«Τόκοι ευαισθητοποιημένης φαντασίας»
Ηλίας Λ. Παπαμόσχος, Ανάληψη, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2023.
Στις 13 Ιουνίου 1929, στη λίμνη της Καστοριάς ένα ταχύπλοο, η Περιστέρω, βυθίζεται, εκτελώντας το τρίτο δρομολόγιο του πρώτου απόπλου της, ενώ μετέφερε προσκυνητές στο Δισπηλιό. Μέρα
θρησκευτικής γιορτής και τελετουργίας για την πόλη, την οποία βυθίζει σε πένθος. Αυτή είναι η κεντρική ιστορία του μυθιστορήματος του Ηλία Λ. Παπαμόσχου, με τον τίτλο Ανάληψη. Πώς η ιστορία ενός ναυαγίου που συνέβη σχεδόν εκατό χρόνια πριν, ο μαζικός θάνατος που επέφερε, οι ιστορίες των ανθρώπων, η «ανάσταση» και ο «δεύτερος χαμός» τους, σύμφωνα με τα λόγια του συγγραφέα, μιλούν στο παρόν, αυτή τη φορά στη μυθοπλαστική τους εκδοχή; Αν η ζωή και ο θάνατος, ή αλλιώς η υπόμνηση του θανάτου, αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της ανθρώπινης ζωής, τι συμβαίνει όταν η πρώτη εκτρέπεται βίαια και μαζικά; Αυτό το καταστατικό και υπαρξιακό πλαίσιο διερώτησης, αποτελεί το έναυσμα για το ανάπτυγμα της ποιητικής του πένθους στον Παπαμόσχο.Το αντηχείο του πένθους
Μέσα από μια πολυφωνική αφήγηση προσωπικών ιστοριών και με χρονική αφετηρία την προηγούμενη μέρα του ναυαγίου, σκιαγραφούνται οι σχέσεις και οι δεσμοί των ανθρώπων της μικροκοινωνίας. Οι ατομικές ιστορίες αρχικά συμπλέκονται ως σχέσεις οικογενειακές, φιλικές, κοινωνικές, επαγγελματικές ή απλώς κοινοτιστικές σχέσεις συνύπαρξης. Όλοι οι ήρωες είναι φορείς του δικού τους παρελθόντος, με τις ματαιώσεις, τα τραύματα, τις απώλειες αλλά και τις μελλοντικές τους επιθυμίες. Η εξοικείωση με τη φύση, το θάνατο, τη φύση του θανάτου είναι μερικές από τις πτυχές της ζωής τους, με τα προβλήματα και την καθημερινότητά τους. Κοινή προσμονή αποτελεί η αυριανή επιβίβαση στο καινούργιο ταχύπλοο, για τον πανηγυρικό εορτασμό. Ωστόσο, η κοινή τους προσμονή θα μετατραπεί σε κοινή διάψευση και πόνο. Η σκηνή του ναυαγίου, ενώ περιγράφεται με αριστοτεχνική δραματική οικονομία – καλύπτοντας ως περιγραφή τις λιγότερες σελίδες του έργου – οξύνει ταυτόχρονα την τραγικότητα και σηματοδοτεί το πέρασμα στην κατάσταση του πένθους. Το πένθος θα μετατραπεί στην κοινή ορίζουσα όλων των ατομικών ιστοριών, καλύπτοντας ολόκληρη την πόλη, σαν την «αχλή» της λίμνης· «ίσως που δεν είναι μόνοι τους στον πόνο να είναι μια παρηγοριά, που γίνανε μια οικογένεια όλοι, έστω και μέσα από τη συμφορά, ότι λυπάται ο ένας τον άλλο». Αν το πένθος, μπορεί να οριστεί ως ένα από τα λάιτ μοτίφ της ποιητικής του Παπαμόσχου, η Ανάληψη, συνιστά τη μετατόπισή του, από το οικογενειακό και αυτοβιογραφικό, στο κοινωνικό πένθος. Διαδικασία κυκλική και αχρονική, που ανοίγεται στο κοινωνικό επίπεδο και διερευνά σε βάθος τη φύση των πενθούντων, τη σχέση τους με την κοινωνία αλλά και τις πολλαπλές εξακτινώσεις που λαμβάνει. Σταδιακά συγκροτείται ένα πολυεπίπεδο πλέγμα συναισθημάτων και αποκρίσεων· συμπόνιας, οργής, θυμού, ενοχής, εκδίκησης και συγχώρεσης για αυτούς που βούλιαξαν και αυτούς που σώθηκαν: «ο φόβος απλώθηκε πάνω από την πόλη, εισχώρησε σε καθετί, η λύπη για τα θύματα, ο τρόμος ότι ο καθένας μπορεί να το ’χε πάθει». Μέσα από την συγγραφική και ανθρωπολογική ευαισθησία του Παπαμόσχου δημιουργείται ένας ενδιάμεσος χώρος κατανόησης του ανθρώπινου συμπεριφορισμού. Όλοι μετατρέπονται σε θύτες και θύματα, μέσα από διαδοχικά αισθήματα, ένστικτα και συναισθήματα. Η απώλεια εκκινεί το πένθος, η ευθύνη την ενοχή και η δικαιοσύνη την εκδίκηση.
Η ανάληψη
Η λογοτεχνική διήγηση του ναυαγίου, για την ακρίβεια η διήγηση του εγκλήματος και της τιμωρίας του, δημιουργεί μια εκ νέου ανθρώπινη εμπειρία, παράλληλη της αναγνωστικής. Μια πραγμάτευση της ανείπωτης τραγικότητας. Η ανάληψη ως έννοια, αναδεικνύεται μέσα από νομικά, θεολογικά και ηθικά συμφραζόμενα· ως ανάληψη ευθύνης, ενσώματη άνοδος και ενοχή αντίστοιχα. Η εκδίκηση ή η συγχώρεση στοχεύουν στην αποκατάσταση του αισθήματος δικαίου. Οι ήρωες μετεωρίζονται ανάμεσα στην ανταπόδοση ενός lex talionis, στη συγχώρεση, στη φυγή, στην κατανόηση ή στην παραίτηση. Σε μια οπτική πέρα από την εκδίκηση και τη συγχώρεση, η λυτρωτική κάθαρση δεν επέρχεται, αλλά λειτουργεί ως υπόμνηση της ανθρώπινης υπέρβασης: «πως κι οι αρχές σιώπησαν, ενώ οφείλανε το κακό να το προλάβουν, όλοι, θαρρείς, τυφλώθηκαν όπως οι ήρωες σ’ αρχαίες τραγωδίες, που από οίηση, το μέτρο ξεπερνώντας, τους ήπιε το σκοτάδι». Η ανάληψη ευθύνης μετατοπίζεται διαρκώς από το ατομικό στο συλλογικό επίπεδο, επιβεβαιώνοντας την αδυναμία απόδοσής της, καθώς καμία μορφή της δεν θα οδηγήσει στην επαναφορά της φυσικής τάξης. Στο εξηκοστό τέταρτο κεφάλαιο – το προτελευταίο του έργου -, με λόγο βιβλικό, σχεδόν εσχατολογικό, επιβεβαιώνεται η μη αναστρέψιμη τραγικότητα της ανθρώπινης μοίρας, μιας μοίρας κοινής που χωρίς εξαιρέσεις τους καθιστά «όλους, εξόριστους στον τόπο τους». Σε μια κοινωνία που παρατηρεί τον πόνο των άλλων, ο Παπαμόσχος σκιαγραφεί εκ βάθους την καταστατική ουσία του πένθους, μεταξύ των ορίων ενός επέκεινα και της ανθρώπινης κατάστασης. Σε αυτό τον αφηγηματικό τόπο των ζωντανών νεκρών, αναδύεται η προσπάθεια ερμηνευτικής προοπτικής και ανθρωπολογικής προσέγγισης της πολυπλοκότητας της ανθρώπινης κατανόησης.
⸙⸙⸙
Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου