Γράφει η Διώνη Δημητριάδου
Ολόμαυρο το τοπίο, στο νέο ποιητικό του Παπαστεργίου, από το εξώφυλλο (Gamayun, έργο του Viktor Mikhailovich Vasnetsov) με το προφητικό πουλί, ως τον τελευταίο στίχο. Όχι πως το μαύρο δεν είναι, έτσι κι αλλιώς, το χρώμα της ποίησης για όποιον την εννοεί στη βαθύτερη ουσία της από τις αφορμές της ως το τελικό αποτέλεσμα, όμως εδώ έρχεται σαν το αναγκαίο σκηνικό φόντο σε μια ποίηση κραυγής,
απόγνωσης, αναζήτησης· στοιχεία που χαρακτηρίζουν για μια ακόμη φορά τον καλό ποιητή, που τραβάει από την τράπουλα Ταρώ πότε τον Τρελό και πότε τον Θάνατο – λες και οι υπόλοιπες επιλογές έχουν καταργηθεί.Ο ποιητής έχει την άνεση να εισχωρεί στα πιο βαθιά της ύπαρξης (είτε την πούμε βίωση του έρωτα και της συνακόλουθης απώλειας, είτε δημιουργία ή ό,τι άλλο ακόμη) μέσα από τα πιο καθημερινά πράγματα (ο καθρέφτης σου/ κι ένα ποτήρι κόκκινο κρασί), ή τις πιο ατόφιες σε αυθεντικότητα μνήμες, όπως είναι οι παιδικές (Η μοναξιά μου είναι/ ένα παιδάκι προς του σχολείου το κυλικείο./ Καθώς πλησιάζει,/ η επιστάτισσα κλείνει […] Η απόγνωσή του/ τενεκεδάκι στο άδειο προαύλιο). Έτσι, μπορεί να αποδώσει καλύτερα το αίσθημα της βιωμένης ήττας και της καταβύθισης, όσο ταυτόχρονα και την εναγώνια αναζήτηση μιας ανάστασης/ανάτασης.
Αυτή η ποίηση, ενώ μιλά για τον έρωτα με όλη του τη σάρκινη υπόσταση, έχεις την αίσθηση ότι μεταπηδά (θαρρείς αυτονόητα) στην αυτοαναφορικότητα ενός ποιητικού και μόνον χώρου, όπου το ζητούμενο δεν είναι πλέον τίποτε άλλο παρά η δημιουργία πάλι (Καταραμένος είναι ο ποιητής/ που στο πρόσωπό του/ όλοι (εκτός/ από τους έρωτές του)// συνηθισμένον βλέπουνε με πάθη, έναν άντρα,/ οι έρωτές του τον ποιητή,/ αντί του εραστή,/ και η μούσα του, τον άνακτα, στον θρόνο της μιζέριας)· ο ποιητής ανησυχεί για την ποιητική ιδέα που ούτε πάει ούτε έρχεται (για να θυμηθούμε, αντιθετικά όμως, τον καβαφικό «Δαρείο») και πρέπει να φθάσει ως το πιο βαθύ και επώδυνο σημείο για να την ανακαλύψει πάλι – στο συγκλονιστικό άψογου ρυθμού άτιτλο ποίημα (της σελ. 36) γράφει: Εδώ είναι όλα όσα ζητάς,/ σκάλισε με το νύχι· κι όλα νεκρά από καιρό,/ αίμα πια δεν υπάρχει,/ μόνο παλιές στεγνές πληγές […] Εδώ τα ίχνη της λαφίνας,/ η δαγκωνιά από του έρωτα τον δράκοντα,/ του Άψινθου το έγκαυμα, του δαίμονα η σουβλιά·// κι αν ξύσεις κι άλλο την πληγή/ εδώ κι η σκόνη απ’ τη σουβλιά του έρωτά της.//Χορτάρι ήμουν, μ’ έτρωγε/ νερό και ξεδιψούσε. Θα χρειαστεί να επιστρατεύσει όσα μέσα διαθέτει, εν είδει σύγχρονου αλχημιστή να αναμείξει τα υλικά του (διάσπαρτα στις σελίδες τα σύμβολα της αλχημείας ως επιλογή εικονογράφησης)· τίποτα δεν βρίσκεται τυχαία στην ποιητική σύνθεση του Παπαστεργίου, και όλα συγκλίνουν σε ένα τοπίο σκοτεινό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου