Η καταληκτική φράση στο άρθρο που ο Τέλλος Άγρας δημοσιεύει στο αφιέρωμα του περιοδικού Πρωτοπορία για τον Γιώργο Βαλταδώρο, τον Φεβρουάριο του 1931, τρεις μήνες μετά το θάνατο του τελευταίου, έχει ως εξής: «Και κάποτε έσβησε αθόρυβα, αυτός ο Θεσσαλός, από εξάντληση και ατροφία, μεταξύ της νεοελληνικής ηθογραφίας και της κυβιστικής Τέχνης».
Το κείμενο του Άγρα αναδημοσιεύεται ολόκληρο τόσο στον τόμο των Απάντων του Γιώργου Βαλταδώρου που εξέδωσε το 1966 ο αδελφός του Αντώνης, όσο και στο αφιέρωμα που έκανε η περιοδική έκδοση της Ένωσης Επιστημόνων του Νομού Καρδίτσας Γνώση και Γνώμη, το 1982, με επιμέλεια του φιλολόγου κ. Νίκου Κατοίκου, προκειμένου να τιμήσει τα πενηντάχρονα του «πρωτοπόρου Καρδιτσιώτη λογοτέχνη και ζωγράφου».
Ανοίγω εδώ μια παρένθεση, για να επαινέσω αυτό το αφιέρωμα, στο οποίο όλοι εμείς οι νεότεροι Καρδιτσιώτες συγγραφείς χρωστάμε πολλά. Εγώ, προσωπικά, ομολογώ ότι από το αφιέρωμα αυτό έμαθα για την ύπαρξη του Γιώργου Βαλταδώρου. Αλλά και η Ελένη Λαδιά, η οποία τόσο ισχυρά υποστήριξε τη συγγραφική αναβίωση του αγαπημένου μας πια Βαλταδώρου, με το αφιέρωμα που επιμελήθηκε γι’ αυτόν στο περιοδικό του Τάκη Αντωνίου δώμα, αλλά και με τον ωραίο τόμο Η βιρβιρίτσα που επιμελήθηκε για την κλασική σειρά του Βιβλιοπωλείου της «Εστίας», ομολογεί ότι, αν και γνώριζε για την ύπαρξη του Βαλταδώρου από το 1968, ήταν το αφιέρωμα της Γνώσης και Γνώμης που την κέντρισε, για ν’ ασχοληθεί συστηματικά με την περίπτωση του Γιώργου Βαλταδώρου και να ρίξει, καθώς λέει, ξανά τα ζάρια γι’ αυτόν. Κλείνω την παρένθεση.
Η φράση του Τέλλου Άγρα ότι ο Βαλταδώρος έσβησε μεταξύ της νεοελληνικής ηθογραφίας και της κυβιστικής Τέχνης με βασανίζει πολλά χρόνια τώρα, από τότε, δηλαδή, που έμαθα για την ύπαρξη του Βαλταδώρου. Και λέω ότι με βασανίζει γιατί, από τη μια εκτιμώ την κρίση του Τέλλου Άγρα, από την άλλη, όμως, αισθάνομαι την απόφανση αυτή του Άγρα να λειτουργεί ως οριστική καθήλωση του Βαλταδώρου σε κάποιο αισθητικό σταυροδρόμι, μπροστά στο οποίο δεν μπόρεσε ή δεν τόλμησε να διαλέξει ποιό δρόμο να πάρει.
Καταλαβαίνω ότι ο Άγρας έχει δίκιο και καταλαβαίνω επίσης ότι η παρατήρησή του είναι πολύ κρίσιμη για το ταξίδι του Βαλταδώρου μέσα στο χρόνο. Η καλλιτεχνική του φυσιογνωμία πρέπει να έχει σταθερά χαρακτηριστικά, για να είναι αναγνωρίσιμη. Το να επαναλαμβάνουμε, ακολουθώντας τον Φώτο Γιοφύλλη, ο οποίος, ως ο διευθυντής του περιοδικού Πρωτοπορία, ήταν φυσικό να υπερθεματίζει στο ζήτημα αυτό, ότι ο Βαλταδώρος ήταν ένας πρωτοπόρος, ενώ η πρωτοποριακή του φυσιογνωμία εντοπίζεται κατ’ εξοχήν στην εικαστική του προσωπικότητα, ελάχιστα γνωστή ακόμη και στο πληροφορημένο κοινό, καταλήγει σε μια αντίφαση, γιατί εκείνο που είναι περισσότερο γνωστό είναι το πεζογραφικό του έργο, το οποίο, βέβαια, δεν είναι πρωτοποριακό. Δεν λέω ότι δεν είναι σημαντικό. Είναι σημαντικό, πλην όμως δεν είναι πρωτοποριακό.
Ας πάρουμε για παράδειγμα εκείνο το αριστουργηματικό διήγημά του, τη «Βιρβιρίτσα». Συμφωνώ απόλυτα με την Ελένη Λαδιά ότι είναι από τα ωραιότερα διηγήματα της νεοελληνικής γραμματείας. Σε καθαρά αισθητικό επίπεδο, όμως, δεν μπορεί να θεωρηθεί πρωτοποριακό. Μ’ αυτό δε θέλω να πω ότι στην τέχνη πρέπει αναγκαστικά και άνευ όρων να επαινούμε την πρωτοποριακή έκφραση, χωρίς να εξετάζουμε την ουσία, τη δύναμη, δηλαδή, της έκφρασης. Κάθε άλλο. Εφόσον, όμως επιθυμούμε – και εγώ προσωπικά το επιθυμώ – να βοηθήσουμε στον αισθητικό απεγκλωβισμό του Βαλταδώρου, είμαστε υποχρεωμένοι να δούμε το πρόβλημα: όπως ακριβώς το υπαινίσσεται ο Άγρας, ο Βαλταδώρος είναι μια διχασμένη καλλιτεχνική προσωπικότητα. Πρέπει, λοιπόν, πριν απ’ όλα, να καταλάβουμε και να ερμηνεύσουμε γιατί ο Βαλταδώρος κινήθηκε σε δύο διαφορετικούς δρόμους, όσον αφορά την καλλιτεχνική του έκφραση.
Πριν όμως προχωρήσω στη δική μου ερμηνεία, οφείλω να διευκρινίσω ότι πρόβλημα υφίσταται από τη στιγμή που οι δύο ή περισσότερες εκφραστικές εκδηλώσεις ενός καλλιτέχνη είναι άξιες να απασχολήσουν την τέχνη. Αυτό ακριβώς συμβαίνει στην περίπτωση του Βαλταδώρου. Και ως ζωγράφος και ως συγγραφέας, κατέθεσε έργο άξιο να απασχολήσει την τέχνη. Είναι πολύ σπάνιες οι περιπτώσεις τέτοιων καλλιτεχνών. Από τα νεότερα χρόνια, μπορώ μόνο να σκεφτώ την περίπτωση του Νίκου Εγγονόπουλου. Και δεν είναι, βέβαια, καθόλου τυχαίο το ότι ο Εγγονόπουλος έχει εγκωμιάσει τον Βαλταδώρο, χαρακτηρίζοντάς τον ως «δυνατό και σεμνό πρωτοπόρο» (βλ. Νίκου Εγγονόπουλου, Πεζά Κείμενα,«ύψιλον» 1987, σελ. 58-60). Είναι φανερό ότι σ’ αυτόν βλέπει έναν «ομόλογο καλλιτέχνη»: έναν καλλιτέχνη που ριψοκινδυνεύει σε δύο μέτωπα. Και τα καταφέρνει θαυμάσια.
Έχουμε πληθώρα περιπτώσεων από ποιητές και συγγραφείς που έχουν δοκιμάσει να εκφραστούν και με τη ζωγραφική, πλην όμως η δεύτερη αυτή εκφραστική τους εκδήλωση δεν υπερβαίνει ποτέ τα όρια του ερασιτεχνισμού, για να το πω σχηματικά. Έχουμε, επίσης, και πληθώρα ζωγράφων που εκδηλώνονται και ως συγγραφείς ή ποιητές, χωρίς όμως με τη δεύτερη αυτή ενασχόλησή τους να κατορθώνουν να απασχολήσουν σοβαρά την τέχνη. Περιπτώσεις, όπως του Εγγονόπουλου και του Βαλταδώρου, είναι από τις πολύ εξαιρετικές. Στην περίπτωση, όμως, του Εγγονόπουλου πρόβλημα διχασμού καλλιτεχνικής προσωπικότητας δεν υφίσταται. Ο Εγγονόπουλος, τόσο στην ποίηση, όσο και στη ζωγραφική, κινείται μέσα στις προδιαγραφές του υπερρεαλισμού. Η μία καλλιτεχνική του προσωπικότητα συμπληρώνει την άλλη.
Δεν συμβαίνει το ίδιο και με τον Βαλταδώρο. Πού οφείλεται, λοιπόν, ο διχασμός του; Κατά τη γνώμη μου, οφείλεται στο γεγονός ότι ο Βαλταδώρος επιμερίζει τον καλλιτεχνικό εαυτό του ανάμεσα στη γενέτειρά του και στον υπόλοιπο κόσμο. Υπάρχει από τη μια η Καρδίτσα, και από την άλλη, όλος ο άλλος κόσμος. Και δεν ισχυρίζομαι, βέβαια, ότι αυτόν τον επιμερισμό ο Βαλταδώρος τον κάνει συνειδητά. Από μια ισχυρή και μάλλον ψυχόρμητη ανάγκη, ως συγγραφέας, κατά κύριο λόγο απευθύνεται στο κοινό της Καρδίτσας, ενώ ως ζωγράφος κατά κύριο λόγο απευθύνεται σε ολόκληρο τον άλλο κόσμο. Ως προς το δεύτερο αυτό σημείο και ως προς τις δυνατότητες του κοινού της μεσοπολεμικής Καρδίτσας να εισπράξει τις πρωτοποριακές αναζητήσεις του στη ζωγραφική, ο Βαλταδώρος δεν θα πρέπει να είχε αυταπάτες. Αν λάβουμε υπόψη ότι ο συμπατριώτης του και συνομήλικός του ζωγράφος Δημήτρης Γιολδάσης υποστήριζε – και τούτο μάλιστα στο φιλολογικό και καλλιτεχνικό μνημόσυνο του Βαλταδώρου που οργανώθηκε στις 4 Ιανουαρίου 1931 από τον Μορφωτικό Όμιλο του Συλλόγου της Λαϊκής Βιβλιοθήκης «Αθηνά» Καρδίτσας – ότι η ζωγραφική του Βαλταδώρου ανήκει στο είδος της διακοσμητικής (sic) ζωγραφικής και ότι, αν ζούσε, ο Βαλταδώρος θα μπορούσε να εξελιχθεί σε έναν πολύ καλό ντεκορατέρ (sic) του θεάτρου, τι θα έπρεπε να περιμένουμε από το μέσο κοινό της μεσοπολεμικής Καρδίτσας; Αποκλείει, λοιπόν, εκ προοιμίου μέσα του ο Βαλταδώρος κάθε απόπειρα να διεκδικήσει την πρωτογενή προσοχή των συμπατριωτών του στις ζωγραφικές του αναζητήσεις. Είναι φανερό ότι τον ενδιαφέρει ένα ευρύτερο κοινό, του οποίου τα αισθητικά γούστα μπορούν σχηματικά να αναχθούν στις αντιλήψεις του Εγγονόπουλου και όχι σε εκείνες του Γιολδάση. Τούτο δεν σημαίνει καθόλου ότι ο Βαλταδώρος περιφρονεί και απορρίπτει την Καρδίτσα. Κάθε άλλο. Την αγαπά και την εγκαθιστά μόνιμα στην καρδιά του. Με το μισό καλλιτεχνικό εαυτό του είναι σαν να ζει διαρκώς σ’ αυτήν. Ως πεζογράφος, δηλαδή, ζει και αναφέρεται στην Καρδίτσα. Αντίθετα, ως ζωγράφος ζει και αναφέρεται στην Ευρώπη.
Για να κάνω αυτή τη διάκριση, δανείζομαι – και, βέβαια, προσαρμόζω στις δικές μου αντιλήψεις –τις απόψεις που έχει διατυπώσει για την αισθητική της πρόσληψης η σχολή της Konstanz. Μία από τις θεμελιώδεις ιδέες της εν λόγω σχολής είναι ότι η μορφή του αποδέκτη και της υποδοχής του έργου είναι, κατά μεγάλο μέρος, εγγεγραμμένη στο ίδιο το έργο. Κυρίως, όμως, έχω στο νου μου την έννοια του «ορίζοντα προσδοκιών» που εισηγήθηκε ο Hans-Robert Jauss. Η έννοια, λοιπόν, του «ορίζοντα προσδοκιών» εφαρμόζεται κατά προτεραιότητα (και όχι βέβαια κατ’ αποκλειστικότητα) στην εμπειρία των πρώτων αποδεκτών ενός έργου, όπως αυτή μπορεί να γίνει αισθητή «αντικειμενικά» στο ίδιο το έργο.
Κατά τη δική μου αντίληψη, ωστόσο, μπορεί μεν σε ένα συγκεκριμένο καλλιτεχνικό έργο να αντιστοιχεί ένας μόνον «ορίζοντας προσδοκιών» – καθώς υπαινίσσεται ο Jauss – σε έναν καλλιτέχνη όμως μπορούν συνολικά να αντιστοιχούν περισσότεροι του ενός «ορίζοντες προσδοκιών». Η περίπτωση του Βαλταδώρου το δείχνει. Και, βέβαια, όχι μόνον αυτή. Πιστεύω ότι, αν ο Βαλταδώρος ήταν μόνο συγγραφέας, το συγγραφικό του έργο δεν θα ήταν αυτό που είναι. Θα ήταν μάλλον ένας συμψηφισμός αυτού που είναι και αυτού που θα αποτύπωναν ως γραφή οι νεωτερικές πτυχές της καλλιτεχνικής του ιδιοσυγκρασίας, τις οποίες κάλυψε η πρωτοποριακή έκφρασή του στη ζωγραφική. Πιστεύω, λοιπόν, ότι ο «ορίζοντας προσδοκιών» του πεζογραφικού έργου του Γιώργου Βαλταδώρου αντιστοιχεί στο μέσο κοινό της μεσοπολεμικής Καρδίτσας, ένα κράμα δηλαδή από τους κοινούς και τους ακαδημαϊκούς αναγνώστες της μεσοπολεμικής Καρδίτσας. Δεν θέλω μ’ αυτό καθόλου να πω ότι ο Βαλταδώρος δεν άξιζε να φιλοδοξήσει έναν ευρύτερο «ορίζοντα προσδοκιών». Το ερώτημα είναι αν θα μπορούσε. Και λέω «αν μπορούσε», γιατί πιστεύω ότι μεταξύ των «οριζόντων προσδοκιών» που ένας συγγραφέας συμψηφίζει στο έργο του υπάρχει ένας που σαφώς δεν επιλέγεται: είναι ο «ορίζοντας προσδοκιών» της γενέτειρας. Αυτόν τον ορίζοντα κανείς συγγραφέας δεν μπορεί να τον παραβλέψει. Εφόσον, βέβαια, έχει μεγαλώσει στην πόλη, όπου γεννήθηκε, και έχει σ’ αυτήν διαμορφωθεί ως προσωπικότητα.
Θα επικαλεστώ, στο σημείο αυτό, την άποψη ενός κριτικού που κάθε άλλο παρά επηρεασμένος από τη θεωρία της πρόσληψης ήταν. Σημειωτέον ότι η θεωρία αυτή άρχισε να αναπτύσσεται και να κερδίζει έδαφος από τα τέλη της δεκαετίας του '60 και μετά. Είναι, συνεπώς, αδύνατον ο Γ. Βρισιμιτζάκης, ο κριτικός τον οποίον θέλω να επικαλεστώ να την εγνώριζε, δεδομένου ότι ο Βρισιμιτζάκης γεννήθηκε το 1890 στην Αλεξάνδρεια και πέθανε από δυστύχημα το 1947 στην Άνω Σαβοΐα της Γαλλίας. Εξάλλου, το κείμενό του, στο οποίο θέλω να αναφερθώ γράφτηκε το 1927 στο Παρίσι και δημοσιεύτηκε τον Φεβρουάριο του 1928 στο περιοδικό Αλεξανδρινή Τέχνη. Το κείμενο του Βρισμιτζάκη επιγράφεται «Η ελληνικότης του έργου του Καβάφη». Προς το τέλος του κειμένου, γράφει επί λέξει ο Βρισιμιτζάκης: «Ο Καβάφης, Έλλην, μας έδωκε έργο ελληνικό που δεν είναι μίμηση. Μας έδωκε έργο κλασικό. Στο έργο αυτό μέσα διακρίνομε όλα τα γνωρίσματα του πανχρονικού Έλληνα. Μερικά απ’ αυτά ηθέλησα απλώς να τα φέρω σε περισσότερο φως για όσους παραγνωρίζουν την αυθεντικότητα από ελληνικής απόψεως του έργου του Καβάφη, επειδή είχε το δυστύχημα –ή το ευτύχημα– να ζει στην Αλεξάνδρεια και όχι στην Καρδίτσα» (sic).
Γιατί αυτή η τόσο αυθόρμητη αντιπαραβολή της Αλεξάνδρειας προς την Καρδίτσα; Προφανώς, γιατί η Καρδίτσα βρίσκεται στην καρδιά του ελλαδικού χώρου, ενώ η Αλεξάνδρεια φιλοξενεί απλώς ένα κομμάτι του παροικιακού ελληνισμού. Δεν νομίζω ότι ο Βρισιμιτζάκης ήθελε να εννοήσει κάτι άλλο πέραν αυτού. Όμως, έχει σημασία –και θέλω σ’ αυτό να επιμείνω– η έμφαση που ο Βρισιμιτζάκης δίνει στην επιρροή της Αλεξάνδρειας στο έργο του Καβάφη. Είναι φανερό ότι τη θεωρεί καθοριστική. Και είναι. Μας το έδειξε αργότερα με έξοχο τρόπο ο Edmund Keely στο βιβλίο του Η Καβαφική Αλεξάνδρεια. Έχει, λοιπόν, ιδιαίτερη σημασία η πρώϊμη επισήμανση του Βρισιμιτζάκη, καθότι και ο ίδιος καταγόταν από την Αλεξάνδρεια, αλλά και είχε γνωρίσει προσωπικά τον Καβάφη.
Ο «ορίζοντας προσδοκιών» της γενέτειρας είναι, κατά τη γνώμη μου, ο μεγαλύτερος γολγοθάς για ένα συγγραφέα. Η αγωνία του για το πώς πρέπει να διαλεχθεί μαζί του, γιατί είναι εξ ορισμού πεπεισμένος ότι οφείλει να διαλεχθεί μαζί του –«και μαζί του», θα ήταν ίσως σωστότερο να πω– προσδιορίζει σε πολύ μεγάλο βαθμό τη μορφή του έργου του.
Και αν ο Βρισιμιτζάκης υποδεικνύει το 1927, διαισθητικά περισσότερο, την Καρδίτσα ως ένα πιθανό «ορίζοντα προσδοκιών» για ένα συγγραφέα, ο Γιώργος Βαλταδώρος, μόλις ένα χρόνο πριν, το 1926, σε μια (ανέκδοτη ακόμη) επιστολή του αντιμετώπιζε, με εξαιρετικά επώδυνο τρόπο, το ενδεχόμενο να γίνει ο «ορίζοντας προσδοκιών» της μεσοπολεμικής Καρδίτσας ο αποκλειστικός «ορίζοντας προσδοκιών» του όλου έργου του.
Την επιστολή, στην οποία αναφέρομαι και την οποία είχε την καλοσύνη να μου παραχωρήσει σε αντίγραφο ο κ. Νίκος Κατοίκος, στέλνει ο Γιώργος Βαλταδώρος στις 11.05.1926 από το St Waast-Hougue της Μάγχης της Γαλλίας προς τη μητέρα του στην Καρδίτσα. Αρχίζει ως εξής: «Σεβαστή μου μητέρα, έλαβα το γράμμα σου και χάρηκα πολύ που είσαι καλά, όπως όλοι στο σπίτι. Απεφάσισα, μητέρα, να έλθω, όπως θα ιδείς και στο γράμμα του Αντώνη. Είναι το καλύτερο πράμα που έχω να κάνω. Έτσι θα διορθώσουμε πολλά. Θα συμμαζευτούμε και ημείς». Αρχίζει, λοιπόν, την επιστολή με ήπιο τρόπο, απόλυτα συμβιβασμένος με την ιδέα της επιστροφής στην Καρδίτσα. Και τούτο, προφανώς, επειδή έχει μπροστά του την εικόνα της μητέρας του, στην οποία απευθύνεται: είναι η πλευρά της Καρδίτσας- μητέρας, την οποία αγαπά. Καθώς, όμως, στη συνέχεια αρχίζει να αναφέρεται σε θέματα άλλα, που φαίνεται να τον ενοχλούν, όπως λ.χ. το γεγονός ότι δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει αυτό που άρχισε στα ξένα, προβάλλει πλέον στα μάτια του η μορφή της Καρδίτσας που δύσκολα ανέχεται τις καλλιτεχνικές ιδιοτροπίες. «Δεν έχω χάσει καμιά μέρα», συνεχίζει. «Το αποτέλεσμα θα φανεί αργότερα, γιατί το είδος της εργασίας που ανέλαβα χρειάζεται πολύς καιρός, για να τελειοποιηθεί. Και ο κόσμος λησμονεί ή καλύτερα είναι ανυπόμονος να ιδεί αμέσως τί έκανε ο καθένας...». Συνεχίζει κάμποσο στον ίδιο στοχαστικό και αρκετά συγκρατημένο τόνο. Προς το τέλος, όμως, της επιστολής, τα λόγια του ακούγονται σα να βγαίνουν με δυσκολία, μέσα από έναν λυγμό: «Καλή αντάμωση, λοιπόν. Να με περιμένεις έως τα τέλη του μηνός αυτού. Σφίξε την καρδιά σου λιγάκι ακόμα… Και θάχουμε καιρό να τα λέμε, γιατί άλλη φορά δεν θα αποφασίσω να φύγω… Θάμαι αυτού κοντά σου στην αιωνίαν Καρδίτσαν, απ’ την οποία δεν θα το κουνήσω καθόλου… καρφωμένος σαν μια παλιόπροκα του τόπου, που κρατάμε για ανάμνηση στην ξενιτειά…».
Η έκφραση «αιωνία Καρδίτσα» δεν θα μπορούσε να έχει καμιά θετική σημασία για τον Βαλταδώρο. Δεν θα μπορούσε, αίφνης, να έχει γι’ αυτόν τη σημασία της μακρόβιας πόλης, κατ’ αναλογίαν της «αιώνιας Ρώμης», αφού, αντικειμενικά, η Καρδίτσα δεν έχει εκτεταμένο παρελθόν. Μπορεί μόνο να έχει τη σημασία της πόλης που παραμένει αναλλοίωτη, που δεν αλλάζει, που, δυστυχώς, δεν αλλάζει. Ποια είναι, όμως, η μεσοπολεμική Καρδίτσα που τόσο πικραίνει και τρομάζει τον Γιώργο Βαλταδώρο; Πολύ χαρακτηριστική είναι η σκιαγράφησή της από τον Αντώνη Βαλταδώρο, τον αδελφό που με τόση αφοσίωση φρόντισε το έργο του πρόωρα χαμένου Γιώργου. Στην εισαγωγή του, στον τόμο Απάντων του αδελφού του, αναφερόμενος στην κοινωνία της Καρδίτσας, μέσα στην οποία γεννήθηκε και μεγάλωσε ο Γιώργος Βαλταδώρος, γράφει: «Πάντως, από τη σύνθεση και το χαρακτήρα της κοινωνίας είχε διαμορφωθεί, σαν παράδοση, σαν εξελικτική γραμμή για ένα νέο καλής οικογένειας, η επίδοση στο επάγγελμα του γιατρού ή του δικηγόρου ή τουλάχιστον του εμπόρου. Γι’ αυτό “πάσα παράβασις και παρακοή” από τις γραμμές αυτές και ξεχωριστά η επίδοση στα Γράμματα και στις Τέχνες, είχε σαν ανταπόδοση τα ειρωνικά μειδιάματα των συντοπιτών, αν όχι την περιφρόνηση!!!»
Είναι μήπως αυτά προσωπική εκτίμηση και ιδεοληψία του αδελφού Βαλταδώρου; Κάθε άλλο. Πρόκειται για κοινό μυστικό της Καρδίτσας. Και, βέβαια, δεν πρέπει να έχει κανείς αυταπάτες ως προς την «προνομιακή» ισχύ του φαινομένου αυτού στην Καρδίτσα. Λίγο-πολύ το φαινόμενο αυτό ισχύει παντού. Πλην όμως, η ένταση, με την οποία το φαινόμενο αυτό εκδηλώνεται στην Καρδίτσα είναι μάλλον ασυναγώνιστη. Η ισχυρότερη επικύρωση της άποψης του Αντώνη Βαλταδώρου νομίζω ότι έρχεται από το στόμα ενός επιφανούς ανθρώπου της Καρδίτσας, ο οποίος ακολούθησε με συνέπεια την «εξελικτική γραμμή» των νέων καλής οικογένειας, για την οποία κάνει λόγο ο Αντώνης Βαλταδώρος. Αναφέρομαι στον Στέλιο Αλλαμανή, τον γνωστό Καρδιτσιώτη υπουργό των δεκαετιών του ΄50 και του '60. Μεταξύ των ομιλητών στο φιλολογικό μνημόσυνο του Βαλταδώρου, τον Ιανουάριο του 1931, ο νεαρός τότε Αλλαμανής, έλεγε: «Μα τότε, αφού και η ζωή του Γιώργου Βαλταδώρου δεν διέγραψε παρά τη συνηθισμένη τροχιά της ανθρώπινης ύπαρξης, γιατί αυτή η εξαιρετική συγκέντρωση που είχε ως αφορμή τον πρόσφατο θάνατό του (εν. του Βαλταδώρου); Γιατί απλούστατα και η ζωή του παρουσίασε κάτι το όλως εξαιρετικό, αντιστάθηκε με άφθαστο ηρωισμό στις προλήψεις της κοινωνίας μέσα στην οποία μεγάλωσε». Τόσο ισχυρές, λοιπόν, ήταν οι προλήψεις αυτές, ώστε να χαρακτηρίζεται «άφθαστος ηρωισμός» η αποκλειστική ενασχόληση με την Τέχνη! Ιδού η «αιωνία Καρδίτσα», την οποία υπαινίσσεται ο Βαλταδώρος. Τρέμει κυριολεκτικά στην ιδέα ότι μπορεί να εγκατασταθεί μόνιμα και να λειτουργήσει ως καλλιτέχνης σ’ αυτήν.
Η Καρδίτσα –και γενικότερα ο θεσσαλικός κάμπος– ζει μες στην καρδιά του Βαλταδώρου. Σ’ αυτήν απευθύνεται, όταν γράφει. Μιλώντας για τα διηγήματά του, στον πρόλογο του βιβλίου του Όσοι ζήσουν (1927), επισημαίνει ότι αυτά είναι εμπνευσμένα από τον τόπο του και ότι κλείνουν ό, τι μπόρεσε να αποδώσει η ψυχή του, με αγάπη μαζεμένα, σαν αγριολούλουδα απ’ τον απέραντο κατακαημένο θεσσαλικό κάμπο. Ο Γιώργος Βαλταδώρος, ωστόσο, από τη στιγμή που διαμορφώθηκε ως καλλιτεχνική συνείδηση, δεν μπορεί να ζήσει μόνιμα στην Καρδίτσα. Της έχει χαρίσει τον μισό καλλιτεχνικό εαυτό του, τον συγγραφέα. Φυλάγει ως κόρη οφθαλμού τον ζωγράφο. Νιώθει αυτόν τον άλλον καλλιτεχνικό εαυτό του να είναι το μεγάλο του ατού. Γι’ αυτό τον κρύβει και τον προετοιμάζει με ακραία προσοχή. Όχι μόνο δεν εκθέτει δημόσια τα έργα του, αλλά ούτε στους φίλους του λογίους των Αθηνών τα δείχνει, με όλες τις παρακλήσεις των τελευταίων. Έχουμε σχετικά τις μαρτυρίες του Τέλλου Άγρα και του Μιλτιάδη Μαλακάση. Διαισθάνεται ότι η μόνιμη εγκατάστασή του στην Καρδίτσα πρόκειται να ανατρέψει αμετάκλητα την προετοιμασία του να επιβληθεί στο πανελλήνιο ως πρωτοπόρος ζωγράφος. Την παραμονή του θανάτου του (14.11.1930) και ενώ ετοιμάζεται από την Κηφισιά, όπου μένει, να επιστρέψει οριστικά στην Καρδίτσα, στο τελευταίο γράμμα προς τη μητέρα του γράφει: «Μόνος μου διάλεξα το δρόμο που ακολούθησα. Δεν παραπονούμαι για τίποτα... Τα ανθρωπάκια, τα γνωστά, όταν θα με ιδούν αυτού, θα ευχαριστηθούν λιγάκι. Θάλθω μεθαύριο αυτού. Θα μείνω κοντά σου».
Την επομένη, όμως, έχασε οριστικά το δρόμο προς την αιωνία Καρδίτσα, όχι όμως και το δρόμο προς την αιωνιότητα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου