Λίνα Πανταλέων
ΧΡΗΣΤΟΣ ΧΡΗΣΤΙΔΗΣ
Αυγή
εκδ. Κίχλη, σελ. 216
Μια νέα γυναίκα, η Λία, ζει έγκλειστη στο διαμέρισμά της δύο χρόνια, πενθώντας τη μητέρα της. Στην πιο ακραία φάση του εγκάθειρκτου πένθους της, φοβάται πως είναι νεκρή. Ολο και πιο ανήσυχη, αγωνιά να επιστρέψει στο χωριό της μητέρας της, όπως της είχε υποσχεθεί πριν πεθάνει. Η υπερβατική πορεία της έξω από το διαμέρισμα, την οδηγεί στα έγκατα, «στο λεβητοστάσιο της κόλασης», «στο απύθμενο οστεοφυλάκιο της ανθρωπότητας», στη ζοφερή επικράτεια πλασμάτων από καιρό πεθαμένων, καταδικασμένων σε «ανέκκλητη καραντίνα στο σκοτάδι», που αποσυντίθενται σε δαιδαλώδεις στοές. Τριγυρισμένη από τις «εξαθλιωμένες παρουσίες αυτού του υπόγειου κόσμου», η Λία αρχίζει να διηγείται την ιστορία της, την επίσκεψή της στο πέτρινο χωριό της μητέρας της, που ποτέ δεν εκπλήρωσε, ει μη μόνον σαν παραίσθηση.
Σε αυτό το τρίτο κατά σειρά βιβλίο του, ο Χρήστος Χρηστίδης (γεν. 1953) σκηνογραφεί ξανά ένα ταφικό περιβάλλον. Oπως στο «Αναποδογεννημένος» (2016) και στη νουβέλα «Γυμνός» (2020) και εδώ το πέρασμα στον θάνατο παρουσιάζεται σαν μια αλλόκοτη περιπέτεια. Σε αντίθεση με τα προηγούμενα βιβλία, όπου διακρινόταν ένα μελαγχολικό χιούμορ, τώρα ο Χρηστίδης ωθεί τη γραφή σε πιο μελανούς τόνους, αίροντας την παραμυθητική συνθήκη της ονειροφαντασίας. Περισσότερο από την κατάδυση της Λίας στο μεταλλείο της μεταφυσικής, το μυθιστόρημα εστιάζεται στην προσπάθεια του αφηγητή να ανασυνθέσει σε μυθοπλασία τη δυστυχία της μοναχικής γειτόνισσάς του, που από το διπλανό διαμέρισμα κατέληξε σε ψυχιατρείο και έπειτα σε τάφο.
Παράλληλα, γράφοντας για τη Λία, νιώθει λες και χαϊδεύει την αγέννητη κόρη του, που η γυναίκα του η Αυγή έχασε στον πέμπτο μήνα της κύησης. Ανατρέχοντας στις απομαγνητοφωνημένες εκμυστηρεύσεις της Λίας την περίοδο της νοσηλείας της στο ψυχιατρείο, ο αφηγητής, με βαριές σκέψεις να κροταλίζουν στο κρανίο του «σαν κόκαλα με φαγωμένους χόνδρους», καταβυθίζεται σε έναν λόγο παραισθητικό, παραληρηματικό, νοθευμένο από την επήρεια ψυχοφαρμάκων. Η Λία, άθυρμα της παραλογισμένης της θλίψης, βιώνει τη νεκρότητα σε κατάσταση εγκυμοσύνης. Βουλιαγμένη σε βαθύσκιωτες στοές, εξιστορεί την επιμνημόσυνη ιστορία της, ανακαλώντας τον καιρό του εγκλεισμού, όταν όλα στο σπίτι έσπαγαν στα χέρια της εξαιτίας της αριστεροχειρίας της, την τραυματική πορεία σε μια νεκρική πόλη, σκεπασμένη από «νοσοκομειακό φωτισμό» και ρυμοτομημένη από κτίρια-μνήματα, μέχρι την κατάβασή της στα σωθικά της γης και την εγκατάστασή της στο σκαλοπάτι μιας σκάλας γλιστερής, καλυμμένης με βρύα, που μόνο κατέβαινε. Κάποιες στιγμές η κοιλιά της αστράφτει εκτυφλωτικά και μέσα από τα τοιχώματά της αντηχεί σαν εσωτερικός μονόλογος η φωνή του εμβρύου, μια φωνή θρηνητική, που σπαράζει για τη ζωή που θα το ρημάξει. «Γεννιέμαι ή πεθαίνω; ή μήπως γεννιέμαι για να πεθάνω;», αναρωτιέται το έμβρυο. «Eξοδος στο φως ή μήπως είσοδος στον θάνατο…». Αλλά και η Λία αναρωτιόταν αν η ανυπαρξία ήταν «απουσία από τη ζωή» ή «παρουσία στον θάνατο».
Με τα τρία ταφικά βιβλία του ο Χρηστίδης οριοθετεί το συγγραφικό του αποτύπωμα, σε μια περιοχή της φαντασίας, όπου ο θάνατος παραφράζεται σε ανησυχαστική φρεναπάτη, ενώ η μετοικεσία γίνεται μετεγκατάσταση σε οικοδομήματα γοτθικής αισθητικής. Παντού εγκατασπείρονται συνδηλώσεις του θανάτου, ενόσω η ζωή συνεχίζει ακατάβλητη τον μάταιο αγώνα της, κυκλωμένη από μαρμάρινες πλάκες και αποστεωμένες, μαυροφορούσες σκιές, που παραμονεύουν δυσοίωνες σε αλώνια, χαλάσματα και κατακόμβες. Μολονότι η νεκρώσιμη γραφή θα μπορούσε να απαλλαγεί από κάποιες ποιητικίζουσες παρομοιώσεις, που συντείνουν σε έναν γλωσσικό αισθητισμό, δεν μπορεί κανείς να μη θαυμάσει την εκπληκτική εξεικονιστική λεπτουργία, από την οποία εκλύονται συντριπτική λύπη και δριμύς σπαραγμός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου