Τα παλιά υλικά διαρκούν πολύ. Κι όταν τα φροντίζουμε με γνώση και αγάπη ξαναζούν. Ένα παλιό «υλικό», ένα κείμενο του 1912 που είχε γράψει ο Arthur Schnitzler με τίτλο «Professor Bernhardi», πήρε στα χέρια του ο ανήσυχος, ταλαντούχος και δαιμόνιος Robert Icke το 2019 και έγραψε ένα θεατρικό κείμενο που κρατάει την αρχική ιστορία αλλά την μπολιάζει με όσα σήμερα, τον 21ο αιώνα, απασχολούν τις καθημερινές μας συμπεριφορές, τις ιδεολογικές μας αντιλήψεις, τις προκαταλήψεις, τον τρόπο διαλόγου και «διαλόγου» έτσι όπως καταγράφεται στα social media, την ηθική της επιστήμης και την ηθική της θρησκείας, και μας έδωσε το θεατρικό έργο «The Doctor», που έχει παρουσιαστεί σε πολλά μεγάλα θέατρα του κόσμου και φέτος παρουσιάζεται στην Αθήνα, στο «Αμφι-Θέατρο», σε σκηνοθεσία Κατερίνας Ευαγγελάτου. Είναι η ιστορία ενός Εβραίου γιατρού που διευθύνει μια κλινική για ασθενείς με Αλτσχάιμερ, αλλά καλείται να φροντίσει μια 14χρονη που έχει υποστεί σηψαιμία, ύστερα από μια ατυχή διαδικασία παράνομης έκτρωσης. Τότε φτάνει ένας καθολικός ιερέας (Νίκος Χατζόπουλος) στην κλινική και δηλώνει ότι θέλει να δώσει την τελευταία μετάληψη στο νεαρό κορίτσι. Ο γιατρός (η γιατρός Ρουθ Γουλφ στην εκδοχή του Icke, που υποδύεται η Στεφανία Γουλιώτη) αρνείται την είσοδο του ιερέα στο δωμάτιο της ετοιμοθάνατης έφηβης, υποστηρίζοντας ότι το κορίτσι θα αντιληφθεί ότι θα πεθάνει και θα ζήσει με αγωνία τις τελευταίες του στιγμές. Ακολουθεί μια μεγάλη αναταραχή, με κατηγορίες κατά της γιατρού που θα τιμωρηθεί χάνοντας την άδεια εργασίας της, με την υπερίσχυση της κουλτούρας της ακύρωσης (cancel culture) εναντίον της, με την ανθρωποφάγα και τοξική συμπεριφορά να κυριαρχεί. Και δίπλα στο κεντρικό ζήτημα, ένα σωρό άλλα, μικρότερα, καθημερινά, που όμως δηλητηριάζονται από τις ίδιες αντιδράσεις και στάσεις.
Σ’ ένα περιβάλλον διαρκούς προσπάθειας διαλόγου, ανταλλαγής
επιχειρημάτων –όχι πάντα με ήπιο τρόπο- και αντιπαράθεσης έχει στηθεί όλη η
παράσταση, δηλαδή σ’ έναν χώρο που προορίζεται για διαλογική συζήτηση. Έτσι το
σκηνικό της Εύας Μανιδάκη είναι ένα τεράστιο στρογγυλό τραπέζι, με πολύ λιτά
σκαμπό. Εκεί φιλοξενούνται τα μέλη του Δ.Σ. της κλινικής (κι άλλοι γιατροί, που
συμμαχούν ή αντιμάχονται τη Ρουθ Γουλφ όχι μόνο για το θέμα που διακυβεύεται,
αλλά και για δικά τους ενδονοσοκομειακά συμφέροντα), εκεί φιλοξενείται η
τηλεοπτική εκπομπή debate στην οποία προσκαλείται η Ρουθ Γουλφ να δώσει
απαντήσεις (μια συγκλονιστική σκηνή τηλεοπτικής ανθρωποφαγίας) και η στιγμή που
η Ρουθ Γουλφ αντιλαμβάνεται ότι κανένα επιχείρημα δεν πρόκειται να μετατοπιστεί
με τη λογική αντιπαράθεση. Όλοι έχουν επιχειρήματα για να τα διατηρούν ατόφια
και αμετακίνητα. Και κάπου δίπλα στη σκηνή υπάρχει ένα γυάλινο κουβούκλιο, σαν
θάλαμος μεταφραστών, όπου εμφανίζεται ο Τσάρλι, ο σύντροφος της γιατρού (τον
ρόλο ερμηνεύει η Μαριάννα Δημητρίου), που σταδιακά αντιλαμβανόμαστε ότι πάσχει
από Αλτσχάιμερ. Ένα κουβούκλιο που συμβολίζει, πολύ διακριτικά και πολύ ισχυρά
ταυτόχρονα, το ανθρώπινο μυαλό που εγκλωβίζεται στην ασθένεια… Ακολουθώντας την
υπόδειξη του συγγραφέα και η Κατερίνα Ευαγγελάτου ακολούθησε την αντισυμβατική
επιλογή των ηθοποιών για τους ρόλους που ερμηνεύουν: ο άντρας υποδύεται γυναίκα,
ο λευκός υποδύεται μαύρο, κ.ο.κ. «Σκοπός είναι το κοινό να επαναστοχάζεται πάνω
σε πρόσωπα (και συμβάντα) καθώς μαθαίνει περισσότερα για κάθε χαρακτήρα», λέει
ο Robert Icke σε σημείωμα που συνοδεύει το έργο.
Ένα έργο που αγγίζει δεκάδες θέματα, αλλά μ’ έναν τρόπο
γοργό, εύστροφο, εύστοχο, με τον τρόπο του θρίλερ, που αφήνει τους θεατές
αποσβολωμένους από τον τρόμο της απολυτότητας, της αγκύλωσης, της σκοπιμότητας.
Με τους φωτισμούς του Νίκου Βλασόπουλου (και τα στιγμιαία σκοτάδια του κυρίως)
να ενορχηστρώνουν υπέροχα αυτόν τον ρυθμό, μια παράσταση που κρατάει διαρκώς το
ενδιαφέρον του θεατή παρότι είναι ένα έργο εξαιρετικά πυκνό σε λόγο και έχει
ελάχιστη σκηνική δράση. Με τη μουσική του Αλέξανδρου Κτιστάκη, που έντυσε με
νότες τον ρυθμό, το συναίσθημα, τις ανατροπές. Ένα έργο τόσο οικείο, τόσο
ανατριχιαστικά αναγνωρίσιμο, σε όλες τις συμπεριφορές και τις αντιλήψεις, που
αγγίζει και σχολιάζει: την ταυτότητα (εθνική, θρησκευτική, εθνοτική,
σεξουαλική), το επίπεδο διαλόγου, προκαταλήψεων και το φθόνο που μπορεί να
καθορίσει συμπεριφορές και στάσεις και να διαλύσει χαρακτήρες, την πολιτική,
τους πολιτικούς και την διπλή τους γλώσσα, την Εκκλησία, τα στερεότυπα που
επικρατούν και συχνότατα κυριαρχούν. Με δυο λόγια την «κουτσομπόλα ανθρωποφάγα
ηθική σαν την Ιερά Εξέταση» που διαρκώς συναντούμε και στην πραγματική ζωή και
στη διαδικτυακή επικοινωνία που επικρατεί. Η Ρουθ Γουλφ υποστηρίζει τις απόψεις
της με απουσία ευελιξίας και διπλωματίας, γαντζώνεται με απόλυτο τρόπο από τις
αρχές της και το αυστηρό πλαίσιο λειτουργίας που έχει ορίσει για την κλινική
που διευθύνει και το πληρώνει ακριβά. Πολύ εύκολα, αφού είναι «λευκή, Εβραία,
άθεη και γυναίκα», γίνεται στόχος αντισημιτικών συναδέλφων της, ή καθολικών πιστών στους οποίους
αντιπαρατίθεται με αδιάλλακτο τρόπο: «ο ήχος που ακούμε όταν μια παλιά παράδοση
πεθαίνει», λέει ψυχρά.
Μέσα σε δυόμιση περίπου ώρες η παράσταση «The Doctor»
μετέφερε την αδιαλλαξία, την απελπισία, τον φόβο, τον πόνο, τη μοναξιά, την
κατάρρευση των εμπλεκομένων σ’ αυτή την ιστορία, που θα μπορούσε να έχει συμβεί
οπουδήποτε –ή μήπως έχει συμβεί; Άγγιξε τα πάντα ο Robert Icke, ακόμα και το
ρόλο της γλώσσας, που άλλοτε γίνεται εργαλείο και όπλο, και άλλοτε υποκριτικό
προσωπείο. Και μας έδωσε ένα πράγματι σύγχρονο και ουσιαστικό θεατρικό πολιτικό
κείμενο.
Η Κατερίνα Ευαγγελάτου, ακολουθώντας πολύ πιστά το πλαίσιο
των οδηγιών του Robert Icke για την παράσταση, κατάφερε να μεταδώσει και στο
ελληνικό κοινό την ασθματική αγωνία των ακατανόητων, των φθονερών, των
αδιάλλακτων και των τοξικών συμπεριφορών που συχνά παρακολουθούμε με τη μία ή
την άλλη αφορμή, αφού πλέον είναι συμπεριφορές παγκόσμιες. Σχεδόν αναγνωρίζαμε
πρόσωπα, γεγονότα, αντιδράσεις, επιχειρήματα. Οπωσδήποτε η ερμηνεία της
Στεφανίας Γουλιώτη συνέβαλε καθοριστικά στο τελικό αποτέλεσμα, αλλά όλοι οι
ηθοποιοί συνέβαλαν ουσιαστικά στο ζωντάνεμα αυτής της παλιάς ιστορίας που
διαρκεί πάντα… Ξεχωρίζω ιδιαίτερα τους: Νίκο Χατζόπουλο (ειδικά στη τελευταία
σκηνή), Αμαλία Νίνου, Νίκη Σερέτη και τη Μαριάννα Δημητρίου, που υποδύθηκε
σπαρακτικά τον άνθρωπο «χωρίς αναμνήσεις, χωρίς ιστορία, χωρίς εαυτό», που
κάποια στιγμή ξεστομίζει εκείνη την ανατριχιαστική φράση: «Καθώς σε αναπολώ, σε
ξεχνάω».
Η ταυτότητα της παράστασης
Σκηνοθεσία-Μετάφραση: Κατερίνα Ευαγγελάτου, Σκηνικά: Εύα
Μανιδάκη, Mουσική Σύνθεση- Sound Design: Αλέξανδρος – Δράκος Κτιστάκης,
Κοστούμια: Βασιλική Σύρμα, Σχεδιασμός Βίντεο: Παντελής Μάκκας, Ηχητικός
σχεδιασμός: Ηλίας Φλάμμος, Φωτισμοί: Νίκος Βλασόπουλος, Βοηθός Σκηνοθέτη:
Μελίνα Φορτετσανάκη, Β’ Βοηθοί
Σκηνοθέτη: Αλέξανδρος Πάνου, Μιχαέλα Σαραντινοπούλου, Βοηθός Σκηνογράφου: Μαρία
Καλοφούτη, Βοηθός Ενδυματολόγου: Ειρήνη Γεωργακίλα, Χειριστής Κάμερας: Χρήστος
Κέκες, Φωτογραφίες Παράστασης: Βάσια Αναγνωστοπούλου.
Στεφανία Γουλιώτη, Νίκος Χατζόπουλος, Αμαλία Νίνου, Κίττυ
Παϊταζόγλου, Μαριάννα Δημητρίου, Aurora Marion, Λευτέρης Πολυχρόνης, Νίκη
Σερέτη, Σταύρος Καλλιγάς, Αλίκη Ανδρειωμένου και η Ζωή Ρηγοπούλου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου