31.5.22

Μεταποίηση πικρής αυτοσυνειδησίας


ΚΩΣΤΑΣ ΧΑΤΖΗΚΥΡΙΑΚΟΥ. Το ατελεύτητο του πεπερασμένου. Ποιήματα 1981-2019. Σελ. 112. Εκδόσεις Εντευκτηρίου, 2021 

 Βαρβάρα Ρούσσου 

Επιμέλεια: Μισέλ Φάις

 Η μεταποίηση της πικρής αυτοσυνειδησίας σε ποίηση γίνεται χωρίς ωραιοποιημένο λόγο, με λεξιλόγιο κοινό, απροκάλυπτο, με εικόνες κάποτε σκληρές όπου η φθορά δηλώνεται σωματικά. Ο Κώστας

Χατζηκυριάκου ανήκει στους αθόρυβους δημιουργούς που δημοσιεύουν με φειδώ ποιήματά τους και είναι ολιγογράφοι. Ομολογώ ότι δεν τον γνώριζα ως ποιητή προτού να φτάσει στα χέρια μου η συγκεντρωτική και ταυτόχρονα πρώτη συλλογή του. Γνώριζα όμως κάποιες από τις μεταφράσεις του όπως το σημαντικό Προφορικότητα και εγγραμματοσύνη του Walter J. Ong. (ΠΕΚ, 2005). Ο τίτλος της συλλογής του Το ατελεύτητο του πεπερασμένου παραπέμπει στην άλλη ιδιότητα του Χατζηκυριάκου -μαθηματικός- και θέτει ερεθιστικά ερωτήματα: ποιο μπορεί να είναι το ατελεύτητο του πεπερασμένου και πόσο ατελεύτητο είναι το πεπερασμένο; Τα ενενήντα τέσσερα ποιήματα του βιβλίου αποτελούν αφενός απόπειρες απαντήσεων στα παραπάνω ερωτήματα, αφετέρου το απόσταγμα και τα προσωπικά σημειώματα του Χατζηκυριάκου σε διάστημα σχεδόν σαράντα ετών, από τη νεότητα έως την όψιμη ωριμότητά του (γενν. 1959). Είναι η στάση του ποιητικού υποκειμένου απέναντι στη φαινομενικά ατελεύτητη σειρά πεπερασμένων γεγονότων που εντούτοις έχουν πέρας και οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στο αναπόφευκτο τέλος, τον θάνατο. Η ερωτική επιθυμία («Να τον γνωρίσεις/Τον κόσμο/Στην ώρα του» στο «Ευχή» ή «Αχ βάσανα ασύμμετρα,/Νεότητα και γήρας» στο «Στης καφετέριας το έξω μέρος») και ο θάνατος τρέχουν στη μονοσήμαντης κατεύθυνσης ευθεία του αδυσώπητου χρόνου. Η απόσταση από την επιθυμία μεγαλώνει ενώ από τον θάνατο μειώνεται. Ολα απογυμνώνονται από κάθε ποιητικολογία («Καμιάς/Τα μάτια/Ομορφιάς/Δεν έχει ο θάνατος./-άσε τους ποιητές να λεν˙» στο «Ο θάνατος θα ‘ρθει και θα ‘χει τα μάτια σου» μια συνομιλία με τον Παβέζε), ταυτίζονται εντέλει καθώς ο άνθρωπος υπόκειται στη φθορά της βιολογικής ηλικίας, αναντίστοιχης ωστόσο με τη διανοητική (Ας περιμένει έρωτα/Πεθαμένος/Να της κάνω/Η αιωνιότητα./ στο «Δρομέας σε ευφορία σκέπτεται») ενώ η επαναφορά του παρελθόντος, η ανάσταση των νεκρών -ανθρώπων και στιγμών- αποκλείεται και η χριστιανική ελπίδα διαλύεται («Το προσδοκώ/ Αλλά δεν το πιστεύω-» στο «Προσδοκώ Ανάστασιν νεκρών»). Η συλλογή λοιπόν ασχολείται με τα αιώνια θέματα της τέχνης έρωτας, χρόνος, θάνατος-απώλεια, συνεπώς κινείται στον ολισθηρό δρόμο όπου παραμονεύουν η κοινοτοπία, ο μελοδραματισμός και η διεκτραγώδηση αποκλειστικά του προσωπικού που καταλήγει αδιάφορο στην ανάγνωση. Ομως, χωρίς να συνεισφέρει στην πρωτοτυπία των τρόπων ο Χατζηκυριάκου ενορχηστρώνει τα θεματικά του κέντρα με προσοχή ώστε να αποφύγει τα παραπάνω ολισθήματα. Επιλέγοντας το ενσταντανέ της στιγμής πάνω στο οποίο δομεί την εξομολόγηση βασίζεται όχι στον λυρικό συναισθηματισμό που απορρέει από το άμεσο βίωμα αλλά στη διανοητική επεξεργασία που περιστέλλει το συναίσθημα και εκβάλλει σε ρεαλισμό έως αυτοσαρκασμό. Η στωική αποδοχή του αναπόδραστου δεν παύει να προβληματίζει («Μεσήλικο πρωτεύον αυτοαναλύεται»). Η μεταποίηση της πικρής αυτοσυνειδησίας σε ποίηση γίνεται χωρίς ωραιοποιημένο λόγο, με λεξιλόγιο κοινό, απροκάλυπτο, με εικόνες κάποτε σκληρές όπου η φθορά δηλώνεται σωματικά: η γήρανση και η αποσύνθεση της σάρκας, οι εκκρίσεις της ως συνακόλουθα ασθένειας και ανημπόριας: «Τα φευγαλέα ίχνη/ Που αφήνουνε/ Τα μάτια, η ουρήθρα,/Ο πρωκτός, το στόμα:-οξέα κέντρα των αισθήσεων» στο «Τα πρωτεία»). Το πάσχον σώμα βιώνει την εξασθένηση, τη δική του και των άλλων (τα δάκρυα ως σωματική δήλωση της θλίψης) όπως βιώνει πάλι ενσώματα, ως ερωτικό σώμα, με τα ίδια όργανα, τον έρωτα. Ενώ οι προβληματισμοί που κατατίθενται είναι κοινοί, συχνά παράγονται εικόνες ιδιαίτερες και όσο η ανάγνωση προχωρεί πολλά ποιήματα απεγκλωβίζονται από τη στιγμή-αφορμή και γίνονται στοχαστικά υποβάλλοντας μια προσωπική ηθική στάση που βρίσκει συλλογικό αντίκτυπο και που κρατά για τον ποιητικό λόγο την ακρίβεια του επιστημονικού. Με τρόπο αβίαστο φράσεις, στίχοι, τίτλοι άλλων δημιουργών πλέκουν έναν διάλογο, συνήθως άμεσα ορατό, στη βάση των κεντρικών θεματικών της συλλογής, ενώ οι ανιχνεύσιμες επιδράσεις στο ύφος αποδεικνύονται λειτουργικές. Αν και τα ερωτήματα έμειναν -πώς αλλιώς;- αναπάντητα, έδρασε η παραμυθητική λειτουργία της ποίησης, στον βαθμό βέβαια που αυτή μπορεί να σταθεί δραστικά απέναντι στη φθορά του υλικού σώματος, στην οδύνη της απώλειας και στον φόβο του θανάτου. 

https://www.efsyn.gr/tehnes/ekdoseis-biblia/anoihto-biblio/342882_metapoiisi-pikris-aytosyneidisias 

Δεν υπάρχουν σχόλια: