Αλέξανδρος Ζωγραφάκης
Μέχρι πού προτίθεται να φτάσει κανείς για να ανακαλύψει τη σημασία της ανθρώπινης επαφής; Τι καταλαβαίνει κανείς όσον αφορά τους τρόπους με τους οποίους μια συγγραφέας στοχάζεται πάνω στην έννοια της επαφής; Το μυθιστόρημα της Ελίζας Παναγιωτάτου (Αθήνα, 1984) το διατρέχει πολλή
τρυφερότητα αλλά και λεπτή ειρωνεία. «Είμαι λεσβία, μαμά, πόσες φορές θα στο πω; Πες ρε μπαμπά, τα ίδια και τα ίδια» (σ. 27). Παρατηρήστε όμως και αυτό το Διακοπές στην Αβησσυνία, που, από μόνο του, στέκει τεχνηέντως παράταιρα. Τι είδους διακοπές κάνει κανείς στην Αβησσυνία; Και γιατί «Αβησσυνία» και όχι «Αιθιοπία»; Η Παναγιωτάτου σταχυολογεί τρόπους ανθρώπινης προσέγγισης και επαφής. Για να το πετύχει όμως αυτό κατανοεί την ανάγκη να εξέλθει –έστω και στιγμιαία, έστω και σε σημεία– από το έλλογο και να ψηλαφήσει το ζωώδες. Το κείμενο ξομπλιάζεται με μια ασυνήθιστη εικόνα: τις ύαινες που στο Χαράρ της «Αβησσυνίας» συμβιώνουν με τους ανθρώπους σε μια συνθήκη αξιοσημείωτης ισορροπίας.«Εκείνη τη στιγμή, ενώ μια ύαινα έπαιρνε ένα κομμάτι κρέας απ’ το ξύλο, μια άλλη ανέβηκε με τα μπροστινά της πόδια στους ώμους του άντρα που τις τάιζε. Κράτησα την ανάσα μου. Δίπλα στο κεφάλι του ανθρώπου, το κεφάλι της ύαινας φαινόταν τεράστιο. Ο άνθρωπος έμεινε ατάραχος. Από την υπερυψωμένη θέση όπου βρισκόταν, η ύαινα κοίταζε μέσα στο μπιτόνι. Σαν να ήθελε να ελέγξει αν είχε αρκετό φαγητό, και όταν είδε πως έχει κι άλλο, κατέβηκε από τους ώμους του άντρα, έκανε έναν κύκλο γύρω του, στάθηκε μπροστά του και περίμενε τη σειρά της» (σ. 103).
«Χτες πήγα στις ύαινες. Απίστευτα ζώα. Δεν ξέρω γιατί τους έχει βγει το όνομα. Δεν είναι καθόλου άσχημες» (σ. 105).
Η ειρωνεία του τίτλου θα έδενε εξαιρετικά με το «γέλιο» της ύαινας. Η συγγραφέας όμως, προς έκπληξή μου, δεν έπαιξε αυτό το χαρτί. Η Παναγιωτάτου έρχεται να ανατρέψει και να ξορκίσει τη δαιμονοποίηση της ύαινας στη λαϊκή αντίληψη. Δεν είναι μόνο ότι οι ύαινες ταΐζονται, στον φυσικό τους χώρο, από ανθρώπους, όπως θα ανακαλύψει έκπληκτη η Τέσση – από το ουδόλως τυχαίο Αναστασία: «[...] γιατί κανείς, Αναστασία μου, δεν θα σε αναστήσει αν δεν το κάνεις πρώτη εσύ» (σ. 136). Δεν είναι μόνο η επανάληψη μιας παρόμοιας συνθήκης, έτσι όπως θα παρακολουθήσει, έκπληκτη και πάλι η Τέσση, ανθρώπους να ταΐζουν γεράκια –«Ξαπλωμένη στο κρεβάτι έπαιζα στο μυαλό μου ξανά και ξανά τη σκηνή με τα γεράκια. Ήξερα πως είχε κάποια σημασία, αλλά δεν ήξερα ποια» (σ. 98). Είναι η λειτουργία που αποκτούν ύαινες και γεράκια, καθώς ταΐζονται από ανθρώπους, ως σύμβολα συνάντησης και επαφής δύο κόσμων που, παραδοσιακά, είθισται να στέκουν ανταγωνιστικά.
Η Παναγιωτάτου προτάσσει μέσα από τον μύθο της την επαναδιαπραγμάτευση της θέσης των λευκών στην Αφρική –εξού και το «Αβησσυνία»– με αναφορές τόσο στο κλασικό Green hills of Africa του Έρνεστ Χέμινγουεϊ όσο και στον Ρεμπώ και τα χρόνια που έζησε εκεί ως έμπορος όπλων –«Γιατί του έκαναν μουσείο; Πήγα μια φορά, λένε για τα ποιήματά του. Ποιον ενδιαφέρουν όλα αυτά;» (σ. 114). Η Αφρική και τα άγρια ζώα –ύαινες, γεράκια, λιοντάρια– που συμβιώνουν με τον άνθρωπο στέκουν λοιπόν ως σύμβολα για τη δυνατότητα προσέγγισης της ετερότητας και του στερεοτυπικά αλλότριου. Μέσα από αυτό το πρίσμα διάβασα και την εγκιβωτισμένη στην ιστορία αναφορά της δολοφονίας του Ζακ Κωστόπουλου και της διαμαρτυρίας που ακολούθησε, που θα σταθεί αφορμή για να παλέψει η Τέσση με την αγοραφοβία της και να βιώσει μία από τις πολλές μεταστροφές του ψυχισμού της που θα καθορίσουν την πορεία της.
Ανέφερα όμως την τρυφερότητα μαζί με την έννοια της επαφής:
«Στο σαλόνι η Τέσση συνεχίζει να κοιτάζει την οθόνη του υπολογιστή, να πληκτρολογεί και να ψάχνει, ενώ παράλληλα παίζει με το λοβό του αυτιού της αφηρημένα, αργά και μηχανικά. Η κίνηση αυτή την παρηγορεί και τη βοηθάει να συγκεντρωθεί. Πιάνει το λοβό με τον αντίχειρα και το δείκτη και τον πιέζει κυκλικά, σαν να θέλει να φτιάξει ένα μπαλάκι από πλαστελίνη. Κάποιες φορές παίζει με τους λοβούς άλλων ανθρώπων, το ίδιο αργά και μηχανικά, και όταν το κάνει αυτό νιώθει ένα ζεστό αίσθημα να μεταφέρεται από τα δάχτυλα της στο άλλο σώμα. Όσοι έχουν βρεθεί σε αυτή τη θέση νομίζουν πως πρόκειται για εκδήλωση αγάπης όμως αυτό δεν είναι πάντα αλήθεια» (σ. 13).
«Το βλέμμα της Ράνιας ακολουθεί το χέρι της κι εκείνη φαντάζεται την υφή που θα έχει η γλώσσα της» (σ. 15).
«[...] όταν άδειασε ένα τραπεζάκι πήγαμε και κάτσαμε και εγώ φόραγα φούστα, αυτή τη μαύρη την κοντή, και ακουμπούσε τη γάμπα του πάνω στη δική μου, ανατρίχιαζα ολόκληρη [...]» (σ. 19).
«Εκείνη τη μέρα ακούμπησα πάνω του. Ήταν ωραίο συναίσθημα. Τον ακολούθησα σε ό,τι έκανε τον περίμενα έξω από σπίτια, μπήκα μαζί του σε μαγαζιά. Πήγαμε στην αγορά, στα λεωφορεία, σε μια θεία του που ήθελε να στείλει κάτι σε μια συγγενή, ξανά στην αγορά γιατί δεν είχαμε βρει αυτό που ψάχναμε, ξανά στα λεωφορεία. Δεν σκεφτόμουν, δεν σχεδίαζα, απλώς ακολουθούσα. Γύρω μου η Ντίρε Ντάουα απλωνόταν ζεστή, γεμάτη, ήρεμη και οικεία. Ευχαριστώ, του είπα το απόγευμα πριν χωριστούμε, ήταν πολύ ξεκούραστο αυτό, να το ξανακάνουμε» (σ.141).
Εκτίμησα ότι η Παναγιωτάτου τοποθετεί την αναφορά στη δολοφονία του Ζακ –μια πράξη ακραίας βαναυσότητας– αμέσως μετά την περιγραφή μιας αιδοιολειχίας –ως ακόμα μία έκφανση τρυφερότητας– όχι όμως σε μια ερωτική σκηνή αλλά εν είδει θεωρίας. Η συγγραφέας διαθέτει αρκούντως ανεπτυγμένο αισθητήριο και έτσι πραγματεύεται τη γυναικεία πλευρά των πραγμάτων με αξιοσημείωτη ελλειπτικότητα: «Το μουνί είναι γεμάτο νευρικές απολήξεις. Ό,τι ακουμπάς συνδέεται με κάτι άλλο. Για να γλείψεις μια γυναίκα πρέπει να το κάνεις με όλο σου το σώμα. Δεν είναι τριαντάφυλλο, δεν είναι ροδάκινο, δεν έχει υποκοριστικό. Είναι η διαστολή του κόσμου και η ταύτισή του με τα όρια του σώματός της» (σ. 30).
Εκτίμησα δεόντως αυτό το «Δεν είναι τριαντάφυλλο, δεν είναι ροδάκινο, δεν έχει υποκοριστικό», που συνιστά υποδόρια μομφή προς το «ανδρικό βλέμμα». Εκτίμησα όμως και τον τρόπο με τον οποίο περνάει η Παναγιωτάτου, στο κείμενο, την αγάπη της ηρωίδας της προς τον πατέρα της. Γιατί αυτό γίνεται με νύξεις, βλέμματα και τη δέουσα προσοχή που απαιτείται πάντα ώστε να μην νιώθει ο αναγνώστης ότι η συγγραφέας τρίβει τις θέσεις της στα μούτρα του με άγαρμπους και ακαλαίσθητους μανιερισμούς.
«[...] τον φανταζόταν κάπου, κοντό με την αστεία μυτερή κοιλιά του, να την κοιτάζει ικανοποιημένος, Τεσόνι-φατσόνι να της λέει αυτός, στρογγυλό πεπόνι να του απαντάει αυτή, και να γελάνε» (σ. 14).
«[...] αλλά η Τέσση δεν άντεχε άλλο, κοίταξε προς το μέρος του, του έκανε νεύμα, εκείνος έγνεψε καταφατικά και έτσι σηκώθηκε κι έφυγε αθόρυβα [...]» (σ. 28).
«[...] ο Νεγκάσι μοιάζει με τον μπαμπά. Έτσι νομίζω τουλάχιστον. Έχει τα μάτια του, το ίδιο σχήμα, αυτά τα μάτια σαν σκύλος που ζητάει κάτι, και όταν γελάει οι άκρες σηκώνονται λίγο προς τα πάνω, όπως του μπαμπά» (σσ. 164-5).
Η Παναγιωτάτου γράφει σε γλώσσα απλή και ανεπιτήδευτη που βρίσκει θαυμαστή ισορροπία ανάμεσα στην προφορικότητα και το λογοτεχνικό της απείκασμα. Μου άρεσε όμως και η απόσταση που υποδηλώνεται από την ηλικία της συγγραφέως, που είναι μερικά χρόνια μεγαλύτερη από την ηρωίδα της, σαν να θέλει να τονίσει ότι μπορεί να κοιτάζει τα τεκταινόμενα των τελευταίων δεκαπέντε ετών από μια μικρή απόσταση – τόση όση. Σαν να κατασκευάζει ένα μικρό αναστοχαστικό ανάχωμα ανάμεσα στην αμεσότητα της αντίδρασης που θα είχε μια τριανταπεντάχρονη σε σχέση με αυτή μιας σαραντάχρονης. Η Παναγιωτάτου γράφει σχεδόν σαν να βιώνει την ιστορία της η ίδια, όχι όμως μέσα από κάποια αυτομυθοπλασία, αλλά, τρόπον τινά, σαν να συνθέτει ένα μη μυθοπλαστικό μυθιστόρημα στο οποίο τεκμήρια της “πραγματικότητας” μυθολογούνται ακόμα κι αν αυτό, σε σημεία, αυτό λαμβάνει χώρα μόνο για την απόλαυση της μυθοπλασίας.
Δεν μπορώ όμως να μην σχολιάσω και το μότο που ανοίγει το βιβλίο έτσι όπως εργαλειοποιείται η έννοια του μυστικού, που στέκει σε αυτό τον μεταιχμιακό χώρο όπου για να πραγματωθεί το μυστικό ως έννοια θα πρέπει όχι μόνο να τεθεί σε ισχύ μια συνθήκη απόκρυψης κάποιας μορφής αλλά να υπάρξει και η επίγνωση, από το υποκείμενο, της απόκρυψης: «For a secret to be realized, someone must not only conceal something but someone else must know or suspect this concealment. Consequently, while the import of a secret may remain hidden, the act of concealment must be revealed if the secret is to have an audience and hence social existence».
«Και όσο έψαχνα μέσα στο παρελθόν που δεν ήξερα, τόσο περισσότερο θυμόμουν από αυτά που είχα ζήσει, σαν να ήταν το ψάξιμο που ενεργοποιούσε τη μνήμη» (σ. 163).
Το μυστικό, για την Παναγιωτάτου, σαρκώνεται μέσα στην ίδια του την υφή. Εξυφαίνει και ταυτοχρόνως εξυφαίνεται, όπως μόνο η πλάνη κάθε παρελθόντος δύναται να κάνει καθώς αποκτά αληθινές διαστάσεις που τείνουν διαρκώς να εφεσιβάλλουν το παρόν και το μέλλον καθώς το υποκείμενο καθίσταται κοινωνό (sic) –«κοινό»– και αποδέχεται την κοινωνική διάσταση της ύπαρξής του –«[...] if the secret is to have an audience and hence social existence». Το παρελθόν υπάρχει μόνο ως μυστικό που ουδέποτε καθίσταται αλήθεια αλλά ένα αενάως μεταλλασσόμενο πλατό, λιγότερο ή περισσότερο παραμορφωτικών, αντικατοπτρισμών που τείνουν να υποστηρίζουν μια μεγάλη παλέτα ερμηνειών.
Έτσι, η Παναγιωτάτου μπορεί να επιτυγχάνει ένα συγκερασμό διαθέσεων και συναισθημάτων, που κρατάει το ενδιαφέρον του αναγνώστη, αλλά δεν καταφέρνει να σταθεί στο ύψος του ύφους που θα έδενε πιο σφιχτά και πιο μεθοδικά την καταγγελτική διάσταση των ηρώων της με μια καταστατική εσωστρέφεια, που έχω την αίσθηση ότι χαρακτηρίζει τη γενιά των τριάντα κάτι. Επιπροσθέτως, δεν αρκεί, πολλές φορές, η ηρωίδα να λέγεται «Αναστασία» για να περάσει σωστά στον αναγνώστη μια κάποια έννοια «ανάστασης». Η συγγραφέας όμως διακατέχεται από νηφαλιότητα και μετριοπάθεια και σε ελάχιστα σημεία διολισθαίνει στην αμετροέπεια. Θα ήθελα, για παράδειγμα, η καταληκτική, σχεδόν κινηματογραφική σκηνή όπου φλέγεται το αυτοκίνητο κληρονομιά από τον πατέρα της να είναι πιο διακριτό τι ακριβώς συμβολίζει: είναι μια πυρά στη μνήμη του, στις ανεπάρκειές του, μια πυρά ενός συμβόλου της πατριαρχίας (ένα ιδιότυπο auto-da-fé), ή όλα αυτά μαζί;
Η Παναγιωτάτου όμως οφείλω να αναγνωρίσω ότι προσφέρει λογοτεχνία που αποτυπώνει δόκιμα τη φωνή μιας γενιάς –όπως κάνει και η Βίβιαν Στεργίου– που έχει μεγαλώσει μέσα σε εξαιρετικά έντονες ματαιώσεις. Μιας γενιάς που δυσανασχετεί και θυμώνει, με απόλυτο δίκιο, απέναντι στους μεγαλύτερους όχι μόνο επειδή εκείνοι αντλούν δύναμη και αναμνήσεις από ένα αρκούντως εξωραϊσμένο παρελθόν –«ΠΑΣΟΚ μωρό μου, έλα μην γκρινιάζεις [...] (σ. 167)– αλλά και επειδή αισθάνεται, η γενιά των τριάντα, την αδικία ότι το μέλλον της έχει υποθηκευτεί. Και έχει υποθηκευτεί παρά τη θέλησή της από συγκυρίες και καταστάσεις που λίγο πολύ τείνουν να απαντώνται με το αδιέξοδο χαρτί του ακαταλόγιστου, ενώ συνεχίζουν να ταλανίζουν το εξαιρετικά αβέβαιο μέλλον όλων όσων δυσκολεύονται να διαχειριστούν την επαχθή συνθήκη μιας έκπτωσης από την ποιότητα ζωής των γεννητόρων τους.
— Ελίζα Παναγιωτάτου, Διακοπές στην Αβησσυνία, Αντίποδες: 2023, 184 σελίδες, ISBN: 9786185267766, τιμή: €14,34.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου