Γράφει η Διώνη Δημητριάδου
Είκοσι πέντε πεζογράφοι της Σερβίας (δεκαεννέα άντρες και έξι γυναίκες) παρουσιάζονται στην πολύ προσεγμένη έκδοση (εκδόσεις Ρώμη) σε ανθολόγηση και μετάφραση από τον Γιώργο Γκόζη. Ενδιαφέρον έχει το γεγονός ότι η έκδοση είναι εξ ολοκλήρου δίγλωσση (τα σερβικά μάλιστα σε κυριλλική γραφή), οπότε ταυτόχρονα εξυπηρετεί και το ελληνικό αναγνωστικό κοινό αλλά και τους αναγνώστες της γειτονικής χώρας – μια ένδειξη φιλίας όσο και συνειδητοποίησης των κοινών
στοιχείων που μας συνδέουν μέσα στην πάροδο των χρόνων. Ανθολογούνται οι: Αντόνιγιε Ισάκοβιτς, Μπράνισλαβ Νούσιτς, Μπράνκο Τσόπιτς, Ράντογιε Ντομάνοβιτς, Στέβαν Ράιτσκοβιτς, Μιχάιλο Λάλιτς, Βλάνταν Ντέσνιτσα, Ντόμπριτσα Τσόσιτς, Ντούσαν Μάτιτς, Ντράγκαν Μάρκοβιτς, Μίλος Τσρνιανσκι, Ότο Μπίχαλι-Μέριν, Γιόβαν Τσβίγιτς, Ράστκο Πέτροβιτς, Βόϊσλαβ Στάνοϊτσιτς, Έριχ Κος, Λιούμπισα Μανόϊλοβιτς, Τσέντομιρ Μιντέροβιτς, Μίλαν Τζόκοβιτς, Φρίντα Φιλίποβιτς, Ντέσανκα Μαξίμοβιτς, Γκρόζντανα Όλουγιτς, Γιέλενα Ντιμιτρίγιεβιτς, Ισιντόρα Σέκουλιτς, Σβετλάνα Βέλμαρ-Γιάνκοβιτς. Όλοι γεννημένοι από το 1864 έως το 1933, άρα σαφώς εκπροσωπούν τον εικοστό αιώνα ως χρόνο γραφής – καθόλου τυχαία αυτή η επιλογή, καθώς ο 20ός αιώνας σηματοδοτεί την ωριμότητα μιας λογοτεχνίας που στην ουσία ακολουθεί τη δημιουργία του εθνικού κράτους κατά τον 19ο αιώνα, άρα συμβαδίζει με την αποτύπωση στην πεζογραφία της εθνικής ταυτότητας. Στο τέλος του βιβλίου παρατίθενται τα βιογραφικά όλων με σημαντικά στοιχεία για την κατανόηση της προσωπικότητάς τους. Τα κείμενα (μικρές ιστορίες) της συλλογής (όλα πρωτοεμφανιζόμενα στη γλώσσα μας, γραμμένα από εν πολλοίς άγνωστους σ’ εμάς συγγραφείς) είχαν φιλοξενηθεί αρχικά στο ψηφιακό λογοτεχνικό περιοδικό «Εξιτήριον» μέσα στο 2021. Εδώ προλογίζονται από τον μεταφραστή τους Γιώργο Γκόζη, γνώστη της σερβικής γλώσσας και κουλτούρας, με ειδικές σπουδές στη Σχολή Βαλκανικών Γλωσσών του Ιδρύματος μελετών Χερσονήσου του Αίμου, γεγονός που εγγυάται όχι μόνον τη σωστή απόδοση της γλώσσας, αλλά και τη διάσωση του προσωπικού ύφους του κάθε πεζογράφου όπως και της ατμόσφαιρας των πρωτοτύπων. Αξίζει εδώ η θέση του Γκόζη για το μεταφραστικό εγχείρημα: Δεν είμαι κατ’ επάγγελμα μεταφραστής λογοτεχνίας κι ούτε φιλοδοξώ να γίνω, η αγάπη για τη γλώσσα και την πεζογραφία με οδήγησε σε αυτή τη δοκιμασία. Η αγάπη αυτή (σημαντική συνιστώσα ενός μεταφραστικού εγχειρήματος) γίνεται εμφανής. Μία άριστη ευκαιρία για γνωριμία με πτυχές της σερβικής λογοτεχνίας που ως τώρα παρέμειναν άγνωστες. Στην ελληνική γλώσσα έχουμε γνωρίσει, εκτός φυσικά από τον κλασικό Ίβο Άντριτς, τους επιφανείς εκπροσώπους, τον Ντανίλο Κις και τον Μέσα Σελίμοβιτς, τον Μπόρισλαβ Πέκιτς, τον Βίντοσαβ Στεβάνοβιτς, αλλά και τους νεότερους όπως τον Γκόραν Μιλασίνοβιτς, τον Βλάντισλαβ Μπάγιτς και την Ντούβραμπκα Λάλιτς. Εδώ με ένα ικανό δείγμα από τριάντα διηγήματα του 20ού αιώνα μοιάζει να συμπληρώνεται η αλυσίδα της σερβικής πεζογραφίας. Στα διηγήματα αποτυπώνεται η ιστορία του 20ού αιώνα, που ως φόντο στην πλοκή των ιστοριών αγκαλιάζει σκέψεις και συμπεριφορές, από τον απόηχο της σερβικής αντίστασης κατά των Γερμανών ως την καθημερινότητα των σχέσεων. Μια πινακοθήκη χαρακτήρων. Εντύπωση κάνει το διήγημα «Η οδός του Ρήγα των Φερών», της Σβετλάνα Βέλμαρ-Γιάνκοβιτς, για το μοίρασμα της εμβληματικής μορφής του Ρήγα Βελεστινλή ανάμεσα στους βαλκανικούς λαούς· μια δικαίωση για το ανεκπλήρωτο όραμά του. Επίσης το διήγημα «Η επαρχία και οι τελευταίοι της Έλληνες», της Ισιντόρα Σέκουλιτς, που δείχνει μια όψη της σχέσης Ελλήνων και Σέρβων. Ο αναγνώστης θα δει ομοιότητες στη θεματική, στο ύφος, στις αφηγηματικές τεχνικές με τους σύγχρονους των Σέρβων Έλληνες πεζογράφους, γεγονός που αποδεικνύει τις κοινές αναφορές και προσλαμβάνουσες στους δύο λαούς, που η ιστορία τούς έφερε συχνά κοντά, για να έρθει κατόπιν η λογοτεχνία και να αποδώσει τον «κοινό τόπο» με τον δικό της τρόπο. Αξίζει και ένα σχόλιο στο εξώφυλλο με μια φωτογραφία τραβηγμένη από τον Γιώργο Γκόζη, με το δέντρο όλο στην κλίμακα του γκρίζου, δηλωτικό μιας μοναξιάς, κοινής σε Έλληνες και Σέρβους, αλλά και του μοναχικού (στην πραγματικότητα) ταξιδιού ενός λογοτεχνικού βιβλίου. Εν τέλει μια από τις πιο ενδιαφέρουσες προτάσεις της εκδοτικής παραγωγής, από την αρχική σύλληψη της ιδέας ως την επιλογή και επεξεργασία του υλικού και φυσικά την αισθητική.[…] Το μικρό ποτάμι ταξίδευε κατά μήκος ολόκληρου του στερεώματος, σαν πολύχρωμο τόξο. Το ένα άκρο της αψίδας άγγιζε την κορυφή του βουνού, το άλλο βυθιζόταν απαλά στη θάλασσα, αλλά το ίδιο δεν ανήκε ούτε στο βουνό ούτε στη θάλασσα. Ήταν ένα επουράνιο ποτάμι. Το έλεγαν ουράνιο τόξο. (Γκρόζντανα Όλουγιτς, «Το Ουράνιο Ποτάμι», σ.219)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου