Γιάννης Καλογερόπουλος
Επιμέλεια: Μισέλ Φάις
Είναι ένα σκληρό βιβλίο, στεγνό από συναίσθημα, χωρίς καμία διάθεση για καθοδήγηση και εκβιασμό, γι’ αυτό και συγκλονιστικό ως αναγνωστική εμπειρία.
Στη Λα Ματόσα, πέντε παιδιά θα αντικρίσουν μια μέρα ένα θέαμα φρικτό· το σάπιο πρόσωπο ενός πτώματος που είχε ξεβράσει το νερό στον κίτρινο αφρό του, ανάμεσα στα ζαχαροκάλαμα και τις πλαστικές σακούλες, μια σκοτεινή μάσκα που εξείχε ανάμεσα σε μυριάδες μαύρα φίδια και χαμογελούσε. Την έλεγαν Μάγισσα. Γύρω από το πτώμα της, η Μελτσόρ θα στήσει ένα πολυφωνικό γαϊτανάκι, αποτελούμενο από πρόσωπα που εμπλέκονται στη δολοφονία. Εραστές, πελάτες, γείτονες, περαστικοί. Ο αφηγητής της ιστορίας αυτής δεν είναι παντογνώστης.
Κανείς δεν γνώριζε πραγματικά τη Μάγισσα και τώρα πια είναι οριστικά αργά. Ρόλος του αφηγητή είναι να αθροίσει τις λέξεις, να ενώσει τα διάφορα κομμάτια. Κάθε πρόσωπο που εισέρχεται στη σκηνή παρουσιάζει τη δική του εκδοχή, που θα τον αθωώσει, που θα τον απαλλάξει από τύψεις και ενοχές, που θα πάρει τα μάτια της δικαιοσύνης από πάνω του, που θα του επιτρέψει να εκμεταλλευτεί την περίσταση. Ελάχιστα πράγματα μαθαίνουμε για εκείνη, κι εκείνα σκόρπια, ένα σωρό φήμες, ούτε ένας καλός λόγος. Κάθε εκδοχή συνδαυλίζει τη φρίκη, την εντείνει, την καθιστά ανυπόφορη. Η σιωπή της νεκρής, εκκωφαντική. Η εποχή των τυφώνων σε ορισμένα μέρη δεν τελειώνει ποτέ. Κανείς πια δεν θυμάται πότε άρχισε.
Η εποχή των τυφώνων είναι ένα νουάρ μυθιστόρημα. Υπάρχει ένα έγκλημα και η αναζήτηση των δολοφόνων, ενώ το ρεαλιστικό στοιχείο επικρατεί. Η Μελτσόρ, γεννημένη το 1982 στη Βερακρούς του Μεξικού, δεν είναι παιδί του Μπολάνιο, όπως ίσως κάποιος βιαστεί να ισχυριστεί για τον τρόπο της να πραγματεύεται τη φρίκη. Το κεφάλαιο με τις δολοφονίες στο «2666» σ’ εκείνη θυμίζει την ανάγνωση του τοπικού Τύπου και όχι κάποια μυθοπλαστική υπερβολή, που κάποιους αναγνώστες, σε μέρη μακρινά, τους προκάλεσε έως και ανία.
Η μυθοπλασία αποτελεί ένα καταφύγιο από την πραγματικότητα, ισχύει και για τους δημιουργούς αυτό, η ομορφιά δεν είναι μια στιλιζαρισμένη παραμόρφωση του κόσμου, αλλά μονόδρομος εξόδου απ’ αυτόν. Η σύγχρονη γυναικεία λογοτεχνία από τη Λατινική Αμερική το φωνάζει. Στις ευχαριστίες της συγγραφέως, ανάμεσα σε άλλους, αναφέρει κι εκείνον που τη σωστή στιγμή της πρότεινε «Το φθινόπωρο του πατριάρχη», ανάγνωση που εκ του αποτελέσματος αποδείχτηκε καθοριστική για τον τρόπο με τον οποίο η Μελτσόρ κατασκεύασε την αφήγησή της.
Επιλέγει τον μακροπερίοδο λόγο, μια επιλογή απαιτητική, όχι μόνο ως προς τις τεχνικές δυσκολίες, αλλά και γιατί είναι μια συγγραφική απόφαση που, για να σταθεί, οφείλει να δικαιολογείται, ειδάλλως πρόκειται για κενή επίδειξη. Στην υλοποίηση η Μελτσόρ τα καταφέρνει περίφημα. Λεπτοδουλειά και ταλέντο συνδυάζονται μοναδικά.
Πετυχαίνει να δημιουργήσει το εφέ του τυφώνα, μια λεκτική δίνη που εγκλωβίζει τον αναγνώστη και τον παρασέρνει στο πέρασμά της. Μια αφήγηση που περιστρέφεται διαρκώς, όπως οι μύγες, γύρω από το πτώμα τής Μάγισσας, απ’ όπου κρέμονται οι υποϊστορίες των κατοίκων της Λα Ματόρα. Η χειμαρρώδης αφήγηση έρχεται σε ευθεία σύγκρουση με την εκκωφαντική σιωπή της νεκρής, καθιστώντας έτσι τον μακροπερίοδο λόγο οργανικό μέρος της πλοκής.
Επιβάλλει τον αναγνωστικό ρυθμό, επιτείνει την ενόχληση, το αίσθημα της ζάλης, αυτή η ιστορία δεν θα τελειώσει ποτέ, ούτε με τον θάνατο της μάγισσας, δεν υπάρχει έξοδος κινδύνου, κάποια επόμενη περιμένει στη σειρά, κανείς να μην μπορεί να κλείσει τα μάτια μπροστά στη φρίκη, η τελεία αργεί.
Ομως, ταυτόχρονα, η αφήγηση αυτή ασκεί έντονη αναγνωστική γοητεία, η ακρίβεια των λέξεων, η συνύπαρξη πεζού και πλάγιου λόγου, οι εναλλαγές στην απεύθυνση, η συνάρμοση των επιμέρους κομματιών· γοητεία που αφήνει μια ανάμεικτη γεύση.
«Η εποχή των τυφώνων» είναι ένα σκληρό βιβλίο, στεγνό από συναίσθημα, χωρίς καμία διάθεση για καθοδήγηση και εκβιασμό, γι’ αυτό και συγκλονιστικό ως αναγνωστική εμπειρία. Η μετάφραση της Αγγελικής Βασιλάκου συμβάλλει αποφασιστικά. Πώς να πεις μου άρεσε για μια τέτοια ιστορία, που διαβάζοντάς τη νιώθεις λερωμένος, μέρος αυτής της ανθρωπότητας καθώς είσαι. Και όμως, η Μελτσόρ στύβει τον ζόφο και ας είναι να στάξουν δυο σταγόνες μονάχα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου