Η Μαγδαληνή
«Μες σε παλάτια, που σα σπήλια αντήχαν απ’ τις μουσικές
κιι αστράβαν απ’ τα μέταλλα και τα δεμένα φώτα,
στα μάγουλά μου, που κανείς δεν τα είδεν ήλιος, οι μοσκιές
γλίστρααν με λάγγεμα πολύ και τα δάγκωναν σαν οχιές·
στην κρουσταλλένια μου φωνή θαμπή εγλιστρούσε νότα.
Στην τεσσεροβασίλεφτη Γιουδαία εγώ μουν η Πηγή :
του κόρφου μου τ’ αμάραντα και μοσκοβόλα κίτρα.
Ωσάν τη φλόγα του κορμιού μου άλλη δε γνώρισεν η Γη,
σαν της αγκάλης μου μεστή καμιά δεν ύπαρχε σιγή.
Ο έρωτάς μου νίκαγε τη Ρώμη τη νικήτρα…
Σκοτάδια είτανε μέσα μου, ξέρα μεγάλη κι αμμουδιά
και στα γλυκά τα χείλια μου πικρά πολύ τα γέλια.
Και μου τινάζαν άξαφνα τ’ αγνώστου φόβοι την καρδιά
και μου κοβόταν η αναπνιά μέσ’ σε φορέματα φαρδιά-
απ’ του θριάμβου την κορφή μακριά βλεπα συντέλεια.
Δεν ήταν άξαφνη αστραψιά. Τούτο συνέβη αργά, σιγά…
Ωραίος δεν είσουν, τίποτα δεν είχες πάνω σου άξο !
Κοίταγες χάμου τα χαλίκια, ως μίλαγες σιγά κι αργά.
Την τρίτ’ ή τέταρτη φοράν άρχισε ο νους μου να ριγά,
κι ως σήκωσες τα μάτια σου, δε βάσταα να κοιτάξω.
Κι ένιωσα ορμή ασυγκράτητη στα πόδια σου να κυλιστώ·
Είδα να σειέται μέσα μου ψυχή παρθένα ως τώρα.
Την εφτυχιά τη γνώρισα στο δόσιμο χωρίς μιστό,
τη λεφτεριά, στο σκλάβωμα σε κάποιο ιδανικό σωστό
και την υπέρτατ’ ηδονή στον πόνον, -άξια γνώρα.
Και στους φτωχούς μοιράζοντας τα υπάρχοντά μου (ασημικά,
διαμαντικά, μεταξωτά, μπαξέδες και παλάτια)
τα βήματά σου ακλούθησα, που κι’ αν τα σβηούσε ταχτικά
στον άμμ’ ο αγέρας του βραδιού, σα φώτα μένανε γλυκά
για πάντα σ’ άμμο και ψυχή και σ’ ακοές και μάτια.
Πράματα νέα δεν έλεγες κι’ ούτε, με λόγια νέα, παλιά.
Από πολλούς κι’ από καιρούς όλα ήταν ειπωμένα.
Μα χες τη δύναμη ν’ ακούς των ουρανών τη σιγαλιά
κι όλα για σένα (κι άψυχα κι’ άνθρωποι) διάφανα γιαλιά
και διάφαν’ η καρδιά του Θεού για σένα – και για μένα !
Κανείς (και πλήθη και σοφοί και μαθητάδες και γονιοί)
δεν ξάνοιγε το σπαραγμό στα θάματά σου πίσω
κι’ αν πρόσμενες το λυτρωμό σου από την άδικη θανή,
εγώ μονάχα το νιωσα, που ήμουνα λάσπη και κοινή,
πόσο, Χριστέ ’σουν άνθρωπος ! Κι’ εγώ θα σ’ αναστήσω!»
Στο ποίημα του «Μαγδαληνή» ο Κώστας Βάρναλης εμπνέεται από τη γυναίκα-σύμβολο της έσχατης ταπείνωσης και εκμετάλλευσης και ασχολείται με το πώς μέσω ενός εσωτερικού μονολόγου θα μπορούσε να αυτοπαρουσιαστεί.
Χαρακτηριστική η μορφή της Μαγδαληνής στη χριστιανική θρησκεία, εκπροσωπεί το σθένος και τη ψυχική δύναμη του ανθρώπου, που καταφέρνει να αλλάξει τον τρόπο ζωής και την καθημερινότητά του και να ακολουθήσει βίο ενάρετο και σύμφωνο με τη φιλοσοφία του Χριστού.
Πρόκειται για τη γυναίκα εκείνη που έζησε την υπέρτατη ηδονή αλλά και το βαθύτατο πόνο. Τη γυναίκα που στιγμάτισε ο έκλυτος βίος αλλά και η απόλυτη εξιλέωση. Για τη γυναίκα που αφιερώνεται στην υπέρτατη αλήθεια, τον Ιησού και ως άνθρωπος πονά αλλά και κατακτά τη δικαίωση.
Αληθινά εξομολογητική αναφέρεται στην προηγούμενη ζωή της και αναλυτικά παρουσιάζει τη μεταστροφή της. Η τελευταία προκύπτει όταν συνειδητοποιεί την πραγματική αξία, την ουσία της ζωής, που δεν είναι άλλη από την οριοθέτηση, υιοθέτηση και πιστή ακολουθία του Ιδανικού.
Ως Ιδανικό παρουσιάζεται η συνειδητοποίηση της μοναδικότητας του Κυρίου και η απόλυτη και ηθελημένη έκτοτε αλλαγή της Μαγδαληνής.
O Xριστός-άνθρωπος απαλλάσσει την ανθρωπότητα από τα δεσμά της και ο ποιητής-δημιουργός απαλλάσσει τη Μαγδαληνή από τις ενοχές.
Εκτός από τον Βάρναλη κι άλλοι σπουδαίοι Έλληνες δημιουργοί προσπάθησαν να αφήσουν στην αιωνιότητα μέσω της γραφής τους την αγαπημένη παρουσία της θελκτικής αυτής γυναίκας. Γνωστοί είναι ο Καζαντζάκης και ο Χριστιανόπουλος. Η ιδιαιτερότητα στη γραφή του Βάρναλη όμως είναι το πώς μέσα από την αισθαντικότητα περνά τα μηνύματα του. Είναι εμφανές ότι –και λόγω του ότι δήλωνε άθεος – για εκείνον το δίλημμα στην εξιστόρηση της ιστορίας της Μαγδαληνής είναι το πώς πρέπει να παρουσιαστεί η διττή ιστορική της πορεία, που μπορεί να μην συνέπεσε η μια με την άλλη μορφή της αλλά είναι παραπάνω από σίγουρο ότι υπήρξαν και διαμόρφωσαν όχι μόνο το χαρακτήρα της αλλά και ένα χριστιανικό πρότυπο.
Τι ήταν τέλος πάντων η Μαγδαληνή για τον Βάρναλη: ιέρεια του έρωτα ή αγία μετανοίας;. Χωρίς άλλη σκέψη και χωρίς κανέναν επηρεασμό από συντηρητικούς κύκλους ο Βάρναλης αποδεδειγμένα – μέσω της γραφής του- τη θεωρούσε το δεύτερο. Χωρίς να υποκρύψει τον πρότερο βίο της, τον παρουσιάζει με αισθαντικότηα και νηφαλιότητα στη δεύτερη στροφή του ποιήματος:
«Στην τεσσεροβασίλεφτη Γιουδαία εγώ μουν η Πηγή :
του κόρφου μου τ’ αμάραντα και μοσκοβόλα κίτρα.
Ωσάν τη φλόγα του κορμιού μου άλλη δε γνώρισεν η Γη,
σαν της αγκάλης μου μεστή καμιά δεν ύπαρχε σιγή.
Ο έρωτάς μου νίκαγε τη Ρώμη τη νικήτρα…»
Χωρίς ίχνος χυδαιότητας αλλά με διάσπαρτο ερωτισμό αποκαλύπτει τη σημαντότητα της γυναικείας παρουσίας, την κινητήριο δύναμη της ύπαρξης, τη γυναίκα μέχρι τη μεγάλη στιγμή: καθοριστική η συνάντηση με τον Ιησού.
Το πόσο καταλυτική ήταν αυτή για τον ψυχισμό της Μαγδαληνής αποκαλύπτει ο Βάρναλης μέσω της έκτασης που δίνει στο ποίημα όταν εξιστορεί, πάντα με ρυθμικότητα και με παλμό, τη σχέση των δύο καταλυτικών μορφών, του Ιησού και της Μαγδαληνής.
Ό,τι έγινε, συνέβη αργά – αργά, ο νους άρχισε να ριγά και η ζωή της να αποκτά νόημα. Η παρουσίαση αυτής της αλλαγής και ο μετέπειτα καθορισμός συμπεριφοράς και επιλογής ζωής χρειάζεται τέσσερις από τις οχτώ στροφές του ποιήματος για να καταγραφεί. Προφανώς γιατί και έτσι ο ποιητής δίνει το μεγαλείο του ανθρώπου που αποφασίζει να αλλάξει ρότα και να υπερασπισθεί κάτι μοναδικά σπουδαίο. Εγκαταλείποντας όλα τα υλικά αγαθά και υπηρετώντας το ιδεατό, η Μαγδαληνή λυτρώνεται αλλά και εξυψώνεται.
Είναι η ηρωίδα για τον ποιητή, η αγία μετανοίας για τον άθεο Βάρναλη που δύναται μαζί με τον Ιησού διάφανα να προσεγγίσει το θείο στην πλήρη του μορφή αλλά και εκείνη που σπαρακτικά θα πονέσει για τον άδικο χαμό του ιδανικού αγαπημένου αλλά και μεταφυσικά θα μπορέσει να τον αναστήσει ξαναδίνοντας του ζωή!
Ποιος άλλος θα μπορούσε να το καταφέρει παρά μόνο μια Αγία μετανοίας;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου