«Κάναν’ τη γλώσσα ρούχο-τους,
τη μνήμη-τους πατρίδα»
Η πάνοπλη και ανίερη μνήμη φαίνεται πως πολιορκει και σφυροκοπα τον Γιώργο Θεοχάρη απο τα πρώτα βήματα της ποιητικης πορείας-του με αποτέλεσμα να τον εξουθενώνει, ψυχικα και σωματικα, και τον ποιητη να κραυγάζει απεγνωσμένα πως «η μνήμη ματώνει», δίνοντας κάποιες φορες στον
αναγνώστη την αίσθηση πως τα πράγματα οδηγούνται σε επικίνδυνο σημείο, πως έχει χάσει πια τις δυνάμεις και τις αντιστάσεις-του και πως βρίσκεται λίγο πριν την τελικη πτώση, δηλαδη λίγο πριν τινάξει τα κώλα.Θέλω να επισημάνω πως είναι λίγες οι περιπτώσεις όπου η μνήμη έχει καταδυναστεύσει και περισφίξει με τέτοιο σκληρο τρόπο, και κυρίως σε τέτοια έκταση, τον λογισμο νεοέλληνα ποιητη, όσο του Γ. Θεοχάρη, συγκρινόμενος ειδικα με τους ποιητες της γενιας του ’70, στην οποία γενεαλογικα (και θεματολογικά ) ανήκει, αλλα και σπάνια η τετραπέρατη μνήμη απελευθέρωσε και αναζωογόνησε σε τέτοιο εντυπωσιακο βαθμο την έμπνευσή-του και συνάμα τροφοδότησε και πλούτισε τόσο γενναιόδωρα της γραφη-του!
Με άλλα λόγια, η μνήμη, τόσο η βιωμένη όσο και η επίκτητη, εννοω εκείνη που η λειτουργία-της επιτυγχάνεται (εκ των υστέρων) με μηχανικα ή τεχνικα μέσα, αποτέλεσε τον καλύτερο τροφοδότη της ποίησής-του, με την έννοια ότι μεγάλο μέρος-της είναι κυριολεκτικα γαντζωμένο, εδραιωμένο και ανεπτυγμένο πάνω σε αυτη την ανθρώπινη διανοητικη διεργασία, που την έχει κιόλας σημαδέψει, αμαυρώνοντας το πρόσωπό-της με την κρύα, τη θανατερη δαχτυλια-της. Αυτος ο πρόδηλος εναγκαλισμος της μνήμης με τον ποιητη είναι επόμενο να δημιουργει μεταξυ-τους και μία ιδιόμορφησχέση, που άλλοτε γίνεται τρυφερη και γλυκια και άλλοτε σκληρη και φαρμακερη. Προσωπικα, έτσι όπως εκδηλώνεται και συμπεριφέρεται η μνήμημέσα απο την ποίηση του Γ. Θεοχάρη, την αισθάνομαι σαν μία στρουμπουλή, ναζιάρα και προκλητικη ερωμένη που μπορει να τον απωθει αισθητικα αλλα συγχρόνως και παραδόξως τον ελκύει σεξουαλικα.
Θέλω να επισημάνω πωςμεταξυ του ποιητη και της μνήμης παίζεται ένα σχιζοειδες παιγνίδι, σίγουρα αντιφατικο, όμως και αρκετα ενδιαφέρον απο πολλες απόψεις, γιατι είναι στηριγμένο στα στοιχεία της έλξης και της απώθησης, της στοργης και του μίσους, της αδράνειας και της πνευματικης ευφορίας. Δεν είναι τυχαίο, λοιπον, που ο ποιητης νιώθει την μνήμη άλλοτε σαν αρραβώνα στο χέρι-του, ουρανο πάνω απο το κεφάλι-του, τράπεζα που καταθέτει το πνεύμα-του, πατρίδα που ζεσταίνει το σώμα-του και άλλοτε σαν θάλασσα μαύρη ή κρύο κενοτάφιο κ.ά.
Αυτο, πιστεύω, είναιτο γενικο συμπέρασμα που μπορει να εξαχθει μέσα απο την ανάγνωση του συγκεντρωτικου τόμου που περιέχει τις πρώτες τέσσερις ποιητικες συλλογες-του, καθως και μία σειρα απο πρωτόλεια ποιήματα, με συναισθηματικη και ιστορικη αξία, που βλέπουν για πρώτη φορα το φως της δημοσιότητας μέσα απο αυτο τον τόμο.
Συγκεκριμένα, στον εν λόγω τόμο που τιτλοφορείται Πιστοποιητικα Θνητότητας-Ποιήματα 1970-2010 και εκδόθηκε τον Μάρτιο του 2014 απο το βιβλιοπωλείο Σύγχρονη Έκφραση, περιλαμβάνονται, κατα σειρα χρονολογίας έκδοσής-τους, οι εξης συλλογες:
- Πτωχον μετάλλευμα (1990)
- Αμειψισπορα (1996)
- Ενθύμιον (2004)
- Απο μνήμης (2010)
Στο τέλος του τόμου υπάρχουν και τα «Ποιήματα των ημερων εκείνων (1967-1974)», που είναι, όπως είπα, τα πρωτόλεια ποιήματα που είχε εμπνευσθει και γράψει ο ποιητης εκείνα τα δίσεκτα χρόνια, όπου ο ψυχοφθόρος φόβος που ανέκυπτε απο την εγκληματικη δράση των παραφρόνων δικτατόρων, που λυμαίνονταν την Ελλάδα για επτα ολόκληρα χρόνια, έβαφε τα πάνταστο μαύρο και πένθιμο χρώμα. Επιπλέον, στον συγκεντρωτικο τόμο, υπάρχει και ένα περιεκτικο επίμετρο της Μαρίας Ν. Ψάχου που αποτυπώνει με διεισδυτικη ματια την άποψή-της για αυτα τα πρώιμα ποιήματα.
Βέβαια, η εκδοτικη δραστηριότητα τουΓ. Θεοχάρη δεν σταματάει στο 2014, εννοω με την έκδοση αυτου του συγκεντρωτικου τόμου. Απεναντίας, μετα τα Πιστοποιητικα Θνητότητας, κυκλοφόρησαν στην αγορα άλλες δύο ποιητικες συλλογες-του. Πρόκειται για την Πλησμονη οστων, που κυκλοφόρησε το 2018, και Ότι εγκρατης η επικράτεια-Ολιγόλεκτα και Χαϊ Κου, που κυκλοφόρησε το 2019, και οι δύο εκδομένες στην Αθήνα, οι οποίες όμως δεν συνυπολογίζονται και δεν εξετάζονται στην παρούσα εργασία, λόγω της θεματικης και υφολογικης, κατα κάποιον τρόπο, διαφοροποίησή-τους.
Ο αναγνώστης, σε ό,τι αφορα τη μνήμη και τη λειτουργία-της στα ποιήματα του Γ. Θεοχάρη, διαβάζοντας τα Πιστοποιητικα θνητότητας, εκ των πραγμάτων, θα διαπιστώσει πως τα ζεύγη των λέξεων «μνήμη-μνήμες» και «θυμάμαι-Θυμήθηκα» επαναλαμβάνονται δεκάδες φορες μέσα στην ποίησή-του, διαβρέχοντας και διαποτίζοντας πραγματικά μεγάλο μέρος-της, κάνοντάς-την ταυτόχρονα να μοιάζει, κατα τον χαρακτηρισμο-του, με μνημονοφυλάκιο.
Ακόμη, θα διαπιστώσει πως είναι δεκάδες και οι στίχοι που συγκροτούνται πάνω στη διαδικασία της μνήμης, μέσα απο τους οποίους φανερώνεται διάπλατα και το ηθικο έρμα-του, αλλα και η βάσανος και η δυστυχία που του επιφέρει η λειτουργία-της, με τον ποιητη όμως να υπαινίσσεται ακόμη και χειρότερα πράγματα, γιατι «και η ποίηση/ αδυνατει να μεταφράσει τη δυστυχία της μνήμης», όπως αποκαλύπτει στο ποίημα που τιτλοφορείται «Γύρω γύρω όλοι» (σ. 135).
Κοντολογις, ο αναγνώστης θα αντιληφθεί πως η λέξη «μνήμη», με όλο το συναισθηματικο φορτίο που κουβαλα, –«Θυμήθηκα, λυπήθηκα, θυμούμαι και λυπούμαι» (σ. 207)–έχει δεσπόζουσα και κυρίαρχη θέση σε αυτες τις πρώτες συλλογες του Γ. Θεοχάρη, εκ των οποίω νη μία συλλογη φέρει τη λέξη«μνήμη» και στον τίτλο-της (Απο μνήμης-2010) και μία άλλητην υποδηλοι επίσης στον τίτλο-της (Ενθύμιον-2004). Το ίδιο ισχύει και με τους τίτλους των πολλων ενοτήτων που υπάρχουν εντος των συλλογων, όπως «περιστατικα της μνήμης», «μνήμην άοιδε…», «μνημονεύοντας το παρον», «μνησιδωρήματα» ή, ακόμη,και τα δικης-του δημιουργίας μότο που εισάγουν αυτες τις ενότητες, όπως «άνοιξε τη φυλακη της μνήμης με το ανίκανο κλειδι της λήθης», «οι αναμνήσεις τα ξεφτίδια της μνήμης», «Απο τα όρια της σιγης φέρνω την ψίχα της ψυχης, τη μνήμη», «Ό,τι είδα θυμάμαι ή μήπως μεταλλάσσονται τα όνειρα σε μνήμη», τα οποία είναι κατασκευασμένακαι τοποθετημένα με τέτοιο τρόπο εντος των συλλογων ώστε να λειτουργουν και να διαβάζονται παράλληλα με την ποίησή-του.
Επαναλαμβάνω, λοιπον, πως ο αναγνώστης χωρις ιδιαίτερη δυσκολία θα καταλάβειπως η ποίηση του Γ. Θεοχάρη, στο μεγαλύτερο μέρος-της αρδεύεται απο τη μεγάλη δεξαμενη της μνήμης ή, να το πω αλλιως, θα καταλάβει πως βρίσκεται εδραιωμένηπάνω στα πλατια θεμέλια της μνήμης-του. Είναι χαρακτηριστικο ότι στα ποιήματά-του οι λέξεις «μνήμη-μνήμες» απαντώνται περισσότερο απο 31 φορες και οι λέξεις «θυμάμαι-θυμήθηκα» περισσότερο απο 37 φορες. Μάλιστα, σ’ ένα μόνο ποίημά-του, και συγκεκριμένα αυτο που τιτλοφορείται «Πατρίδος-καταβοη και συγκατάβασις», η λέξη «θυμάμαι» υπάρχει 30 φορες! Είναι η μνήμη, με άλλα λόγια, το κέντρο βάρους αυτης της στέρεης ποίησης!
Αφήνει όμως, να εννοήσουμε πως όσους στίχους και αν έχει επινοήσει και χαράξει στο χαρτι με την επιβαλλόμενη συνέργεια της μνήμης, που όπως διαπιστώνουμε δεν είναι και λίγοι, δεν μπορουν να αποδώσουν σφαιρικα αυτο το ψυχικο παιδεμο καιτοδυσβάστακτο βάρος που του επιφέρει η αδυσώπητη μνήμη, για την οποία, και όταν αυτη τον οδηγει σε επικίνδυνους ατραπους, καταβάλλει επίμονες και επίπονες προσπάθειες ή καταστρώνει ευφάνταστα, πλην όμως ανεπιτυχη, σχέδια για να την παρακάμψει ή ακόμη και να την εξαφανίσει όπως, τουλάχιστον, μάς πληροφορει στο ποίημα που τιτλοφορείται «Ανεπιτυχες αρχιτεκτονικο σχέδιο αποκλεισμου της μνήμης», (σ.109).
Σταχυολογω και δίνω στη συνέχεια μία σειρα απο στίχους μέσα απο τους οποίους φανερώνεται ο ψυχικος και ηθικος παιδεμος που επιφέρει η μνήμη στον ποιητη (προηγείται ο στίχος, ακολουθει ο τίτλος του ποιήματος στο οποίο βρίσκεται ο στίχος και τέλος η σελίδα του συγκεντρωτικου τόμου όπου είναι καταχωρημένα στίχος και ποίημα):
«…είναι η λάμψη/ απο τις αστραπες της μνήμης/ μέσ’ στις φλέβες-μας», «Αφετηρία», σ. 47
*****
«Τα τρίσβαθα της μνήμης-μας/ λεηλατουν οι αγάδες», «Επίγραμμα», σ. 59
*****
«Των ποιητων τα σώματα εμπεριέχουν έκρηξη/ συγκεντρωμένης μνήμης», «Μικρο δοκίμιο για την ποίηση», σ. 71
*****
«’Εσκαβε μέρα νύχτα τη μνήμη,/ έβρισκε πλαγιες μ’ ανθισμένο ροδάμι», σ. 132
*****
«Άλλωστε και η ποίηση – σκέπτομαι-/ αδυνατει να μεταφράσει της δυστυχία της μνήμης», «Γύρω γύρω όλοι», σ.135
*****
«Γράφω ποιήματα./ Ανάβω/ κεράκια μνήμης», σ.150
*****
«Κατέβηκε μικρος στης πόλης τις μυλόπετρες/ μα η μνήμη είναι αρραβώνας απο έρωτα», «Έγκλειστος στο κλεινον άστυ», σ. 162
*****
«Όπως ξεπλένεις στη βρύση του φόνου τα πειστήρια, ύστερα, και δίχως ενοχες, παίρνεις να φας ένα φρούτο, βέβαιος, τάχα, ότι οι αστραπες στον ουρανο της μνήμης δεν προκαλούνται απο τις πράξεις-σου», «Συνομιλία μπροστα στον καθρέπτη», σ. 163
*****
«Και η ζωη-σου ολόκληρη ήταν ζήτημα σημειολογίας εντέλει,γιατι μονάχα τρελος θα μπορούσε να βρει μια καλη πρόφαση για να πιστέψει πως θα βγει απ’ τη μνήμη-μονάχα τρελλος θα μπορούσε», «Συνομιλία μπροστα στον καθρέπτη», σ. 163
*****
«Το φως ραγίζει τη μνήμη τεκτονικα. Και η μνήμη μια θάλασσα μαύρη, όπου λάμνει και λάμνει και λάμνει το αναπότρεπτο», «Οι κωπηλάτες μιας άλλης γλώσσας», σ. 164
*****
«Μνήστηρ της μνήμης,/ σύνευνος της γραφης», σ. 166
*****
«Όλα κάποτε αλλάζουν, σκέπτομαι./ Η μνήμη μόνο επιμένει…», «Σημειώσεις για ένα κείμενο», σ. 187
*****
«Τι άλλο θες και μου καρφώνεις στα πλευρα/ μαχαίρια ανίερης μνήμης;», «Του νεκρου πατέρα», σ. 195
*****
«Κάναν’ τη γλώσσα ρούχο-τους, τη μνήμη-τους πατρίδα», «Εκδρομη στην άλλη μνήμη ή Τι ζητούσε ένας ρουμελιώτης στην Ήπειρο», σ.206
*****
«Γι’ αυτο σού λέω φίλε,/σταμάτα μια φορα σ’ αυτο το κενοτάφιο της μνήμης», «Σ’ εσε που με ταχύτητα περνας προς την Αράχωβα», 216
*****
«Τρέξε κι εσυ ν’ αποταμιεύσεις μνήμες», «Απο μνήμης», σ. 219
*****
«Είμαι τα κβάντα της μνήμης-μου», «Κβαντομνημονικη», σ. 231
*****
«Η μνήμη τρέχει στο μέλλον», Κβαντομμνημονικη», σ. 231
Παραμένοντας στο θέμα της λειτουργίας της μνήμης, και εξετάζοντάς-το πάντοτε απο την ίδια σκοπια, μπορούμε να διαπιστώσουμε πως αυτη δεν επισκέπτεται τον ποιητη απο μία μόνο κατεύθυνση ή απο μία μόνο πλευρα, γι’ αυτο και δεν τη βρίσκουμε επικεντρωμένη στο ίδιο πάντοτε σημείο. Εννοω πως δεν περιστρέφεται μόνο γύρω απο κάποια γεγονότα ή, πιο σωστα, θέματα. Αντίθετα, η μνήμη καταφθάνει οποιανδήποτε στιγμη απρόσκλητη και κτυπα δυνατα την πόρτα του ποιητη, προερχόμενη απο διάφορες κατευθύνσεις. Παραστατικα θα την παρομοίαζα με το περισκόπιο ενος υποβρυχίου που περιστρέφεται αδιάκοπα κατοπτεύοντας τα πάντα γύρω-τουσε μεγάλη ακτίνα, συλλέγοντας και αποθηκεύοντας πολύτιμες πληροφορίες.
Με αυτα τα γνωρίσματα όμως, που διαθέτει η μνήμη, είναι επόμενο να γίνεται πιο ελαστικη ή να φουσκώνει, όπως ένας τεράστιος αερόσακος. Δηλαδη γίνεται πιο ευρύχωρη και συνάμα υπερφωρτομένη με ύλη, την οποία, όταν έλθει η κατάλληλη στιγμη, ξεφορτώνει μπροστα στα έκθαμβαμάτια του ποιητη. Εννοω πως αφήνει συνεχως μπροστα-του συμβάντα άλλων εποχων ή και ολοκληρωμένες εικόνες απο διάφορα πεδία, όπως είναι το κοινωνικο, το ιστορικο, το πολιτικο κ.ά. Ακατέργαστα υλικα, τα οποία ο ποιητης εκμεταλλεύεται στο έπακρο και κυρίως παραγωγικα, εφόσον στη συνέχεια τα αξιοποιει καταλλήλως για να τους δώσει, μέσω της ποίησής-του, κοινωνικες, ιστορικες και πολιτικες ερμηνείες.
Ένα άλλο, αξιοπρόσεχτο φαινόμενο με τη λειτουργία της μνήμης, όπως αυτη προβάλλει κάποιες φορες μέσα απο την ποίηση του Γ. Θεοχάρη,είναι ότιαυτη φανερώνεται ή, καλύτερα, προσλαμβάνεται απο τον αναγνώστη, άλλοτε ωσαν να είναι ένα νεανικο, ζωντανο και αδάμαστο σώμα, με ανεξέλεγκτη συμπεριφορα και δύναμη, και άλλοτε ωσαν να είναι ένα σώμα που έχει περιπέσει σε λήθαργο, άραβρίσκεται αδρανοποιημένο για μεγάλο χρονικο διάστημα, γεγονος που αναγκάζει τον ποιητη να επικαλείται συνεχως, με την ισχυρη φωνη-του, τη λέξη «μνήμη», δηλαδη τ’ όνομα αυτου του ληθαργημένου σώματος, για να το διαπεράσει, να το ταρακουνήσει και να το αφυπνίσει με απώτερο σκοπο να το θέσει ξανα σε λειτουργία, θυμίζοντάς-μας εδω, έντονα μάλιστα, εκείνο τον υπέροχο αλλα συνάμα και εφιαλτικο στίχο του Τάκη Σινόπουλου απο τη συλλογη Μεταίχμιο (1951) που λέει: «Έτσι μίλησε κι’ όρμησαν φρικιαστικα μέσα-μου οι μνήμες».
Επαναλαμβάνω όμως, για άλλη μία φορα, πως η σχέση που αναπτύσσεται μεταξυ του ποιητη και της μνήμης είναι μία σχέση γλυκόπικρη. Μία σχέση αγάπης μίσους. Διεξάγουν, δηλαδη, ένα παράξενο και εν πολλοις αντιφατικο παιγνίδι. Παιγνίδι με δύο όψεις. Γιατι, απο τη μια, όπως είπα και στην αρχη του σημειώματός-μου, βλέπουμετη μνήμηνα παρελαύνει και να πανηγυρίζει νικηφόρα μέσα στην ποίησή-του, (αφου πρώτα τον πολιόρκησε στενα και τον συνέτριψε ως άνθρωπο, γονατίζοντάς-τον μέχρι το χώμα), και απο την άλλη την βλέπουμε (κυρίως με τα μάτια της ψυχης-μας)να τον ανορθώνει ως ποιητη θριαμβικακαι να τον τοποθετει σε περίοπτη θέση στο μεγάλο εικονοστάσι με τους ποιητες της γενιας-του.
Με άλλα λόγια, για τον ποιητη Γ. Θεοχάρη, η μνήμη, απο τη μία πλευρα γίνεται, όπως λέει, πατρίδα και ζεστη φωλια-του, (Κάναν’ τη γλώσσα ρούχο-τους, τη μνήμη-τους πατρίδα),και απο την άλλη πλευρα γίνεται δίστομη ρομφαία που κατεβαίνει βαθια στο σώμα και την ψυχη, πληγώνοντας και ματώνοντάς και τα δύο ανεπανόρθωτα. Άλλωστε, ας μην ξεχνάμε και τον τίτλο ενος ποιήματός-του που λέει «Η μνήμη ματώνει» (σ. 193).
Συνοψίζοντας, λοιπον, όλα όσα ανάφερα πιο πάνω, μπορούμε τώρα με σιγουρια να πούμε πως η λειτουργία της μνήμης, και εν συνεχεία της έμπνευσης, πυροδοτείται ή εκπηγάζει απο πολλα και διάφορα ερεθίσματα, στο μεγαλύτερο μέρος-τους με αρνητικη προδιάθεση, τα οποία απρόβλεπτα καταφθάνουν στους δέκτες του ανθρώπου και ποιητη Γ. Θεοχάρη. Οι παλιες φωτογραφίες όμως, που στο σύνολό-τους είναι μαυρόασπρες, είναι αυτες που του προσφέρουν τα πιο πολλα και (όσο παράξενο και αν ακούγεται) ευεργετικα ερεθίσματα, τα οποία στη συνέχεια, όπως είπα, επενεργουν και την έμπνευσή-του, με αποτέλεσμα τη δημιουργία των υπέροχων ποιημάτων-του. «Γράφω ποιήματα./ Ανάβω/ κεράκια μνήμης» (σ. 150), λέει σ’ ένα στίχο-του!
Αρκετα διαφωτιστικοι, σχετικα με τη βοήθεια που προσφέρουν οι φωτογραφίες στη δουλεια του ποιητη, είναι και κάποιοι άλλοι τίτλοι ποιημάτων-του, όπως «Ξανακοιτάζοντας ασπρόμαυρες φωτογραφίες», «Φωτογραφίες ταυτότητας» κ.α. Ας παρακολουθήσουμε μέσα απο κάποιους στίχους-του αυτη την επενέργεια:
«Κοιτάζει τις φωτογραφίες των πεθαμένων και θυμάται, θυμάται. Μα εκείνοι στα κάδρα ακλόνητοι. Σιωπες στις κορνίζες-τους», «Οι κωπηλάτες μιας άλλης γλώσσας», σ. 164
*****
«Φέρνω στο νου ένα σωρο ασπρόμαυρες φωτογραφίες-σου. Ιδιαίτερα σ’ εκείνες του στρατου, με το κατάμαυρο πυκνο μαλλι και το δασύτριχο μουστάκι, ποζάρεις με τη βεβαιότητα του κεκυρωμένου», «Γενικο νοσοκομείο Λειβαδιας, σ. 191
*****
«Μιλω για μια φωτογραφία του 1958 στο κέντρο «Εξοχικον» της Δεσφίνας. Εσυ με την κιθάρα και δίπλα-σου ο Ταξιάρχης Ματζώρος λαούτο, ο Κώστας Παππας σαντούρι και στο βιολι ο Γιώργης Μαργαρίτης», «Γενικο νοσοκομείο Λειβαδιας, σ. 191
*****
«Σε θυμάμαι σε μια φωτογραφία ακόμη. Πάσχα έξω απο την ταβέρνα «Χαμομηλια», στην Αντίκυρα. Χόρευε τσάμικο ο Παναγιώτης Καλιακούδας. Τονε κρατας με το μαντήλι. Φεγγοβολάτε απο βεβαιότητα κι οι δυο», «Γενικο νοσοκομείο Λειβαδιας, σ. 191
*****
«…αλλα «μη λυπάσαι» μού έλεγε απο τη φωτογραφία η θεοφοβούμενη θεία Γλυκερία…», «Ο Τάσος Λειβαδίτης στον ύπνο-μας συνεχίζει να λέει», σ. 208
Τα ποιήματα του Γ. Θεοχάρη, αν τα κοιτάξουμε καιτ’ αναλύσουμε τώρα πιο προσεχτικα απο την πλευρα του περιεχομένου-τους, χωρις δυσκολία, νομίζω, μπορούμε να τα κατατάξουμε σε τρεις βασικες κατηγορίες που συνθέτουν το τρίπτυχο έρωτας, κοινωνία, ιστορία. Ευρύστερνες και ευδιάκριτες κατηγορίες γιατι η κάθε μία παρουσιάζει αδρα και στρογγυλα χαρακτηριστικα, που τις κάνουν να ξεχωρίζουν η μία απο την άλλη.
Στο σύνολό-τους, διαπιστώνουμε πως είναι ποιήματα καλα μαστορεμένα απο τον δημιουργο-τους, που μεταφέρουν μέσα-τους άφθονη ποιητικη ουσία, που διακρίνεται αυτη η ουσία για την ωριμότητα, την σφριγηλότητα, την ποιότητα και την ανθεκτικότητά-τηςαλλα είναι και θωρακισμένη με αισθητικη αρτιότητα. Ποιήματα που μεταφέρουν τη λεπτη ειρωνεία και το σαρκασμο του δημιουργου-τους αλλα και την κριτικη διάθεσή-του απέναντι σε κάποιες σάπιες και απαράδεκτες καταστάσεις που εμφανίζονται κατα καιρους στην ελληνικη κοινωνία, ενω παράλληλα, τα ποιήματα αυτα, αναδίνουν και τη νοσταλγία του δημιουργου-τους για τους παλιους καλους καιρους, τα ανέμελα παιδικα χρόνια που έζησε, ειδικα στην ελληνικη επαρχία, αλλακαι την λύπη-του για τους χαμένους πια φίλους-του.
Επισκοπώντας γενικα αυτα τα ποιήματα, θα έλεγα πως είναι ολοκληρωμένα ποιήματα, που συγκινουν τον αναγνώστη με την ποιότητα που μεταφερουν μέσα-τους, παρόλο που ο δημιουργος-τους, ίσως απο ανασφάλεια ή απο ταπεινοφροσύνη, όπως έκδηλα προκύπτει απο τον τίτλο της πρώτης συλλογης-του, τα αδικει παράφορα χαρακτηρίζοντάς-ταως Πτωχον μετάλλευμα.
Κάτι άλλο,σχετικο με την ποίηση του Γ. Θεοχάρη, που θα άξιζε, νομίζω, να επισημανθει, είναι ότι εκδοτικα έδωσε το παρον-του στα ελληνικα γράμματα επιλέγοντας να δοκιμασθει, εννοω ως ποιητης, στην πρώτη κατηγορία, δηλαδη αυτη με τα ερωτικα, δημιουργώντας μία σειρα απο απίθανα ποιήματα, που τα ενέταξε στην πρώτη συλλογη-του, τα οποία αποκαλύπτουν ένα πρωτοεμφανιζόμενο ποιητη έμπλεο απο ερωτικο πάθος και ορμη, στοιχεία που πρέπει να διακρίνουν, όπως είναι φυσικο, τον κάθε νέο, με ύφος εμποτισμένο απο θλίψη και μελαγχολία και δοσμένα με την παραδοσιακη μορφη, δηλαδη με ρυθμο και ομοιοκαταληξία. Στίχοι και ποιήματα που θυμίζουν Κώστα Καρυωτάκη και Νίκο Καββαδία, στις καλύτερες στιγμες-τους, των οποίων οι ποιητικοι απόηχοι εύκολα μπορουν ν’ ανιχνευτουν ή ν’ αναγνωρισθουν και σε ποιήματα του Γ. Θεοχάρη. Ας αφουγκραστούμε κάποιους απόηχους απο την ποίηση του Ν. Καββαδία:
Σαπίζουνε στα βότσαλα κάτι παλια καράβια
που στα στραβα κουφάρια-τους
δεν έπιασε η μοράβια.
Προτου να βγουν στο πέλαγο
εσβήστηκε η γραμμη-τους
γιατ’ ειν’ το ναύλο πιο ακριβο απ’ την ίδια την τιμη-τους
σ. 57
Μέσα όμως απο αυτη την κατηγορία, εννοω με τα ερωτικα ποιήματά-του, φανερώνεται ξεκάθαρα πως ο ποιητης επεδίωξε ν’ αναδείξει τον έρωτα ως βασικο και απαραίτητο στοιχείο της ανθρώπινης ύπαρξης, πράγμα που πέτυχε πιστεύω σε μεγάλο βαθμο. Ας διαβάσουμε κάποια χαρακτηριστικα αποσπάσματα απο την ερωτικη ποίησή-του:
«Ταξίδεψέ-με. Πάρε-με.
Ρίξε-με στο πελώριο κύμα
της ορμης-σου.
Ανύψωσέ-με.
Βγάλε-με στον αφρο των επιθυμιων.
Ναύαγησέ-με στο πέλαγο των ματιων-σου
εκει που λαμπυρίζουν όλα τα όνειρα μαζι»
σ. 13
*****
«Κράτα! για να μπορούμε να ελπίζουμε.
Σ’ ένα καιρο ξηρασίας
τα μαραμένα-μας όνειρα
κάτω απο τη δροσια της αγάπης-σου
δύνανται να καρπίσουν»
σ. 18
*****
«Πες-μου τι ώρα ανοίγει
το μυροπωλείο του κορμιου-σου
να τρέξω ν’ αγοράσω»
σ. 19
*****
«Τόσα πουλια του παραδείσου
φωλιάζουν στο γλυκο κορμι-σου.
Άσε κι εμένα το μικρο σπουργίτι
να σταθω
στην άκρη απο ‘να-σου ματόκλαδο»
σ. 32
Μεγάλο μέρος της εκδομένης ποίησης του Γ. Θεοχάρη καταλαμβάνουν ασφαλως και τα ποιήματα με κοινωνικο περιεχόμενο, μέσ’ απο τα οποία επιδιώκει ν’ αποτυπώσει, κατα κύριον λόγο, τον κόσμο της υπαίθρου. Για την ακρίβεια τον κόσμο ενος μόνο υπαίθριου μέρους. Αυτο στο οποίο γεννήθηκε, μεγάλωσε και που τώρα ζει και δημιουργει ο ποιητης. Σε αυτα τα ποιήματα ο Γ. Θεοχάρης μοιάζει, θα έλεγα, περισσότερο με ένα ψυχρο ανατόμο που τεμαχίζει και μελετα την κοινωνία, παρα με ένα ευαίσθητο ποιητη που θέλει να την υμνήσει στα ποιήματά-του, επιδιώκοντας προπάντων να μελετήσει και «να εξηγήσει τους ανθρώπους», όπως θα έλεγε ο Ηλίας Βενέζης, αλλα και να ερμηνεύσει την εποχη-του, κυρίως απο την κοινωνιολογικη και την ιστορικη άποψη.
Πιο συγκεκριμένα, επιδιώκει ν’ αναδείξει μία τοπικη κοινωνία, που είναι ασφαλως η δικη-του κοινωνία, μέσα απο αντιπροσωπευτικους, κατα την επιλογη-του, ανθρώπινους τύπους, όπως π.χ. αυτους που περιγράφονται στα ποιήματα που τιτλοφορούνται «Λίγα στοιχεία απο τη συνηθισμένη ζωη και το τέλος της κυρίας Ειρήνης Καρβώνη» (σ. 143),«Συναξάρι Νικόλαου Κακούργου του εκ Διστόμου» (σ. 153) και «Της προίκας τα γραμμένα» (σ. 145), αλλα και αυτο που περιγράφει τον ανθρώπινο τύπο και το μαρτύριο της Αθανασίας «…που την κρατούσαν στο χωριο τ’ αδέλφια-της για να μην τη βάλουν στο άσυλο-με την ομορφια και τη φλόγα της τρελης πενήντα δύο χρόνια-...» (σ. 133).
Κατα αυτο τον τρόπο, όμως, με την ποίησή-του αφηγείταιμία σειρα ατομικων καθως και συλλογικων περιπτώσεων, με θλιβερο περιεχόμενο οι περισσότερες, που όλες μαζι συνθέτουν, όπως ανάφερα, τη συλλογικη Ιστορία του τόπου-του και της εποχης-του, με απώτερο στόχο βέβαια ν’ αναδείξει με δημιουργικο τρόπο την επικρατούσα κοινωνικη πραγματικότητα.
Σ’ αυτο τον κύκλο των κοινωνικων ποιημάτων έχουν σίγουρα θέση, μάλιστα κεντρικη, και τα ποιήματα που έχει γράψει για τους γονεις-του, μέσα απο τα οποία ξεχειλίζει η μεγάλη αγάπη και αφοσίωση που έτρεφε προς τη μάνα και τον πατέρα-του, αλλα φανερώνεται και ο καθοριστικος ρόλος που έχουν διαδραματίσει αυτοι οι απλοι και πτωχοι άνθρωποι σε ό,τι αφορα την ολοκλήρωση της κοινωνικης και πνευματικης προσωπικότητάς-του. Μαθαίνουμε όμως και για τα υστερινα πονεμένα χρόνια-τους αλλα και το μεγάλο κενο που δημιούργησε μέσα-του ο θάνατος και η φυγη-τους. Κενο του οποίου το απροσμέτρητο βάθος, όπως αφήνει να νοηθει, δεν μπορει να επουλωθει με καμία δύναμη ή με κανένα τέχνασμα.
Για τον πατέρα-του θα γράψει:
«Μαζεύαμε πικρο καρπο στην πλακολιθια. Δεν κατάφερνε να φέρει βόλτα το δέντρο με τον καταρράκτη στα μάτια-του. Μ’ ορμήνευε, όπως συνήθιζε: «Γιώργη, μην ξακρίζεις, είναι βρεγμένα τα σταυρώματα∙ θα σκοτωθεις! Σιγα τη βέργα∙ άμα την κομματιάσεις θα πάει η μέρα-μας χαμένη». Η μάνα τόνε μάλλωνε: «Ασ’ τον μωρε! Πάτησε τα σαράντα!»
Α ρε πατέρα, ήθελα να σε βάλω πιο νέο στο ποίημα. Μαθητη της βυζαντινης μουσικης στην Κατοχη, να πληρώνεις τα δίδακτρα σε ρεβίθια. Με το βέβαιο βήμα σε Παρνασσο και σε Πάρνηθα και με το δάκρυ στη Βάρκιζα. Με την απελπισία στη Μουργκάνα και στους Φιλιάτες αργότερα. Στον πευκώνα του Άι-Χαράλαμπου το ’51 να με κρατας αγκαλια∙ να μού φτιάχνεις βαρκάκια με τις φλούδες του πεύκου…»
σ. 139
Και για τη μάνα-του:
«Μπήκα στο δωμάτιο. Τη βρήκα ντυμένη με το ρούχο του χειρουργείου. Ο ορος στο χεράκι-της μετρούσε στάγδην το χρόνο. Σε λίγο θα την έπαιρναν. Μου φάνηκε πολυ γερασμένη. Το στόμα-της σουφρωμένο, χωρις τη μασέλα, πιεζόταν να σχηματίσει ένα πικρο χαμόγελο. Τη βέρα-της είχε περάσει στο δάκτυλό-της η αδερφη-μου. Άλλα χρυσαφικα ποτε δεν είχε.
Σε καμιαν ώρα ήλθε ο νοσοκόμος και την πήρε. Περπατούσα πλάι-της, δίπλα στο κυλιόμενο κρεββάτι. Με κοιτούσε παρακλητικα και, πριν τα πόδια του κρεββατιου παρασύρουν τη δίφυλλη πόρτα του χειρουργικου διαδρόμου, έβαλε στη δεξια-μου παλάμη ένα χαρτάκι διπλωμένο στα τέσσερα, που σίγουρα είχε ετοιμάσει την προηγούμενη νύχτα…»
σ. 141
Όπως είναι καλα γνωστο, η περιοχη που γεννήθηκε, μεγάλωσε και στην οποία κατοικει τώρα ο ποιητης, καθως και η ευρύτερη περιοχη που περικλείεται απο τους νομους της Βοιωτίας και της Φθιώτιδας (Αράχωβα, Άσπρα Σπίτια, Δεσφίνα, Δίστομο) υπήρξαν, τόσο στην Κατοχη όσο και στον Εμφύλιο Πόλεμο, πεδία αντιπαραθέσεων και άγριων πολεμικων συγκρούσεων, με τραγικες και ανυπολόγιστες συνέπειες, υλικες και ψυχικες, για τους κατοίκους-τους, τα οποία, όλα αυτα, καταχωρήθηκαν σαν μελανα σημεία στις σελίδες της σύγχρονης Ιστορίας της Ελλάδας.
Αυτα τα τραγικα γεγονότα όμως, και αυτη τη ματωμένη πτυχη της Ελληνικης Ιστορίας, ο ποιητης Γ. Θεοχάρης δεν τα έχει ζήσει, εφόσον ήλθε στον κόσμο το 1951, δηλαδη δύο χρόνια μετα (την τυπικη) λήξη του εμφύλιου σπαραγμου. Κατόρθωσε όμως,να τα αφομοιώσει, είτε μέσα απο ιστορικα βιβλία είτε μέσα απο τις ζωντανες μαρτυρίες και να τα αποδώσει υπέροχα στην ποίησή-του. Με αυτο τον τρόπο όμως, δηλαδη με την τοπικη Ιστορία να κατέχει καίρια θέση στην θεματογραφία-του,και υποβοηθούμενος σημαντικα και πάλι απο την μνήμη, αξιώθηκε να δώσει στο αναγνωστικο κοινο άλλη μία σειρα με ωραία ποιήματα. Ποιήματα δηλαδη που έχουν ως υπόβαθρό-τους αποκλειστικα την Ιστορία. Όμως, τώρα, αναφέρομαι στην βοήθεια που του είχε παράσχει η επίκτητη μνήμη και όχι τη βιωμένη. Και βέβαια επίκτητη μνήμη εννοω, όπως έχω ήδη αναφέρει, εκείνη τη μνήμη που λειτουργει με τη βοήθεια μηχανικων ή τεχνικων μέσων, όπως είναι π.χ. οι φωτογραφίες εκείνης της εποχης ή, ακόμη, και οι αφηγήσεις ατόμων που βρίσκονται τώρα σε προχωρημένη ηλικία αλλα στη νεότητά-τους, δυστυχως, ημοίρα-τους η άδικη τούς επεφύλασσε να ζήσουν αυτα τα τραγικα γεγονότα που περιγράφει ο Γ. Θεοχάρης στα ποιήματά-τουκαι τα οποία, όπως είπα, συγκροτούν την τρίτη, την ιστορικη, κατηγορία της ποίησής-του. Και εδω αποδεικνύεται ξεκάθαρα πως η πρόσληψη της Ιστορίας μπορει να γίνει, σε μεγάλα ποσοστα μάλιστα, και μέσα απο τις φωτογραφίες. Γιατι, σίγουρα, κάποιες φωτογραφίες, μεταφέρουν και μαρτυρουν Ιστορία! Περιέχουν δηλαδη μέσα-τους συμπυκνωμένη ιστορικη ύλη, με δραματικη έκφανση, όπου, σε τελικη ανάλυση, είναι όλα αυτα τα στοιχεία πουπροσδίδουν αφενος τραγικο και αφετέρου λογοτεχνικο βάθος στο ποιητικο έργο-του.
Απο την πλευρα της Κοινωνιολογίας, τα ποιήματα του Γ. Θεοχάρη παρουσιάζουν ενδιαφέρον και για ένα άλλο λόγο: Αντανακλουν, έστω και σχηματικα, την κοινωνικη λαϊκη κουλτούρα και τα ήθη της εποχης-τους.
Υπάρχουν σε αυτα αρκετες πληροφορίες κυρίως λαογραφικου περιεχομένου όπως π.χ. η «καταβολη διδάκτρων με ρεβίθια», καθως και έθιμα θρησκευτικα, με έμφαση στα ταφικα έθιμα, που τα συναντας, νομίζω, μόνο σε αυτο το ελλληνικο γεωγραφικο τόπο, και τα οποία ο ποιητηςτα πέρασε με έξυπνο και έντεχνο τρόπο στα ποιήματά-του, χωρις ν’ αλλοιώνουν ή ν’ αναιρουν την ποιητικότητά-τους, αλλα ούτε και να μειώνουν την καλιτεχνικη και αισθητικη αξία-τους.
Γράφει:
«Όπως σε κάποια χωρια, ακόμα, λίγο πριν βάλουν τον πεθαμένο στο μνήμα, σκύβει το βαφτιστήρι-του και του λύνει τα χέρια»
σ. 196
Στους αναγνώστες πάντως προκαλει ιδιαίτερη εντύπωση, αλλα, θα έλεγα, και μεγάλη συγκίνηση, ο ωραίος και αδελφικος διάλογος που αναπτύσσει μέσα απο την ποίησή-του με άλλους ομότεχνους-του, δηλαδη ποιητες, παλαιότερους όπως ο Α. Σικελιανος, ο Γ. Σκαρίμπας, ο Γ. Παυλόπουλος, οΝτ. Χριστιανόπουλος και νεότερους, όπως ο Γ. Μαρκόπουλος, ο Μ. Γκανας, ο Γ. Πατίλης και άλλοι.
Ενδεικτικο παράδειγμα αυτου του διαλόγου, αλλα και ένα απο τα καλύτερα ποιήματα, κατα τη γνώμη-μου, που έχει γράψει ο Γ. Θεοχάρης, είναι αυτο που τιτλοφορείται «Στου Όσιου Λουκα το Μοναστήρι- 73 χρόνια αργότερα», το οποίο μπορει να θυμίζει ή ακόμη να είναικαι εμπνευσμένο απο το ομότιτλο ποίημα του Α. Σικελιανου, κατα βάθος και κατ’ ουσία όμως, είναι ένα εντελως καινούργιο ποίημα, με δικη-του ιστορία και αυτοτέλεια, με το οποίο ο νεότερος ποιητης, όπως αντιλαμβάνομαι, αποτίνει φόρο τιμης στον μέγα Α. Σικελιανο.
Την υπόθεση του ποιήματος την εμπνεύσθηκε, σύμφωνα με μαρτυρία του ποιητη προς τον γράφοντα, μία Μεγάλη Παρασκευη,την ώρα που παρακολουθούσε την Αποκαθήλωση του σώματος του Χριστου, σε αυτο το ιστορικο μοναστήρι, που απέχει μόλις λίγα χιλιόμετρα απο τα Άσπρα Σπίτια, δηλαδη τον τόπο διαμονης-του. Ολόκληρο το ποίημα όμως, του δόθηκε τα χαράματα του Μεγάλου Σαββάτου, μόλις άνοιξε τα μάτια-του, αποτυπώνοντάς-το αμέσως στο χαρτι.
Βέβαια,ο αναγνώστης ενθουσιάζεται έντονα και απο τη γλώσσα με την οποία υφαίνει την ποίησή-του ο Γ. Θεοχάρης. Είναι σίγουρα μία γλώσσα αρκετα ζωντανη (όχι ξύλινη), πλούσια και εύχημη, με έντονα χρώματα και τοπικες μυρωδιες, γιατι φρόντισε να την ενισχύσει με σπάνιο λεξιλόγιο το οποίο άντλησε με υπομονη απ’ όλες τις φάσεις της χιλιόχρονης ελληνικης γλώσσας, δηλαδη την αρχαία, τη μεσαιωνικη, τη βυζαντινη, τη σύγχρονη, καθως και απο το τοπικο ιδίωμα και το Δημοτικο Τραγούδι.
Παραθέτω, έστω και δειγματοληπτικα, ένα τέτοιο λεξιλόγιο:
να μάσουμε = να μαζέψουμε, σ. 17
μπαϊρια = τα χέρσα κτήματα, εκείνα στα οποία υπήρχε μια καλλιέργεια, π.χ. στάρι ή αμπέλι και έμεναν παρατημένα, ακαλλιέργητα, απο τους ιδιοκτήτες-τους, σσ. 19 και 230
δούγες = είναι οι δόγες, δηλαδη οι κάθετες τοξοειδεις φέτες ξύλων που δημιουργουν το σχήμα των βαρελιων του κρασιου και «δένονται» με τα μεταλλικα στεφάνια, σ. 96
φέρμελη = πρόκειται για το επάνω κεντητο μέρος της φορεσιας του τσολια, αυτο το σαν γιλέκο του οποίου τα μαύρα μανίκια «κρέμονται» δίχως να είναι περασμένα στα χέρια του αγωνιστη, σ. 102
σκεδάννυμαι = διαχέομαι, διαλύομαι, σκορπίζομαι, απο το αρχαίο ρήμα σκεδάννυμι, σ. 116
έρματος = γενικη του ουσιαστικου έρμα που σημαίνει το βάρος που προστίθεται στο βάθος του κήτους στο πλοίο για να του δώσει ευστάθεια (λέμε και μεταφορικα «αυτος ο άνθρωπος δεν έχει έρμα = δεν έχει βάθος ισορροπίας προσωπικότητας), σ. 119
Ξακρίζεις = μην φτάνεις επικίνδυνα στην άκρη, με κίνδυνο να πέσεις, σ. 139
αγάνα = πρόκειται για το «μουστάκι» στην άκρη του ξερου στάχεως του σιταριου, σ. 139
συνδήκτωρ = η μέγγενη στην καθαρεύουσα, σ. 160
αν αρτυθεις = αν φας κάτι που στη νηστεία δεν επιτρέπεται, δηλαδη αν αμαρτήσεις (απο τη λέξη «άρτυμα», εξ ου και ο «άρτος»), σ. 175
πέταβρα = είναι ο τάβλες ξύλου που δημιουργουν η μία πλάι στην άλλη ένα πέτασμα ή ένα σκέπαστρο, είναι δηλαδη το ευτελες και επισφαλες ξύλινο κατασκεύασμα που δεν έχει την συμπαγη ανθεκτικότητα του ενιαίου κομματιου ξύλου, σ. 176
σύνταχα = χαράματα, σ. 206
γράνες = τα χαμηλόβαθα πρανη στο πλάι των χωματόδρομων απ’ όπου μπορει να ρέει το νερο τη βροχης, σ. 216
σταλιο = ο χώρος που σταλιάζουν τα πρόβατα, εκει δηλαδη που συγκεντρώνονται και μένουν ασφαλη τη νύχτα, το περιφραγμένοδηλαδη μέρος όπου συγκεντρώνεται το κοπάδι. (Το λέμε και σε ανθρώπους: στάλιασε επιτέλους, μη γυρνας από δω κι απο κει συνέχεια), 229
ξεφταλαγιασμένα = τα ξαφνιασμένα, π.χ. τα πουλερικα όταν τα επισκέπτεται τη νύχτα αλεπου και πετάγονται σε κάθε κατεύθυνση χτυπώντας τα φτερα και κακαρίζοντας, σ. 229
Στο τοπικό ιδίωμα, όπως έγκυρα γνωρίζω, χρησιμοποιούνται κατα κόρον οι λέξεις μπαϊρια, δούγες, ξακρίζω, αγάνα, πέταβρα, σύνταχα (και ταχια = αύριο πρωι), σταλιος, ξεφταλαγιάζομαι (και επί ανθρώπων).
Με όσα ανάφερα, λοιπον, πιο πάνω, τεκμηριώνεται πως η μακρόχρονη περιπλάνηση και μαθητεία του Γ. Θεοχάρη μέσα στους στενους ή πλατιους δρόμους του κόσμου και ειδικα της ελληνικης κοινωνίας, αλλα και μέσα στις τραχιες σελίδες της νεότερης ελληνικης Ιστορίας, δεν αποτέλεσαν κόποι και μόχθοι που πήγαν άδικα χαμένοι! Αντίθετα, όλη αυτη η κοπιώδης πνευματικη εργασία, σε συνδυασμο με την αστείρευτη μνήμη-του και κυρίως με το πηγαίο ταλέντο-του, είναιτα γερα εφόδιαπάνω στα οποία πάτησε για να δημιουργήσει το σπουδαίο ποιητικο έργο-του. Ένα στέρεο έργοπου δίκαια του προσέδωσεμεγάλη αξία, αξιοζήλευτη αίγλη και περίοπτη θέση στη Ελληνικη Γραμματολογία, κάνοντάς-τον να ξεχωρίζει ως ένα απο τους σημαντικότερους σύγχρονους Έλληνες ποιητες, με μία δικη-του, διακεκριμένη και βαρύνουσα φωνη.
*Ο συγγραφέας του κειμένου ακολουθει κανόνες του μονοτονικου συστήματος που εφάρμοζε ο αξέχαστος Αντώνης Μυστακίδης-Μεσεβρινος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου