22.2.21

"Σακραμέντο και Λοντάι": Αφηγήσεις Ελλήνων μεταναστών από τις αρχές του 20ού αιώνα


"Σακραμέντο και Λοντάι, ο Θεός να σε φυλάει/ Σακραμέντο και Βαλέο, τι έχω πάθει δεν το λέω", ιστορεί ένα παλιό ρεμπέτικο με τον τίτλο "Γουέστ", ηχογραφημένο στις αρχές του 20ού αιώνα στην Αμερική. Τα τραγούδι περιγράφει τις περιπέτειες των Ελλήνων στην μακρινή ήπειρο όπου έψαχναν την τύχη τους. Το Σακραμέντο είναι η γνωστή πόλη της Καλιφόρνιας, ενώ το Λοντάι (Lodi) και το Βαλέο (Vallejo) είναι άλλες μικρότερες πολιτείες της περιοχής. Ένας από τους Έλληνες μετανάστες των αρχών του αιώνα ήταν ο Κωνσταντίνος Σπηλιόπουλος, που έφτασε στην Αμερική και περιπλανήθηκε σε μια σειρά από πολιτείες τις οποίες περιγράφει στην αυτοβιογραφία του. Ξεκίνησε από την Νέα Υόρκη και κατόπιν βρέθηκε στο Σικάγο όπου "ο χειμών ήτο πολύ δριμύς και επί βδομάδες ολόκληρες έριχνε χιόνια ημέρα – νύχτα και ο μεγάλος και δυνατός αέρας εκρουστάλιαζε τη γη". Μετά το Σικάγο, ο Σπηλιόπουλος πήγε στο Κεντάκι για να εργαστεί στην επισκευή του σιδηρόδρομου, ενός έργου που άλλαζε την φύση αυτής της τεράστιας χώρας. Εκεί ο εργοδότης "μας έριξε μέσα εις ένα βαλτώδες μέρος, όπου περνάει το μεγαλύτερο ποτάμι της Αμερικής ο Μισσισίπης, ο οποίος είχε κατεβάσει και τα νερά του εσκέπασαν και κατέστρεψαν την σιδηροδρομική γραμμήν". Στην συνέχεια, ο ανήσυχος Σπηλιόπουλος, συνεχίζοντας την οδύσσειά του, θα βρεθεί στην πολιτεία του Κολοράντο: "Εκεί ήταν μια ερημιά απέραντος. Τριγύρω ήσαν ψηλά βουνά, απέραντα δάση κατάλευκα γεμάτα χιόνι. Εις το πλατύ του ρέμα ήτο ένα ξεροπόταμο απ’ όπου επέρναγε η σιδηροδρομική γραμμή …μέσα από ένα βαθύ ρέμμα, όπου ήταν ο ποταμός Κολοράντο. Ήταν πολύ επικίνδυνο μέρος. Από το Τουρέγκω έως το Ματρόζε 100 μίλια απόσταση, Δεν υπήρχε δρόμος. Εμείς επερπάταγαμε σαν τα κατσίκια στα μονοπάτια... Έπεφταν εκείνα τα θεόρατα βράχια κάτω εις το ρέμα και εχαλούσαν την γραμμήν. Σε πολλά μέρη , το ποτάμι έπαιρνε την γραμμήν και τότε εμείς ανεβαίναμε επάνω εις του γκρεμούς και εσπάζαμε εκείνα τα θεόρατα βράχια με δυναμίτες και τα εκατρακυλούσαμε κάτω εις το ποτάμι και εβουλώναμε τα νερά και τότε επηγάιναμε και διορθώναμε τη γραμμή. Αυτή ήταν η βαριά δουλειά μας". Ο Σπηλιόπουλος θα περιπλανηθεί στην έρημο της Νεβάδα, όπου "όθεν και αν εκοιτούσες έβλεπες έναν απέραντο κάμπον, άσπρον ωσάν το χορίδιν (ασβέστην). Δένδρον, χορτάρι χαμόκλαδον, πέτρα, χώμα, υγρασία ή ξερό ξυλαράκι δεν έβλεπες πουθενά. Δεν είχα ιδή εις την ζωήν μου τοιαύτην ξεραΐλα και ερημιά". Τελικά, ο Σπηλιόπουλος, ακούγοντας κάποιες διηγήσεις συμπατριωτών του, θα πορευτεί προς την Καλιφόρνια, μια περιοχή που ταίριαζε στους Έλληνες λόγω της ομοιότητας του κλίματος με το ελληνικό: "Τις ημέρες εκείνες είχα γνωριστεί με κάποιον ονομαζόμενον Δημήτριον Μακρήν. Κατήγετο από την Σπάρτη ήταν και αυτός τυχοδιώκτης σαν εμένα. Είχε ταξιδέψει με φορτηγά( τραίνα) ολόκληρη την Αμερική και μου έλεγε ότι στο άκρον της Αμερικής, είναι μια πολιτεία που είναι Παράδεισος του Κόσμου. Εκεί χειμώνας δεν υπάρχει, ούτε χιόνια πέφτουν όπως εδώ. Χειμώνα- καλοκαίρι είναι το ίδιο και ο κόσμος ζει καλύτερα και διαφορετικότερα από εδώ. Επί πολλές μέρες μου μιλούσε για την Καλιφόρνια…" Πολλοί Έλληνες μετανάστες, παρά την σκληρή εργασία τους, δεν κατάφεραν ποτέ να αποκτήσουν περιουσία, επειδή ξόδεψαν όλα τα χρήματά τους σε τυχερά παιχνίδια, όπως λέει το ίδιο ρεμπέτικο: "Στο Σολέκι και στο Μπιούτι, μου τη σκάσαν στο μπαρμπούτι", το Σολέκι είναι βέβαια το Σολτ Λέικ Σίτι, η πρωτεύουσα της Γιούτα, και το Μπιούτι (Butte) μια πόλη της Μοντάνα - ως γνωστόν οι Έλληνες άλλαζαν τα ονόματα προσαρμόζοντάς τα στο δικό τους ιδίωμα. Ο Σπηλιόπουλος δεν ήταν δυνατόν να μην επηρεαστεί από την συνήθεια της χαρτοπαιξίας, ο πειρασμός ήταν πολύ δυνατός: "Είχαν περάσει τα μεσάνυχτα που ήμουν μέσα εις ένα χαρτοπαίγνιον και είχαν προσηλωθεί τα μάτια μου απάνω εις ένα τραπέζι όπου ήτο σωρεμένο το χρυσίο του κόσμου. Χιλιάδες χιλιάδων χρυσές εικοσόλιρες, δεκόλιρες και πεντόλιρες έλαμπαν μπροστά εις τους παίχτας. Τα τραπουλόχαρτα επηγαινοέρχοντο από χέρι εις χέρι. Δεν είχα ιδή ποτές μου τόσο χρυσάφι. Μου εφαινόταν ότι ονειρευόμουν". «Μέσ’ στη Νέα Υόρκη μπήκα, όλο τζογαδόρους βρήκα», συνεχίζει το ρεμπέτικο, όμως η Νέα Υόρκη, το Πίτσμπουργκ, η Ουάσιγκτον, η Βαλτιμόρη δεν είχαν μόνο τζογαδόρους, αλλά και σκληρά εργαζόμενους που πρόσθεσαν τον ιδρώτα και το αίμα τους στην δημιουργία της αμερικανικής αυτοκρατορίας. Έναν τέτοιο ανώνυμο Έλληνα ανακάλυψε η Έλλη Παπαδημητρίου, στην οποία διηγήθηκε την περιπέτειά του: "Έφθασα και στο άγαλμα της Ελευθερίας, Νέα Υόρκη, όπου με περίλαβε μια γυναίκα , με συνόδεψε εις το σταθμό της Πενσυλβάνιας, με έβαλαν εις το τρένο, μου έδωσε εις το χέρι μια γεμάτη χαρτοσακούλα με φρούτα, τυρί και ψωμί και έναν αριθμό εις το σακάκι μου. Όταν έφθασα εις το Πίτσιμπουργκ ύστερα από δεκαοχτώ ή είκοσι ώρες, μέσα εις τον σταθμό με περίλαβε πάλι μια γυναίκα, μου εζήτησε τη διεύθυνση και μου λέγει με το νόημα: «Κάθισε εδώ μέχρι να γυρίσω»…" Αφού δούλεψε αρκετά χρόνια στα εργοστάσια ο Έλληνας μετανάστης, καθώς η μεγάλη οικονομική κρίση απλώνονταν σε όλη την Αμερική, φεύγει για την Ουάσιγκτον, όπου οι συνθήκες ήταν βίαιες: "Απεφάσισα και πήγα, της νύχτας μαγειρείο με 7 μέρες 12 ώρες. Το μαγαζί ήτονε χωρισμένο σε δύο. Το μισό για τους άσπρους και το άλλο μισό για τους μαύρους. Εγώ λοιπόν είχα αναλάβει τους μαύρους και την κουζίνα. Μια μέρα λέγω μιανού: « Εδώ, κινδυνεύει η ζωή τ’ ανθρώπου». Τρέχει όξω, μου φέρνει μια κουμπούρα. «Να», μου λέγει, «άμα δεις τίποτα, φωτιά. Μόνο τα μαχαίρα σου να φυλάς καλά να μην αρπάξει κανένα κανείς μαύρος και σε κτυπήσει». Εμένα δεν μου άρεσαν αυτά όλα. Αλλά ας κάνω υπομονή. Ένα βράδυ κατά τις 12 τα μεσάνυχτα, κατά το νόμο, έπρεπε να σταματήσει το σερβίρισμα της μπύρας. Τέλος άξαφνα ακούω φωνές, κτύπους, φασαρία. Βγαίνω έξω βλέπω τον πατριώτη μου να τον έχουνε στριμώξει σ’ ένα τραπέζι κι ένας ήταν έτοιμος να του δώσει με μια μπουκάλα της μπύρας στο κεφάλι. Τότε όρμησα σαν τρελός, τι έκανα δεν ήξερα, όπου σε λίγο ήλθε η αστυνομία. Εξήτασε την υπόθεση. Εγώ εγύρισα στην κουζίνα. Μερικοί και μερικές που μ’ εγνωρίζανε την άλλη μέρα μου λέγανε: «Γεια σου Λόντο». Εγώ δεν ήξερα γιατί μου το λένε. Έχασα λοιπόν την υπομονή μου και τους ρωτώ: «Μα δε μου λέτε σας παρακαλώ, γιατί αυτό το κομπλιμέντο και με φωνάζετε Λόντο;». Και τότε μου εξήγησαν για τη φασαρία που είχε γίνει και που γλίτωσε ο πατριώτης. Τότε έφυγα αμέσως από τη δουλειά, κι έρχομαι στη Βαλτιμόρη, όπου με είχε ζητήσει ένας άλλος μου πατριώτης και έπιασα σερβιτόρος τη νύχτα…". Παρ’ όλες τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν, οι Έλληνες κατάφεραν να ριζώσουν κι αυτή η γενιά της μαζικής μετανάστευσης συνετέλεσε στην δημιουργία των μνημείων που μπορεί να θαυμάσει κανείς σήμερα στην μεγαλύτερη μητρόπολη του κόσμου όμως η πορεία τους δεν ήταν σε κανένα σημείο εύκολη όπως μαρτυρεί ο ίδιος μετανάστης: "Όπου μια μέρα μου λέγει ένας: «Να σηκωθείς το πρωί να έλθεις μαζί μου». Με σύστησε εις τους προϊσταμένους, με έδωσαν δουλειά με μια δεκάρα την ώρα. Το εργοστάσιο ονομαζόντανε «Αμέρικαν Μπρίτζη Κόμπανι» το ονομάζανε και «σφαγείο» κι εργάστηκα εκεί, είδα φόβους, είδα τρόμους, σκοτωμούς, χέρια, ποδάρια, δάκτυλα αλλά δεν άργησα να συνηθίσω. Ήτανε μεγάλο εργοστάσιο, την εποχή εκείνη ως 3000 οι εργάτες.. .Είχε πολλά διαμερίσματα ; μασίν σοπ, φάουντρι σοπ, κάρπαντερ και άλλα. Περνούσες γέφυρα πάνω απ’ το τρένο της Πενσυλβάνια για να μπεις, στη μέση της γέφυρας σου ζητούνε το διακριτικό, το μπατζ και αριθμό της κάρτας σου. Εγώ εξαρχής ήμουνα στο Μέιν, το μεγάλο Σοπ, κάνανε κομμάτια κομμάτια γεφύρια, τα μεγαλύτερα σίδερα και βάρη 30- 40 τόνοι, όλα τα κομμάτια του Εμπάιρ Στετ εκεί γίνανε. Στην αρχή εγώ έψηνα τα καρφιά, μετρούσαμε τα μεγέθη με το μέτρο, μετρούσαμε και την ποσότητα, καρφώναμε 1000- 1500 τη μέρα με υδραυλική δύναμη. Έβαζε το σίδερο στη μέση δίχαλο υπήρχε γερανός πάνω σε ράγες, τον μετακουνούσε ηλεκτρικό ρεύμα, το σίδερο τρυπημένο στα μέτρα του καρφιού , απ’ την άλλη άνθρωπος βαστούσε βίδα, περνούσε το κεφάλι του καρφιού και πατούσε. Δούλεψα 9 χρόνια, έφτασα ως την υδραυλική πίεση, 10 σέντσια την ώρα, ύστερα 12, ύστερα 15… Υπήρχανε και τρομοκράτες πληρωμένοι των μποσάδων. Αν παίρνανε είδηση πως ανήκεις σε γιούνιον με ιδεολογία σε βγάζανε, ειδοποιούσανε κι αλλού πως τ’ όνομα τούτο, το νούμερο τούτο έχει την «ιδεολογία», είναι γιουνισμάνης, να μη σε παίρνουνε στη δουλειά πουθενά… Αυτές τις νέες κόλασες που βλέπετε σήμερα και θαυμάζετε το Εμπάερ στετ Μπίλδιν, το υψηλότερο κτίριο του κόσμου,το Πάναμα Κανάλ, το Τζιώρτζ Ουάσιγκτον, η μεγαλύτερη γέφυρα και πολλά άλλα κτίρια, όλα τα μεγαλύτερα βάρητα που έβγαζε το «Αμέρικαν Μπρίτζη Κόμπανι», σε όλα έχω φτύσει αίμα και πολλοί χάσανε τη ζωή τους, άλλοι τα χέρια τους , άλλοι τα ποδάρια τους, άλλοι τα μάτια τους. Τόσα πολλά, που δεν μπορώ να τα γράψω λεπτομερώς. Λυπάμαι όπου η νέα γενεά θαυμάζει και νομίζει ότι όλα αυτά τα έργα εφύτρωσαν σαν βασιλικοί… 
 Απόστολος Σπυράκης
 Πηγές: 1. «Ο Κωνσταντής Σπηλιόπουλος ένας αξιόλογος μετανάστης εκ Δάφνης Καλαβρύτων στην Αμερική το 1904», Θεσσαλονίκη 1999. 2. Έλλη Παπαδημητρίου «Κοινός Λόγος» - τόμος Γ, Ερμής 2003. 3. http://www.passagetoellis.gr/History.aspx 4. https://www.vmrebetiko.gr/item/?id=4159

Δεν υπάρχουν σχόλια: