6.1.25

Γιάννης Ατζακάς, Θολός Βυθός


Κωστής Ανετάκης

Το λογοτεχνικό ύφος του Γιάννη Ατζακά στηρίζεται ισχυρά στη χρήση, με ιδιαίτερη μαστοριά, της μεταφοράς, που θεωρείται η πεμπτουσία της λογοτεχνίας (Κωστής Παπαγιώργης, Λάδια Ξίδια), χωρίς ωστόσο να φαίνεται φορτωμένο και να κουράζει τον αναγνώστη. Με αυτόν τον τρόπο ο συγγραφέας καταφέρνει να μεταδώσει τα συναισθήματα του ήρωά του, τις ιδιαίτερες αποχρώσεις τους, να μας τον καταστήσει οικείο και να μας κάνει εξαρχής να ταυτιστούμε μαζί του.
Στα πρώτα κεφάλαια, που καλύπτουν δεκαπέντε σελίδες του βιβλίου, ο συγγραφέας δεν μας αφηγείται την ιστορία, αλλά ψυχογραφεί υπέροχα τον βασικό του ήρωα, τον Γιάννη Αρχοντή: Έχει ανάγκη από εσωτερική σιγή. Βγήκε πρόωρα στη σύνταξη. Ταλανίζεται από ενοχή και μια αόρατη μα επικείμενη απειλή, που και τα δυο χαρακτηρίζουν μέσα του τα χρόνια όπου του έλαχε να ζει. Ζει στη μοναξιά. Ο τόπος του, όπου σταθεί, τον πληγώνει. Μυστικές λαβωματιές γεμάτη η ψυχή του, με μόνο βάλσαμο τη γραφή. Νιώθει ξένος όπου κι αν βρεθεί, η φωνή βοώντος εν τη ερήμω. Βλέπει όνειρα επίμονα –και για πρώτη φορά αναφέρεται ακροθιγώς η παιδόπολη–, σημάδι πως το εσωτερικό Παιδί θέλει πάλι να του μιλήσει.
Ο τρόπος που μας συστήνει τον πρωταγωνιστή του μας υποψιάζει πως πρόκειται για περσόνα του εαυτού του, ότι η ιστορία που θα μας αφηγηθεί είναι σε μεγάλο βαθμό αυτοβιογραφική. Άλλωστε, το όνομα και το αρχικό του επιθέτου συμπίπτουν με αυτά του συγγραφέα, όμως αυτό είναι απλώς το επιστέγασμα σε πιο βαθιές τομές που δίνουν αυτή την εντύπωση. Σε αυτές τις σελίδες, λοιπόν, μαζί με τη γνωριμία του πρωταγωνιστή, ο συγγραφέας μάς δίνει τη λεγόμενη Αφορμή, αυτό δηλαδή που κάνει τον αφηγητή να πει την ιστορία του και τον αναγνώστη να θέλει να την ακούσει, κλασικό στοιχείο της αφηγηματικής θεωρίας.
Στο κομμάτι αυτό ξεχωρίζουν τα επίμονα ερωτήματα που ταλανίζουν εσωτερικά τον Αρχοντή, αυτά που τον κατακλύζουν και τον αναγκάζουν να τις διαπραγματευτεί πάνω στον καμβά της προσωπικής του ιστορίας: Αυτός, κάτω από τις αργές επιστρώσεις του χρόνου στο πρόσωπο και στα βάθη της ψυχής του, είχε άραγε παραμείνει ο ίδιος; Τα ρεύματα των καιρών δεν έχουν σαρώσει ολότελα εκείνη την αρχική ύλη που τον είχε κάποτε σχηματίσει; Αν μια τρομερή τρικυμία, μια καταιγίδα του νου, μπορεί να ανασηκώσει σαν άμμο όλες τις φερτές επιχώσεις και να φτάσει ως το σκληρό πέτρωμα της ψυχής του. Αν μια ματιά, φωτεινή σαν αχτίδα, μπορούσε να φωτίσει βαθιά, ως τον θολό βυθό, τις θαμπές σκιές και τα σκοτεινά βάραθρα. Μπορείς να φυλακίσεις μια σκιά, να τη χωρίσεις απ’ το σώμα της; Και το πιο οδυνηρό, μπορεί αυτός, μετά από τόσα χρόνια λήθης και σιωπής, ν’ ακούσει τα λόγια εκείνου του Παιδιού;
Μετά από λίγες ακόμα σελίδες αφηγηματικής αμηχανίας, σάμπως να διστάζει και να πισωπατά, παίρνει βαθιά ανάσα κι επιτέλους μπαίνει στην ιστορία, σάμπως χειμερινός κολυμβητής σε φλεβαριάτικη θάλασσα. Εδώ, ο τριτοπρόσωπος αφηγητής περιορισμένης παντογνωσίας, που ξέρει μόνο όσα σκέφτεται και βλέπει ο μεσήλικας Αρχοντής και τα λόγια του γράφονται με πλάγια γράμματα, γίνεται πρωτοπρόσωπος. Είναι η φωνή του Παιδιού που ξετυλίγει κουβάρι τις μνήμες του, και τα γράμματα ισιώνουν. Μα το Παιδί απευθύνεται στον Αρχοντή σε δεύτερο πρόσωπο, πράγμα που αφήνει να εννοηθεί ότι πρόκειται για διαφορετικές προσωπικότητες, αν και είναι εκδοχές του ίδιου ανθρώπου, δικαιώνοντας τα υπαρξιακά ερωτήματα που τέθηκαν νωρίτερα. Η τριτοπρόσωπη κι η πρωτο-δευτεροπρόσωπη αφήγηση εναλλάσσονται σχετικά συχνά στο σημείο αυτό. Αρκετά ευρηματικό από τεχνικής άποψης, αφού δίνει στον αναγνώστη μια γεύση της εσωτερικής διάστασης του έργου, αλλά και μας φανερώνει την απώθηση που είχε κάνει ο ήρωας τόσα χρόνια, καθώς δεν άφηνε τον παλιό του εαυτό να μιλήσει για όσα είχε ζήσει.
Εδώ, ο τριτοπρόσωπος αφηγητής μας αποκαλύπτει κι άλλα χαρακτηριστικά του ήρωα, που είναι φανερό ότι τ’ απόχτησε στα παιδικάτα του, μέσα από τις αυστηρές συνθήκες των ιδρυμάτων όπου ξόδεψε έξι ολόκληρα παιδικά, γι’ αυτό πολύτιμα, χρόνια: Σχολαστικός, σχεδόν υποχόνδριος, που ψυχαναγκαστικά δεν σηκώνει κεφάλι μέχρι να τελειώσει μια δουλειά που έχει αναλάβει, σάμπως κάποιος να τον παρακολουθεί. Απέχθεια για τα επικριτικά και ψυχρά πρόσωπα, τα ειρωνικά βλέμματα, μια μόνιμη φοβία για τα δημόσια βήματα και, τα πιο χαρακτηριστικά, δυσφορία στο άγγιγμα των ανθρώπων, ακόμα και των πιο δικών του, ανάγκη για επιβράβευση, περιαυτολογία, κλείσιμο στον εαυτό του με το παραμικρό. Αυτά προσφυώς προοικονομούν τα τραύματα που αποκόμισε από τη ζωή στις παιδοπόλεις, που πιθανώς ευθύνονται για την οικοδόμηση ενός χαρακτήρα ακατανόητα αντιφατικού. Σιγά σιγά τελειώνει η εισαγωγή και μπαίνουμε για τα καλά στην ιστορία του Παιδιού, με πρώτο σταθμό την παιδόπολη στο Καστρί Κηφισιάς.
Καθώς ξετυλίγεται η ιστορία, το λογοτεχνικό ύφος γίνεται πιο απλό και λιτό, με ελάχιστα καλολογικά στοιχεία, με κάποια παιδιάστικη αφέλεια, απολύτως ταιριαστή με τον συγκεκριμένο αφηγητή. Η αφήγηση είναι πια κυρίως πρωτοπρόσωπη και σπάνια το Παιδί απευθύνεται στον Αρχοντή σε δεύτερο πρόσωπο. Όσο το Παιδί μεγαλώνει, το αφηγηματικό ύφος εξελίσσεται και μεστώνει σταδιακά.
Όλη τη ζωή τους, από το χάραμα ως τη νύχτα, την κανόνιζε ο ήχος της σάλπιγγας. Πειθαρχία, στρατιωτικός νόμος, σαν μόνιμος νεοσύλλεκτος στο στρατό. Μονάχα η λίγη ώρα από το σιωπητήριο και μέχρι να τους πάρει ο ύπνος ήταν ολότελα δική τους, όλη η υπόλοιπη ζωή τους κανοναρχούταν από αδιάκοπα παραγγέλματα. «Εδώ δεν σήκωναν αταξίες κι ούτε πολλά κανακέματα είχε, μόνο υπακοή και πειθαρχία» λέει το Παιδί. Ρουτίνα και κανονικότητα με βήμα στρατιωτικό, τραγούδια κι εμβατήρια, αρχαία μεγαλεία, επισκέψεις της βασίλισσας και «Μ’ αυτά και με κείνα περνούσαμε βασιλικά κι ωραία, και σιγά σιγά είχα αρχίσει να συνηθίζω σ’ αυτή τη ζωή και να μου αρέσει λίγο». Δεν ήξεραν τότε ακόμα να ονομάσουν το σύνδρομο της Στοκχόλμης, μα το ένιωσε στο πετσί του.
Επόμενος σταθμός, Ιωσηφόγλειο Ορφανοτροφείο στη Νέα Σμύρνη, κατόπιν η Καλή Παναγία στο Βέρμιο, όπου η εικόνα που περιγράφεται είναι σχεδόν ειδυλλιακή, μετά γυμνάσιο στον Άγιο Δημήτριο, στη Θεσσαλονίκη, κάπου στο Βαρδάρι. Η διαδρομή αυτή έχει οπωσδήποτε ιστορικό και πραγματολογικό ενδιαφέρον, όμως δεν επιφυλάσσει, εκ πρώτης όψεως, μεγάλες συγκινήσεις στον αναγνώστη. Λείπουν τα στοιχεία της δραματουργίας, η ένταση, η κλιμάκωση, η κορύφωση. Δεν υπάρχουν σκηνές που θ’ αποτυπωθούν ανεξίτηλα στη μνήμη. Κοντολογίς, δεν διαβάζουμε έναν Όλιβερ Τουίστ, όπως ίσως θα περίμενε κανείς. Μα δεν είναι αυτό το ζητούμενο σε τούτο το αφήγημα. Η ένταση είναι υπόρρητη, καθώς η σύγκρουση που ψηλαφίζει είναι εσωτερική. Κυριαρχεί η καθημερινότητα και μια ήρεμη συνθηκολόγηση με τη ζωή που του επιβλήθηκε. Οι περιγραφές γίνονται απόμακρα, χωρίς κανένα συναίσθημα, σύμπτωμα κι αυτό του ιδρυματισμού, πράγμα που δίνει στην αφήγηση μια υπόγεια δραματικότητα. Γράφει το ημερολόγιο μιας έγκλειστης και απωθημένης παιδικής ηλικίας, ένα συναξάρι των έξι χρόνων που καθόρισαν τη μετέπειτα ζωή του, μια πολιτική ηθογραφία της μετεμφυλιακής Ελλάδας από μια οπτική γωνία ασυνήθιστη για εμάς τους νεότερους. Το Παιδί εκθέτει γυμνή την αλήθεια του κι ο Αρχοντής βρίσκει επιτέλους τις απαντήσεις που έψαχνε, όπως το χαμένο ρο στ’ όνομά του, μαζί και λίγη γαλήνη στην ψυχή του. Αυτή είναι και η μεγαλύτερη αρετή του βιβλίου, η θεραπευτική συνομιλία της ψυχής με τον εαυτό της κι αυτό είναι που κάνει τον αναγνώστη να φτάσει, χωρίς καν να το καταλάβει, μέχρι την τελευταία σελίδα.
Κάποιοι υποστηρίζουν ότι η ταύτιση με τον ήρωα και την ιστορία δεν αποτελεί ζητούμενο στη σύγχρονη λογοτεχνία, μα προσωπικά διαφωνώ με αυτή την άποψη. Γιατί αν δεν μπορείς να ταυτιστείς, τότε πώς θα μεταλάβεις κι εσύ την Κάθαρση, όπως το θέλει ο παππούς Αριστοτέλης; Χωρίς τη μέθεξη της Κάθαρσης, η ανάγνωση ενός βιβλίου υποβιβάζεται σε μια ψυχρή αισθητική απόλαυση, μια κατανάλωση κενή περιεχομένου, όχι μια ψυχαγωγία με την ετυμολογική έννοια του όρου, αγωγή της ψυχής. Το βιβλίο αυτό πέτυχε απάνω μου κάτι μαγικό, καθώς μ’ έκανε να ταυτιστώ με το Παιδί, μα και με τον Αρχοντή, παρότι άνθρωπος μιας άλλης εποχής, χωρίς κανένα βίωμα κοινό με τον συγγραφέα. Γιατί όταν προχωρά, στο τέλος του βιβλίου, σε κάποιες πολύ προσωπικές εκμυστηρεύσεις, ήδη έχεις δημιουργήσει μια σχέση εμπιστοσύνης μαζί του, είναι πια ένας δικός σου άνθρωπος που τα λέει εχέμυθα για τα δικά σου μόνο αφτιά, κάποιος που τον πονάς και τον νοιάζεσαι. Η υψηλή αισθητική απόλαυση της λογοτεχνικής γραφής, ιδίως του πρώτου μέρους, ήταν απλώς το απαραίτητο συμπλήρωμα, το κερασάκι σε μια γλυκόπικρη τούρτα, με μια επίγευση που μένει ανεξίτηλα χαραγμένη στο μυαλό και στην καρδιά σου…

Δεν υπάρχουν σχόλια: