26.2.24

Για το βιβλίο του Ισίδωρου Ζουργού «Παλιές και νέες χώρες» – γράφει η Ελένη Πλακίδα


Ισίδωρος Ζουργός, Παλιές και νέες χώρες, Πατάκης, Αθήνα 2023.

Είναι από τις φορές που σκέφτομαι ότι είναι καλύτερα να μη σου αρέσει κάτι υπερβολικά. Είναι πιο εύκολο να μιλάμε και να κρίνουμε αυτά που δεν μας αρέσουν. Είναι πρόκληση όμως, όταν πρέπει να μιλήσουμε για έναν συγγραφέα (και το νέο βιβλίο του), όταν τον έχουμε βάλει ψηλά –πολύ ψηλά στον χώρο της Λογοτεχνίας, της Τέχνης κι ακόμα περισσότερο στον νου μας και την καρδιά μας.

Αυτό συμβαίνει με τον Ισίδωρο Ζουργό. Ενώ ακόμα έχω στ’ αυτιά μου το γρατζούνισμα από το ξύσιμο της γραφίδας του Σταυράκιου –από το Περί της εαυτού ψυχής– ενώ ακόμα έχω τη μυρωδιά από άγιο ξύλο, λιβάνι και πόλεμο και την αίσθηση του αλατιού στις παλάμες μου –ναι, το Περί της εαυτού ψυχής με μάγεψε, με ταξίδεψε, με «διάβασε», δεν το διάβασα απλώς!– έρχεται το νέο μυθιστόρημα Παλιές και νέες χώρες.

Στέκομαι ενώπιόν του με την καχυποψία ενός μαθητή-αναγνώστη που αναζητά από τον συγγραφέα να τον πείσει ότι αξίζει να διαβάσει το βιβλίο του. Κι ο Ισίδωρος Ζουργός με έπεισε… Με την ανεπιτήδευτη λυρικότητα και την πηγαία εικονοπλαστικότητά του πλέκει μια συναρπαστική ιστορία ζωής. Δημιουργεί ένα μυθιστόρημα το οποίο διαβάζεται από πολλές οπτικές γωνίες· ο κάθε αναγνώστης το βλέπει βάσει των δικών του προσωπικών αναγνωστικών εμπειριών…

Ένα κοινωνικό μυθιστόρημα, μιας και ο συγγραφέας πυροδοτεί τον προβληματισμό μας για ταξικές διαφορές, γυναίκες που ασφυκτιούν μέσα σε μια συντηρητική κοινωνία, άφωνες υπηρέτριες, εμπορικές σχέσεις, εργατική τάξη.

Ένα αισθηματικό μυθιστόρημα, αφού ζούμε την ερωτική σχέση ανάμεσα σε δύο ανθρώπους ανόμοιους (ή ίσως όχι;) διαφορετικούς, ωστόσο, μεταξύ τους. Η περιγραφή του πρώτου ερωτικού σμιξίματός τους απογειώνει τον έρωτα σε μία θεϊκή σφαίρα· ένωση ψυχών και σωμάτων –συναισθηματική έξαρση δοσμένη με λυρικό κι όμως τόσο λιτό λόγο!

Ένα ιστορικό μυθιστόρημα, καθώς η πλοκή του επηρεάζεται από τις ιστορικές εξελίξεις της εποχής. ο Γεώργιος Α΄, το εμπόριο της Ερμούπολης, ιταλοτουρκικός πόλεμος, οι Μοδιάνο της Σαλονίκης, ο Μεχμέτ ο Ε΄, η Θεσσαλονίκη που δεν είναι ακόμα Ελλάδα –απλώς ένας τόπος όπου μένουν και Έλληνες, ο χρυσοκάνθαρος Συγγρός, Εβραίοι σαράφηδες και Ρωμιοί τοκογλύφοι, ο Σκουζές, οι Ζαρίφηδες, οι Ράλληδες, ο Τρικούπης και η Σοφία.

Ηθογραφία και διείσδυση στα μύχια της ανθρώπινης ψυχής (ανατόμος της ανθρώπινης ψυχής ο Ισίδωρος Ζουργός, προσπαθεί να βρει τα τελώνια που κρύβει ο καθένας μέσα του) –παράκτιοι φάροι (κυριολεκτικά και μεταφορικά) που φωτίζουν σκοτάδια … κι εμείς ως μάρτυρες μιας εξομολογητικής αφήγησης και κρυμμένων μυστικών. Ένας άνθρωπος καταθέτει τη μνήμη του, τη ζωή του και την ψυχή του. Μια εξομολόγηση –υπόσχεση που δόθηκε μπροστά σε μια φωτογραφία– ένας λόγος που δόθηκε ως ένα είδος υπογραφής που τη σέβεσαι και την τηρείς. Κι από εκεί ξεκινούν μνήμες-ναυαγοί.

Το μοτίβο της μνήμης (ιδιαίτερα έντονο και στο Περί της εαυτού ψυχής) επανέρχεται. Η μνήμη που κινδυνεύει από τη λήθη –η μνήμη με τις τρύπες και τα σκοτάδια της– η μνήμη με τα δικά της ανομολόγητα θέλω, που έρχεται να χαραχτεί στο χαρτί, για να ελαφρύνει ο άνθρωπος –ό,τι θυμάσαι από έναν άνθρωπο· για παράδειγμα τη ζέστη που άφηνε στο σεντόνι του, μια μνήμη ρέουσα… Και το χαρτί γίνεται η φλούδα της μνήμης. Εκείνη ματώνει –εσύ ματώνεις– κι αφήνει το σημάδι της, ένα σημάδι ασπρόμαυρο σαν τις φωτογραφίες. Πάντα η ασπρόμαυρη φωτογραφία έχει μια γνησιότητα –δεν έχει φτιασίδια που θα μπορούσαν να την αλλοιώσουν.

Ξαναγράφω μια σημείωση στο περιθώριο του βιβλίου «η μνήμη μου είμαι εγώ – η μνήμη μου είναι εξουσία επί του εαυτού μου κι αν την αφήσω να ραθυμεί, θα χάσω τον εαυτό μου». Χρόνος σιωπηλός – μνήμη ομιλώσα…

Το βιβλίο ξεκινά με μια απαγωγή. Ένα ακριβό και πολύτιμο φορτίο που πρέπει να κλαπεί και να μεταφερθεί στη μήτρα –όχι της γης– αλλά του αλμυρού νερού που εξαγνίζει, που καθαίρει. Μια πλεύση σ’ έναν θάνατο χωρίς συντεταγμένες (αλήθεια τώρα, ποιος θάνατος έχει συντεταγμένες;). Κι εκείνη –η Λεύκα– που κάνει μια τρέλα, απ’ αυτές που κάποια βράδια τη χρειάζεσαι (για να βγει το βράδυ) κι αν δεν την κάνεις… φαντάζεσαι ότι την κάνεις. Εξάλλου ο νους του ανθρώπου διψά για παραισθήσεις, για ν’ αντέξει τη ζωή.

Δύο πόλεις κυρίως μετρούν τα βήματα των ηρώων. Η Αθήνα: το τρένο του Πειραιά που ενώνει την πόλη με το λιμάνι της, το μέγαρο Σλήμαν, η Βουλή, τα χοροδιδασκαλεία, τα καταστήματα της Σταδίου, αυτόχθονες κι ετερόχθονες, κλειστές πόρτες και μαντρότοιχοι κι από πίσω κρυμμένα καλά (για πόσο άραγε;) μυστικά. Η Θεσσαλονίκη μπαίνει στο κάδρο με τη φωνή του μουεζίνη, το λιμάνι με τους αξύριστους αχθοφόρους, κόκκινα σπίτια στους τουρκομαχαλάδες, επιγραφές από χρυσομπογιά, χανούμισσες κρυμμένες στα ολόσωμα μαύρα πέπλα, Εβραίοι ντελάληδες των συναγωγών, Εβραίες με χρυσοκέντητες πουκαμίσες, αργόσυρτο τραγούδι Ανατολής, Λεβαντίνοι και επιχειρηματίες με λευκά κολάρα, Δύση και Ανατολή μαζί σαν καφές-ζάχαρη. Κάπου στο ενδιάμεσο των δύο πόλεων παρουσιάζονται τα σαλόνια της Ερμούπολης με τα ψηλά ζωγραφισμένα ταβάνια, τις βαριές βυσσινιές κουρτίνες, τα ασημένια κηροπήγια, πιάνα και χοροί, αλλά κι ένας φάρος στην Ψαθούρα των Βόρειων Σποράδων.

Ο συγγραφέας κεντάει κυριολεκτικά στις περιγραφές του… Ήχοι: φωνές και τσουγκρίσματα ποτηριών, επωδός τα τζιτζίκια, φρούτα που πέφτουν στο χώμα. Χρώματα, η βραδιά μ’ ένα κροκί χρώμα από το αναμμένο φιτίλι στις λάμπες, το φύλλο της πίτας που ήταν ανάμεσα στον κορμό του πεύκου και στο κίτρινο (ποτέ δεν είχα παρατηρήσει το χρώμα που έχει το φύλλο της πίτας), μια λευκή δαντέλα σε φόρεμα (το μόνο αγνό στην όλη εικόνα). Μυρωδιές: από κυκλάμινα, αποφορά από στάβλους, φυλακισμένο σαπούνι και γέρικο ξύλο ραφιών.

Οι εποχές παρελαύνουν… Ο Χειμώνας που στην Αθήνα στέλνει ένα ευγενικό τηλεγράφημα, μια αιφνίδια βραδινή ψύχρα, κάποιο πρωινό με πάχνη, ενώ στη Σαλονίκη καταφτάνει σαν ακάλεστος μουσαφίρης, έχει τη γεύση από ζεστό σαλέπι με κανέλα και μοιάζει με βαρύτονο της ομίχλης. Η Άνοιξη με τις πιπεριές να μοσχοβολούν και τα πουλιά ν’ ανταγωνίζονται την ευωδιά τους, η Άνοιξη που βγαίνει στις πλατείες, στους κήπους, στα μπαλκόνια κι αγναντεύει από ένα παράθυρο. Το Καλοκαίρι συσσωρεύει τη ζέστη και περιμένει το σούρουπο για ν’ ανασάνει. Το Καλοκαίρι έχει τη γεύση παγωμένης βυσσινάδας και την κίνηση μιας βεντάλιας. Το Φθινόπωρο φέρνει βροχή που χτυπά στα παραθυρόφυλλα και τα κλαδιά των δέντρων γέρνουν προς το έδαφος υποταγμένα στον φόβο του χειμώνα. Έμαθα να ξαναβλέπω τις εποχές και –κυρίως– να τις γεύομαι!

Και μέσα σ’ αυτό το σκηνικό οι ήρωές του. Εκεί γνώρισα τον Μιχαήλ. Ο Ισίδωρος Ζουργός δημιουργεί έναν ακόμη ιδιότυπο ήρωα, συνώνυμο της περιπλάνησης και της αυτογνωσίας κι αυτός. Ένας ταπεινός Νάρκισσος, μ’ ένα χαμόγελο που είχε μια κουταλιά ντροπή και μια δόση ενοχής. Μια οπτασία ήταν ο Μιχαήλ… Με μια ευγενή θλίψη, που διάβαζε Ζολά και ταξίδευε με τον Βερν. Ίσως και λίγο παράφρων ή άγιος. Ένας κοινωνιστής που κάποια στιγμή έληξε το διαβατήριο των ταξιδιών του. Βρήκε την πληρότητα που αναζητούσε; Το στοίχημα παραμένει ανοιχτό και κάθε αναγνώστης έχει τη δική του απάντηση.

Δίπλα του η Βιλελμίνη –μάνα κι όχι μήτρα– που τον συμβουλεύει «να μη γίνει ξερό φύλλο και σε πιάσουν οι άλλοι στα χέρια τους και σε κάνουν τρίμματα». Φωτεινή και μυστηριώδης, χαμένη στην ιδιωτική σιωπή της και δεμένη με την Όλγα-Πασχαλιά… Πώς είναι άραγε να ζεις ως σκιά; αφανής και να βλέπεις ως πού μπορεί να φτάσει το ανθρώπινο κτήνος; Να ξεχνάς ποιο όνομα είχες και να δίνεις τον καρπό της μήτρας σου, υπηρετώντας βουβά τους αφέντες της μοίρας σου; Δούλα από γεννησιμιού σου που ωστόσο στο τελείωμα της ζωής ταξιδεύεις στον κόσμο του Βερν μπερδεύοντάς τον με τον κόσμο του καρπού σου…

Αφηγήτρια μια γυναίκα δυναμική –η Λεύκα– αλύγιστη σα σιδερόβεργα όταν χρειαστεί. Ο δικός της κόσμος δεν είχε γυναικεία υφαντά και κεντήματα… είχε μελάνι, χρεόγραφα, λογαριασμούς και κρυφές δοσοληψίες. Αλλά και ερωτευμένη, τρυφερή και ικανή να σπάσει τα καλούπια του φύλου της. Αδελφή, από ένα κακόγουστο αστείο –ερωμένη από επιλογή– και πάλι αδελφή από κακή επιλογή.

Σπουδαίος χειριστής του λόγου ο Ισίδωρος Ζουργός. Λόγος πλούσιος, εικονοπλαστικός, ιδιαίτερες οι παρομοιώσεις του, αξεπέραστες οι εικόνες του. Έχω πει ότι κοντά του μαθαίνω καλά ελληνικά. Δεν υπάρχει τίποτα δυνατότερο από τη γλώσσα ενός βιβλίου. Αυτή σε καθηλώνει και σε εκτινάσσει. Και τα δύο ρήματα τα βίωσα διαβάζοντας το βιβλίο.

Για μένα η ανάγνωση του συγκεκριμένου μυθιστορήματος ήταν παιδεία και παίδευση. Ένα σπουδαίο βιβλίο πέρασε από τα χέρια μου ή εγώ από τα δικά του.

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.  Δείτε τα περιεχόμενα του δέκατου ηλεκτρονικού  τεύχους εδώ.]

https://frear.gr/?p=35547&fbclid=IwAR34gSYjMYQ1x__4oMVVui3WbZc5gHLLvdtijstepwjQ8x8PAFJLXUlMiN0

Δεν υπάρχουν σχόλια: