12.5.22

Δημήτρης Χριστόπουλος, «Τζίντιλι», εκδ. Το Ροδακιό, 2021 (γράφει η Ελένη Σ. Αράπη)


Ο Δημήτρης Χριστόπουλος με το μυθιστόρημα του «Τζίντιλι» ρίχνει φως στις επιπτώσεις της εκβιομηχάνισης, εστιάζοντας στις αντιλήψεις μιας κοινωνίας που στην προσπάθεια της να εξελιχθεί διαπράττει εγκληματικά λάθη εις βάρος του περιβάλλοντος. Η οικολογική καταστροφή, τόσο σε τοπικό επίπεδο (λόγω των λιγνιτωρυχείων) όσο και σε παγκόσμιο, δεν είναι το μοναδικό θέμα που θίγει ο συγγραφέας. Στο σπονδυλωτό αυτό μυθιστόρημα, όπου σε κάθε κεφάλαιο αναπτύσσονται παράλληλες ιστορίες (πρωτοπρόσωπης ή τριτοπρόσωπης αφήγησης) και όλες ενώνονται γύρω από τα Σόθιψα, (μια μικρή ορεινή κοινότητα στο Σινιάτσικο της Εορδαίας, τόπος στα όρια του φανταστικού και πραγματικού), θίγονται θέματα που έχουν να κάνουν με τον εμφύλιο, την κρίση της οικογένειας και των αξιών αλλά και υπαρξιακά ζητήματα όπως ο θάνατος, η φθορά, η μοναξιά και η αλλοτρίωση. Ο βασικός αφηγητής, ο άνθρωπος «της απέναντι όχθης», όπως χαρακτηριστικά παρουσιάζεται στον άτιτλο πρόλογο αφηγείται τις ιστορίες στον ακροατή – αποδέκτη – συγγραφέα, γιατί δεν μπορεί να αντέξει άλλο το βάρος των μυστικών, το βάρος των λέξεων. Είναι ένας «αόρατος και άπιαστος», ανώνυμος παρατηρητής που έζησε την καταστροφή και δεν θέλει να ξεχαστεί. Είναι ο «Καθρέφτης του Ανέμου» που βίωσε τη μεγάλη ουτοπία του ταξιδιού και έχει μάθει να αφουγκράζεται το αλφαβητάρι του Ανέμου. Ο συγγραφέας αποσβολωμένος ακούει την εγγαστρίμυθη φωνή του αφηγητή (πρόλογος) που κατοικεί στα σωθικά του, στο μεταίχμιο μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας, καθιστώντας μας κοινωνούς σε εκείνο το αλλόκοτο Πάσχα που στήσανε χορό οι πεθαμένοι με τους ζωντανούς «Την Ημέρα των Ψυχών. Στον Τόπο των Νεκρών», με τον αχό του ανέμου στις φλέβες τους, λίγο μετά από την βιβλική καταστροφή, λίγο πριν από την μεγάλη έξοδο. Εκείνο το Πάσχα που ο σφοδρός άνεμος γέμισε τα πανιά του πέτρινου πειρατικού «Τόπου με τα Μεγάλα Μάτια» και αφέθηκε να ταξιδεύει δίχως ταυτότητες και σωσίβια, συντροφιά με τις Τζίντες, τις νεράιδες του Ανέμου. Το πειρατικό συνειρμικά μας παραπέμπει στην ιστορία του καραβιού θρύλος «Ματαρόα*». Είναι ίσως οι Έλληνες που έφυγαν από αυτόν τον τόπο για να ορίσουν κάπου αλλού τη μοίρα τους, μα αυτόν τον Τόπο τον κουβαλούν μέσα τους συνεχώς, σκορπισμένοι στις τέσσερις γωνιές της οικουμένης, αυτοί και τα παιδιά τους, ταϊζοντας τα όνειρα με τις λέξεις τους μέχρι να λιώσουν και οι τελευταίες, δια στόματος των νεκρών τους, μα και κυρίως μέσω της φωνής του Ανέμου. Μια πολυεπίπεδη ιστορία με πληθώρα προσώπων, αφηγηματικών φωνών και με έκδηλη τη μπαχτινική διαλογικότητα, όπως φαίνεται μέσα από την εναλλαγή του μακροπερίοδου και μικροπερίοδου λόγου, την εικονοπλαστική δύναμη των περιγραφών, τον κυρίαρχο ποιητικό λόγο, την προφορικότητα αλλά και τη χρήση πολλών διαλέκτων (ποντιακά, βλάχικα) Οι περισσότεροι χαρακτήρες του Χριστόπουλου ακόμα και οι δευτερεύοντες είναι σφαιρικοί, ενδιαφέροντες τύποι, με ένα ιδιαίτερο διακριτικό στοιχείο και με μια πληγή ανοιχτή. Στη συγκεκριμένη παρουσίαση θα επικεντρωθούμε στον ρόλο των κυρίαρχων γυναικείων μορφών για την εξέλιξη της αφηγηματικής πλοκής. Ο ίδιος ο τίτλος του μυθιστορήματος «Τζίντιλι» (ανεμοστρόβιλος στα βλάχικα) μας παραπέμπει στις Τζίντες «οι βόρειες αύρες των ορέων και των κοιλάδων», «οι τέσσερις νεράιδες του βουνού», «που κρατούν σαν Άτλαντες στους λιγνούς τους ώμους τον άξονα της γης, κι άμα χαθούν ο κόσμος όλος θα βυθιστεί στο χάος…», «τέσσερα ξωτικά που κινούνται με τη μορφή ανεμοστρόβιλου χορεύοντας και τραγουδώντας και μπορούν να πάρουν τα λογικά ή τη φωνή ενός ανθρώπου αν αυτός κοιμηθεί στο σημείο που αυτές χορεύουν ή να θυμώσουν άγρια αν κάποιος πειράξει το καταφύγιό τους ή σκάψει τη γη τους…». Οι Τζίντες λοιπόν είναι η φωνή της μάνας φύσης που από τη μια φροντίζει και θρέφει τα τέκνα της, μα από την άλλη είναι έτοιμη να τα καταποντίσει αν διαπράξουν ύβρη και υπερβούν τα μέτρα. Οι Τζίντες από την αρχή προοικονομούν τον χαμό των ιερόσυλων. Δεν είναι ούτε καλές ούτε κακές. Είναι δίκαιες και επιβάλλουν την ισορροπία. «Αλίμονο σ’ όσους επιζήσουν και βλαστημούν και δε μετανιώνουν για τα έργα τους, όταν ακουστεί η σάλπιγγα και λυθούν οι Τζίντες των βουνών, με το κλειδί που κρατούν θα ανοίξουν το πηγάδι του Κάτω Κόσμου». Η γριά Σόμαινα μια από τις τραγικότερες γυναικείες μορφές, η οποία είναι μαλωμένη με τον θάνατο, με εσώψυχα που αιμορραγούν συνεχώς, έχει βιώσει τον χαμό όλων της των παιδιών. Γνωρίζοντας το αλφαβητάρι του Ανέμου, ίσως και η ίδια κάποτε αερικό, με διακριτικό της στοιχείο τον κεφαλόδεσμο, ξεστομίζει τα μελλούμενα, προειδοποιεί, προοικονομεί χωρίς δυστυχώς να μπορεί να βάλει τέλος στο επερχόμενο κακό, ακόμα και όταν αυτό της χτυπάει «με τα ξυλοπάπουτσα του» την πόρτα. Η γριά Σόμαινα εκφράζει σε ολόκληρο το έργο την οικολογική συνείδηση, τη λατρεία και το σεβασμό στη φύση, τη λαχτάρα «να μείνει άθικτο το δέρμα της γης». Φυσάει τον κώδωνα του κινδύνου. Προειδοποιεί « Να διαβάζεις τον άνεμο όπως ο τυφλός, με τα δάχτυλα». Προφήτισσα, «μάγισσα», Κασσάνδρα που «καταπίνει σαν φασόλια τα λόγια που θέλει να πει» στον γιο της Λεωνίδα και που μάταια τον κρατά σφιχτά για να μην τον φτάσουν οι κακοί, τον προειδοποιεί ότι ο φίλος του Γιάννος «στον πάτο θα τον πνίξει», μα ο ασκός του Αιόλου έχει ανοίξει και η ύβρις με τον πνιγμό του θα πληρωθεί. Τέλος τραγική φυσιογνωμία και «αλλοπαρμένη» αφού μετά τον χαμό των τριών κοριτσιών της συνομιλεί με τον Άνεμο, απευθύνεται στα «βραχιόλια» δεσμά, χειροπέδες «που σφίξανε τα τρυφερά χεράκια» και ζητά από τον άνεμο Ζέλμπα να δει τα παιδιά της, προοικονομώντας για μια ακόμη φορά τον επερχόμενο χαμό «Τώρα πια όλα έχουν ειπωθεί. Τώρα όλα έχουν γίνει. Κορούλες μου, θ’ ανταμώσουμε πάλι στη στάχτη. Τ’ ακούτε; Στη στάχτη. Βροχή από στάχτη τούτος ο τόπος», μα και από λάσπη «Λάσπες, κάποια στιγμή η γη θ’ αρρωστήσει βαριά και όλα θα τα σκεπάσουν οι λάσπες σαν πέσει το μεγάλο θανατικό που για χρόνια πολλά θα κρατήσει». Μια εξίσου τραγική φιγούρα είναι η Ουρανία «η μικρή Ολλανδέζα με τις δυο ξανθές πλεξούδες», η νύφη της Σόμαινας, η γυναίκα του Λεωνίδα, που χάθηκε στον πάτο της Λίμνης των Σκελετών. Η Ουρανία καρκινοπαθής αποτέλεσε θύμα της «μαύρης σκόνης», μα και θύμα της απληστίας του Γιάννου. Με τη φωνή της Ουρανίας ο αφηγητής μεταφέρει όλες οι στερεοτυπικές αντιλήψεις για τον ρόλο της γυναίκας, η οποία ήταν κλεισμένη στο σπίτι, έφτιαχνε μανιταρόπιτες και υπηρετούσε αμίλητη τον άντρα της. Η Ουρανία όπως και όλες οι μανάδες στο «Τζίντιλι», προειδοποιεί τον γιο της Βασίλη «Προχτές ήταν ο πατέρας σου. Αύριο εσύ…ούτε να διανοηθείς να δουλέψεις στα ορυχεία, εσύ είσαι προορισμένος για άλλα, να ξεφύγεις από τη μοίρα του πατέρα σου». Η γρια Σόμαινα, η οποία την αντιμετωπίζει σαν κόρη της, παίζει κομβικό ρόλο στην διάσωση της τόσο από τον καρκίνο (της χαρίζει έναν κεφαλόδεσμο, τον οποίο η Ουρανία δεν τον αποχωρίζεται ποτέ, ούτε καν στον τάφο της) όσο και από τον «καρκίνο» Γιάννο, που απρόσκλητος προσπαθεί να βεβηλώσει τη μια τα σπλάχνα και την άλλη την καρδιά της. Συμμετέχει κι αυτή στον «Τόπο με τα Μεγάλα Μάτια», αφού έχει πληρώσει με τη ζωή της το εισιτήριο, με μοναδικές αποσκευές ένα ημερολόγιο καταστρώματος, ίσως του Σεφέρη και ένα ολοκαίνουργιο ζευγάρι παπούτσια νούμερο 44, συμβολίζοντας τα χρόνια που έζησε ή μήπως που δεν έζησε και λαχταρούσε να ζήσει. Μαζί της ανεβαίνει στο σκαρί με φύλλα λεμονιάς στα χέρια η Μάγδα, ίσως για να σβήσει από τη σάρκα και την ψυχή της την αποκρουστική μυρωδιά του Γιάννου. Η Μάγδα αποτελεί την πιο εγκλωβισμένη από όλες τις ηρωίδες, αφού λόγω της υπακοής στους γονείς και τον άντρα της, κατέστρεψε τη ζωή της. Προσπαθεί να προστατεύσει τον γιο της Γρηγόρη από τον επερχόμενο χαμό «να μου το ορκιστείς, σ’ αυτό δε θα δουλέψεις ποτέ, εκεί μυρίζει θάνατο, εκεί ένας νεκρός πλανήτης», μα και να χειραφετήσει την κόρη της Ανδριανή λέγοντας της ότι «η ζωή δεν είναι έγχρωμη σαπουνόπερα», «να κάνεις αυτό που θέλεις πραγματικά και μη φοβάσαι τι θα πει ο πατέρας σου και ο κόσμος, εγώ είμαι εδώ». Μανιακή με την καθαριότητα, προσπαθεί να ξεπλύνει «τα βρώμικα αποτυπώματα» που άφηνε παντού ο άντρας της και τη μυρωδιά της απουσίας του που «μύριζε φτηνό αλκοόλ και γυναικεία αρώματα». Ζει αμίλητη στο όνειρο που της προσφέρει η TV «για να ξεχνά, αυτόν που την ξεχνά». Η κατάθλιψη πιστός σύντροφός της, όπως και οι χειροπέδες με τις οποίες ο Γιάννος της έδεσε τη ζωή. Καταφέρνει έστω και για λίγο να το σκάσει από τα δεσμά, μα ο χαμός του γιου της Γρηγόρη, την οδηγεί στην αυτοκτονία με «ένα σωρό αχρησιμοποίητα εισιτήρια τρένων και πλοίων» με ένα σωρό ανεκπλήρωτα όνειρα. Η Μίρκα είναι μια συγκλονιστική γυναίκα, στην οποία ενώ ο αφηγητής αφιερώνει ένα μικρό κεφάλαιο, την κουβαλά και την αναφέρει με διάφορες μορφές καθόλη τη διάρκεια του έργου. Η Μίρκα αντιπροσωπεύει την αδέσμευτη γυναίκα, θα τολμούσα να πω, την ίδια την ιδέα της Ελεύθερης Ελλάδας. Είναι η ενσάρκωση της ουτοπίας, ο Τόπος με τα Μεγάλα Μάτια, η «Ματαόρα*», ο ίδιος ο Πόθος, η κοιμώμενη βουνοσειρά, η ιερή χαράδρα με τους πολύτιμους σπόρους που μόνο «οι επίμονοι ερευνητές που διακριτικά κάνουνε τις μετρήσεις τους» επιτρέπετε να αγγίξουν. Η Μίρκα είναι η βακχεία. Είναι η κιμωλία και το παραμπέλ. Η δασκάλα και η αντάρτισσα. Η ομορφιά και το αγρίμι. Η ανδρεία και η ανδρεία. Η καφετιά αρκούδα και η μεγαλοψυχία. Το γέλιο, το λακκάκι στα μάγουλα. Η θυσία και η λάβα. Η «να με θυμάμαι… να με θυμάμαι… να μη με ξεχνώ». Η ενθύμηση και η αγάπη. Η «να αγαπάμε ό,τι μας περιέχει». Η ιστορία που χάθηκε στον χρόνο. Η πραγματική ιστορία. Τα χέρια τα υψωμένα που διεκδικούν τα δικαιώματά τους. Η καρδιά. Η σκέψη. Το πάθος. Ο λόγος της γραφής. Τελευταία η Σιμέλα, η εγγονή της γριάς Σόμαινας, η μικρή Τζίντα, το Τζίντιλί της, όπως χαρακτηριστικά την αποκαλούσε, η οποία μεγάλωσε με τα παραμύθια της μάμμας και διακριτικό στοιχείο έχει έναν αγορασμένο αρκούδο για μπαμπά. Η μικρή Τζίντα, μας προτρέπει «να αλλάξουμε κόσμο, για να σώσουμε τον κόσμο», το ίδιο λέει και ο Γιάννος όταν μετά τον χαμό του γιού του Γρηγόρη, μέσα στην παράκρουσή του αρχίζει επιτέλους να βλέπει με Μεγάλα Μάτια «Ο γιος μου δεν πέθανε, μόνο άλλαξε κόσμο για να σώσει τον κόσμο». Αυτό κάνουν λοιπόν οι εναπομείναντες, ανταμώνουν τους νεκρούς τους «Την Ημέρα των Ψυχών. Στον Τόπο των Νεκρών», δίνουν τα χέρια και σαν τις Τζίντες χορεύουν και τραγουδάνε, επιβιβάζονται στο πέτρινο σκαρί, στον Τόπο με τα Μεγάλα Μάτια, «ξέροντας να κυβερνάνε οι ίδιοι τον εαυτό τους και να ζουν σε έναν κόσμο πέρα από τον εαυτό τους» αλλάζουν τον κόσμο, για να σώσουν τον κόσμο! Όσο για τον «Τόπο με τα Μεγάλα Μάτια», υπάρχει, στα αλήθεια! Εκεί οι νεκροί κρατάνε ακόμα τη μυρωδιά τους κι οι ζωντανοί χάνονται στ’ άγγιγμά τους. Εκεί αγαπάμε ό,τι μας περιέχει. Μας αγαπάμε. Ζητάμε το αδύνατο. Ζούμε το όνειρο. Εκεί μιλάμε με τον άνεμο. Με λέξεις που καίνε σαν κάρβουνο, γράφουμε.
 Βιβλιογραφία
 1. Peter Barry, Γνωριμία με τη θεωρία (Βιβλιόραμα, 2013)
 2. Γιώργος Σεφέρης, Ποιήματα (Ίκαρος, 1998) 
3. https://www.kathimerini.gr/culture/310004/mataroa-to-ploio-tis-megalis-fygis/ 
*Ματαόρα σημαίνει «η γυναίκα με τα μεγάλα μάτια» στα πολυνησιακά. Είναι το καράβι που προσέφερε διέξοδο στο Παρίσι τα Χριστούγεννα του 1945 σε 200 Έλληνες νέους επιστήμονες και καλλιτέχνες. (Μεταξύ των οποίων ήταν ο Κορνήλιος Καστοριάδης, ο Κώστας Αξελός, ο Νίκος Σβορώνος, η Μάτση Χατζηλαζάρου)

Δεν υπάρχουν σχόλια: