12.2.24

ΤΑΞΙΔΕΥΟΝΤΑΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ


της ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΚΑΡΑΘΑΝΑΣΗ

Η Ελισάβετ Β. Κονταξάκη (1819-1879), αμφιλεγόμενη διανοούμενη του 19ου αιώνα από την Κρήτη, έδρασε στην Αθήνα και θαυμάστηκε από Έλληνες και ξένους ως «κόσμημα του έθνους της». Όταν ώριμη επέστρεψε στην πατρίδα της, μισήθηκε με πάθος, λόγω της τουρκοφιλίας της. Πέθανε

περιφρονημένη, μόνη και πάμπτωχη στην Κωνσταντινούπολη. Η επίσημη ελληνική Ιστορία την έχει αγνοήσει και διαγράψει. Με την υπό έκδοση μυθιστορηματική βιογραφία της επιχειρώ, με βάση τις πηγές, να την προσεγγίσω ως ιστορικό πρόσωπο και ως άνθρωπο και να εξηγήσω, ή τουλάχιστον να καταλάβω, την όψιμη τουρκοφιλία της. Το παρακάτω απόσπασμα, με το οποίο συμπληρώνονται οι προδημοσιεύσεις του βιβλίου στο Νέο Πλανόδιον, είναι από τα τελευταία κεφάλαια. – Α.Κ.

~.~

Όταν η Ελισάβετ διαπιστώνει ότι ο φαναριώτης Φάχρη, ταλαντούχος απατεώνας, δεν σκοπεύει να τηρήσει την υπόσχεση της επιστροφής των οφειλόμενων, αποφασίζει να πάει η ίδια στην Κωνσταντινούπολη, να προσφύγει στα ανώτατα δικαστήρια να βρει το δίκιο της.

 «Πώς μ’ έπεισε για τις καλές τάχα προθέσεις του!» σκεφτόταν καθώς ταξίδευε, ψέγοντας τον εαυτό της· δεν μπορούσε να αποδεχθεί την τόσο μεγάλη αποτυχία της στα οικονομικά θέματα· «ανίδεη εγώ, το ίδιο ανίδεος κι άσχετος κι ο αδελφός μου» μονολόγησε.

Την τελευταία και πλέον εικοσαετία που ζούσε στα Χανιά μόνο η πολιτική την απασχολούσε σοβαρά. Ασκημένη στην Αθήνα θεωρητικά στην πολιτική τέχνη,  έμαθε έμπρακτα να ελίσσεται, να προτείνει λύσεις στους πασάδες, σε όλους τους πασάδες, που ανενδοίαστα την εμπιστεύονταν. «Δεν πρόδωσα ποτέ την πατρίδα, όπως με κατηγορούν, διαχειριζόμουν τα πολιτικά προς όφελος και των δύο πλευρών, επιτυχημένα, πιστεύω», σκεφτόταν.

Στην επιχειρηματικότητα όμως και στην ορθή διαχείριση των χρημάτων δεν είχε ασκηθεί, όταν έπρεπε· άλλωστε ποτέ δεν είχε περισσευούμενα χρήματα, για να την ενδιαφέρει η αξιοποίησή τους. Στην Αθήνα ο αιδεσιμότατος Χιλλ, πρώην τραπεζίτης, δεινός στα οικονομικά, είχε ευθύνη για όλα· και οι πάντες, κι εκείνη βεβαίως, ήταν απόλυτα προστατευμένοι, κάτω από τη δική του μέριμνα· κι όταν χρειαζόταν, εκείνος άνοιγε την οικονομική ομπρέλα του και κανείς δεν είχε αγωνίες και έννοιες ούτε για τη διευθέτηση των οικονομικών της Σχολής ούτε για την προσωπική περιουσία του, που δεν είχε άλλωστε…

 

«Και να τώρα! μια λανθασμένη απόφαση με έχει βάλει σε μεγάλες περιπέτειες. Τα τουρκικά δικαστήρια, ελπίζω, θα εκτιμήσουν την προσφορά μου στην αυτοκρατορία και θα με δικαιώσουν, γιατί ο Φάχρη μας έχει ασύστολα εξαπατήσει· αλλιώς είμαι χαμένη κι εγώ κι ο Νικόλας μου κι η οικογένειά του, δυο παιδιά έχει ν’ αναθρέψει. Η ευθύνη ολόκληρη δική μου· θα κάνω τα πάντα για τη δικαίωση». Τέτοιες έννοιες την κυβερνούσαν σ’ όλο το μακρύ ταξίδι.

Και πρόβαλλαν στον νου της ζωντανές εικόνες οι στιγμές της αθηναϊκής ζωής της, οι άνθρωποι που γνώρισε  κι αγάπησε, τα παιδιά που δίδαξε και προστάτεψε, οι μικρούλες Αννέτα και Ρηνούλα· τα παιδιά που πέθαναν, η Χαρίκλεια κι η Πηνελόπη· τα ιδανικά, για τα οποία πάλεψε με πίστη και σθένος, τα βιβλία που διάβασε κι εκείνα που είχε γράψει με απόλυτη τότε αφοσίωση…

Κι όταν η μνήμη στάθμευσε στην τελευταία εικοσαετία της ζωής της στην Κρήτη, ο απολογισμός ήταν πολλαπλά οδυνηρός·  «σ’ όλα απέτυχα και δεν υπάρχει κανείς να του αποθέσω τα δεινά μου. Κανείς. Είμαι ένα ψυχικό ράκος. Θα παλέψω, και θα παλέψω μόνη. Δεν θα αυτοπυροβοληθώ σε κανένα ξενοδοχείο, όπως πριν από οκτώ χρόνια ο Λεωνίδας· είμαι βέβαιη ότι δεν θα βρεθεί κανείς να μου εκφωνήσει κανέναν επικήδειο, όπως ο Ψιλάκης στην Ερμούπολη για τον ενθουσιώδη νέο δάσκαλο Λεωνίδα Λόγιο· κάποτε τον είχε προσεγγίσει ο Χριστόφορος να γίνει μέλος της Φιλοπάτριδος Εταιρίας μας και συνεργάτης στο περιοδικό που δεν βγάλαμε… Πώς πέρασαν τόσα πικρά χρόνια! μια αναπνοή είν’ ο χρόνος, μια αστραπή που χάνεται γρήγορα κι αντηχεί στ’ αυτιά μας η βοή του…

» Κι ο Χριστόφορος, ο δικός μου Χριστόφορος Αργυράκης,[1] που άλλαξε πορεία… Αν κι ήταν εξόριστος, έλπιζα ότι δεν θα συμφωνούσε με την επανάσταση ή μήπως το υποθέτω; λυπούμαι που είχε εγκαταλείψει και μένα και την κοινή προσπάθεια που είχαμε ξεκινήσει· ίσως άργησε να με ξεχάσει… Γιατί καθυστέρησε τόσο να παντρευτεί; Έμαθα τα κακά μαντάτα και τον έκλαψα μυστικά. Πριν περάσει χρόνος από τον γάμο του, τον άρπαξαν οι Τούρκοι, τον έστειλαν για δεύτερη φορά εξορία στην Κωνσταντινούπολη, τον φυλάκισαν στον μακρινό Πόντο, στην Αμισό άκουσα, όπου δεν άντεξε και πέθανε πέρυσι μόνος, κατάμονος κι έρημος. Δεν τον επρόλαβα ζωντανό… Πώς να αντέξω το άδοξο και άδικο τέλος του Χριστόφορού μου, πριν φτάσει στα 45…»

Οι τελευταίες σκέψεις τής έφεραν δάκρυα στα μάτια, που προσπάθησε να συγκρατήσει, δεν ήθελε να φανεί αδύναμη στους συνταξιδιώτες της στο πλοίο.

Αυτή η φαινομενικά αλύγιστη γυναίκα, η παντοδύναμη, για την οποία όλοι πίστευαν ότι δεν είχε συναισθήματα παρά μόνο σκληρή λογική, έπνιξε τον αναστεναγμό της, κατάπιε τα δάκρυά της  και επικεντρώθηκε στο τρέχον πρόβλημα, που φτάνοντας όφειλε να αντιμετωπίσει επιτυχώς.

 

Αλλά η μνήμη της επέμενε να σκαλίζει. το παρελθόν.. «Τίποτε δεν έχω επιτύχει στη ζωή μου» ήταν το συμπέρασμά της, όταν βγήκε στην επιφάνει η διακοπή των φιλικών σχέσεών της με την Ελπίδα Μέλαινα. «Δεν συμφωνούσε που εξακολουθούσα να σχετίζομαι με τη Γενική Διοίκηση της Κρήτης. Πώς μπορούσα να διακόψω τις επαφές μου μετά από είκοσι και πλέον χρόνων συνάφεια;  Η Ελπίδα ήταν άλλος άνθρωπος, ήταν βαρώνη, είχε την οικονομική άνεση και μπορούσε να υποστηρίζει τις απόψεις της. Τι θα ήμουν εγώ στην Κρήτη, μακριά από τη Διοίκηση; Πώς θα ζούσα;»

Η απάντηση που η ίδια έδινε την τάραζε, γι’ αυτό είχε επιλέξει, συνειδητά, να συνεχίζει τις επαφές κι ας εγνώριζε πως είχε χάσει τελείως την εκτίμηση των συμπατριωτών της, και όχι μόνο στην Κρήτη.

Όμως η Ελπίδα, παρά την αγεφύρωτη αντίθεσή της με τις πολιτικές επιλογές της, εξακολουθούσε να την εκτιμά για τα φιλολογικά ενδιαφέροντά της. Η Ελισάβετ το διαισθανόταν, γι’ αυτό, πριν φύγει, σ’ εκείνην εμπιστεύτηκε τα βιβλία που είχε γράψει, ας ήταν ανολοκλήρωτα.

Η Ελπίδα εκτίμησε την εμπιστοσύνη της και της υποσχέθηκε ότι θα προσπαθούσε να της εκδώσει τουλάχιστον ένα βιβλίο της. Ήταν η μόνη καλή είδηση, που είχε ακούσει, πριν αναχωρήσει για την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας

 

[1] Χριστόφορος Αργυράκης: Ηράκλειο 1831 ‒ Αμισός (Σαμψούντα) 2.5.1878.

https://neoplanodion.gr/2023/12/21/taxideuontas-pros-konstantinoypole/?fbclid=IwAR1o0hK0ztD5v4xktE3iXIWRMZlsImZEzNVxAaBkxfXHX5ZsKFzA6EVGHKc

Δεν υπάρχουν σχόλια: