της ΕΛΕΝΑΣ ΣΤΑΓΚΟΥΡΑΚΗ
Κυριάκος Συφιλτζόγλου
Ακατοίκητα
Ποταμός, 2024
Κυριάκος Συφιλτζόγλου
Δραμάιλο
Αντίποδες, 2018
Δραμάιλο και Ακατοίκητα. Ακατοίκητα και Δραμάιλο. Τα
ακατοίκητα στο δρόμο για τη Δράμα; Με μια λευκή ζακέτα στον ώμο, κόκκινο νήμα
θαρρείς και φυλαχτό από την Πλατανιά, τόπο γέννησης του ποιητή, και μοναδικό
μοτίβο που επανέρχεται σχεδόν αυτούσιο στα δύο τελευταία βιβλία του –στο
Δραμάιλο ασπρόμαυρο και στα Ακατοίκητα έγχρωμο–, ο Συφιλτζόγλου διατρέχει τα
χωριά του νομού Δράμας όχι απλά αιχμαλωτίζοντας με τον φακό του το εσωτερικό
ακατοίκητων κι ερειπωμένων σπιτιών, αλλά –πολύ περισσότερο– αποκρυσταλλώνοντας
κι αποτυπώνοντας τη συλλογική μνήμη. Και αυτό, όχι μόνο με τρόπο, αλλά και με
λόγο ποιητικό. Ποιητής ή φωτογράφος; Φωτογραφικός ποιητής και ποιητικός
φωτογράφος, ποιητής και φωτογράφος, ο Συφιλτζόγλου αναδεικνύεται σε μείζονα
σύγχρονο εκπρόσωπο της ars combinatoria στην Ελλάδα, μιας τέχνης συνδυαστικής
και συνθετικής που υποστυλώνει τη μνήμη και διεγείρει την κριτική σκέψη,
πάντοτε με ύφος ινδιάνου.
Τόσο στο Δραμάιλο (Αντίποδες, 2018), όσο και στα Ακατοίκητα
(Ποταμός, 2024), οι φωτογραφίες συνιστούν και ταυτόχρονα συμπληρώνουν το νόημα,
διαπλάθοντας παράλληλα αυτές καθαυτές τη μορφή τού βιβλίου κι επιβεβαιώνοντας
το κρέντο τού ποιητή –και δικό μας– για την ίσου βαθμού αξία νοήματος και
μορφής στην ποίηση. Στο Δραμάιλο, οι φωτογραφίες προσωπικών και χρηστικών
αντικειμένων –ώς και εκείνου ενός προσθετικού ποδιού που κρέμεται στον τοίχο–
συμπληρώνουν τις δημιουργικές ιστορικές αφηγήσεις, δίνοντας σάρκα και όστα στα
πρόσωπα και κατ’ επέκταση αυξάνοντας την αλήθεια και την πειστικότητά τους. Στα
Ακατοίκητα, άλλα προσωπικά αντικείμενα, αλλά και πόρτες και παράθυρα σε
σαλόνια, κουζίνες και κρεβατοκάμαρες, αφενός εντυπώνουν την ίδια τη ζωή των
ερειπωμένων οικημάτων –συνήθως τα φανταζόμαστε άδεια και άνευ ζωής, εικασία που
ο Συφιλτζόγλου ανατρέπει πανηγυρικά φωτογραφίζοντας σκηνικά που, πέρα από τη
φθορά, μοιάζει μόλις να έμειναν στη μέση–, αφετέρου έρχονται μέσω των
φωτογραφιών του Συφιλτζόγλου να τους δώσουν νέα ζωή. Επιπλέον, χρώματα και
μοτίβα θαρρείς μινωικά, η ώχρα και η πορφύρα των τοίχων, αλλά και τα κοφίνια
και οι νταμιτζάνες στις γωνίες που θυμίζουν πήλινα πιθάρια σιτηρών, συνδέουν
άρρηκτα το χθες (ακόμη και το αρχαίο) με
το σήμερα, καθώς και το Νότο της χώρας με το Βορρά.
Σε αμφότερα βιβλία, χωρίς φαμφάρες, με λόγο συγκροτημένο και
σφιχτό, ο Συφιλτζόγλου μας προσφέρει μία ευαίσθητη κι εκ των έσω αποτύπωση των
–κάποτε αποσιωπημένων– ιστορικών και κοινωνικών γεγονότων και φαινομένων από
την πρόσφατη ιστορία της Μακεδονίας, της Βόρειας Ελλάδας και κατ’ επέκταση της
Ελλάδας και του έθνους ολόκληρου, μέσω δε της εκ νέου σκηνογραφίας αφανών ηρώων
ή και αντι-ηρώων. Η προσάρτηση της Δράμας στον ελληνικό κορμό το 1913, η
Ανταλλαγή των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας το 1922, οι τρεις
βουλγαρικές κατοχές στη Μακεδονία (1912-13, 1916-18, 1941-44), ο Εμφύλιος
(1946-49), και η σταθερή μέσα στο χρόνο μετανάστευση και προσφυγιά από και προς
την Ελλάδα βρίσκουν πρόσφορο ποιητικό έδαφος –λεκτικά και φωτογραφικά– στις
σελίδες του. Πρόκειται για μια καλλιτεχνική αποθησαύριση της γλώσσας, των ηθών
και της μνήμης εν γένει, ελάχιστα πριν οι τελευταίοι φορείς τους σβήσουν και
χαθούν, παίρνοντάς τα μαζί τους.
Δε χρειαζόμαστε όρους μεταποικιοκρατικούς για να
επισημάνουμε ότι ο Συφιλτζόγλου, ερευνώντας κι αναλύοντας τη μεθόριο και την
παραμεθόριο, ήτοι τα ‘σύνορα’ και τα ‘όρια’, και κινούμενος σε αυτά, με
αφετηρία αυτά, συν-προσδιορίζει και ορίζει το ‘κέντρο’. Καταγράφοντας
στιγμιότυπα ιστορικά, λεκτικά και βιωματικά των προσφύγων από Πόντο,
Καππαδοκία, Βουλγαρία, Τουρκία ή άνευ δεδηλωμένης προελεύσεως, των εν γένει
προσφύγων, συμβάλλει στη διαμόρφωση αυτής της ίδιας της ελληνικότητας και τον
ορισμό της. Το πράττει δε τόσο αθόρυβα, όσο και ανατρεπτικά, όπως στους στίχους
του για ένα χρόνο που νοιάζεται, φυλάσσει, περιποιείται, ασπάζεται, αναγνωρίζει
και χαιρετίζει και που μόνο εν τη απουσία [απλώς] συνερίζεται (Ακατοίκητα, σελ.
21). Οι, όπως τις χαρακτηρίζω, δημιουργικές ιστορικές αφηγήσεις και η ανανέωση
της γλώσσας στο Δραμάιλο συνδιαλέγονται με τα εικονίσματα αγίων και τα εθνικά
σύμβολα στις φωτογραφίες αμφότερων βιβλίων.
Ο Κυριάκος Συφιλτζόγλου ιστοριογραφεί κι ανθρωπογραφεί
μετερχόμενος εύγλωττα όχι μία, αλλά δύο τέχνες ταυτόχρονα, την ποίηση και τη
φωτογραφία. Και αυτό το πράττει πρωτοπορώντας και στις δύο: αφενός, με τη
λεξιπλασία και τη δημιουργική (ανά)πλάση αφηγήσεων και διαλόγων με μάρτυρες
συγκεκριμένης ιστορικής εποχής –Zeitzeugen, που εδώ περνούν στη μαρτυρία
δεύτερης γενιάς, τη διαμεσολαβημένη– στο Δραμάιλο, οι οποίες σε βάρος,
φυσικότητα, αρμονία και γλωσσική ποιότητα φτάνουν πρότυπα καζαντζακικά.
Αφετέρου, με τη φωτογραφική αποτύπωση ανθρώπινων ιχνών –δομικών, οικιακών,
δοξαστικών, βιωματικών, συναισθηματικών (ρομαντικά μελαγχολική η σκονισμένη και
σαρακοφαγωμένη χειρόγραφη επιστολή πλάι στο απόκομμα της Τράπεζας της Ελλάδος
και Αθηνών, αξίας 5.000 δραχμών, Ακατοίκητα, σελ. 92)– στα χωριά της Δράμας.
Στα Ακατοίκητα, πολυθρόνες, παράθυρα, κορνίζες, κουρτίνες συνδιαλέγονται μεταξύ
τους, αναδεικνύοντας την ποίηση της εικόνας, ποίηση σχεδόν θεατρική
(Ακατοίκητα, σελ. 52).
«Σςςςς / Κάντε το
σταυρό σας» (Ακατοίκητα, σελ. 77): Ο Συφιλτζόγλου προσέρχεται και εισέρχεται
στα ακατοίκητα με την κατάνυξη και το σεβασμό πιστού, με δέος απέναντι στις
ζωές που κάποτε τα κατοίκησαν, αλλά και απέναντι στα οικήματα τα ίδια, τα
δοκάρια των οποίων ελπίζει να τον υπομείνουν. Εξίσου ταπεινά κι ευλαβικά,
προπάντων με ήθος, μοιάζει να πορεύεται και σαν ποιητής, αλλά και άνθρωπος,
γνώρισμα που ευχόμαστε ολόψυχα να διατηρήσει. Είναι τόσο σπάνιο! Τα υπόλοιπα,
θα φροντίσει ο ίδιος να έρθουν ‘από μόνα τους’.
Το φλας της φωτογραφικής κάμερας του Συφιλτζόγλου («θέλει
αναπνοές το φως», Ακατοίκητα, σελ. 31) γίνεται φλόγα στο καντήλι των νεκρών,
αποδιώχνοντας το σκοτάδι από οικήματα, πρώην και νυν. Απώτερος στόχος κι
επίτευγμα: το φως. Αυτό επιτυγχάνεται και σε δεύτερο επίπεδο, εκείνο του
χαρακτήρα του έργου του Συφιλτζόγλου. Ενώ δηλαδή μετέρχεται θέματα «δραματικά»,
όπως τα έχει χαρακτηρίσει ο ίδιος, ενώ λοιπόν ‘μιλάει’ για τραγικές τύχες, το
θάνατο και τη φθορά, δε γίνεται ούτε μακάβριος ούτε σκοτεινός ούτε
«πεισιθάνατος». Αντιθέτως, οδηγεί στο φως, είτε με τα ειρωνικά και σαρκαστικά
σχόλια που συνοδεύουν τις δημιουργικές ιστορικές αφηγήσεις στο Δραμάιλο είτε με
τις έγχρωμες αποτυπώσεις στα Ακατοίκητα, με κάτι πράσινα και μπλε απείρου
κάλλους.
Τα ακατοίκητα στο δρόμο για τη Δράμα δεν είναι ακατοίκητα. Ο Κυριάκος Συφιλτζόγλου εισχωρεί σε αυτά ποιητικώς –γλωσσικά και φωτογραφικά–, δίνοντάς τους νέα ζωή, στις δε νεότερες γενιές ό,τι πιο κοντινό και χειροπιαστό από μνήμες σχεδόν σβησμένες. Και εγένετο φως!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου