Νικόλας Κουτσοδόντης, Ίσως φύγεις στο εξωτερικό, εκδ. Θράκα, Λάρισα 2024.
«[…] Λοιπόν, σε αγκαλιάζω
όχι όπως χαλάς στα χέρια σου ένα σταφύλι
σε αγκαλιάζω με την αίσθηση πως μας ανήκει ένα μέλλον
δίχως να το σφίγγω δίχως να το λιώνω
το σταφύλι
μα σου χαρίζω
το πλαστικό τετράγωνο γλαστράκι με την ζέρμπερα
είναι εντάξει κλουβί για ένα λουλούδι.» («Κλουβί για ένα λουλούδι», σ. 15-16)
Η γλωσσική έκφραση στο βιβλίο του Νικόλα Κουτσοδόντη Ίσως φύγεις στο εξωτερικό αναμιγνύει λογοτεχνικά σημαίνοντα του παρελθόντος με σύγχρονες εμπειρίες. Αρχικά, θα δούμε πώς οι λεξιλογικές και αφηγηματικές του επιλογές διαμορφώνουν, σε στιγμές, μια ρετρό ατμόσφαιρα, και στη συνέχεια, αντί του συνόλου, θα σχολιάσουμε ένα μόνο ποίημα, το «Ταξίδι στην Άνδρο» (σ. 21-23), για τον τρόπο που πλησιάζουμε το παρελθόν και τις ιστορίες (πατρογονικές και επαρχιακές) που «κληρονομούμε» ως αφηγήσεις.
«[…] Το ξέρεις πως στα μάτια μου είσαι παιδί
έχεις εκείνα
τα ψωμάκια χείλια του εφήβου Αντέο Ζαμπόνι
όταν σχεδίαζε να γίνει του Μουσολίνι ο φονιάς
κι ακόμα πιο πολύ με το κασκέτο
και τα υφασμάτινά σου παντελόνια
άλλης εποχής […]
[…]Τιμ σκέψου την ιστορία μας να έγραφε
ξανά ο Τζει Αρ Μπέικερ
Πητ σκέψου ξανά να αυτοκτονούσε
άνευ εκδότη.
Πεθαίνουμε. Και το χειρότερο;
μοιάζουνε όλα απροσδιόριστα.» («Ο Τιμ και ο Πητ τα ξαναφτιάχνουν», σ. 34-35)
Διαβάζοντας ποιήματα όπως το «ο Τιμ και ο Πητ τα ξαναφτιάχνουν» (το συγκεκριμένο είναι ποίημα-αναφορά στη λογοτεχνία του AIDS), νομίζει κανείς ότι πρόκειται για αγγλόφωνη ποίηση της δεκαετίας του ʼ50 ή του ʼ80. Φέρνουν στο μυαλό κάποιες ολιγοσέλιδες εκδόσεις, συνήθως μπητ ποιητών κι όχι μόνο, οι οποίες είχαν ένα ιδιότυπο λεξιλόγιο, λόγω του ανοίκειου περιεχομένου (π.χ. από την αμερικανική μεταπολεμική κουλτούρα), αλλά και εξαιτίας της εποχής που μεταφράστηκαν. Σε αυτές τις εκδόσεις ακόμη και ορθογραφικά ή τυπογραφικά λάθη μοιάζουν σήμερα ως μέρος του συνόλου (!). Τη συγκεκριμένη μεταφραστική γλώσσα, που μπορεί να προέρχεται από διάφορες εποχές, ρεύματα και συγγραφείς, και που για μένα ήταν πολύ γοητευτική, την ξαναβρήκα στα ποιήματα του βιβλίου. Η μετάφραση εξάλλου είναι από μόνη της ένα ιδιότυπο λογοτεχνικό περιβάλλον. Και το λέει μέσα σε άλλα συμφραζόμενα και ο ίδιος στο ποίημα «Μου αρέσει η θηλυκή σου πλευρά», στη σελ. 38: «[…] σε φύλλα ποίησης / γερμανόφωνης / μεταφρασμένης το εβδομήντα απ’ τον Δικταίο». Ο ποιητής εγκολπώνεται λεξιλογικά και υφολογικά το εποχικό, γλωσσικό ιδίωμα των παλιών εκδόσεων.
Ίχνη αυτής της γλώσσας βρίσκουμε σε αμετάφραστες λέξεις (λάουντζ, γιάνκιδες), ειδολογικές (οξαλίθες), ή λέξεις που έχουν εκπέσει από τον καθημερινό λόγο ή περιγράφουν όχι τόσο συνηθισμένα αντικείμενα, και που ορισμένες παραπέμπουν στις εκδόσεις που προανέφερα, όπως είναι η «χούφτα» (θυμίζει Γκρέγκορι Κόρσο αλλά και Ρίτσο), «νεροσυρμές», το «μάλλινο σακάκι». Ποιος, άραγε, θα φορούσε μάλλινο σακάκι σήμερα; Στην προκειμένη περίπτωση είναι ο «Μπένγιαμιν στο λάουντζ όταν διαβάζει» και αμέσως μπορούμε ως αναγνώστες να σχηματίσουμε μια εικόνα διαυγή. Αυτές οι λεξιλογικές επιλογές ενεργοποιούν το υποσυνείδητο του αναγνώστη που φέρνει στο προσκήνιο και μοιράζεται τις δικές του αναγνωστικές εμπειρίες. Έτσι, η ποιητική αφήγηση γίνεται πολύ ενεργητική με εικόνες πειστικές, οικείες, που μετεωρίζονται ανάμεσα στο παρόν που βιώνουμε και στο παρελθόν που γνωρίζουμε από αφηγήσεις και κείμενα (αλίμονο, δεν έχουμε συναντήσει τον Μπένγιαμιν, αλλά έχουμε δει φωτογραφίες, έχουμε διαβάσει γι’ αυτόν κ.τ.λ.). Δηλαδή, ανάμεσα σε τετριμμένες συνήθειες και λογοτεχνικά διακείμενα. Η παραπάνω σύζευξη δημιουργεί την ρετρό ατμόσφαιρα του βιβλίου.
Σε αυτού του είδους την αφήγηση συμβάλλει και ο ελεύθερος πλάγιος λόγος που εμφανίζεται πού και πού, όπως η φράση «Νισάφι πια» στο ποίημα «Σου έφερα πίτα της Σαντζίης ή επιστροφή στην Κύπρο», ή «μα την τύχη μου» στο ποίημα «Νύσταξες πασάκα μου» (φράση που παραπέμπει σε κόμικ). Τεχνικές όπως αυτή δημιουργούν αυτό που λέμε πεζολογικό ή κουβεντιαστό ύφος – αντιλογοτεχνικός όρος σε κάθε περίπτωση(!). Το πεζό ύφος είναι στην πραγματικότητα (και μεταξύ άλλων) ο συνδυασμός αφηγηματικών τεχνικών, όπως η παραπάνω, και διαφορετικών φωνών. Για παράδειγμα, το ποίημα «Άρπαξε τη μέρα» (σ. 28) τελειώνει με τον στίχο «όντας απόλυτα κι απλά δοσμένος στην ανεπρόκοπη τέχνη». Καταλαβαίνουμε, έχοντας διαβάσει και το ποίημα από την αρχή, ότι η «ανεπρόκοπη τέχνη» δεν είναι λόγια του ποιητικού υποκειμένου, αλλά λόγια του πατέρα στον οποίο απευθύνεται ολόκληρο το ποίημα. Ενσωματώνεται δηλαδή μια άλλη φωνή, πατερναλιστική, επικριτική και αντίθετη με τη συντροφική φωνή που χαρακτηρίζει όλα τα ποιήματα. Ακόμη και ο τίτλος του βιβλίου Ίσως φύγεις στο εξωτερικό μοιάζει να είναι λόγια κάποιου άλλου, που ο ποιητής επαναλαμβάνει σαν αντήχηση. Οι διάσπαρτες φωνές, δημιουργούν δραματουργική ένταση, εναλλαγές στον τόνο και στην ατμόσφαιρα.
Στο βιβλίο η φωνή του αφηγητή δεν είναι ποτέ μόνη της αλλά διαλέγεται –στην πραγματικότητα ή στη φαντασία. Έτσι, καταλήγουμε να παρακολουθούμε επεισόδια μιας ιστορίας με τους πρωταγωνιστές και το σκηνικό (που ορίζεται με συγκεκριμένα τοπόσημα). Για εμένα, οι πολλαπλές φωνές, όπως εισάγονται με τους τρόπους που αναφέραμε παραπάνω –λεξιλογικά και υφολογικά– είναι η κινησιουργός δύναμη που δημιουργεί ένα μωσαϊκό διαθέσεων (ενθουσιασμού, απογοήτευσης, μοναξιάς, συντροφικότητας, αλληλεγγύης). Ο Έντμουντ Κήλυ, στη συλλογή δοκιμίων Μύθος και φωνή, αναφερόμενος σε σύγχρονούς του ποιητές παρατήρησε ότι αυτό που τους ένωνε ήταν ότι «κατόρθωσαν να λύσουν το πρόβλημα της έκφρασης στην ιδιαίτερη γλώσσα και παράδοση που κληρονόμησαν» (βλ. Έντμουντ Κήλυ, Μύθος και φωνή, μετ. Σπύρος Τσακνιάς, Στιγμή, Αθήνα 1987, σ. 17). Δηλαδή, έπρεπε να βρουν την προσωπική τους φωνή για να εκφράσουν την προοπτική και το όραμά τους. Με την παραπάνω γλωσσική και εκφραστική ανάλυση, νομίζω, αποδείξαμε ότι, ομοίως, ο Κουτσοδόντης έχει βρει τη γλώσσα για να εκφράσει το ποιητικό του όραμα και τον κόσμο του. Γλώσσα η οποία αποτυπώνει, τον τόνο, τη διάθεση και τη στάση του. Δημιουργεί έναν «μύθο», μια αφήγηση δηλαδή, μέσα στην οποία το ποιητικό υποκείμενο συγκροτεί την ταυτότητα και τη θέση του στον κόσμο. Το βιβλίο έχει ενιαία γραμμή και αισθητική, νεοελληνική και κουήρ.
Με αφορμή το «Ταξίδι στην Άνδρο», θα κλείσω με ένα σχόλιο για τα μελοδραματικά στοιχεία που εισχωρούν στην ποιητική αφήγηση. Αποσπασματικά:
«Να ξέρεις πως ολόκληρο το απόγευμα
η μόνη εξέλιξη θα είναι η λάμψη των ματιών σου
μέσα στις συκαμινιές και στα αντίρρηνα
τα φυτρωμένα στα πετρόχτιστα στενά.
***
Θα σ’ έπαιρνα απ’ το χέρι εκεί που κάποτε
υπήρχε δάσος δρυών
και οι παλιές γυναίκες
σαν γυρνούσαν απ’ τα σπιτικά στη Σμύρνη απέναντι
όπου ξενόπλεναν για πρέσβεις γιάνκιδες
και Ανδριώτες της διασποράς καλοβαλμένους
σπέρναν παιδιά πέντε κι επτά κι οκτώ
και κινούσανε στις αιμασιές κρυφά
να κουβαλήσουν βάρητα για να πέσει
το ένατο. Το κατά λάθος.
***
Συνηθίσαμε να καίμε στην αυλή μπαούλα
σαρακοφαγωμένα κάδρα φούστες της γιαγιάς
τις φωτογραφίες της κάσας θείων μακρινών
κρατήσαμε
το κασελάκι των εργαλείων, πεταμένο στο χωράφι
του γιου που έμαθε τσαγκάρης
κι από γεννησιμιού του βόσκαγε ζώα
μέχρι την εφηβεία άρμεγε στου Αλαμανού με το αγόρι
της κυρά Αντριάνας και καμιά φορά
όπως το τσαγκαρόπουλο τον κούρδιζε
και τονε ακουμπούσε
κατεβάζαν τα κουρέλια μέσα στη σπηλιά
και φαίνονταν δύο ζευγάρια πάλευκα πισινάκια
σαν κόκαλα σουπιάς στο βότσαλο.
[…] Όσο αρχινά το σούρουπο
και το πορτοκαλόχρωμα πήρε να χαθεί
καθώς πελάτες σ’ επαρχιακό οβελιστήριο
προχωράμε στα σκαλιά και βλέπω
στα πόδια τον σφυγμό, τη σάρκα σου που κυματίζει.
Είμαι ριζωμένος στο τοπίο, με κρατάς
το χαμόγελο δεν χάνει φως.» (Ταξίδι στην Άνδρο, σ. 21-23)
Σε τέσσερις ενότητες παρουσιάζεται μια αφήγηση ανάμεσα στο σήμερα και στο παρελθόν. Η αγροτοναυτική επαρχία του τότε είναι η τουριστική επαρχία του σήμερα (και έχει ενδιαφέρον το τι σημαίνει τουριστική επαρχία σήμερα· είναι η κριτική που γράψανε οι τουρίστες και η ψησταριά). Από την άλλη, λέξεις όπως «συκαμινιές» και «πετρόχτιστα στενά» δεν τις θεωρώ τόσο ως τοπογραφικές λέξεις, όσο ως λογοτεχνικές λέξεις που προέρχονται από την αιγαιοπελαγίτικη λογοτεχνία του Ρίτσου, του Σεφέρη κ.τ.λ.
Το ποίημα θυμίζει τους αδελφούς Ταβιάνι. Λέξεις όπως «πισινάκια», «κασελάκι», δημιουργούν εικόνες και «υφές» (ξύλο, χώμα, πανί) και μου φέρνουν στον νου συνειρμικά την ταινία Padre Padrone όπου ένας μικρός βοσκός κάνει έναν αγώνα ώστε να βγει από την κατάσταση ανωριμότητας προς τη μόρφωση (για τον ποιητή ήταν η ταινία Αλοζανφάν, όπως είπε στην παρουσίαση του βιβλίου στην Αθήνα στις 16.6.2024). Στο ποίημα, έχουμε μια ιστορία ενηλικίωσης. Η διαφορά μεταξύ παρελθόντος-παρόντος έγκειται στην τωρινή τρυφερότητα που δεν υπήρχε στην ιστορία του παρελθόντος. Η τρυφερότητα είναι καταστατική εάν ανατρέξουμε και στο εισαγωγικό κείμενο-μότο του βιβλίου από την Όλγκα Τοκάρτσουκ.
Ο ποιητής φαίνεται να εξερευνά το πώς συνδέεται με τον τόπο και τον χρόνο, εάν αυτό εντέλει συμβαίνει. Στους στίχους υπάρχουν διάσπαρτα μελοδραματικά στοιχεία. Στην τέταρτη ενότητα:
«η Κατερίνα τα ʼχει χάσει
και χτυπάει την πόρτα τέσσερις και τριάντα επτά ξημέρωμα
στο σπίτι που λάμβανε τα καραβίσια γράμματα
κάθε δύο μήνες.
Τα φώτα ανάβουνε
ο σοροκολεβάντες να σκαλίζει το λευκό μαλλί
κατεβαίνουνε οι ένοικοι
την εσωτερική πέτρινη σκάλα
και ξεκλειδώνουν μέχρι τις βαθιές ρυτίδες
κι ως τον πεθαμένο σύζυγο δύο γενιές πίσω.
Μες στην καλοβαλμένη ρόμπα της
τους κοιτά χλομά
ώστε οι νεαροί τουρίστες
γράψανε κριτική αργότερα
αρκούντως σαστισμένοι». (ς. 22-23)
Η αφήγηση είναι τέλεια σκηνοθετημένη εκφραστικά. Τα μελοδραματικά στοιχεία, σε οποιονδήποτε τύπο αφήγησης, στοχεύουν α) στο νατουραλιστικό κοινωνικό σχόλιο και β) στη συναισθηματική αφύπνιση του δέκτη. Όταν αυτά τα δύο βρίσκονται σε ανισορροπία το αποτέλεσμα χάνει το εστιακό του βάθος και δεν έχουμε αυτές τις ισοπεδωτικές αφηγήσεις που ενίοτε συναντάμε σε ορισμένα νεορεαλιστικά έργα ή έργα σύγχρονου ρεαλισμού. Βασίζονται πολύ στα αντιθετικά ζεύγη και συχνά μένουν σε αυτό το πρώτο δυαδικό επίπεδο, αφήνοντας μια ανολοκλήρωτη εμπειρία. Συχνά, το γεγονός που παρουσιάζεται είναι τόσο τρομερό από μόνο του (εδώ π.χ. η γυναίκα που χτυπάει την πόρτα τη νύχτα) ώστε να μένει στην αφήγηση ανεπεξέργαστο. Έτσι, η κατασκευή μιας ρεαλιστικής σκηνής απλουστεύεται και μπορεί να αναπαραγάγει στερεότυπα. Στο «Ταξίδι στην Άνδρο» το κομμάτι με την αναδρομή στο παρελθόν έχει δυνατές εικόνες («καίμε στην αυλή μπαούλα», «κρατήσαμε το κασελάκι των εργαλείων»), όμως μήπως είμαστε ήδη εξοικειωμένοι με παρόμοιες ιστορημένες αφηγήσεις; Μήπως η τέχνη αισθητικοποιεί και αναπαράγει το συμβάν ως αντικείμενο; Θέλω να πω ότι ο μύθος πρέπει να συγκροτεί και να σχολιάζει το πραγματικό συμβάν. Πρέπει διαρκώς να επανεφευρίσκουμε και να ανοικειώνουμε τον τρόπο που ακούμε και διαβάζουμε ιστορίες (ας πούμε για μακρές απουσίες και εργατικά σακατέματα), ώστε η τέχνη να μην προσφέρει μόνο τη συγκίνηση ή τη συμπάθεια ή τη συγκατάβαση, αλλά μια ουσιαστική αλλαγή παραδείγματος στον τρόπο που βλέπουμε. Ο Κουτσοδόντης γενικότερα πλησιάζει πολύ σε αυτόν τον στόχο, αν και όπως προαναφέραμε, υπάρχει διάχυτη μια ρετρό προσέγγιση, που είναι ίδιον και της εποχής μας. Το εν λόγω ποίημα μου έδωσε την αφορμή για να εκθέσω τον παραπάνω γενικότερο προβληματισμό και να διώξω την αμηχανία που μου προξένησε η πρώτη του ανάγνωση και η αυτόματη αντίδρασή μου στην υποψία μελοδράματος και ηθογραφίας.
⸙⸙⸙
[Το παρόν είναι μια επεξεργασμένη μορφή του κειμένου που εκφωνήθηκε στην παρουσίαση του βιβλίου στην Αθήνα, στο καφέ Διπλό στα Εξάρχεια, στις 16.6.2024. Πρώτη δημοσίευση της κριτικής στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Artwork: ©The Lamp Bearer. Δείτε τα περιεχόμενα του δέκατου τρίτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου