2025: Έτος Μίκη Θεοδωράκη – Μύθοι και πραγματικότητες #1
γράφει ο Θάνος Γιαννούδης
Σειρά άρθρων που καλύπτουν όλη τη διάρκεια του «Αφιερωματικού έτους Μίκη Θεοδωράκη». Ερευνώνται οι διαφορετικές πτυχές της ζωής και του έργου του, οι ιδεολογικές του μεταστροφές, οι συνάφειές του με το μοντερνισμό, καθώς και με άλλους καλλιτέχνες. Τι μένει εντέλει από το πολύπλευρο έργο του πλέον μείζονος Έλληνα δημιουργού του 20ου αιώνα εκατό χρόνια μετά τη γέννησή του.
***
Εκκινούμε την παρούσα και επετειακή σειρά άρθρων εισαγωγικά,
κάνοντας μια γενική επισκόπηση της εικόνας που έχει η σημερινή Ελλάδα για το
Μίκη Θεοδωράκη και το έργο του, σε αντιδιαστολή με τις ευρύτερες στοχεύσεις του
δημιουργού. Επιδιώκουμε, έτσι, να σκιαγραφήσουμε ενδεχομένως (και) το πώς θα
έμοιαζε ένα ιδεατό «Έτος Θεοδωράκη», κόντρα στο μανιερισμό που κατά πάσα
πιθανότητα αναμένεται να κυριαρχήσει εκ νέου και τη φετινή «εορταστική» χρονιά.
Τι προσδοκούμε: Να φτάσει, με αφορμή τη συμπλήρωση εκατό
ετών από τη γέννησή του, το σύνολο του έργου του Μίκη Θεοδωράκη σε κάθε γωνιά
της Ελλάδας και του κόσμου, κατά βάση, μάλιστα, στην ελληνική επαρχία. Η
περιπλάνηση του νεαρού Θεοδωράκη σε πόλεις της περιφέρειας σε όλη τη διάρκεια
της νιότης και της διαμόρφωσής του, καθώς και τα χρόνια που πέρασε εκ νέου
εκτός Αθηνών ως εξόριστος κι εκτοπισμένος αξίζουν να καταστούν οδοδείκτης ώστε
ο κάθε επιμέρους τόπος να τον τιμήσει, ερευνώντας αφενός το ξεχωριστό αποτύπωμα
που η κάθε τοπική κουλτούρα άφησε στο έργο και τη φυσιογνωμία του κι αφετέρου
τις συνάφειες και τις αποκλίσεις του με άλλα καλλιτεχνικά παραδείγματα.
Ταυτόχρονα, τα χρόνια που ο συνθέτης πέρασε στο εξωτερικό μπορούν να
αποτελέσουν το έναυσμα για διεθνείς συνεργασίες, δομώντας μια σειρά εκδηλώσεων,
συνεδρίων, ομιλιών και συναυλιών εφάμιλλων ενός σύγχρονου «Οδυσσέα», όσο το
δυνατόν πιο απομακρυσμένων από την τυποποίηση.
Τι (μάλλον) θα δούμε: Σειρά μουσειοποιημένων και
απομακρυσμένων από τον απλό λαό εκδηλώσεων που θα λάβουν χώρα ιδίως στα μεγάλα
αστικά κέντρα, κόντρα σε κάθε αρχή του μείζονος δημιουργού για εκλαΐκευση της
τέχνης και συνάφειάς της «από τα κάτω» με τον απλό λαό. Οι στοχεύσεις έγιναν
ήδη σαφείς με την πρωτοχρονιάτικη εναρκτήρια συναυλία στο Μέγαρο Μουσικής
Θεσσαλονίκης με τις εκεί τιμές ταξικά απαγορευμένες για τη συντριπτική
πλειοψηφία των Ελλήνων, πλαίσιο στο οποίο κινείται και η επερχόμενη συναυλία
(μελοποιημένου, μάλιστα, Νερούδα!) στην αντίστοιχη αίθουσα των Αθηνών. Η
περιχαράκωση του «Έτους Θεοδωράκη» απλώς και μόνο στα πλαίσια ενός Ηρωδείου,
μιας Επιδαύρου ή του επερχόμενου θερινού Φεστιβάλ Αθηνών θα συντείνει εντέλει
ακόμα περισσότερο στη μουσειοποίηση και αποριζοσπαστικοποίηση του,
κατηγοριοποιώντας τον στο «ποιοτικό» για λίγους ή στο «κλασικό» μιας άλλης
εποχής που τιμάται δίχως να είναι σε θέση να νοηματοδοτήσει καίρια το σήμερα
και το αύριο.
Τι προσδοκούμε: Να συνεξεταστεί το πολιτικο-καλλιεχνικό
όραμα του Μίκη Θεοδωράκη ολιστικά, εντάσσοντας τη μουσική του μέσα στη
γενικότερη στόχευσή του για μια πάλη ταυτόχρονης εθνικής, λαϊκής και
πολιτισμικής αναγέννησης. Εστιάζοντας στον πολιτικό Θεοδωράκη μόνο κατά την
περίοδο των Λαμπράκηδων, του αντιδικτατορικού αγώνα, του γιουγκοσλαβικού
πολέμου, της οικονομικής κρίσης, του Μακεδονικού (ή ακόμα και κατά την
πρόσκαιρη συμμαχία του με τη δεξιά) και υπερτονίζοντας μονάχα τις –υπαρκτές σε
κάθε περίπτωση– αναδιπλώσεις και κυβιστήσεις του, παραλείπουμε τη διαρκή του
μάχη για τη συνένωση ολόκληρου του λαού σε ένα κοινό πολιτισμικό – πολιτικό
πλαίσιο, εφάμιλλη ενδεχομένως του προτάγματος ενός ύστερου Σικελιανού, και
καταλήγουμε να μην κατανοούμε την πολιτική του δραστηριότητα ή να της
αποδίδουμε επικαιρικά και ευκαιριακά χαρακτηριστικά, υποτιμώντας την εμφανώς εν
συγκρίσει με το αμιγώς μουσικό του έργο.
Τι (μάλλον) θα δούμε: Την πλήρη εκμετάλλευση της πολιτικής
περσόνας του Μίκη Θεοδωράκη, πλήρως αποκομμένης προφανώς από το γενικότερο
καλλιτεχνικό – αισθητικό – κοινωνικό κοσμοείδωλο στο οποίο εκείνη τμηματικά και
μόνο ανήκει. Δεν θα είναι, εξάλλου, και η πρώτη φορά: η κομμουνιστική Αριστερά
εστίασε με το θάνατό του μονάχα στο παλλαϊκό επαναστατικό του αίτημα αγνοώντας
τη σφοδρή κριτική που της είχε ασκήσει στο παρελθόν, η κεντροδεξιά τίμησε το
βραχύβιο πέρασμά του από τις τάξεις της παραλείποντας το σκληρό πόλεμο των
ιδεολογικών της προπατόρων εναντίον του, η ριζοσπαστική αριστερά την
αντιμνημονιακή του πάλη άνευ της μετέπειτα στηλίτευσης από πλευράς του της
εγκατάλειψης των αγώνων από τους νεοκαθεστωτικούς κυβερνώντες, ενώ ακόμα και η
(πάλαι ποτέ διώκτης του) άκρα δεξιά τόλμησε να τον διεκδικήσει ανοιχτά κατά την
περίοδο των συλλαλητηρίων για το Μακεδονικό ζήτημα.
Τι προσδοκούμε: Να λάβουν χώρα σειρά συνεδρίων και ημερίδων,
εκθέσεις και φωτοαναπαραστατικές εκδόσεις του τεράστιου σε όγκο και ερευνητική
αξία αρχείου του, μελέτες για το συγγραφικό και δοκιμιακό του έργο, καθώς και
για τις συνάφειές του με την ποιητική και μουσική/συνθετική παράδοση. Το
μουσικό τμήμα του έργου του Μίκη Θεοδωράκη (που δεν έχει παρουσιαστεί, μάλιστα,
παρά μονάχα σε ένα 25% του) αποτελεί μονάχα μια εξακτίνωση ενός ευρύτερου
ανύσματος που ανοίγεται σε πολλαπλούς τομείς της τέχνης και της ανθρώπινης
δραστηριότητας. Ένα ελάχιστο τμήμα του αρχείου του είχε παρουσιαστεί πριν και
μετά το θάνατό του εκθεσιακά στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών από τη Μουσική
Βιβλιοθήκη «Λίλιαν Βουδούρη» (που το κατέχει έπειτα από δωρεά του συνθέτη),
ακόμα κι εκείνη η έκθεση, ωστόσο, εστιασμένη στη μουσική του διάσταση και
υποκείμενη στους περιορισμούς της πανδημίας, απέκλειε (ως τραγική ειρωνεία για
τη μοίρα του έργου του συνθέτη) κατηγορίες συμπολιτών μας από τη δυνατότητα της
επίσκεψης. Ένα ιδεατό «Έτος Θεοδωράκη» οφείλει πρώτιστα να τον επανασυστήσει
στην πλειοψηφία του λαού που μένει δέσμια μιας συγκεκριμένης εικόνας ως έναν
πολύπλευρο και ακατάβλητο δημιουργό, δέκτη και δημιουργικό αφομοιωτή χιλιάδων
παράλληλων προσλαμβανουσών. Μια πιο εύχρηστη ψηφιακή πύλη του αρχείου του σε
σχέση με την ισχύουσα ακαδημαϊκή, με παράπλευρη εφαρμογή για κινητά τηλέφωνα
και προσαρμογή (και) σε νεότερες ηλικίες, θα αποτελούσε επ’ αυτού έστω μια καλή
αρχή.
Advertisement
Ρυθμίσεις απορρήτου
Τι (μάλλον) θα δούμε: Την περιχαράκωση του έργου του
Θεοδωράκη αυστηρά και μόνο στη μουσική του διάσταση και (ακόμα περισσότερο) σε
μια συγκεκριμένη και περιορισμένη έκφανση της τελευταίας. Ο Μίκης Θεοδωράκης ως
εκείνος ο συνθέτης αυστηρά και μόνο του «έντεχνου – λαϊκού» (και μίας, μάλιστα,
μονάχα δημιουργικής δεκαετίας ενός βίου… 96 ετών) συντείνει βολικά στην
κατασκευασμένη και ωραιοποιημένη εικόνα των εθνικών επετείων, των σχολικών και
ιδρυματικών εορτασμών για την επέτειο του Πολυτεχνείου, καθώς και σε όλα τα
έτοιμα σχήματα της Μεταπολίτευσης που τείνουν συνειδητά να αμβλύνουν τις οξείες
γωνίες και να ωραιοποιήσουν καταστάσεις, μην αντέχοντας να μπουν οι ίδιες στη
βάσανο της αυτοκριτικής και της εκ βάθρων αλλαγής. Μία απομόνωση, επομένως, του
έργου του Θεοδωράκη μόνο στην εποχή των δεκαετιών του 1960 και του (μισού
μάλιστα) 1970 θα καταλήξει απλώς να επιβεβαιώσει κοινούς τόπους και να
απομονώσει διά προθέσεως τον δημιουργό τόσο από καίριες καλλιτεχνικές δουλειές
του και τοποθετήσεις διαφορετικών ιστορικών αφηγήσεων όσο και από τη
συνολικότερη εικόνα του στη μακροχρονία.
Τι προσδοκούμε: Να αποτελέσει το «Αφιερωματικό Έτος» μια γενικότερη
αφορμή για μια συλλογική κι εθνική / λαϊκή ανίχνευση σκοπού και πορείας,
σύμφυτη με τους οδοδείκτες που ο μείζων δημιουργός με τη συνολική πορεία του
πρώτος είχε θέσει. Αυτός ο αναστοχασμός οφείλει να είναι εφάμιλλος των
αντίστοιχων που έλαβαν (έστω και τμηματικά και περιορισμένα) χώρα κατά τις
«στρογγυλές» επετείους των 1821 και 1922, μιας και ο ίδιος ο Θεοδωράκης έχει
επιδιώξει να συνενώσει οργανικά και αδιαίρετα εποχές και αφηγήσεις, προάγοντας
ένα σχήμα συνέχειας και ενίσχυσης της παράδοσης, διαποτισμένης (ή ενδεχομένως
και «αναβαπτισμένης» κατά Ρίτσο) προφανώς τόσο από τις επιταγές και τα
κελεύσματα της εκάστοτε ιστορικής εποχής και συγκυρίας όσο και από τις ατομικές
/ προσωπικές του εμπειρίες και καλλιτεχνικές προσλαμβάνουσες. Ακόμα, μάλιστα,
και τα σφάλματα και οι κυβιστήσεις μιας τέτοιας πορείας (που οφείλουν να τεθούν
ανοιχτά στο τραπέζι δίχως πρακτικές εκ των υστέρων αγιοποίησης) αξίζουν να
διαβαστούν και να μελετηθούν ως αντανάκλαση και των ευρύτερων συλλογικών
ελληνικών μεταπτώσεων.
Τι (μάλλον) θα δούμε: Μια μετανεωτερική γιορτή,
παραδειγματικά τοποθετημένη πλάι σε παραπλήσιου ύφους χρονικά πεπερασμένα
συμβάντα κι εφάμιλλη εντέλει, στην καλύτερη περίπτωση, των Πολιτιστικών
Ολυμπιάδων ή των Πολιτιστικών Πρωτευουσών της Ευρώπης (και στην χειρότερη της
Eurovision). Ο μεγαλύτερος φόβος ενός «Έτους Θεοδωράκη» θα είναι ακριβώς η
αίσθηση του «να φύγει η υποχρέωση», η ισχυρότατη πιθανότητα να εξαντληθούμε στα
Ηρώδεια και στα επετειακά cd και ταυτόχρονα να εκμεταλλευτούν «από τα πάνω» το
όνομά του πολιτικοί ώστε να χειριστούν κρατικό χρήμα ή να επιχειρήσουν,
αντανακλώντας το πρόσωπό τους στο κάτοπτρό του, μια αποκάθαρση των πεπραγμένων
τους –κι επιπλέον: η πανταχού παρούσα πρακτική που θέλει να εγγράφουν στο
βιογραφικό τους το όνομά τους δίπλα στο δικό του ελάσσονες καλλιτέχνες ή
κριτικοί στον αγώνα τους για προβολή και κυριαρχία, δίχως να μείνει τελικά
τίποτα πίσω την επόμενη ημέρα μόλις το ημερολόγιο δείξει 1η Ιανουαρίου 2026. Ας
είναι, λοιπόν, η παρούσα στήλη που θα μας συντροφεύσει καθ’ όλη τη διάρκεια του
έτους μια ελάχιστη προσπάθεια ο κίνδυνος αυτός να αποφευχθεί…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου