τον ιστορικό τους χώρο, στη Ζωοδόχου Πηγής. Εκεί, στη νέα τους στέγη, συναντήθηκα, ένα μεσημέρι, με την Ιωάννα Χατζηνικολή και
συζητήσαμε για το χθες και το αύριο των εκδόσεών της περιτριγυρισμένος από τα βιβλία της -χειρονομίες μια ολόκληρης ζωής- και από τη γοητεία του λόγου της.
ΣΠΥΡΟΣ ΑΡΑΒΑΝΗΣ: Να ξεκινήσουμε με το παρόν. Οι εκδόσεις Χατζηνικολή θα συνεχίζουν να εκδίδουν νέους τίτλους και να διατηρούν τον κατάλογό τους;
ΙΩΑΝΝΑ ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΗ: Ναι, οι εκδόσεις Χατζηνικολή συνεχίζουν την παρουσία τους μέσω των εκδόσεων Βασδέκη στις οποίες παραχωρούνται και όλοι οι τίτλοι των βιβλίων που εξέδωσα. Εγώ θα είμαι κοντά στον κύριο και την κυρία Βασδέκη, συνεχίζοντας να διαβάζω βιβλία και να μεταφράζω αυτά που μου αρέσουν. Δεν μπορούσα πια λόγω ηλικίας και υγείας να συνεχίσω μόνη μου. Αν ήταν άλλες εποχές θα αντιμετώπιζα και την κρίση, αν και περάσανε εποχές ακόμα πιο δύσκολες οικονομικά.
Σ.Α.: Η Γιουρσενάρ είχε πει: «έχω πολλές θρησκείες, πολλές κουλτούρες και πολλές πατρίδες». Σας αντιπροσωπεύει η φράση κάνοντας έναν απολογισμό της ζωής και του έργου σας;
Ι.Χ.: Ναι, με αντιπροσωπεύει. Πιστεύω, επίσης, στην ανεξαρτησία μέχρι τρέλας. Και πιστεύω στην εργασία γιατί είναι ο μόνος τρόπος εξαγοράς της ανεξαρτησίας. Ο άνθρωπος δηλαδή πρέπει να δουλεύει γιατί μόνο μέσω της δουλειάς αποκτά την ανεξαρτησία και την αξιοπρέπειά του. Αλλιώς είναι υποχείριο. Η δουλειά δεν είναι δουλεία. Είναι ελευθερία. Σκέψεις βέβαια που τη σημερινή εποχή, με την ανεργία που επικρατεί, φαντάζουν εξωπραγματικές.
Σ.Α.: Μπήκατε αρκετά μεγάλη στο χώρο τον εκδόσεων. Γιατί;
Ι.Χ.: Ήμουν 40 χρονών όταν άρχισα τις εκδόσεις. Στα είκοσί μου δεν θα το έκανα. Είχα ήδη ζήσει μια ζωή και μάλιστα έντονη. Έπρεπε εκείνη τη χρονική στιγμή να εργαστώ. Τι θα μπορούσε να κάνει μια γυναίκα εκείνη την εποχή; Να ανοίξω μπουτίκ; Δεν γινόταν. Το βιβλίο, άλλωστε, πάντα με ενδιέφερε. Ο πατέρας μου είχε σπουδάσει στη Γενεύη μαθηματικά και είχε μια πολύ μεγάλη βιβλιοθήκη με έργα γαλλικής λογοτεχνίας η οποία με επηρέασε πάρα πολύ. Διάβαζα όλους τους Γάλλους λογοτέχνες και ανά καιρούς μετέφραζα.
Σ.Α.: Σε παλαιότερη συνέντευξή σας είχατε χαρακτηρίσει τη μετάφραση ως «αλλοτρίωση» και μια «υπηρεσία» προς το συγγραφέα παρόλο που υπεγράψατε εμβληματικές μεταφράσεις. Υπάρχει μυστικό επιτυχίας στη μετάφραση;
Ι.Χ.: Βασικά στοιχεία είναι η ευσυνειδησία του μεταφραστή και η πολύ καλή γνώση της μητρικής του γλώσσας. Θα πρέπει να έχει στο μυαλό του τον συγγραφέα. Δεν είναι δικό του το κείμενο. Η Γιουρσενάρ, αν και η πιο δύσκολη από όλους τους συγγραφείς που μετέφρασα, δεν με δυσκόλεψε γιατί το κείμενό της ήταν φοβερά δομημένο. Σε καθοδηγούσε στη μετάφραση. Τα «Ανδριανού Απομνημονεύματα» ίσως η καλύτερη μετάφραση που έχω κάνει, τα τελείωσα μέσα σε τρεις μήνες. Αντίθετα, για την «Άβυσσο» χρειάστηκα τέσσερα χρόνια καθώς δεν αισθανόμουν οικεία την ατμόσφαιρα του έργου, ήταν ξένο κείμενο για μένα.
Σ.Α.: Ξεκινήσατε τις εκδόσεις με συνταγές μαγειρικής, οι οποίες παραδόξως είναι στη μόδα….
Ι.Χ.: Διάβαζα πάρα πολύ αλλά δεν είχα ιδέα πως γίνεται η έκδοση ενός βιβλίου. Έτσι σκέφτηκα να κάνω πρώτα ένα βιβλίο χρηστικό για να μάθω τη δουλειά. Τα πρώτα μου βιβλία ήταν συνταγές μαγειρικής, τέσσερα βιβλία, τις οποίες τις είχα δοκιμάσει πρώτα όλες. Μετά έκανα τη βιογραφία της Μονρόε. Όχι λόγω της Μονρόε αλλά εξαιτίας του Μίλερ. Αυτός με ενδιέφερε. Το τρίτο μου βιβλίο ήταν «Οι ρίζες της σύμπτωσης» του Arthur Koestler, με το οποίο ξεκίνησε και η σειρά των δοκιμίων. Πίστευα πολύ στα δοκίμια παρ΄όλο που ως είδος δεν ήταν στην κατηγορία των βιβλίων που πουλούσαν. Όταν, για παράδειγμα, αποφάσισα να εκδώσω την «Αρχαϊκή ρωμαϊκή θρησκεία» του Georges Dumezil, ένα βιβλίο χιλίων σελίδων, ήξερα οτι είναι ζήτημα αν θα πουλήσω τριακόσια αντίτυπα σε πέντε χρόνια. Όμως ήταν ένα βιβλίο που με ενδιέφερε. Παρολαυτά αρκετά δοκιμιακά έργα έγιναν τα best seller μου όπως «Η ποιητική του χώρου» του Gaston Bachelard, «Ο συμβολισμός στην ελληνική μυθολογία» του Paul Diel και οι «Θλιβεροί Τροπικοί» του Claude Levi-Strauss.
Σ.Α.: Τι σας συγκινούσε σε ένα βιβλίο και αποφασίζατε να το εκδώσετε;
Ι.Χ.: Το αίσθημα της συμπόνοιας και η ωραία ψυχή του συγγραφέα που εξέφραζε το κείμενο.
Σ.Α.: Να φανταστώ οτι δεν είχατε τα διαφημιστικά τμήματα και τα επιτελεία των σύγχρονων εκδοτικών οίκων…
Ι.Χ.: Δεν είχα τυπώσει ούτε κάρτες. Έκανα σχεδόν όλες τις επιμέλειες μόνη και στην αρχή όλες τις μεταφράσεις. Ό,τι κερδίζαμε έπεφτε ξανά στην παραγωγή. Ήμουν από τους λίγους εκδοτικούς οίκους που πληρώναμε τους προμηθευτές τοις μετρητοίς. Σαράντα χρόνια και δεν έκοψα ποτέ μπλοκ επιταγών. Απαιτούσα όμως και από τους πελάτες μου να με πληρώνουν τοις μετρητοίς. Σήμερα αυτό θα ήταν αδύνατον να γίνει.
Σ.Α.: Έχετε εκδώσει βιβλία που να τα χρηματοδοτούν οι συγγραφείς τους, όπως συμβαίνει σήμερα;
Ι.Χ.: Όχι, ποτέ δεν με πλήρωσε κάποιος για να εκδώσω ένα έργο του. Αυτό που συμβαίνει σήμερα, δεν είναι κάτι καινούριο, συνέβαινε και παλαιότερες εποχές. Εμείς τότε αυτή την κίνηση τη λέγαμε “φασόν”. Προτιμούσα να πληρώνω εγώ τις εκδόσεις που ήθελα παρά να αποδεκτώ αυτήν την εμπορική ουσιαστικά συναλλαγή αν και είχα πάρα πολλές αντίστοιχες προτάσεις, ιδίως τη δεκαετία του ’80.
Σ.Α.: Με τις κρατικές χρηματοδοτήσεις πώς ήταν οι σχέσεις σας;
Ι.Χ.: Αίσχος! Μάλιστα οι ελάχιστες φορές που είχα τέτοιες σχέσεις μου βγήκαν και σε κακό. Θυμάμαι, δηλαδή οτι τη χρονιά που συνεργάστηκα με τις Σχολικές Βιβλιοθήκες και είχα πάρει καθυστερημένα ορισμένα χρήματα, για πρώτη φορά στη ζωή μου αναγκάστηκα να ζητήσω δάνειο από τράπεζα για να πληρώσω την εφορία εκείνης της χρονιάς. Με τα Πανεπιστήμια συνεργάστηκα ελάχιστα και αυτήν την έστω μικρή συνεργασία την οφείλω όχι στο Υπουργείο αλλά σε πεφωτισμένους καθηγητές, όπως ήταν ο Βαγγέλης Αθανασόπουλος, τον οποίο δυστυχώς χάσαμε πριν λίγο καιρό.
Σ.Α.: Η προσωπική σας γνωριμία με τους συγγραφείς των έργων που εκδίδατε σας οδήγησε ποτέ σε διαψεύσεις της εικόνας που είχατε σχηματίσει;
Ι.Χ.: Με τους συγγραφείς συμπτωματικά είχα αναπτύξει φιλίες. Δεν τις επιδίωξα. Ήξερα οτι η δουλειά ενός δημιουργού είναι το απόσταγμά του. Δεν περιμένω στην καθημερινότητά του να είναι ο ίδιος όπως κάθεται και σκέφτεται και γράφει. Για αυτό και σε ανθρώπινο επίπεδο δεν περίμενα ποτέ κάτι παραπάνω από το έργο των συγγραφέων για αυτό και δεν απαγοητεύτηκα ποτέ και από κανέναν όταν τους γνώριζα και από κοντά. Η στιγμή της δημιουργίας είναι μια ερωτική στιγμή. Δεν μπορούμε να περιμένουμε οτι συνεχώς στη καθημερινή του ζωή θα εξομολογείται. Θα ζήσει σαν άνθρωπος. Με τη Γιουρσενάρ φτάσαμε κοντά εξαιτίας της αλληλογραφίας που είχαμε στην αρχή η οποία αφορούσε τα δικαιώματα των βιβλίων της. Μετά αναπτύχθηκε μια φιλία. Συνδεθήκαμε πολύ ψυχικά. Δεν ιδωθήκαμε τόσες πολλές φορές από κοντά, όμως είχαμε μια μεγάλη αλληλογραφία. Ο Τσάτουιν που δυστυχώς έφυγε πολύ νωρίς ήταν ένας πολύ χαριτωμένος και γοητευτικός άνθρωπος που με είχε μαγέψει. Κάποτε ζούσαμε σε διπλανά σπίτια στην εξοχή. Στις πέντε το πρωί ήταν καθισμένος στον κήπο και έγραφε το βιβλίο που έχω εκδώσει «Τα μονοπάτια των τραγουδιών». Έβγαινα στον κήπο και τον έβλεπα έτσι κουλουριασμένο σε μια γωνιά. Στις οκτώ τελείωνε και γινόταν ένας άλλος άνθρωπος. Ξεκινούσε την dolce vita, στη θάλασσα, στις ταβέρνες, χαριτολογούσε με τους ανθρώπους. Αλλά η δουλειά, δουλειά.
Σ.Α.: Τι είναι αυτό που σας ευχαριστεί σήμερα;
Ι.Χ.: Θέλω να μεταφράζω και να κάνω βόλτες. Να περπατάω στη θάλασσα. Ήταν για μένα μια πολυτέλεια η βόλτα στη θάλασσα που δεν τη στερήθηκα ποτέ. Το θέμα πάντα είναι τι είσαι διατεθειμένος να δεις και να γνωρίσεις και πόσο διατεθειμένος είσαι να ευτυχήσεις….
Σ.Α.: Η μοναδική φράση της Γιουρσενάρ που σώζεται από τις πρώτες γραφές του έργου «Ανδριανού Απομνημονεύματα», το 1934, είναι : «Αρχίζω να διακρίνω το προφίλ του θανάτου μου». Ποια είναι η δική σας σχέση με το τέλος;
Ι.Χ.: Το θάνατο δεν τον ξεπερνάμε ποτέ, ίσως την υπερβολική φοβία του. Όσο ωριμάζει κανείς τόσο δέχεται αυτό το γεγονός με λιγότερο πανικό. Μια πολύ γεμάτη ζωή πάντως σίγουρα οδηγεί πιο ήρεμα στο θάνατο…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου