8.1.25

Κωνσταντίνου Λίχνου "Ο βράχος του Σίσυφου"

Kostas Hatziantoniou

Διαβάζοντας το φιλοσοφικό διήγημα του Κωνσταντίνου Λίχνου "Ο βράχος του Σίσυφου" (εκδόσεις Γράφημα, 2024) τις τελευταίες ημέρες του χρόνου: υπενθύμιση για να παίρνεις δύναμη πριν αρχίσεις πάλι την ανάβαση, μετά την προδιαγεγραμμένη πτώση του τέλους μιας χρονιάς, πριν καν πλησιάσεις την κορυφή. Amor Fati.
Με αφετηρία τον πολυσήμαντο αρχαίο μύθο και τη σύγχρονη ανάγνωσή του από τον Αλμπέρ Καμύ, ο Λίχνος περιγράφει με τέχνη πώς ο ήρωας του διηγήματός του γίνεται ένα με τον βράχο. Η τραγικότητα που επιβεβαιώνεται σε μια μοίρα, στην αγόγγυστη επανάληψη ενός ανώφελου άθλου. Το διήγημα αυτό φωτίζει, νομίζω, και όλη την ως τώρα δουλειά του νέου πεζογράφου, που τον γνωρίσαμε πριν από δύο χρόνια με τη συλλογή διηγημάτων "Αδιέξοδοι καιροί": αγωνία για την απελευθέρωση του ανθρώπου από τους υλικούς όρους της ύπαρξης και γραφή που διαμορφώνεται από τη σύζευξη εσωτερικού μονόλογου, αφήγησης που κυλάει με τον τρόπο της ροής της συνείδησης και δομημένου ρεαλισμού. Στην αποτύπωση της αγωνίας αυτής (που εντείνεται από την αίσθηση του ιδεολογικού αδιεξόδου), η πλοκή μπορεί να είναι υποτυπώδης, οι χαρακτήρες όμως είναι απολύτως πραγματικοί και πειστικοί.
[Θα αναφέρω σχετικά το διήγημα "Η συνέντευξη", ένα έξοχο δείγμα της συλλογής, όπου με ύφος βγαλμένο από τον κόσμο του Ντοστογιέφσκι, παρακολουθούμε έναν εργάτη να αναλογίζεται, συμπληρώνοντας μιαν αίτηση πρόσληψης, τις εμπειρίες του από τον κόσμο στον οποίο ως τότε έζησε, εργάστηκε και... απολύθηκε. Ανάμεσα σε ένα μισθό απορίας και στην αναξιοπρέπεια που επιφέρει η ανεργία, ο ήρωας προσέρχεται με τις τελευταίες εφεδρείες αντοχής στη συνέντευξη για δουλειά. Αναδυόμενος από την άβυσσο όπου η ψηλάφηση της απελπισίας είναι καθημερινή, αναζητεί τον τρόπο για να χειριστεί φόβους και ματαιώσεις ώστε να αντισταθεί στον ολοκληρωτικό ξεπεσμό. Ο χαρακτήρας που δεν παραιτείται από την πίστη πως αγώνας σημαίνει πάλη για ζήση καλύτερη (κι όχι για να υπομένεις τη ζωή που άλλοι σου ορίζουν, καταδικασμένος να εισπνέεις επανάληψη και να εκπνέεις μαρασμό), βρίσκει τελικά λύτρωση σε ένα... άλλο διήγημα, αυτό που αναφέραμε στην αρχή: στη διαρκή ανάβαση του βράχου του Σίσυφου που δεν απεικονίζει πια την απόλυτη ματαιότητα της αιώνιας επανάληψης αλλά την αλύγιστη αποδοχή της ανάγκης. Της ανάγκης της δημιουργίας που δεν θα συμβιβάζεται με την ιδέα μιας αιματοβαμμένης χωρίς νόημα ιστορίας ή την υποταγή στη "Νέα αγωγή" της επιτυχίας και του πλουτισμού].
"Δεν υπάρχει πεπρωμένο που δεν υπερνικιέται με την περιφρόνηση", έγραφε ο Καμύ στον Μύθο του Σίσυφου. Στον κόσμο αυτόν εγγράφονται και οι ήρωες του Λίχνου που ανεβαίνοντας διαρκώς με τον βράχο της ζωής τους προς μια κορυφή λυτρωτική [καταβάλλοντας -ας μη ξεχνάμε- το τίμημα μιας αρχέγονης ενοχής, του προπατορικού αμαρτήματος της ύπαρξης, όπως θα έλεγε ο Αναξίμανδρος] πέφτουν μα δεν ξεπέφτουν. Ξεκινούν και πάλι. Και καθώς δεν έχουν να αποδείξουν σε κανέναν τίποτα (έχουν παραιτηθεί από κάθε αστική φιλοδοξία αναγνώρισης), μπορούν να περιφρονούν τη μοίρα τους, να την κοιτάζουν κατά πρόσωπο και να γίνονται κυβερνήτες της. Κάπως έτσι, σε πείσμα της κριτικής, συγγραφέας και αναγνώστης μπορούν να είναι ελεύθεροι και να κάνουν τον βράχο τους δεσμώτη.
Amor fati λοιπόν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: