«Αμerikα» του Νίκου Βαβδινούδη: Μια αναγνωστική περιπέτεια
Κάθομαι στο γραφείο. Η καρέκλα τρίζει από αγωνία. Τα δάχτυλα στα πλήκτρα. Οι λέξεις πια σαν το φαγητό που δεν είμαι υποχρεωμένος να μοιραστώ με κανέναν. Φτιάχνω μια ιστορία ασύνδετη, με σχεδόν ξεδιάντροπο και σχεδόν απερίσπαστο τρόπο, έχοντας για μοναδικό άλλοθι την επιθυμία συμμετοχής στο ταξίδι της εξαγνισμένης λήθης. Μόνο η μάνα μου, όπως κάθε μητέρα για το παιδί της, μπορεί να με ημερέψει.
Τι ακριβώς είναι αυτό το βιβλίο;
Είναι
ίσως αυτό που ο ίδιος ο συγγραφέας αναφέρει στη σελίδα 34 του βιβλίου του:
Προσφέρω σπονδές εξαπάτησης της ορφάνιας. Ναι, ψάχνω την ελευθερία
μέσα από τη σκλαβιά της διήγησης. (σελ.34)
Στο οπισθόφυλλο ο Νίκος
Βαβδινούδης μας δίνει μια μικρή ιδέα: «Ένα
νέο-νουάρ μυθιστόρημα, πασπαλισμένο με νατουραλισμό και ηθογραφία της παρακμής.
Σε μια μακαρθική Νέα Υόρκη, όπου ο καθένας δεν ενδιαφέρεται για τίποτε άλλο
πέραν του εαυτού του, κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί πως είναι αθώος».
Όταν ακούμε για νουάρ λογοτεχνία
σίγουρα το μυαλό μας πάει σε ιδιωτικούς αστυνομικούς, σε μοιραίες γυναίκες, σε
δολοφονίες και στις εξιχνιάσεις τους. Αυτό το βιβλίο μπορεί να θυμίζει λίγο την
ατμόσφαιρα αλλά δεν είναι ακριβώς αυτό το είδος.
Όταν ακούμε για νατουραλισμό
θυμόμαστε πως ο νατουραλιστής συγγραφέας καταγγέλλει μέσα από το έργο του την
κοινωνική εξαθλίωση και, γενικά, τις απαράδεκτες συνθήκες στις οποίες είναι
αναγκασμένοι να ζουν οι περισσότεροι άνθρωποι. Εδώ έχουμε αρκετές αναφορές
δεδομένου ότι το στόρι έχει να κάνει με ένα άνδρα και μια γυναίκα, που
πηγαίνουν το 1913 στη Νέα Υόρκη για να ζήσουν το αμερικανικό όνειρο, στην ουσία
να ξεφύγουν από την ελληνική μιζέρια της εποχής, να μπορέσουν να βοηθήσουν και
τους συγγενείς που έμειναν στην Ελλάδα. Αυτοί παντρεύονται, κάνουν παιδιά, ζουν
μια αγωνιώδη ανούσια ζωή στην προσπάθειά τους να επιβιώσουν.. «ένα αδιάκοπο κυνήγι μιας αόριστης πράσινης
επιτυχίας..» (σελ.39), γράφει χαρακτηριστικά ο συγγραφέας. Οι στερήσεις δεν τους αφήνουν περιθώρια
χαλάρωσης και εκδήλωσης αγάπης ούτε στα ίδια τους τα παιδιά.
΄΄ Ερωτεύονται άγαρμπα, παντρεύονται βιαστικά. Γεννούν παιδιά. Η
απογοήτευση έρχεται στο σπίτι ή ξεκινά από αυτό. Έχουν μια ιδιότυπη αγάπη,
στέρεη από συνήθεια και φόβο. Σαν να μην περισσεύει για τα παιδιά τους.΄΄
Αναγκάζονται να εργαστούν
σκληρά, ο άνδρας καταλήγει στα δίχτυα της μαφίας και ο πρωταγωνιστής γιός
περιγράφει όλες αυτές τις καταστάσεις με επίκεντρο την δική του ζωή: μια ζωή
χαμένη.
Χρονικά το μυθιστόρημα
τοποθετείται στην εποχή της μεγάλης μετανάστευσης στις ΗΠΑ στις αρχές του
αιώνα, εποχή φτώχειας, δουλειάς, εποχή του Αμερικανικού ονείρου… Εκεί που «μισούν
τις καθυστερήσεις», εκεί που «ο
χειμώνας είναι σκληρός για τους φτωχούς».
Ή αυτό που χαρακτηριστικά λέει ο
Θανάσης Παπακωνσταντίνου (στο τραγούδι του
«Και στην Αμερική»):
Άλλοι θα ‘χουν τον τρόπο τους και θα ευδοκιμήσουν
και άλλοι ως να πεθάνουνε τη δίψα δε θα σβήσουν
Ενώ οι Κόζα Μόστρα ισχυρίζονται
πως:
Θέλω να φύγω να πάω στο Αμέρικα
Όλη μου τη ζωή μετρώ δραχμή, δραχμή
Πάρε με από 'δω και θα συμβιβαστώ
Θα πάω Αμερική για μια καινούργια αρχή
Καινούργια αρχή που για κάποιους
μπορεί να είναι όντως έτσι αλλά για άλλους να είναι η αρχή του τέλους.
Εποχή της
μαφίας, του Μεγάλου Πολέμου και του Μακαρθισμού, όπου το να είσαι ΄΄κόκκινος΄΄
ήταν σαφώς χειρότερο από το να είσαι μαφιόζος ή μετανάστης. … Ο μακαρθισμός
στις ΗΠΑ υπήρχε και πριν τον Μακάρθυ. Διαπιστώνουμε πως μπορεί να υπάρχει και
σήμερα.
Οι μηχανισμοί, οι ιδεολογίες, οι
πολιτικές που οδηγούν μια κοινωνία σε κατάρρευση μπορεί να διαφέρουν όμως το
αποτέλεσμα είναι πάντα το ίδιο: αναδεικνύεται το προσωπικό κόστος για το άτομο
που βιώνει την κατάρρευση!
Αυτό που ξεχωρίζει κανείς στο
βιβλίο «Αμerikα» του
Νίκου Βαβδινούδη είναι ότι μπαίνει μια τάξη στο χάος αυτού του κόσμου. Σαν
θεατρικό έργο ή σαν κινηματογραφική
ταινία, μας δίνει στην αρχή του βιβλίου,
ένα υπόμνημα χαρακτήρων: ποιος είναι τι, οπότε δεν μπορείς να χαθείς ανάμεσα
στα ονόματα και στα πρόσωπα του μυθιστορήματος.
Σε ότι αφορά την πλοκή τώρα,
αφηγείται ο ίδιος ο γιος ο Κιμ ή Κόμνας, ο καλλιτέχνης, ο πολυμήχανος Οδυσσέας,
ο οποίος γράφει την ιστορία της οικογένειας του και σε ένα παράλληλο επίπεδο τη
δική του ιστορία. Έχουμε λοιπόν, στο
μεγαλύτερο μέρος δύο αφηγηματικά επίπεδα και δύο χρόνους - το παρελθόν και το
παρόν- στα οποία η αφήγηση μετακυλάει με μεγάλη μαεστρία από το ένα στο άλλο.
Ο ήρωας μας, ένας μοναχικός άντρας, όπως επισημαίνει
«πριν βροντήξει πίσω του την πόρτα στα μούτρα της όποιας ελπίδας»
και παρά τα μεγάλα του ζητήματα έχει ένα αποκούμπι: τη θάλασσα, άλλωστε το
γράφεις «όποιος αποζητά την αγάπη αναζητά
τη θάλασσα» (σελ.70).
Ο Κιμ ψάχνει τη μάνα του: (;)
Λέει χαρακτηριστικά ο πατέρας
για τη γυναίκα του ΄΄ Όταν ήμουν μακριά ήθελα να τρέξω κοντά της, κι όταν
έφτανα έξω από την πόρτα ήθελα να το βάλω στα πόδια”.
Σ΄ ένα άλλο σημείο ο γιος για τη
μητέρα ΄΄ Από τη μάνα μου πήρα το ταλέντο
στη ζωγραφική. Αυτή ζωγράφιζε τόσο καλά στο πρόσωπο της την απαξία΄΄.
Ο Κιμ που δεν έχει πολλές
αναμνήσεις από τα παιδικά του χρόνια «εκτός
της σιωπής» (σελ.60) και τον ήχο της ραπτομηχανής που τον ξυπνούσε και τον
νανούριζε… Ο Κιμ που με επιμονή της μάνας του, πήγαινε στο ελληνικό σχολείο κάθε
Κυριακή και που άκουγε τη μάνα του να του λέει απαξιωτικά «είσαι ανίκανος να ασχοληθείς μ ένα κανονικό επάγγελμα..»
(σελ.98). Ο Κιμ που δεν μπορεί να
βλέπει ανθρώπους ευτυχισμένους, μιας και
τον γυροφέρνει ο θυμός (σελ.76).
Η μάνα που «αντιμετώπιζε τα άγχη της, τους φόβους κατάματα. Δίχως κουβέντες
περιττές, δίχως δάκρυα φανερά σε εμάς τους υπολοίπους»… και που ήταν «επιρρεπής στον πανικό. Όλοι οι Έλληνες
είμαστε» (σελ.97).
Όμως το κύριο θέμα του βιβλίου
δεν είναι η δραματική συζυγική και
οικογενειακή ιστορία. Είναι το - σε νέο-νουάρ ατμόσφαιρα- κυνήγι του γιου από
τη μαφία, θύματος των οικογενειακών πάρε δώσε με τον υπόκοσμο. Έτσι το
τελευταίο περίπου 1/3 του βιβλίου αλλάζει ύφος και από την ηθογραφία και
ψυχογραφία παρακολουθούμε την κινηματογραφική και σχεδόν παραληρηματική κάθοδο
στον Άδη του γιου (Κιμ). Θα καταφέρει να γλυτώσει;
Αυτό το δραματικό ερώτημα
διατρέχει με ανατροπές και μαεστρία το μέρος αυτό της πλοκής. Εδώ απλά
παρεμπιπτόντως αναγνωρίζουμε την οικογενειακή αρά (κατάρα), όπως την
οριοθέτησαν οι αρχαίοι, όταν η μαφία απαντάει στον γιό ΄΄ Το χρέος είναι δικό σου. Από την αρχή ήταν. Είσαι γιός του΄΄. Ή
πολύ απλά ΄΄Αμαρτίαι γονέων παιδεύουσιν
τέκνα΄΄.
Ξεχωριστή επίσης η γλώσσα που
χρησιμοποιεί ο Νίκος, είναι φροντισμένη,
με στοιχεία ιδιωματικά, αργκό, αγγλικά. Αξιοσημείωτες είναι και οι πληροφορίες
στο υπόμνημα ιστορικές, γεωγραφικές, λαογραφικές, θρησκευτικές. Και λογικά αυτό
είναι αποτέλεσμα της έρευνας και της μελέτης του συγγραφέα. Για παράδειγμα στην
πολυπολιτισμική Νέα Υόρκη μαθαίνουμε πως «τον
Έλληνα, τον Ιταλό και τον Εβραίο τους παίρνεις τα λεφτά μόνο στη μεγάλη χαρά
και στον μεγάλο πόνο» (σελ.128). Ή σε άλλο σημείο μαθαίνουμε πως οι Έλληνες
είναι «θεοσεβούμενοι», κρατάνε «τις γυναίκες στο σπίτι», αγαπάνε
το ποτό και πάντα διαλέγουν το καλό άλογο (σελ. 93) δια στόματος Ιρλανδού.
Ο λόγος εναλλάσσεται από
μακροπερίοδο σε μικροπερίοδο, ανάλογα με το επίπεδο της αφήγησης. Το ύφος
άλλοτε είναι νοσταλγικό, νατουραλιστικό, όταν διηγείται ο αφηγητής τα
πρώτα χρόνια της οικογένειας του, άλλοτε σκληρό και δωρικά ωμό, άλλοτε
ασθματικό, με κοφτές, μικρές προτάσεις, όταν ο ήρωας βρίσκεται μπλεγμένος στον
ιστό της μαφίας. Η πένα του Νίκου Βαβδινούδη είναι σύγχρονη, ρεαλιστική,
κυνική, ποιητική και θεατρική μαζί. Και με αυτόν τον τρόπο μπορεί να την κάνει ο
καθένας δική του, να την κατανοήσει και να ζήσει εκείνη την εποχή. Εκείνη την
εποχή που την έχουμε στο μυαλό μας ίσως μέσα από κάποιες ταινίες..
Σε μια συνέντευξη του ο Νίκος
Βανδινούδης (για το προηγούμενο βιβλίο του) είχε δηλώσει πως «οι λέξεις είναι ένα επικίνδυνο υλικό με
διπλή κόψη. Ένα μέσο αμφίσημο. Ο συγγραφέας είναι αυτός που πιστεύει την
αλήθεια του αλλά είναι ο αναγνώστης που την ερμηνεύει, προσαρμόζοντάς την στους
πολύ προσωπικούς του πονόδοντους». Και συμφωνούμε σε αυτό.
Συνοψίζοντας, το «Αμerikα» μπορεί να χαρακτηριστεί ως μια περιπέτεια για τον αναγνώστη. Κι αυτό
οφείλεται στην γρήγορη, νευρική πλοκή, στην έντονη δράση αλλά και στο συνδυασμό
της μυθοπλασίας με την αφηγηματική δεινότητα και το σκάψιμο στην ψυχολογία των
ηρώων, που κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Δεν σε αφήνει να
το αφήσεις το βιβλίο αυτό! Και με ιδιαίτερο τρόπο μας κάνει να βγούμε από τον
εφησυχασμό μας….
Όλα αυτά ενσωματώνονται στο «Αμerikα»,
καθιστώντας το ένα ιδιαίτερο, ένα ξεχωριστό βιβλίο ακόμη για τον πιο απαιτητικό
αναγνώστη. Είναι σίγουρα ένα βιβλίο διαφορετικό, που δεν μας θυμίζει κάποια
άλλη ιστορία, ένα βιβλίο για έναν κόσμο που είχε ελπίδες, όνειρα, αξίες και
μαζί με αυτά πολέμησε να σταθεί όρθιος, άλλοτε νίκησε και άλλοτε νικήθηκε.
Όλα αυτά τα συναντάμε σε μια
φροντισμένη καλαίσθητη έκδοση από τις εκδόσεις Πηγή.
Η λογοτεχνία μπορεί να
χαρτογραφήσει σε όλο της το μεγαλείο την παραδοξότητα της ανθρώπινης κατάστασης,
τα πράγματα που ξέρουμε και αυτά για τα οποία δεν έχουμε ιδέα. Και να μας δώσει
μια πιθανή απάντηση στο ερώτημα «τι είναι τελικά ο άνθρωπος;». Όπως είχε πει ο
Φώκνερ «ο άνθρωπος είναι ένα αναμμένο σπίρτο που περιβάλλεται από σκοτάδι».
Ο Έλιοτ το 1925
έγραψε ένα από τα ωραιότερα και πιο δυναμικά ποιήματά του: The hollow men («Οι
κούφιοι άνθρωποι»). Η δράση, η πράξη για τη δημιουργική αλλαγή της ζωής αρχίζει
μόνο όταν συνειδητοποιήσουμε πως η απάθεια ή η κενότητά μας, μας καταδικάζει
στην αφάνεια, μας καθιστά έρμαια των συνθηκών και «ήρωες παθητικούς». Από την
επίγνωση αυτή και πέρα ενεργοποιείται η συνείδηση και η δύναμη της ανατροπής
που αυτή συνεπάγεται. Ο ποιητής παρακινεί γι’ αυτή τη διαδρομή: εγκαταλείψτε
την κούφια σας ύπαρξη, δώστε της βαρύτητα και σθένος πιστεύοντας στην αλλαγή,
πέρα από τη δίνη του φόβου…
Ας απομονώσουμε
και ας σκεφτούμε τον τελευταίο στίχο του Έλιοτ: «αυτός είναι ο τρόπος που
τελειώνει ο κόσμος, όχι μ’ ένα πάταγο αλλά μ’ ένα λυγμό».
Ο Νίκος Βαβδινούδης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1972 και από τότε
άρχισε να µεγαλώνει. Από παιδί φοβόταν το σκοτάδι και έφτιαχνε ιστορίες, µε
λέξεις χωνευτικές, να γαληνέψει την πείνα του. Τελείωσε, στα διαλείµµατα της
λογοτεχνικής ανάγνωσης, την πολυτεχνική σχολή του ΑΠΘ (Τµήµα Αγρονόµων και Τοπογράφων
Μηχανικών) µε µοναδικό εφόδιο την περιέργεια της κατάκτησης της συµµετρίας και
τη βελτιστοποίηση στην επίτευξη της ισορροπίας προσπάθειας-αποτελέσµατος.
Ξόδεψε
κάποια καλοκαίρια στη Νέα Υόρκη περπατώντας. Συνέχισε να γράφει και περισσότερο να σβήνει.
Διηγήµατά του έχουν βραβευθεί σε διαγωνισµούς.
Από
τις εκδόσεις Πηγή κυκλοφορεί και η συλλογή αυτοτελών ιστοριών «ΞΕΦΛΟΥΔΙΣΜΕΝΑ ΣΤΟΡΙΑ».
Το
Αμerikα είναι το πρώτο του µυθιστόρηµα
και ελπίζει όχι το τελευταίο.
Το ανωτέρω κείμενο διαβάστηκε
κατά την εκδήλωση παρουσίασης του βιβλίου στην Έδεσσα στις 28/9/2024.
Κατερίνα Αθανασίου
πρώτη δημοσίευση https://www.fractalart.gr/mia-anagnostiki-peripeteia/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου