27.2.24

«Μια λογοτεχνική μπαλάντα για τη Θεσσαλονίκη»


Γράφει η Λέλα Δοϊτσίνη  *

 Γιώργος Σκαμπαρδώνης «Ήλιος με ξιφολόγχες», εκδ. Πατάκη

“Υπάρχει κάποιο ακατανόητο κλίμα με τον εθνικισμό στην Ευρώπη μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Μια εθνική αφύπνιση των λαών, που παίρνει όμως ακραία χαρακτηριστικά. Και παραδόξως αντισημιτισμός- τα ανάλογα συμβαίνουν κι εδώ. […] Φοβάμαι ότι υπάρχει κάτι πολύ σκοτεινό στην Ευρώπη, που δεν καταλαβαίνουμε και που έρχεται καλπάζοντας…”

Ο Σκαμπαρδώνης αφιερώνει, το καλύτερο, κατά την άποψή μου, μέχρι σήμερα μυθιστόρημά του, στην αγαπημένη του Θεσσαλονίκη του Μεσοπολέμου – μιας εποχής εκρηκτικής και ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσας, που τη σημάδεψε, όπως και όλη την Ευρώπη.

Το μυθιστορηματικό νήμα του συγγραφέα ξετυλίγεται κινηματογραφικά και με συναρπαστικό τρόπο, περιγράφει τη ζωή της πόλης και όχι των φαντασμάτων κατά τον Μαζάουερ, της πόλης που ζει έντονα σε όλα τα πεδία, γοητεύοντας τις αισθήσεις, τα συναισθήματα και το νου του αναγνώστη.

Το μυθιστόρημα έχει κεντρικό ήρωα τον Γόρδιο Κλήμεντο, έναν ταγματάρχη της αντικατασκοπείας με όλα τα χαρακτηριστικά που θα άρμοζαν θεωρητικά σε έναν τέτοιο αξιωματούχο, ο οποίος δρα και επιβάλλεται στη ροή της ζωής της πόλης, από τον υπόκοσμο των Λαδάδικων και του Βαρδαρίου μέχρι την κοσμική απαστράπτουσα Θεσσαλονίκη.

 

Και η ταινία – λογοτέχνημα αρχίζει…

Ο συγγραφέας περιγράφει αριστοτεχνικά μια μεγαλούπολη της belle époque,  με παρισινή αίσθηση αριστοκρατικότητας, πλούτου, αστικής νοοτροπίας, με σικ ρεστοράν, μουσικές προτιμήσεις της Ευρώπης, γλέντια, δεξιώσεις και σουαρέ, όπου καλοντυμένες κοσμικές κυρίες και ευπρεπείς κύριοι ζουν την ονειρική ζωή τους, μια εικόνα άγνωστη για την υπόλοιπη βαλκανίζουσα Ελλάδα.

Αυτή όμως η πόλη είναι των λίγων. Δεν έχει καμιά σχέση με την υπόλοιπη πολυπληθή μίζερη και φτωχή πόλη των πολλών. Διακρίνουμε τις γνωστές αντιθέσεις μιας μεγαλούπολης, με έντονη κοινωνική διαστρωμάτωση.

Η  Λεωφόρος των Εξοχών με τις βίλλες των ευπόρων, τα μικροαστικά προάστια, οι προσφυγικές γειτονιές της αθλιότητας και το εβραικό Κάμπελ.

Με εικονοποιητική δεξιοτεχνία περιγράφεται  η λεωφόρος Στρατού με τη λάσπη, τα ελάχιστα αυτοκίνητα, το τραμ, τα πολλά κάρα με εμπορεύματα, τους υπαλλήλους και εργάτες με τα βαριά παλτό και τις τραγιάσκες που πάνε σκυφτοί με τα πόδια στη δουλειά τους, καθώς και έξω από το κυρίως άστυ τα  συσσίτια, τα παιδάκια στην ουρά με τα τενεκεδάκια τους και τη μια κουταλιά μουρουνέλαιο.

 

 

Η πόλη στηρίζεται οικονομικά σε μια ακμάζουσα καπνοβιομηχανία.  Πολιτικοκοινωνικά πρόκειται για ένα καζάνι που βράζει. ‘Όλα και όλοι συμπλέκονται και συγκρούονται, πλούτος, φτώχεια, μιζέρια, πολιτικές αναταραχές, διαδηλώσεις, απεργίες, μαχητικά συνδικάτα, κομμουνιστική προπαγάνδα, σιωνισμός. Σε αντίβαρο αυτών μια στρατοκρατική κυριαρχία, φόβος, αγωνία για πολιτική ανατροπή, ένα πιθανό πραξικόπημα, μια επιβουλή ξένης κυριαρχίας με κόκκινο ή μαύρο μανδύα. Η πόλη ακολουθεί το πολιτικό στάτους της υπόλοιπης Ευρώπης του Μεσοπολέμου.  Κομμουνιστές συγκρούονται με φασίστες και ναζιστές για το ποιος θα επιβάλλει τελικά το ιδεολόγημά του. Μέσα σε αυτό το πολιτικό συνονθύλευμα εμφανίζεται και η περίφημη εθνικιστική οργάνωση ΤΡΙΑ ΕΨΙΛΟΝ (ΕΘΝΙΚΗ ΕΝΩΣΗ ΕΛΛΑΔΟΣ), με σαφή αντικομμουνιστική και αντιεβραϊκή δράση.

Το σκηνικό της πόλης προβληματίζει πολύ σοβαρά την ελληνική διοίκηση με προεξάρχοντα τον Ελληνικό στρατό. Το έθνος αγωνιά, ξαγρυπνά και χρησιμοποιεί κάθε μέσο με κατασκοπικούς μηχανισμούς, με ειδικούς πληροφοριοδότες, χαφιέδες που προέρχονται από όλο το πολιτικό φάσμα αλλά κυρίως από την φτωχή εργατική τάξη για να ελέγχει την πολύπλοκη αυτή κατάσταση. Ο κόσμος της νύχτας και του υποκόσμου είναι μια ακόμη χρήσιμη πηγή πληροφοριών. Τα στενοσόκακα της αμαρτωλής νύχτας που εξυπηρετεί όλο το κοινωνικό φάσμα περιλαμβάνει κάθε φύλου έρωτα, ναρκωτικά, φονιάδες, μαχαιροβγάλτες, παντός είδους απατεώνες, παράνομους, που όλοι κάνουν τη βρώμικη δουλειά και χαρίζουν σε ευυπόληπτους πολίτες ένα ταξίδι σε έναν άλλο κόσμο, έξω από την καθημερινότητα και τη ρουτίνα.

Αλλά την ημέρα ο καθένας ντύνεται το κοστούμι της εντιμότητας, του ήθους και της θρησκευτικής ευσέβειας.

Η έκρυθμη κατάσταση της πόλης δικαιολογεί την εθνική αγωνία. Ο ευφυής Βενιζέλος προσεταιρίζεται τους πρόσφυγες διότι χρειάζεται εθνική σταθερότητα. Η πόλη πρέπει να ομογενοποιηθεί, να μετατρέψει την πολυπολιτισμικότητά της σε μια κουλτούρα καθαρά ελληνική. Άλλωστε αυτό δεν έγινε και με τους Αρβανίτες της νότιας Ελλάδας που αναμφισβήτητα πρωτοστάτησαν στον αγώνα του 1821;

Στην πόλη κατοικεί η πολυπληθής εβραϊκή κοινότητα, οι Βούλγαροι κομιτατζήδες που ονειρεύονται όπως όλοι οι βόρειοι γείτονές μας την περιοχή από την Ήπειρο μέχρι τη Θράκη και την κάθοδό τους στο Αιγαίο, ενόσω Ρώσοι και Βούλγαροι αγοράζουν κοινοτικά κτήματα στο Άγιον Όρος, σοβιετικοί πράκτορες και αντιπρόσωποι της ρουμάνικης προπαγάνδας θέλουν να προσεταιριστούν τους Βλάχους του ελλαδικού χώρου.  Προτεραιότητα της πολιτείας αποτελεί η εθνική ασφάλεια.

 “Υπουργέ μου, όπως σας έλεγα, είχε γίνει ένας φόνος ενός Εβραίου πληροφοριοδότη μου. Τον είχαμε χώσει σε αριστερές οργανώσεις. Ξεκινώντας από εκεί και απ’ αυτόν βρήκαμε ίχνη για ένα μονοπάτι χρημάτων που ξεκινάει από τη Μόσχα ή την Τρίτη Διεθνή και καταλήγει στη Μακεδονία-Θράκη. Πιθανόν στο πλαίσιο του σχεδίου τους, στην προσπάθειά τους περί αυτονομίας, περί Βαλκανικής Ομοσπονδίας. Όμως την απόσχιση της Μακεδονίας την επιδιώκουν, όπως ξέρετε, και οι κομιτατζήδες της Βουλγαρίας. Το καυτό είναι πως αυτοί οι δύο πόλοι, κομμουνιστές, και ακραίοι εθνικιστές, ίσως συνεργάζονται για τον κοινό σκοπό- δεν είναι σίγουρο, αλλά μια πιθανότητα. Φυσικά οι Ρώσοι παίζουν εντατικά το παιχνίδι της επιρροής μέσω του Αγίου Όρους. Ρίχνουν πολλά λεφτά σε διάφορες μονές. Δεν ξέρω αν από πίσω κρύβονται κάποιοι πανσλαβιστές που χρησιμοποιούν τους πάντες”.(σελ.299)

 Το 1912 απελευθερώθηκε η Θεσσαλονίκη από τον Οθωμανικό ζυγό. Το 1931 που διαδραματίζεται η πλοκή του μυθιστορήματος, το ελληνικό κράτος δεν  την έχει ακόμη επί της ουσίας ενσωματώσει στον κορμό του, ούτε έχει  καταφέρει να ελέγχει  το γίγνεσθαι εντός της από τις πολυπληθείς φατρίες.

Απόδειξη, τα τραγικά γεγονότα του εμπρησμού της φτωχής εβραϊκής συνοικίας Κάμπελ από τους εθνικιστές της πόλης και άλλους και οι άγριες συμπλοκές που επακολούθησαν που, δυστυχώς, ήταν η πρώτη μεγάλη αντιεβραϊκή ενέργεια στην Ευρώπη του μεσοπολέμου και προάγγελος αυτών που ακολούθησαν στη ναζιστική Γερμανία και αλλού.

Το σαγηνευτικό μυθιστόρημα  του Σκαμπαρδώνη παρόλο το πολιτικό του βάρος και την εμπεριστατωμένη παράθεση των παραπάνω τραγικών γεγονότων δεν βαραίνει τον αναγνώστη καθώς είναι διανθισμένο με ντοκιμαντερίστικες περιγραφές της Θεσσαλονίκης του Μεσοπολέμου, με γλαφυρές περιγραφές της ένδυσης των καλόγουστων αστών της πόλης και του τρόπου ζωής τους, καθώς και του μεγάλου έρωτα του κεντρικού ήρωά του με την εκκεντρική Ντανιέλ Μελισσηνού

Εξαιρετική λογοτεχνικά  η περιγραφή των δυο αστών μορφινομανών της Κλάρας και του άρρωστου κανπνοβιομήχανου:

«ξαπλωμένοι δίπλα οι δυο τους στο αποκλειστικό τους σύμπαν, σε ένα δικό τους επέκεινα, έξω από το χρόνο, στην επικράτεια της βαθιάς, βουβής, απέραντης αγάπης”

Εξαιρετικά εύστοχος, πρωτότυπος και με σαφή σημειολογία ο τίτλος του μυθιστορήματος: Ήλιος με ξιφολόγχες –  ένας πίνακας που κοσμεί το κτίριο του Τρίτου Σώματος Στρατού. Οι ξιφολόγχες που διακτινίζονται προς όλες τις κατευθύνσεις αντιπροσωπεύουν την πολυποικιλότητα της πόλης, ενώ ο ήλιος στο κέντρο του πίνακα είναι ένας, ενωτικός, ενιαίος, πανεθνικός.

Ο Σκαμπαρδώνης χάρισε στους αναγνώστες του μια λογοτεχνική μπαλάντα για μια Θεσσαλονίκη που αγαπά πραγματικά, χωρίς προκαταλήψεις, με αντικειμενικότητα, στηριζόμενος σε ιστορικά γεγονότα καταγράφοντας μια αλήθεια που συγκινεί και ταιριάζει απόλυτα σε αυτήν την πολύπαθη παρεξηγημένη, ζηλευτή και γοητευτική ευρωπαική πόλη.

 

* Η Λέλα Δοϊτσίνη είναι Φαρμακοποιός – μέλος της Λέσχης Ανάγνωσης του ΣΕΓΘ

 

 https://www.fractalart.gr/hlios-me-xifologches/

Δεν υπάρχουν σχόλια: