Ιστορικές επέτειοι και προσωπικά εναύσματα εμπλουτίσουν τις απεικονίσεις του βιωμένου παρελθόντος με επιστημονικές προσεγγίσεις, ιστοριοδιφικές αναζητήσεις, προσωπικούς στοχασμούς και αυθεντικές μαρτυρίες, καθώς το παρελθόν είναι ο πιο καθοριστικός παράγοντας για το παρόν, συχνά και για το μέλλον. Στην περίπτωση του εμφυλίου πολέμου τα ίχνη του υπενθυμίζουν στην ελληνική κοινωνία το συλλογικό τραύμα, – γιατί πράγματι «το αίμα διαμορφώνει πολύ ισχυρές πολιτικές αλλά και κοινωνικές ταυτότητες» –1 κι’ αναθερμαίνουν κατά εποχές το δημόσιο διάλογο και τον προσωπικό προβληματισμό.
Προφανώς η μανιχαϊστική πρόσληψη του θέματος και η αναζήτηση της «σωστής πλευράς της ιστορίας» δεν βασανίζει μόνον όσους τη βιώνουν στις πιο κρίσιμες και καθοριστικές για το προσωπικό και το εθνικό μέλλον φάσεις της ανασύρεται χρόνια μετά σε καιρούς απολογισμού και προκαλεί ιδιαίτερη φόρτιση μάλιστα σε ανθρώπους που έχουν βιώσει το ανεξήγητο του προσωπικού τους Γολγοθά και αδυνατούν να αποδεχτούν το βασανιστικό αδικαίωτο των θυσιών των οικείων και της ίδιας της νιότης τους.
Ο Στ. Κλώρης (φιλολογικό ψευδώνυμο του Σταύρου Καλαϊτζόγλου), συγγραφέας του βιβλίου, που εδώ παρουσιάζεται, υπήρξε ένα από τα 50.000 «παιδιά – διακύβευμα της προστασίας και της προπαγάνδας» των αντιμαχομένων πλευρών του εμφυλίου πολέμου και ένα από τα 25.000 παιδιά που φιλοξενήθηκαν στις αμφιλεγόμενες «παιδοπόλεις», δομές γνωστές ήδη από το 19ο αιώνα σε άλλες χώρες.2 Αναπολώντας τα βιώματά του βλέπει το θεσμό αυτό «απάντηση στην πείνα, στο θάνατο, στο παιδομάζωμα των ανταρτών», εκδηλώνοντας συναισθήματα ευγνωμοσύνης προς πολλούς ανθρώπους, που συνάντησε σ’ αυτές και συντέλεσαν «στην επανασυγκρότηση, τη σταθεροποίηση και την ισχυροποίηση της διαλυμένης από τις απώλειες προσωπικότητας» όλων των παιδιών της εποχής.
Ο συγγραφέας του βιβλίου – Στ. Γ. Κλώρης
Στο βιβλίο του ξεδιπλώνει, εκθέτει και φωτίζει τις προσωπικές, παιδικές και εφηβικές αναμνήσεις του με τη νηφαλιότητα της χρονικής απόστασης, αλλά και με έναν «υφέρποντα λυρισμό». Στις σελίδες του εξιστορεί και ζωντανεύει μιαν εποχή, αυτήν που απρόσωπα και παγερά αποτυπώθηκε στην ονομασία «πέτρινα χρόνια», δυσχερώς κατανοούμενη από τη νέα γενιά της εποχής μας, ακόμη και από μεγαλύτερους. Μάς ξεναγεί στο ιδιαίτερο ταξίδι της ενηλικίωσής του εντός των δοµών -όπως θα τις λέγαµε σήµερα- της «Βασιλικής Πρόνοιας»,3 στις «παιδοπόλεις», οι οποίες ιστορικά συνδέονται με τις εμφύλιες διαμάχες και τις ήδη σημειωθείσες από το 1946 μεταναστεύσεις ολόκληρων ελληνικών οικογενειών σε γειτονικά κράτη, όπου στήνονταν οι «λαϊκές δημοκρατίες», προστάδιο στην υλοποίηση του κομμουνιστικού οράματος.4
Η επίσημη ιστοριογραφία έχει τις δικές της πηγές για την τύχη των παιδιών στην εποχή του ελληνικού Εμφυλίου: αρχεία των δύο πλευρών εντός και εκτός Ελλάδας, καταγραφές επίσημων υπηρεσιών, μαχητών και πρωταγωνιστών. Στα Γενικά Αρχεία του Κράτους φυλάσσονται επίσης χειρόγραφα των εκάστοτε κυριών των τιμών που παρουσιάζουν τις καθημερινές κινήσεις της βασίλισσας Φρειδερίκης από τη δημόσια και ιδιωτική ζωή της με πολλές αναφορές στα θέματα αυτά.5 Οι μαρτυρίες των ανθρώπων που έζησαν στις παιδοπόλεις και βίωσαν τον εμφύλιο είναι πολύτιμες εκδοχές της ιστορικής πραγματικότητας, όσο κι αν η πλειονότητά τους αποχωρεί βουβά, όπως άλλωστε συμβαίνει με τους περισσότερους ανθρώπους στο πέρασμα του χρόνου.
Ωστόσο ο συγγραφέας θεωρώντας ότι η «ιστορία είναι πρωτίστως η σύνθεση των σωσμένων βιωμάτων των ανθρώπων που έζησαν τα γεγονότα», θέλησε να σκιαγραφήσει τη δική του εμπειρία και να καταθέσει τις απόψεις του, πετυχαίνοτας έτσι την συναισθηματική εκφόρτιση και συνεισφέροντας στην ιστορική αποτίμηση μιας ολόκληρης εποχής. Προικισμένος τεχνίτης του λόγου μετέτρεψε τις δικές του απώλειες σε λυτρωτική παρηγορητική δημιουργία συνθέτοντας όχι μιαν ελεγεία αλλά έναν «ύμνο για μια δύσκολη περίοδο, που επέτρεψε να συνυπάρξουν αρμονικά στις παιδοπόλεις, παιδιά και των δύο πλευρών, που φιλιώθηκαν για όλη τη μετέπειτα ζωή βιώνοντας μοναδικές καταστάσεις συναισθηματικής καταλλαγής».
Γι’ αυτούς τους σκοπούς ανέσυρε και αξιοποίησε τις δικές του ιστορικές πηγές: οικογενειακές φωτογραφίες, διαπροσωπική αλληλογραφία της οικογένειας, αφού δύο αδέλφια φιλοξενήθηκαν στις παιδοπόλεις μαζί με τον θείο τους, αδελφό της μητέρας τους. Αξιοποίησε ημερολογιακές καταγραφές, προσωπικές και συγγενικές, καθώς και ηχογραφήσεις συνεντεύξεων αγαπημένων προσώπων. Είναι ενδιαφέρον ότι το βιβλίο, ένα συγκινητικό «προσκλητήριο νεκρών και ζωντανών» δεν είναι το μόνο που έχει εκδοθεί από «παιδοπολίτη». Μάλιστα η μεταξύ των παιδοπολιτών επικοινωνία που κατά καιρούς υλοποιήθηκε με πολλές δυσκολίες και εμπόδια μέσω δημοσιεύσεων και συχνά τυχαίων ή προγραμματισμένων συναντήσεων και συνευρέσεων απέδωσε καρπούς πολύτιμους για τη συναισθηματική πλήρωση των πρωταγωνιστών τους, αλλά και για την αποτύπωση μαρτυριών χρήσιμων σε ερευνητές και μελετητές των συναφών θεμάτων.6 Ανάλογα δημοσιεύματα έχει σταχυολογήσει ο Στ. Κλώρης στην ιστοσελίδα του. 7
Ο ίδιος ο συγγραφέας διέμεινε στις παιδοπόλεις από το 1947 μέχρι το 1961, σπούδασε Γαλλική Φιλολογία στο ΑΠΘ, εργάστηκε στη μέση εκπαίδευση αρχικά ως καθηγητής ξένων γλωσσών και έπειτα υπεύθυνος συμβουλευτικής και επαγγελματικού προσανατολισμού. Μετεκπαιδεύτηκε σε γαλλικά πνευματικά ιδρύματα στην παιδαγωγική και στη διδακτική των ξένων γλωσσών και «ακολουθήσε τον γοητευτικό κόσμο της λογοτεχνίζουσας δημοσιογραφίας, με άρθρα και σχόλια επικαιρότητας σε εφημερίδες…», όπως ο ίδιος λέει. Κείμενά του έχουν περιληφθεί εφημερίδες, ιστοσελίδες, εγκυκλοπαίδειες, ανθολογίες και περιοδικά, ενώ έχει εκδοθεί στα ελληνικά και στα γαλλικά παιδαγωγικό πόνημά του. Έχει τιμηθεί με βραβεία και επαίνους για λογοτεχνικές δημιουργίες του και έχουν εκδοθεί αυτοτελώς βιβλία του από το “Μουσείο Τυπογραφίας” των Γιάννη και Ελένης Γαρεδάκη το 2021 και το 2023. Τη χρονιά αυτή εκδόθηκαν τα “Τα παιδοπολίτικα – από την απώλεια στην καταλλαγή”, «μια ντοκουμενταρισμένη ημερολογιακή αφήγηση σκηνών του ανταρτοπολέμου στην περιοχή του Κιλκίς και αφήγηση προσωπικών βιωμάτων» με όχημα τη μνήμη.
Ο Άγγελος Τερζάκης έλεγε πως «αν η λήθη είναι κάποτε αρετή, η μνήμη είναι πάντα χρέος(…)», η Κική Δημουλά συγκρότησε την ποιητική της ταυτότητα στις λέξεις μνήμη και λήθη, σε πείσμα του «βίου του πολυλογά». Για τον Στ. Γ. Κλώρη «τα πρόσωπα που φεύγουν έρχονται και ξανάρχονται στη μνήμη του σαν παλίρροια» γεμίζοντας την αφηγηματική του φαρέτρα και μετατρέποντας τα βιώματα σε εμπνευσμένες γλαφυρές αφηγήσεις, φαινομενικά ανεπιτήδευτες, χωρίς να αποκλείουν, όμως κατά περίπτωση και τη διαφυγή σε υπερρεαλιστικές προεκτάσεις διαπνεόμενες από μαγεία και αισθαντικότητα. Με βαρύ το τραύμα του ανεξήγητου ενός πολέμου «ανόητου και αδελφοκτόνου», ο αφηγητής δραπετεύει συχνά πέρα από τη σκληρότητα της βιωμένης πραγματικότητας και ανοίγει τη σκέψη και το λογισμό του αναγνώστη στα εφηβικά όνειρα για τη διείσδυση στον κόσμο του πνεύματος, της εκλεκτής διανόησης μιας ιστορικής εποχής.
Για κείνον, όμως, είναι αδύνατη η διαφυγή από το στημένο «χορό του θανάτου», που σκιαγραφεί υποβλητικά: το φλεγόμενο σχολείο, συμβολική «πυρπόληση της γνώσης», οι μαύροι καπνοί του σπιτιού, που οριοθέτησαν τη οριστική και αποτρόπαιη δίωξη από την οικογενειακή εστία, τα μαύρα γένια και τα ντουφέκια των εφιαλτικών μορφών των ανταρτών. Η τραγικότητα της μοίρας των οικογενειακών μελών σημάδεψαν την παιδική ψυχή και οριοθέτησαν τον ιδεολογικό προσανατολισμό του ενήλικα συγγραφέα ενάντια σε κάθε ολοκληρωτική ιδεολογία και χειραγώγηση. Η εμφυλιοπολεμική οικογενειακή δίωξη, το προσωρινό καταφύγιο στο φτωχό, αφιλόξενο Κιλκίς, η πείνα και τα αδιέξοδα της επιβίωσης, η τρομοκρατία των ενόπλων οδήγησαν τη μάνα του στην αναγκαστική προσφυγή σε μιάν εστία προστασίας των ανηλίκων αγοριών της οικογένειας, με την προσδοκία της διάσωσης πρωτίστως και της πιθανής διάνοιξης μας ευοίωνης προοπτικής για το μέλλον τους. Συνειδητά επέλεξε την παράδοση τους στις νεότευκτες παιδοπόλεις – οάσεις απόδρασης από τη σκληρότητα του οικογενειακού βίου. Η διαμονή σε αυτές για τον συγγραφέα σηματοδοτεί τη σωτηρία από «τη μεγάλη πείνα, τη φτώχεια, τη μιζέρια, το άγριο παιδομάζωμα, την αγραμματοσύνη, το θάνατο από ασιτία».
Βίαιος ο απογαλακτισμός για το νεαρό αυτοδιηγητικό αφηγητή, που προφανώς ταυτίζεται με τον συγγραφέα. Ανελέητη η μοίρα για τη μάνα του, προσφυγοπούλα από τον Πόντο, «ανταρτόπληκτη, με σκοτωμένους γονείς άντρα, αδέλφια», μαχήτρια της βιοπάλης στην ύπαιθρο του Κιλκίς, ακατάβλητη σε όλη τη ζωή της. Λιγοστές οι περίοδοι της οικογενειακής συμβίωσης με τη μάνα και την αδελφή, που απέμειναν στην άλλοτε οικογενειακή εστία , αφού έτσι όρισε η μοίρα και ο ανεξήγητος αδελφοκτόνος πόλεμος. Χρόνια μετά η νοερή επικοινωνία μαζί της γίνεται στη γλώσσα των πουλιών και των δέντρων, αφού άλλωστε τα ελληνικά τα μιλούσε «σπασμένα». Λυτρωτική και διδακτική η μετέπειτα επικοινωνία με τον αδελφό της μητέρας, «συμπαιδοπολίτη» για χρόνια, που πήρε το δρόμο της μοναχικής ζωής.
Αυτός δίνει και την απάντηση στο ερώτημα : Υπάρχει άραγε πιθανότητα απενοχοποίησης των υπαιτίων του δράματος για τη γενιά που το έζησε ; Αποκλείοντας την πιθανότητα της εκδίκησης, ίδιον των ταπεινών, και της εμμονικής διατήρησης του διχαστικού μίσους, το οποίο συνειδητά επέλεξαν και επιλέγουν ακόμη και σήμερα πολλοί στον πόλεμο μνήμης που ακολούθησε το τέλος του εμφυλίου, ο συγγραφέας, κατά τις υποθήκες του προαναφερθέντος προσφιλούς θείου, διατείνεται κατηγορηματικά ότι «δεν υπάρχει άλλος δρόμος από την καταλλαγή», που έρχεται μόνο με τη συγχώρεση, η οποία δεν μπορεί να αλλάξει το παρελθόν, αλλάζει όμως αυτόν που συγχωρεί.
Με αυτή την αρχή στη βιοθεωρία του φαντάζει ανόσιο το μεταγενέστερο ερώτημα δραματοποιημένου – κατά τις αφηγηματικές τεχνικές – συμπαιδοπολίτη «εσύ, ρε Σταύρο, από ποιαν πλευρά ήσουν;» Στην απάντηση συμπυκνώνεται η πεμπτουσία του αφηγηματικού αναστοχασμού: «Εμείς, ρε, την πληρώσαμε και την πληρώνουμε κοντά 60 χρόνια… Μα, αν πράγματι θέλεις την άποψή μου, για μένα ούτε αριστερά, ούτε δεξιά υπήρχε και υπάρχει. Και οι δυο μας, όπως και όλοι οι παιδοπολίτες, ήμασταν μόνο από μία πλευρά: αυτή του σπάταλου αίματος και του ατέλειωτου πένθους».
Μέσα σε αυτή την ατμόσφαιρα στα αυτοτελή κεφάλαια του βιβλίου ζωντανεύουν αναπαραστάσεις σκηνών, άλλοτε σκληρές και άλλοτε συγκινητικές εικόνες των παιδοπόλεων, με αφήγηση εναργή και εύληπτη, με περιγραφές λιτές που συμπληρώνονται από πειστικά φωτογραφικά τεκμήρια: αρχικά μουτράκια μελαγχολικά, μεγάλα θλιμμένα μάτια, μπλάβα χείλη, ισχνά κορμάκια, έπειτα έφηβοι μαθητές με τους δασκάλους ή τους συνοδούς τους, με ομοιόμορφες στολές μπροστά από μνημειώδη κτήρια. Μικρή σημασία είχε η ονομασία των χώρων, από τους οποίους επίσης κάποιοι αποτυπώνονται φωτογραφικά: Άγιος Δημήτριος, Αγία Ειρήνη, η περιοχή, Ωραιόκαστρο, Ντεπώ, Θεσσαλονίκης, Βαρδάρης. Οι προσωπικές εμπειρίες μοναδικές και ανεξίτηλες : το χριστουγεννιάτικο αυτοκινητάκι από την αμερικανική αποστολή το 1948, ο κύριος Camel συνδεδεμένος με τις εφηβικές ανησυχίες, η αγωνία για ανταπόκριση στους σπουδαστικούς στόχους, αφού οι σχολικές επιδόσεις ήταν κριτήριο για τη συνέχιση της στέγασης και σχολικής υποστήριξης. Σκληρές οι εξετάσεις, πραγματικός αγώνας για την εισαγωγή στο γυμνάσιο, μετά την πρώτη αποτυχία και την απειλή ενασχόλησης με χειρωνακτικά επαγγέλματα, αναζήτηση υποκατάστατων της μητρικής αγάπης και της εφηβικής γυναικείας εξιδανίκευσης. Διέξοδοι στη δραπέτευση από τον κόσμο της φτώχειας και της στέρησης η μόρφωση, η βιβλιοθήκη της ΧΑΝΘ, ο αθλητισμός, ο κοντινός κινηματογράφος, η ερασιτεχνική θεατρική έκφραση, η ετοιμασία μαθητικών εφημερίδων στον πολύγραφο, η αλληλογραφία με καταξιωμένους λογοτέχνες (Βενέζης, Βρεττάκος).
Στηρίγματα σε όλες αυτές τις περιπετειώδεις αναζητήσεις κάποιοι φωτισμένοι εκπαιδευτικοί, οι θρησκευτικές αξίες και η φιλία των συμπαιδοπολιτών. Οι πρώτοι πρόσφεραν καθοδήγηση, αγάπη και πρότυπα. «Το να πράττεις το καθήκον σου σε κάθε εποχή είναι ένας μικρός ηρωισμός σε έναν κόσμο που δεν διορθώνεται αλλά μπορεί να γίνει πιο ανθρώπινος με το νοιάξιμο». Άλλωστε «γι’ αυτό αγαπήσαμε κι εμείς την εκπαίδευση και ακολουθήσαμε το δασκαλίκι», εξομολογείται ο συγγραφέας. Οι δάσκαλοι είχαν και την έγνοια του εκκλησιασμού. Σε αυτόν οι «σκελετωμένοι άγιοι μιας πρώιμης βυζαντινής τέχνης μας κοίταζαν με αυστηρότητα, προκαλούσαν τρόμο κι ανέσυραν πρόσωπα και γεγονότα εφιαλτικά». Όμως «τα μεγάλα αμυγδαλόσχημα μάτια της Παναγιάς, μας αγκάλιαζαν με γλυκύτητα και τρυφερότητα: μητρικά στοιχεία άγνωστα για παιδιά ενός ανεμοστρόβιλου της ιστορίας».
Οι φίλοι, ωστόσο ήταν το σπουδαιότερο στήριγμα σε κάθε στιγμή της παιδικής και της εφηβικής πορείας χωρίς την οικογένεια. Με αυτούς, δυσεύρετους τον πρώτο καιρό, μοιράστηκαν την καθημερινή ρουτίνα, την έγνοια, τις βιοτικές και σπουδαστικές ανησυχίες, κι έπειτα τις κρίσιμες συζητήσεις για επιλογές ζωής. Με την πολύτιμη εμπειρία αυτών, των «αδελφοπητών, συντρόφων σε όλες τις φάσεις της ζωής» του ο συγγραφέας εξυμνεί την αξία της φιλίας: «Μακάρι να έχει πάντα ο άνθρωπος δυνατούς σωστούς φίλους στην κατάλληλη στιγμή». Μεγαλωμένοι με κοινές αξίες «είχαν το ίδιο πάθος για ζωή και μόρφωση – τα ίδια όνειρα για εσωτερική καταλλαγή. Να αλλάξουν τον τόπο ήθελαν να μετατρέψουν το χυμένο αίμα σε μεθυστικό, δημιουργικό κρασί». «Τα βράδια ονειρευόμασταν σπουδές» αναπολεί.
Ανάλογη διαπιστώνει και τη μετέπειτα βιοθεωρία και πορεία τους : «Ολιγάρκεια στη βιοτή και προσωπική συναισθηματική αυτάρκεια». Χρόνια μετά, δεκαετίες ολόκληρες, όταν ξαναβρίσκονταν «έμπλεοι γνώσεων και φορτωμένοι εμπειρίες ζωής μοιραζόμαστε νοερά, ως άλλοι πλατωνικοί συνδαιτημόνες, το έχει μας», καθώς λέει.
«Αγαπούσα τη ζωή , λάτρευα την πάμφτωχη περιβαρδάρειο γειτονιά μας η φτωχομάνα Θεσσαλονίκη αποτελούσε ένα μεγάλο σχολείο ζωής. Από το μικρό χωριό μου με το φως της πετρελαιολάμπας ή του κεριού, τη μιζέρια και τον πόλεμο, δεν ήθελα να θυμάμαι τίποτε», εξομολογείται ο συγγραφέας, «ο σοφός του 53», όπως τον έλεγαν οι φίλοι του, που θαύμαζαν τη φιλαναγνωσία και την επιμέλειά του. Με την ανάγνωση όλων των τότε ξένων και Ελλήνων συγγραφέων εμπλουτιζόταν η πνευματική σκευή του και πολλαπλασιάζονταν οι δεξιότητες, που θα οδηγούσαν στα μετέπειτα συγγραφικά εγχειρήματα και στην υποδειγματική αποτύπωση του σημερινού «απολογισμού» στο βιβλίο αυτό.
Με το πέρασμα του χρόνου, τη σκληρή αναμέτρηση με την υπαρξιακή φθορά και την απώλεια των προσφιλών οικογενειακών προσώπων επιζητήθηκε η κάθαρση με μιαν αληθινή κατάθεσης ψυχής, ιερή εξομολόγηση στους οικείους και όχι μόνο. Οι συναντήσεις με αλλοτινούς συμπαιδοπολίτες ανατροφοδότησαν τη νοσταλγία και γέννησαν τους καρπούς της δημιουργικής επανεπεξεργασίας του βιωματικού υλικού, που διαβάζει ο αναγνώστης σήμερα. Έτσι η έντεχνη, χαμηλόφωνη προσωπική αφήγηση συνιστά σημαντική συνεισφορά στη λογοτεχνία και στην ιστορία, προσωπική συμβολή στη συγκρότηση της εικόνας μιας εποχής δυστοπικής κι ενοχικής για όλο τον ελληνισμό.
Ασφαλώς ο ελληνικός εμφύλιος ως «ολοκληρωτικός πόλεμος» επηρέασε καθολικά και ολόπλευρα τη ζωή όλων των πολιτών, αλλά σημάδεψε καθοριστικά τη νέα γενιά της εποχής, παιδιά και εφήβους, που ως «τραγικοί ήρωες» τον βίωσαν, χωρίς να μπορούν να τον ερμηνεύσουν. Άλλοτε σύρθηκαν στα πεδία των μαχών, άλλοτε ξενιτεύτηκαν σε «λαϊκές δημοκρατίες»8 κι άλλοτε αναζήτησαν τη θαλπωρή της χαμένης οικογένειας στις «παιδοπόλεις». Η σχετική πρωτοβουλία της ελληνίδας βασίλισσας,9 που πρόβαλε το «κοινωνικό πρόσωπο» και την ευαισθησία της με μια παρέμβαση, την οποία όφειλε η πολιτεία να θεσμοθετήσει και να διεκπεραιώσει,10 έσωσε και διαμόρφωσε χιλιάδες παιδιά ηλικίας 3 ως 14 ετών, στηρίζοντάς τα ως την ενηλικίωσή τους. Γι’ αυτά, όπως και για το συγκεκριμένο συγγραφέα, η παιδόπολη υπήρξε το σπίτι και η οικογένεια, που πάντως σηματοδότησε την καθολική στήριξη και την περαιτέρω πορεία τους.
Οι δικές τους έγγραφες μαρτυρίες, σαν και αυτήν που πρόσφατα εκδόθηκε, προφανώς μπορούν να έχουν τη συμβολή τους στη συγκρότηση της ομόθεμης ιστοριογραφίας, ενώ αποτελούν σημαντικές συνιστώσες για την τελική αξιολόγηση προσώπων και θεσμών, κοινωνικών πραγματικοτήτων, γεγονότων και θεμάτων από τους μελετητές των κοινωνικών επιστημών. Την έρευνα αυτών εμπλουτίζει ο Σταύρος Καλαϊτζόγλου, που με δηκτικότητα, όχι αστόχαστη, σχολιάζει πως «ο Θεός δεν αλλάζει το παρελθόν, όμως το αλλάζουν οι ιστορικοί». Οι πολίτες, από τη δική τους πλευρά, οι αναγνώστες, οι σκεπτόμενοι άνθρωποι της κάθε εποχής, με αφορμή τέτοια αναγνώσματα έχουν το χρέος να αφουγκραστούν τη “σημαδεμένη” γενιά του Εμφυλίου που πάντως «διαμόρφωσε τη σύγχρονη ελληνική κοινωνία, με αξιοπρέπεια, αγάπη και σεβασμό στους απογενόμενους», (σύμφωνα με τα λόγια τα δικά του) και να δεχθούν το πολύτιμο μήνυμα της συμφιλίωσης, της «καταλλαγής», αν οραματίζονται ένα πραγματικά ευοίωνο μέλλον για τον τόπο τους.
—————-
1 Ρ. Αλβανός, Ο ελληνικός εμφύλιος. Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη, 2023, (4η έκδοση), σ. 21.
2 Έχει επισημανθεί ότι οι «Παιδοπόλεις» δεν ήταν ελληνική «εφεύρεση»: η ιδέα ανάγεται στα 1876 και την αρχική έμπνευση του Δρος Barnardo στο Ilford της Αγγλίας φρόντισαν να επεξεργαστούν αρκετοί μεταγενέστεροι παιδαγωγοί. Οι ελληνικές «Παιδοπόλεις» ιδρύθηκαν με χρηματοδότηση από σχετικό έρανο, που οργάνωσε η τότε βασίλισσα της Ελλάδας Φρειδερίκη με το Διάταγμα της 10 της Ιουλίου 1947. Συνολικά ιδρύθηκαν 53 παιδοπόλεις σε όλη τη χώρα στις οποίες διέμειναν περισσότερα από 18.000 ορφανά παιδιά αμφοτέρων των αντιμαχόμενων παρατάξεων και πάντοτε κατόπιν αιτήσεως των κηδεμόνων ή και των ίδιων των παιδιών. Μετά τον τερματισμό του εμφυλίου, διατηρήθηκαν σε λειτουργία 13 παιδοπόλεις. Ενδεικτικά Νίκος Ε. Καραγιαννακίδης, «Παιδόπολη «Άγιος Γεώργιος» Καβάλας: η ίδρυση και ο πρώτος χρόνος της λειτουργίας της (Σεπτέμβριος 1947 – Σεπτέμβριος 1948)». https://www.academia.edu/3822170/PAIDOPOLIS_KAVALAS_AGIOS_GEORGIOS__CREATION_AND_FIRST_YEAR_OF_FUNCTION_SEPTEMBER_1947_TO_SEPTEMBER_1948_
3 Βιβλιοκριτική”, με καθαρά ιστορικές επισημάνσεις πάνω στο βιβλίο μου “Τα Παιδοπολίτικα-Από την απώλεια στην καταλλαγή” (Χανιά 2023, αυτοέκδοση), που δημοσιεύτηκε στην αθηναϊκή εφημερίδα “Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ”. Η “Βιβλιοκριτική είναι γραμμένη στο ένθετο -πού αλλού;- “Σελίδες Ιστορίας”, Νοέμβριος – Δεκέμβριος 2023.
4 Στη σοσιαλιστική δημοκρατία της τότε γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας τοπικές πηγές αναφέρουν ότι αρχές του 1946 ζούσαν 3.000 παιδιά. Μεγαλύτερη ήταν η μετανάστευση από οικογένειες φιλικά προσκείμενες στο Δημοκρατικό Στρατό και στο ΚΚΕ κατά τα επόμενα χρόνια. Υπολογίζεται ότι στις συστηνόμενες «λαϊκές δημοκρατίες» φυγαδεύτηκαν περισσότερα από 20.000 παιδιά. Γκαγκούλιας Γεώργιος Δ., Τα παιδιά στη θύελα του εμφυλίου πολέμου και μετά. Εκδ. Ιωλκός 2004 Σωτήρης Ι. Κωτσόπουλος «Παιδιά του ελληνικού εμφυλίου στις χώρες του σοβιετικού μπλοκ: Ψυχολογικές επιπτώσεις», περ. Εγκέφαλος, τ. 20 (2013), σ. 77 – 81, Γιώργος Μαργαρίτης, «Τα παιδιά του εμφυλίου» , εφ. Ριζοσπάστης 29.3.2009.
5 Ημερολόγιο Βασίλισσας Φρειδερίκης (Τρίτομη έκδοση). Εκδόσεις Καπόν, 2019.
6 Ενδιαφέρουσα η περίπτωση της παιδόπολης «Καλή Παναγιά» της Βέροιας, που μέσω του καταλόγου μιας ομαδάρχισσας ανάρτησε διαδικτυακό προσκλητήριο για όσους ήθελαν να ξαναβρεθούν πολλά χρόνια μετά : «Η ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ ΜΑΣ, είναι μια “μποτίλια στο πέλαγος” και όπως λέει ο Alfred de Vigny, “Attrape qui peut” (=ας την πάρει όποιος μπορεί). Εμείς λέμε, ας την επισκεφθεί όποιος θέλει».
7 https://www.stcloris.gr
8 Στο ΔΣΕ υπήρξαν μαχητές 16 ή 17 ετών, 28.000 παιδιά και νέοι μεταφέρθηκαν από το ΔΣΕ και το ΚΚΕ στις νεοσύστατες τότε Λαϊκές Δημοκρατίες , ενώ η κυβέρνηση της Αθήνας κατήγγειλε στον ΟΗΕ το 1948 το θέμα, χαρακτηρίζοντάς το ως «παιδομάζωμα».
Τασούλα Βερβενιώτη, “Τα παιδιά του Εμφυλίου. Παιδομάζωμα ή/και παιδοφύλαγμα”, στο: Β. Παναγιωτόπουλος (επιμ.), Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000, τ 8, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 2003, σ. 271-280. Επίσης βλ. Πολυμέρης Βόγλης, «Ο εμφύλιος των αμάχων», Η. Νικολακόπουλος – Ιω. Παπαθανασίου (επιμέλεια), Ο Εμφύλιος πόλεμος 1946 – 1949. Έκδ. Τα Νέα 2017, σ. 169 – 180. Γιώργος Μαργαρίτης, όπου παραπάνω.
9 Η προπαγανδιστική θεώρηση της πρωτοβουλίας της Φρειδερίκης έχει μακρά βιβλιογραφική υποστήριξη. Ενδεικτικά βλ. Γ. Μαργαρίτης, Ιστορία του ελληνικού εμφυλίου πολέμου 1946 – 1949. Βιβλιόραμα, Αθήνα 2001, τ. 2, σ. 607 – 614.
10 Χαρακτηριστική είναι μεταξύ πολλών άλλων η άποψη του Σπ. Μαρκεζίνη: «Δυστυχώς, η Βασίλισσα, επιθυμούσα να έχει παντού ανάμιξη, θα επεκτείνει τη δραστηριότητά της σε τομείς οι οποίοι ουσιαστικώς ανήκαν στο Κράτος».
Στέλλα Αλιγιζάκη, (φιλόλογος, ιστορικός)
Σπουδές: Φιλολογία και Ιστορία στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (1980 – 1985). Παρακολούθησε πρόγραμμα μεταπτυχιακών σπουδών Νεότερης Ιστορίας στο Ιστορικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Κρήτης ( (2000 – 2005).
Επαγγελματική ενασχόληση: φροντιστηριακή εκπαίδευση στα Χανιά, όπου ίδρυσε το Φροντιστήριο “Διαλεκτική” το 1986 και στο οποίο εργάζεται έως και σήμερα.
Δράση μέσω κοινωνικών και πολιτιστικών φορέων: Έχει διατελέσει Πρόεδρος της Ιστορικής Λαογραφικής και Αρχαιολογικής Εταιρείας Κρήτης (1994-1996), Αντιπρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Εκπαιδευτικών Φροντιστών Ελλάδας (2008-2012), μέλος Διοικητικού Συμβουλίου του Συνδέσμου Φιλολόγων Νομού Χανίων, Γραμματέας του ΔΣ του Συλλόγου Φίλων του Ιστορικού Αρχείου Κρήτης. Συνεργάζεται με το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος από την ίδρυση του και το έχει εκπροσωπήσει σε διάφορα συνέδρια ιστορικού χαρακτήρα.
Επιστημονική ενασχόληση, συγγραφική δράση: Επιστημονικά ασχολείται κυρίως με την ελληνική και την τοπική ιστορία της Κρήτης, έχει συμμετάσχει σε πολλά συνέδρια σε διαφορετικές πόλεις της Ελλάδας και έχει δώσει πλήθος διαλέξεις σε όλες τις κρητικές πόλεις, στην Ερμούπολη, στη Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα. Άρθρα της έχουν δημοσιευτεί και δημοσιεύονται συχνά σε συλλογικούς τόμους, περιοδικά επιστημονικά και ποικίλης ύλης, εκπαιδευτικά, λογοτεχνικά και ιστορικά, σε εφημερίδες και ιστολόγια.
Βιβλία της έχουν εκδοθεί από την Ιστορική Λαογραφική και Αρχαιολογική Εταιρεία Κρήτης και από το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών “Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος”. Από βιβλία της έχουν ζητηθεί θέματα πηγών στο μάθημα της Ιστορίας κατεύθυνσης στις πανελλήνιες εξετάσεις (2012, 2017).
(Οικογενειακή κατάσταση : Είναι παντρεμένη με τον Γιάννη Αποστολόπουλο, μηχανολόγο μηχανικό, εργολάβο δημοσίων έργων και έχει δύο γιους το Γιώργο αρχιτέκτονα και τον Κυριάκο πολιτικό μηχανικό.)
https://www.fractalart.gr/ta-paidopolitika/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου