17.1.24

Κώστας Κουτρουμπάκης | Τ’ αδελφομοίρια


Τον ήξερα απ’ τη σχολή. Έχει όνομα ομηρικό, όπως κι ο μικρότερος αδελφός του. Ο πατέρας, αρχαιόπληκτος φιλόλογος, είχε δύο παλιά νεοκλασικά, φτυστά, το ένα δίπλα στ’ άλλο, ένα για κάθε παιδί. Το ένα το γκρεμίσανε, αντιπαροχή, δύο διαμερίσματα πήρε, η πιο καινούρια πολυκατοικία στη γειτονιά –και καλοχτισμένη. Οι άλλες είναι σαράντα χρονών και βάλε –σκάρτες όλες, αρπαχτή κι εργολαβία. Εμείς σε τέτοια μένουμε. 
 Στο γκρεμισμένο μάς είχε καλέσει σε φοιτητικό πάρτι, εγώ τέταρτο έτος εκείνος δεύτερο, δεν καλοθυμάμαι. Violent femmes, REM -τα παλιά-, Ramones και τέτοια, βινύλια ακόμη τότε. 
 Ήτανε ομορφόπαιδο –και μυαλό. Προχώρησε. Το διδακτορικό το πήρε με άριστα. Εγώ με τα μαρξιστικά και τις κιθάρες ένα μεταπτυχιακό –και κείνο με το σκούντα – βρόντα.
 Στη γειτονιά βρέθηκα γαμπρός ύστερα από χρόνια. Στο μεταξύ χαθήκαμε. Δεν τον πήρε το μάτι μου. Την πολυκατοικία τη βρήκα του κουτιού, το άλλο σπίτι άλλοτε νοικιαζόταν, τώρα ρημάζει.
 Μια μέρα, πρωί ήτανε, έτρεχα με τα παιδιά να προλάβουμε το σχολικό, ακούω κάποιον να με φωνάζει με τ’ όνομα. Τον έβλεπα τακτικά, η γειτονιά χωρίς ράμπες αναπήρων, κυκλοφορούσε πάντα με το αμαξίδιο μες στον δρόμο. «Δε με γνώρισες, ε;». Για το διδακτορικό ήξερα, για την αντιπαροχή όχι, εκείνος μου είπε. 
 «Πενήντα κιλά έβαλα μετά την απόπειρα. Είναι και τα φάρμακα. Κιθάρα παίζεις ακόμα;» 
 Αλλάξαμε νούμερα στα γρήγορα κι έφυγα βιαστικός για το σχολικό –ακόμη να τηλεφωνηθούμε.
 Τα κορίτσια στο κομμωτήριο λένε πως εκείνο το βράδυ έγινε λιώμα και γκρεμίστηκε απ’ τον όροφο με Ramones στο τέρμα. Νύχτα – μέρα, λένε, τον έτρωγε ο πατέρας του για το διδακτορικό και την ακαδημαϊκή καριέρα –κι ας του μιλούσαν ανοιχτά οι ψυχολόγοι για αυτοκτονικό ιδεασμό.
 Την αντιπαροχή την έδωσε από ανάγκη –«πώς ν’ ανέβει το αμαξίδιο στον όροφο». Στο διαμέρισμα του μεγάλου αδελφού τις μπαλκονόπορτες τις έφραξε με κάγκελα. Είναι στον τέταρτο. 
 Οι πτώσεις από κει αριστεύουν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: