2.1.25

Για τη «Δωδεκάτη Φεβρουαρίου» του Δημήτρη Χριστόπουλου – γράφει η Ευγενία Μπογιάνου


Το φωτεινό σκοτάδι
Δημήτρης Χριστόπουλος, Δωδεκάτη Φεβρουαρίου, εκδ. Ποταμός, Αθήνα 2024.

Το ποίημα του Μίλτου Σαχτούρη που επιλέγει ο Δημήτρης Χριστόπουλος ως μότο στη συλλογή

διηγημάτων Δωδεκάτη Φεβρουαρίου τελειώνει ως εξής: «ότι δεν αγαπάει το θάνατο / ο κινηματογράφος». Ο κινηματογράφος, με άλλα λόγια, καταργεί τον θάνατο. Ή, αλλιώς, όπως λέει ο Κώστας Φέρρης στην πολύ ωραία εισαγωγή του, ο κινηματογράφος «σε βοηθάει να συμφιλιωθείς με το θάνατο». Είναι ένα ταξίδι στον Παράδεισο ή στην Κόλαση, ή ακόμα καλύτερα, στο Καθαρτήριο. Άλλωστε το λέει και ο ίδιος ο Χριστόπουλος στο διήγημα «As time goes by»: «Το να υπηρετείς την αισθητική είναι ύψιστη πολιτική πράξη». Τι γίνεται όμως όταν ο κινηματογράφος, αυτό το σύμβολο του πολιτισμού, της ευρυχωρίας, της ανταλλαγής εικόνων, ιδεών, συναισθημάτων, εν μία νυκτί, τυλιχτεί στις φλόγες; Γύρω από την έννοια μιας συμβολικής και άλλο τόσο πραγματικής καταστροφής χτίζει τον αφηγηματικό ιστό ο Χριστόπουλος.

Την 12η Φεβρουαρίου του 2012 κι ενώ η πόλη βρίσκεται υπό καθεστώς εξέγερσης λόγω της ψήφισης του 2ου μνημονίου, τυλίγονται στις φλόγες οι δίδυμοι κινηματογράφοι που αποτελούν ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα τοπόσημα της πρωτεύουσας: το «Αττικόν» και ο «Απόλλωνας». Ο συγγραφέας κοιτάζει «τα καμένα κουφάρια της Ιστορίας», θεωρεί την 12η Φεβρουαρίου «αληθινή τομή στον μεταπολιτευτικό χρόνο». Εκείνο το βράδυ δεν καίγονται μόνο οι κινηματογράφοι, πεθαίνει ο πολιτισμός. Ή ένα τμήμα του πολιτισμού, το επιδραστικότερο ίσως. Ό Χριστόπουλος με όχημά του τον μαγικό ρεαλισμό, τη δυνατότητα δηλαδή της λογοτεχνίας να εντάσσει το εξωπραγματικό μέσα στο πραγματικό, να θεωρεί το αλλόκοτο και το παράλογο αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητας –αυτό δεν είναι και η μαγεία του κινηματογράφου άλλωστε;–, χρησιμοποιώντας ποικίλες αφηγηματικές τεχνικές που όμως δεν είναι ασκήσεις ύφους αλλά μια αβίαστη άσκηση συγκινησιακής φόρτισης και μετάδοσης συναισθημάτων, δημιουργεί μια πλειάδα από αξέχαστους ήρωες, οι οποίοι περικλείουν και οι ίδιοι, μέσω της ύπαρξής τους και του πώς βιώνουν τις αντιθέσεις της ζωής τους και της σύγχρονης ζωής εν γένει, έναν «μαγικό» παραλογισμό. Είναι άνθρωποι που, όπως ο Ταξιάρχης στο διήγημα «Πολύ σκληρός για να πεθάνει», μπορούν να κείτονται διασωληνωμένοι σε ένα κρεβάτι εντατικής και, συγχρόνως, να έχουν φτερά στους ώμους τους και να αιωρούνται πάνω από την πόλη. «Είναι γερά, πλουμιστά φτερά που τυλίγουν όλους τους φοβισμένους και τσαλακωμένους». Είναι άνθρωποι που, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, και με διαφορετικό ο καθένας τους, συνδέονται με τους δυο εμβληματικούς κινηματογράφους της πόλης.

Μέσα από τις αφηγήσεις, με έναν πολύπλοκο τρόπο σύνδεσης των ηρώων και των καταστάσεων που βιώνουν με τους κινηματογράφους, συμπλέκοντας το πραγματικό με το φανταστικό, τα πραγματολογικά στοιχεία που δεν είναι λίγα με τα επινοημένα που εντάσσονται με εντελώς αβίαστο και πειστικό τρόπο μέσα στη ροή του κειμένου, ο Χριστόπουλος εστιάζει σε σημαντικά γεγονότα της σύγχρονης ελληνικής Ιστορίας, σχολιάζοντας παθογένειες, αδυναμίες και παρανοήσεις της σύγχρονης εποχής. Και το κάνει με πραγματική αγωνία. Ίσως και οργή, όπως αφήνει να διαφανεί στην καταληκτική πρόταση του βιβλίου –είναι ένας πολιτικός συγγραφέας άλλωστε, το δείχνουν και τα προηγούμενα έργα του–, που όμως δεν λειτουργεί καθόλου σε βάρος της λογοτεχνικότητας του κειμένου. Δεν καταγγέλλει δεν ηθικολογεί, δεν υψώνει το δάχτυλο. Αλλά και δεν διστάζει να δείξει, να καταδείξει, να αναδείξει. Επιστρατεύοντας πολλές φορές το χιούμορ, δηλώνοντας εξαρχής πως δεν του αρέσει η σοβαροφάνεια. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο πως οι αναφορές που κάνει σε κινηματογραφικά έργα περιλαμβάνουν χολιγουντιανές και εμπορικές ταινίες. Ένα είναι το σινεμά, μοιάζει να πιστεύει. Ακριβώς όπως το τραγικό συμπορεύεται με το κωμικό, το σουρεαλιστικό ή το γκροτέσκο.

Ένα από τα ωραιότερα διηγήματα της συλλογής, σίγουρα το πιο μεστό, είναι «Η πόλη των σκύλων». Το μοναδικό διήγημα –με εξαίρεση άλλο ένα όπου τον λόγο παίρνει ο ίδιος ο κινηματογράφος– που ο ήρωας είναι ένας σκύλος. Παρακολουθούμε μια σύναξη από «αδέσποτους» –σκύλους/ανθρώπους/συντρόφους– μέσα στην «αόρατη» πόλη την 12η Φεβρουαρίου του 2012: «Ήταν όλοι εκεί, ώσπου γίναμε ένα. Αδέσποτοι με άποψη και βαθιά κουλτούρα, άλλοι με μουσική, θεατρική και κινηματογραφική παιδεία, άλλοι κουτσαίνοντας, άλλοι γερασμένοι με παράταιρο βάδισμα στα τρία πόδια, τυφλοί και βαρήκοοι, gay, trans, όλοι οι σύντροφοι! Όχι αυτοί με τα φίμωτρα! Ποτέ αυτοί με τα φίμωτρα! Μακρύς ο κατάλογος όσων έδωσαν το “παρών” στο προσκλητήριο».

Ένα προσωπικό «Αντισταθείτε» της σύγχρονης εποχής είναι η Δωδεκάτη Φεβρουαρίου του Δημήτρη Χριστόπουλου. Αντίσταση στη λήθη, στο τέλος του πολιτισμού, στην ασχήμια, στις φλόγες που καίνε την πόλη. Και η πίστη πως ακόμη «κι αν οι αίθουσες καίγονται μένει το φωτεινό σκοτάδι».

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Φραγκίσκος Δουκάκης (Κινηματογράφος «Απόλλων»). Δείτε τα περιεχόμενα του δέκατου τρίτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

Δεν υπάρχουν σχόλια: