1.6.22

Δημήτρης Περοδασκαλάκης, Γραφή εκτός κήπου, Εκδ. Κουκκίδα, Αθήνα 2022.


του Αντώνη Καρτσάκη

«Εν αρχή ην ο Λόγος, και ο Λόγος ην προς τον Θεόν, και Θεός ην ο Λόγος. (Ιωάν. 1,1-2). Ο λόγος της Γραφής συνιστά στοιχείο δομικό της νέας ποιητικής σύλληψης του Δημήτρη Περοδασκαλάκη. Το αρχέτυπο πρόσωπο του Ποιητή των όλων, που συνδέεται άρρηκτα με τη γραφή («όλα τα είχε κανονίσει η γραφή: / τους ήλους, τα οθόνια ώς και την έγερσή Σου), είναι το πρόσχημά του να μιλήσει για τη γραφή. Δεν είναι τυχαίο ότι η πρώτη του συλλογή ανοίγει με το ποίημα «Η γραφή και η αλήθεια» (Μες στο λευκό και μες στο μαύρο, Γαβριηλίδης 2005). Μιλώντας για τη γραφή –συγκεκριμένα για την «εκτός κήπου» (: παραδείσου) γραφή– ο έκπτωτος πλέον ποιητής παρακολουθεί την εξέλιξη του ανθρώπινου προσώπου.

Η τάση για ανθρωπογνωσία και αυτογνωσία χαρακτηρίζει, γενικότερα, την ποίηση του Περοδασκαλάκη. Από τις πρώτες συλλογές ο ποιητής μελετά την ύπαρξη που παραμένει βυθισμένη στην ατέλεια του όντος, μετά την έκπτωση από την αρχική πληρότητα. Στη Γραφή εκτός κήπου προχωρεί ένα ακόμη βήμα: από την αναζήτηση στην ανάσταση του προσώπου. Η ανθρωπολογία ταυτίζεται με τη μεταφυσική ανησυχία, ενώ η θρησκευτικότητα παραχωρεί τη θέση της σε έναν υπαρξιακό ανθρωποκεντρισμό. Από την ατέλεια του όντος ο ποιητής άγεται στην τελειότητα της ύπαρξης.

Εκκινώντας από τον λόγο της Γραφής ο ποιητής οργανώνει τον ποιητικό του λόγο «κατά τας γραφάς»:

Πρώτα Σε λάλησε η γραφή
κι ύστερα έγινες ο Λόγος σαρξ.

Αναγνώστης ευαίσθητος και επίμονος των κειμένων ενός Θεού «που δεν έγραψε ποτέ», με στοχευμένη κριτική ματιά στις αφηγήσεις της Γραφής, ο Περοδασκαλάκης στην έκτη του αυτή ποιητική συλλογή στοχάζεται πάνω στη δεινότητα της γραφής· παρακολουθεί τη δραστικότητά της, σχεδόν τη θεοποιεί, θεωρώντας την ικανή να ανθρωποποιήσει έναν Θεό:

Έτσι μαζί μας βρέθηκες Εσύ ο αναφής
με τη γραφή να σου ορίζει καθετί.

Ο λόγος λοιπόν για τη γραφή με διακείμενο τη Γραφή. Πρόκειται για τη γραφή του πιστού που γράφει επιζητώντας την άφεση· του ποιητή που στοχεύει στη λυτρωτική επενέργεια της τέχνης:

Γι’ αυτό και γράφω, Κύριε,
αν είναι η ποίηση την άφεση να δώσει.

Η δύναμη της γραφής φανερώνεται στο παράδειγμα του Θεού, ο οποίος μια φορά μοναδική έγραψε με το δάχτυλό του στη γη και πάραυτα «κρατήθηκαν τα χέρια / οι πέτρες μείνανε στη γη / κι έτσι κανείς δεν δίκασε κανέναν» («Γραφή εκτός κήπου»)· η πύκνωσή της στο «οίμοι» της Μεγάλης Παρασκευής («Ανεύρυσμα εορτής»)· η δεινότητά της («καυτή λερναία ύδρα με καρφιά / κι αγκάθια στο κορμί») στην προσομοίωσή της με «φίδι» στα λόγια του Προδρόμου («Με τον Πρόδρομο»).

Ο έκπτωτος, ωστόσο, ποιητής, αν και συνειδητοποιεί την επισφάλεια της γραφής, δεν έχει άλλη οδό από τη διακύβευση: επιμένει να χαράσσει λέξεις, γνωρίζοντας το δυσεπίτευκτο του πράγματος («σκληρή γραφίδα τα χαλίκια – / το ξέρουμε από τους μακρινούς εκείνους / συγγενείς μας»), το δυσχερές της επιστροφής στην αθωότητα της προφορικότητας (στη γλώσσα του ο ίδιος ο Θεός σβήνει τις λέξεις του – υπέροχο ποίημα η «Αυταπάτη»).

Ο ποιητής επιμένει. Είναι συν-γραφέας με τον Δημιουργό. Εκείνος «εντός του κήπου, όπου μόνος ζει / μετά την έξωσή μας», «σημειώνει σε βιβλία τη ζωή μας / που θ’ ανοιχθούν της Κρίσεως τη μέρα». Ο εκτός κήπου ποιητής μνημειώνει όψεις της ζωής, όπως τον πρόσφατο εγκλεισμό («Αναμονή»), την εικόνα του πολύβοου κέντρου της πόλης που ετοιμάζεται για την έκθεση του Γκρέκο («Αποκάλυψη»), τη σεπτή μορφή της γιαγιάς που «λιάζεται τη σαρακοστή / δίπλα σε φρέζες και φασκόμηλα», προσμένοντας την Ανάσταση («Η γιαγιά Ελπίδα») και που έφυγε «μ’ αγγέλους τυλιγμένους στην ανάσα της» («Κρυφτό»), τους περιπάτους του στην οδό πλάνης προς τα λιοντάρια και τον Άι Δημήτρη, καρφωμένος «στις ερημιές του νου τις πιο μεγάλες» («Εκτός εικόνος»).

Ας δούμε πώς συναρμόζει τη γραφή του με τη Γραφή, σχολιάζοντας ένα περιστατικό «ελέγχου» τον καιρό της πανδημίας:

ΕΛΕΓΧΟΣ

Ακούω το Χριστός Ανέστη στο αυτοκίνητο
Είναι πρωί
σήμερα του Θωμά η Κυριακή

Πάλλονται τα ερτζιανά:
«και των θυρών κεκλεισμένων ήλθεν ο Ιησούς»

Κοιτάζω τα καθίσματα
κλείνω και το μισάνοιχτο τζάμι του συνοδηγού
Δεν ξέρεις του Αφανούς το αίφνης πότε γίνεται

Κόβω ταχύτητα
στο βάθος περιπολικό
δια τον φόβο άσκοπων μετακινήσεων –
κρατά ακόμη η πανδημία

Με σταματούν
και μου ζητούν το τζάμι να ανοίξω:
«κύριε, τα χαρτιά σας»
ενώ ακούγεται: «μακάριοι οι μη ιδόντες και
πιστεύσαντες».

Ωραία, ευφραντικά, παραδείσια ποιήματα, που αρθρώνονται με τρόπο εξόχως ευρηματικό στον άξονα της βιβλικής αφήγησης, ποιήματα ταπεινά που εκφράζουν την αιδημοσύνη του δημιουργού τους μπροστά στον Δημιουργό, αλλά και το πείσμα του απέναντι στον Ποιητή των όλων. Βαθύτατα ανθρώπινα ποιήματα, που συμπάσχουν με τον δοκιμαζόμενο άνθρωπο, όπως εκείνο για τον πρόσφατο σεισμό:

ΑΠΟ ΣΕΙΣΜΟΥ

Έπεσε ο πέλεκυς διπλός στο εκκλησάκι του προφήτη Ηλία
Σε σπήλαιο μινωϊκό πάνω χτισμένο
με τον Εγκέλαδο ατάιστο καιρό
στο Αρκαλοχώρι να βρυχάται

Εκεί η παγίδα στήθηκε στον πρωτομάστορα Ιάκωβο
Ν’ αναστηλώσει το ναό ήτανε τάμα του

Σαν μπήκε μέσα κι έριξε τα μάτια του στον τρούλο
–ούτε Ηλί δεν πρόλαβε να πει–
ο Παντοκράτορας τον πλάκωσε μεμιάς

Κύριε,
τις ώρες του σταυρού Σου τις θυμάσαι
Άνθρωποι είμαστε
πάνω Θεός κάτω Μινώταυρος
στη θέση μας υπήρξες.

Στη συλλογή του αυτή ο δεινός κλασικός φιλόλογος, ο αθόρυβος δημιουργός, που έχει ήδη διανύσει μια ευδόκιμη πορεία ως ποιητής, διευρύνει τον διάλογό του με τα κείμενα (στην προηγούμενη –Η Σφιγγα έστειλε email, Γαβριηλίδης 2018– είχε διεισδύσει στην περιοχή του μύθου αποδομώντας και ανατρέποντας τον αρχαίο μύθο). Η ποίησή του, πολυσημική και πολυπρισματική, σταθερά ανθρωποκεντρική, τρέφεται από το προσωπικό βίωμα αλλά και τη στέρεα γνώση (εδώ των κειμένων της Γραφής) και διακρίνεται τόσο για την εκφραστική όσο και για την κοσμοθεωρητική συνοχή της.

Η ποιητική του πρόθεση, η αναζήτηση του Λόγου και η αγωνία του για τον σημερινό άνθρωπο, υλοποιείται με έναν λόγο ανάλαφρο, επίχαρι, μακριά από γλωσσικούς ακκισμούς, που διαβάζεται απνευστί. Στον λόγο αυτό χαιρόμαστε τη δεξιοτεχνική δεινότητα του ποιητή, τη λεπτότατη ειρωνεία, την πνευματώδη σάτιρα, τον ανελέητο σαρκασμό. Χαιρόμαστε λέξεις με ιδιαίτερη δυναμική («μνήσθητι», «διψώ», «οίμοι»), που δεν χάνονται, αφού ειπωθούν, αλλά υπογειώνονται στην αφήγηση και προσδιορίζουν ως το τέλος το νόημα. Επιπλέον, η μορφή αντλεί κατευθείαν από το ψυχικό και πνευματικό βίωμα και η ιδέα ενσωματώνεται στη μορφή, καθώς από τα στοιχεία της επιφάνειας ο ποιητής βυθίζεται στο ουσιώδες και κατορθώνει τη μυστική ένωση μορφής και ουσίας.

Στην εντελώς πρωτότυπη αυτή ποιητική σύλληψη, με τρόπο καινοφανή, με ευφυέστατα ποιητικά τεχνήματα, ο Δημήτρης Περοδασκαλάκης συνομιλεί με τη Γραφή, προβάλλει την περιπέτεια της γραφής («Μαζί Σου, Κύριε, η γραφή θανάτους και αναστάσεις / δοκιμάζει»), ορθώνει τη δική του οξυδερκή και λεπτότεχνη γραφή, με στοχαστική διάθεση και με πολλές φιλοσοφικές νύξεις. Το αισθητικό κάλλος της γραφής αυτής απορρέει από το ηθικό της βάθος.

Πρόκειται για μια φροντισμένη σύνθεση από όμορφα και ευώδη άνθη που προσφέρονται στους πιστούς αλλά και στους μη πιστούς, στους εντός αλλά και στους εκτός, στους εγγύς αλλά και στους μακράν. Γιατί όλοι έχουμε ανάγκη από τα πνευματικά χρώματα και αρώματα της Γραφής και της γραφής. Γιατί, όπως γράφει ο «συγγραφέας» του Δημιουργού ποιητής,

Το ίδιο, Κύριε, βιβλίο γράφουμε
εμείς οι ήρωές σου
Μέσα και έξω απ’ τον κήπο
μας δένει και μας λύνει η γραφή.

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. ] 

https://frear.gr/?p=33306&fbclid=IwAR2W2TFhWY5sR3sXolH5yDUufyrCzh02yRCK-UJjoFHq3Fooleb7jHiUOYE 

Δεν υπάρχουν σχόλια: