Ο Χουβαρδάς επανέρχεται αλλά αυτήν τη φορά με συλλογή: Μια νύχτα του «Τάσου» (2024). Πρόκειται για δύο ποιήματα-ποταμούς, κάτι ασυνήθιστο στην περίπτωσή του. Κι εδώ όμως τον πυρήνα αποτελεί η επίμονη προβληματική όλων των έργων του: «η προσέγγιση της θηλυκότητας, οι ιστοί της γοητείας ανάμεσα στον ερωτευμένο και στο πρόσωπο που τον γοητεύει».
Ο ποιητής περιφέρεται στους δρόμους και καταγράφει πλάνα με ένα μάτι-κάμερα σαν κινηματογραφιστής. Αλλά, ενώ οι εικόνες διαδέχονται η μια την άλλη, όπως τις βλέπεις από κινούμενο τρένο, αίφνης εισβάλλει η γυναίκα με ολόκληρο το σώμα της, δίχως τη σκουριά του πολιτισμού, και πλημμυρίζουν με αίσθημα και λαγνεία οι λέξεις. Η γυναίκα-σύμβολο του Χουβαρδά είναι «αδίστακτη». Η πιο φυσική της πράξη είναι να γδύνεται και να δίνεται, σε αντίθεση με τον άντρα που γέμει από δισταγμούς κι αναστολές και προπάντων από μια έμμονη διάθεση κτητικότητας απέναντί της, πράγμα που προκαλεί συγκρούσεις και δεν επιτρέπει τη μονιμότητα της σχέσης. Εκείνη άνεμος κι εκείνος δέντρο, που θέλει μα δεν μπορεί να τον κρατήσει.
Από «Το κυνήγι του κρυμμένου θησαυρού»
[Κάθε γυναίκα είναι ένας διαφορετικός θησαυρός,
ένα σπάνιο διαμάντι σε μια απόκρημνη ερημιά της Άπω Ανατολής.]
Όλα ανήκουν στη θεωρία μου «για τη φυσική κίνηση της θωριάς της».
Τη φωτογράφιζα συνέχεια σ’ αυτήν την εκδρομή.
Την ώρα που μπήκαμε στο δωμάτιο. Έπειτα στη θάλασσα. Στην ταβέρνα.
Φωτογράφιζα και τους χωματόδρομους, την ακτή, το λιμάνι, τα πάρκα,
τις βάρκες, την προβλήτα κι ένα σωρό άλλες λεπτομέρειες.
Θα χρειαζόταν στη συνέχεια πολλή δουλειά για να μπουν οι φωτογραφίες σε τάξη και να γίνουν αρχείο.
Πιο πολύ φωτογράφιζα την ίδια στο δωμάτιο μόλις επιστρέψαμε.
Κυρίως όταν είχαμε καθίσει στο μπαλκόνι
κι όταν τριγυρνούσε μισόγυμνη στο δωμάτιο.
Μια διαρκής επαναλαμβανόμενη προσευχή.
Το κάθε πλάνο να το επαναλαμβάνω,
όπως το αινιγματικό της βλέμμα, τις ρώγες (κερασένιες)
την πλάτη, την ελιά λίγο πιο πάνω από το ισχίο.
Είναι η δική μου αγωνιώδης προσπάθεια
να την κρατήσω ανεξίτηλη στη μνήμη μου.
Θα ήταν η εκδρομή αυτή ένας επίλογος, το είχε ξεκαθάρισε.
Από τη «Μια νύχτα του Τάσου»
[Να σέβεσαι και να υποκλίνεσαι στη θηλυκότητα.
Να είσαι ηθελημένα δούλος της.]
[Επίλογος]
Βιάζονται να με κρίνουν και να με καταδικάσουν.
Τους ενοχλεί το χαμόγελο, το χιούμορ, οι περίπατοι στην πόλη.
Ο τρόπος που πλησιάζω τις γυναίκες.
Η έλλειψη δημοσίων σχέσεων.
Το στέκι όπου κάθομαι συχνά.
Το γράψιμο ερωτικών κειμένων.
Η σιγουριά πως ό,τι γράφω είναι αληθινό.
Με φαντάζονται να λιώνω από αφροδίσιο νόσημα.
Δεν τους αρκεί που ζω φτωχός και μόνος.
Με σχολιάζουν χωρίς αιδώ,
χωρίς να υποψιάζονται τα μαύρα σύννεφα,
τα σκοτάδια που βοούν,
τις βδέλλες που με τυραννούν.
Μόνο τα παιδιά εξακολουθούν να με συμπαθούν.
Η υπάλληλος στα διόδια της εθνικής οδού προτάσσει το χέρι,
δίνει τα ρέστα και την απόδειξη της διαδρομής.
Με καληνυχτίζει γλυκά.
Κι εγώ προσπαθώ να συγκρατήσω το στιγμιαίο άγγιγμα της παλάμης της.
Και δεν καταλαβαίνω αν τρομάζω από τον ίδιο μου τον εαυτό
ή από το σκοτάδι του δρόμου που με ρουφάει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου