10.6.22

«Τα πρωτοβρόχια» του Σπύρου Κιοσσέ




Ελένη Καραγιάννη 
 Τον Τάσο τον διάβασα σε λιγότερο από τρεις ώρες. Να τον αφήσω από τα χέρια μου δεν ήθελα. Να τον αγκαλιάσω ήθελα, να τον φιλήσω, να τον χαϊδέψω, να ζουμπήξω τα μαγουλάκια του, να ξαμοληθώ μαζί του στις αλάνες, να παίξουμε τζαμί, μήλα και ποδόσφαιρο, να κυλιστούμε στα χορταράκια. Ο Τάσος θα μπορούσε να είναι ο συμμαθητής, ο φίλος, ο κολλητός μου, ακόμη κι ο αδερφός μου. Ο Τάσος με έκανε να γελάσω, να κλάψω, να θυμηθώ, να αναπολήσω, να νοσταλγήσω. Αυτό που διάβαζα δεν ήταν μόνο η δική του ιστορία ενηλικίωσης. 
 Τέλειωσα την ανάγνωση και το σπίτι δεν με χωρούσε. Βγήκα έξω, περπάτησα κι αναζητούσα τον Τάσο ενήλικο πια, να τον κεράσω ούζα στην πλατεία, να κάτσω απέναντί του, να τον καρφώσω στα μάτια και να του πω: «Ρε φίλε, εγώ και συ μαζί μεγαλώσαμε. Τα ίδια ζήσαμε. Το ξέρεις;» 
 Θα του έλεγα για τη δική μου γιαγιά που μύριζε πάντα καρπούζι και τηγανητές πατάτες, για τον σταυρό που αγόγγυστα κουβάλαγε, για τα καλά κρυμμένα μυστικά, για τη γειτονιά, για τους καυγάδες των γονιών, για την κυρά Βαγγελιώ που μας πετροβολούσε κάθε φορά που σπάγαμε με την μπάλα τα τζάμια της κουζίνας της, για το σπίτι με το κόκκινο φωτάκι που ξεφύτρωσε στον κάτω δρόμο κι αναστάτωσε όλη τη γειτονιά και κυρίως τον αντρικό πληθυσμό, για τις ψείρες μας, τα ματωμένα από το παιχνίδι γόνατα, τον επιθεωρητή στην τάξη, τις ξυλιές στα χέρια από τον χάρακα, τον σκιαχτικό παπά εξομολόγο. 
 Στο τέταρτο ούζο πάνω θα λευτέρωνα τον καημό μου για τον συμμαθητή μας τον Κώστα, για το σχέδιο απόδρασης που καταστρώσαμε και παταγωδώς απέτυχε, για τις ενήλικες αποδράσεις του στις ουσίες και το αλκοόλ, για το έμπα έβγα στις φυλακές. Και λίγο πριν με πάρουν τα κλάματα, θα τον ρωτούσα πόσα φοφίκο έχει φάει. Γιατί εγώ τα λάτρευα τα φοφίκο κι ας μην άρεσαν σε κανέναν άλλο στην παρέα. Άρεσαν πολύ και στη γιαγιά μου. Κι όταν οι λέξεις γλιστρούσαν από το μυαλό της μαζί με τα ονόματά μας, εμένα φοφίκο με φώναζε. Κι εγώ έτρεχα κοντά της γιατί είχα μάθει να ακούω στο καινούριο μου όνομα. 
 Για τις αρετές της γραφής του Σπύρου Κιοσσέ, ειλικρινά, δεν χρειάζεται τίποτα να σχολιάσω. Είναι γνωστές τοις πάσι και τις έχουν εξυμνήσει περίτεχνα οι κριτικές που διάβασα. Ένα μόνο θα πω: το βιβλίο που κρατώ στα χέρια μου, είναι αυτό που λέμε 2 σε 1. Δηλαδή μία εξαιρετική νουβέλα και ταυτόχρονα μία ολοκληρωμένη και άρτια συλλογή διηγημάτων. Κι αληθινά αυτή η τεχνική γραφής θα έπρεπε να διδάσκεται στα σχολεία και στα Πανεπιστήμια. 
 Ο Τάσος γέλασε με αυτό το «2 σε 1» που έγραψα. Του θύμισε, λέει, εκείνο το σαμπουάν με κοντίσιονερ μαζί, που παρασύρθηκε απ’ τη διαφήμιση και πήγε κι αγόρασε, αλλά σαν το πράσινο σαπούνι της γιαγιάς κανένα… 
 «Τα πρωτοβρόχια» του Σπύρου Κιοσσέ κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: