Ξενοφών Α. Μπρουντζάκης
Γιώργος Συμπάρδης
Πλατεία Κλαυθμώνος
Εκδόσεις: Μεταίχμιο
Σελ.: 255
Δεν υπάρχει πιο ευφρόσυνο συναίσθημα από το να ανακαλύπτεις ένα καλό βιβλίο, ή ας το πούμε αλλιώς, ένα βιβλίο που επιβεβαιώνει την εντύπωση που έχεις για τη λογοτεχνία. Ομολογώ ότι είναι το πρώτο βιβλίο του Γιώργου Συμπάρδη που διαβάζω αλλά δεν θα είναι και το τελευταίο, καθώς θα ανατρέξω στο προηγούμενο έργο του. Δεν είμαι, ούτε παριστάνω τον επαγγελματία κριτικό και γράφω ως αναγνώστης ό,τι προλαβαίνω να διαβάσω και μάλιστα με το άγχος της επικαιρότητας. Με αυτά και με τα άλλα, το νέο βιβλίο του συγγραφέα για μένα υπήρξε μια ευχάριστη έκπληξη. Μια ψήφος πολύτιμη υπέρ της λογοτεχνίας μας.
Ο συγγραφέας, με εξαιρετική αντίληψη της διήγησης, που δεν θέλει να πει αλλά να κατανοήσει κι ο ίδιος μέσω της αφήγησης, επικεντρώνεται σε εκείνα τα δυσδιάκριτα όρια της εσωτερικότητας όπου ο εαυτός μας μοιάζει σαν να σβήνεται με τον τρόπο που σβήνουν καμιά φορά οι καλλιτέχνες τα φτιαγμένα με κάρβουνο πορτραίτα τους που, αφού τα έχουν απεικονίσει ρεαλιστικά, αντιλαμβάνονται ότι έχει χαθεί η ζωντάνια τους, αυτή που τους χαρίζει η αφαίρεση, ο δαιδαλώδης κόσμος της ύπαρξης.
Παρακολουθώντας τα βήματα ενός νεαρού πρωτοετούς φοιτητή της Νομικής λίγο μετά την επικράτηση της επταετούς δικτατορίας των συνταγματαρχών, μας δημιουργείται η αίσθηση ότι είμαστε φτιαγμένοι περισσότερο από αυτά που δεν γνωρίζουμε για μας και για τους άλλους. Σαν η ταυτότητα μας να είναι οι αποσιωπήσεις, τα μυστικά, τα αξεδιάλυτα σκοτάδια. Το μυθιστόρημα ξεκινά περασμένα μεσάνυχτα, με τον Ψευτογιώργο να περιφέρεται στην πλατεία Κλαυθμώνος σε μια περιοχή όπου γίνεται «ψωνιστήρι» ομοφυλόφιλων και να καταλήγει στο αστυνομικό τμήμα. Έχει προσεχθεί μαζί με έναν άγνωστό του αφού δεν είχαν προλάβει να ανταλλάξουν παρά μια δυο λέξεις. Έπεσαν σε ένα από τα συνήθη νυχτερινά μπλόκα της αστυνομίας.
Η περιγραφή είναι έξοχη όχι μόνο δομικά αλλά κυρίως γιατί τίποτα δεν αφήνεται να μοιάζει τελεσίδικο, δηλαδή κατασκευασμένο. Με δυο λόγια, όλα δημιουργούνται με πλαστικότητα, δεν υπάρχουν καλούπια. Ο χώρος και ο χρόνος των αρχών της επταετίας στην ιστορική πλατεία του κέντρου των Αθηνών «αναπνέει», μυρίζουμε τα δενδρύλλια του κηπάκου ανακατεμένα με την καυτή όξινη οσμή των ούρων που μαρτυρά την ένταση των σωμάτων, την ταπείνωση, τις ενοχές, τον αυταρχισμό και τη σκληρότητα, τόσο εσωτερικά που καμιά ιστορική μαρτυρία ή ντοκιμαντέρ της εποχής δεν μπορεί να αποδώσει. Καθώς φτάνουμε στο αστυνομικό τμήμα και ενώ είμαστε έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε μια στερεότυπα προεξοφλημένη συμπεριφορά, παρακολουθούμε μια απλή κατάσταση με τη βαθύτητα της πραγματικότητας και όχι της εντύπωσης. Σε όλο το μυθιστόρημα δρόμοι, κτήρια, ανθρώπινες καταστάσεις, μας πείθουν πρωτογενώς, καθώς δεν περισσεύει τίποτε και δεν χωρά τίποτα, όλα είναι όπως υπάρχουν. Έτσι η πραγματικότητα γίνεται τρισδιάστατη μαζί με τους χαρακτήρες, ζωή αυθεντική.
Ο νεαρός γλυτώνει μάλλον εύκολα από την περιπέτεια της σύλληψης και ξεκινά μια περιπλάνηση σχεδόν αλλόκοτη, που μόνο στην πραγματικότητα μπορεί να υπάρξει, σε δρόμους και περιοχές της Αθήνας σαν η πόλις να τον ακολουθεί. Η εποχή περιβάλλει τον περιπλανώμενο Ψευτογιώργο, που προσπαθεί να αποκτήσει το δικό του όνομα. Η εξωτερική του περιπλάνηση είναι ταυτόχρονη και εσωτερική. Όλη αυτή η ασυναρτησία του κόσμου και των ανθρώπων είναι ένα δύσκολο ταξίδι και ο Συμπάρδης μας το προσφέρει γενναιόδωρα, δίχως εκπτώσεις στην αγριότητά του.
Μέσα από τη δαιδαλώδη και εν πολλοίς αλλόκοτη περιπλάνηση του αφηγητή που αγωνίζεται να αποκτήσει όνομα, υπόσταση, ταυτότητα – επώδυνες απαιτήσεις – εξελίσσεται η μια παράλληλη υπαρξιακή περιπλάνηση. Το ζήτημα της καταγωγής, του αίματος, της αλήθειας, της αποκάλυψης. Ο δικός του προσωπικός αγώνας εστιάζεται στην οικογένειά του, στη μητέρα και τον πατέρα, κυρίως όμως σε ένα τρίτο πρόσωπο που ζει ανάμεσα τους.
Άνθρωποι φαινομενικά απλοί, του σωρού θα μπορούσε να πει κανείς, με ζωές δίχως απαιτήσεις, μέσα από τη ματιά του συγγραφέα – κι αυτό αποτελεί σπουδαίο άθλο – φτιάχνουν έναν κόσμο από την αρχή σαν να ξεκινά ξανά η ζωή κι ο ένας ψάχνει πάνω στον άλλον ένα δικό του κομμάτι για να καταλάβει ποιος είναι. Γιατί το ερώτημα που πολλές φορές έχει ενδιαφέρον δεν είναι το πόσο γνωριζόμαστε μεταξύ μας ακόμα μέσα και από την πιο στενή σχέση αίματος, αλλά το πόσο δεν γνωριζόμαστε. Διαβάστε το!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου