15.1.25

Πασχάλης Κατσίκας, «Νήσος Κίρκη», εκδ. Δρόμων, 2024 (γράφει η Γιούλη Χρονοπούλου)


Η Κίρκη, παρότι υποχρεώνει σε οδυσσειακές συνυποδηλώσεις, παραμένει το πραγματικό όσο και παράδοξο όνομα του τόπου καταγωγής του ποιητή. Ο τόπος του, ωστόσο, μαραζωμένος πια, αφού επί μακρόν τροφοδότησε με μετανάστες τη Γερμανία (ανάμεσά τους και την οικογένεια του ποιητή) τροφοδοτεί πια μόνο τις μνήμες, την απώλεια, τον πόνο, αλλά και τη λυτρωτική ανάμνηση, την παρηγορητική καταφυγή, τη νοσταλγία.

Η τεσσάρων ενοτήτων συλλογή διαπνέεται από αυτές τις ποιότητες, διατρέχει τον χρόνο, μέσα από πρόσωπα οικεία, τον πατέρα της σκληρής δουλειάς, νέο, μεγαλύτερο, απόντα πια, τον ίδιον παιδί, ώριμο, πατέρα πια, έτοιμο να διαβεί τα επερχόμενα κατώφλια, τη μάνα, ανθρώπους του περίγυρου από καιρό κι αυτούς χαμένους, κι άλλους, με τη σκέψη του θανάτου να επανέρχεται συντριπτική, με το βλέμμα να περιπλανιέται στο παρελθόν και το μέλλον, στον έξω και τον μέσα κόσμο.

Ποίηση υπαρξιακή, αγγίζει, ραγίζει, θυμίζει. Διαρκείς επιστροφές στα ανεπίστρεπτα: «Τρεις καραμέλες ΙΟΝ, η παιδική μου ηλικία / σε ένα μπλοκ βρεγμένο / με αυτοκόλλητα χαρτάκια ποδοσφαιριστών». Η ακατοίκητη νήσος Κίρκη, πυκνοκατοικημένη ωστόσο από θύμησες, στοιχειώνεται από αλλοτινές εικόνες, το τρανζίστορ Grundig «που επέστρεψε μαζί σου / από τη Γερμανία ως μετανάστης», τον πατέρα που χορεύει ζεϊμπέκικο «κι ένα αστέρι σκαρφαλώνει / απ’ το μωσαϊκό στους ώμους» – οι εγκοπές του χρόνου σχηματίζονται από νοσταλγία, εικόνες φερμένες από τα κατάβαθα, η σκέψη διασχίζει τα περασμένα σαν το μεθοριακό τρένο που κάποτε ανήγγελλε «όσοι είναι για Κίρκη ας ετοιμάζονται» και τώρα πια σιωπά. Είναι εκείνο το απλοϊκό παρελθόν, που βοηθά ν’ αντέξεις την πραγματικότητα «Πώς να σηκώσεις την καθημερινότητα / δίχως κρυφτό, κυνηγητό / και έγχρωμους βόλους;». Ο ποιητής αποζητά κι αυτά που δεν αγαπούσε τότε, σαν τα ζαρζαβατικά που μαγείρευε η μάνα, αποζητά γεύσεις, μυρωδιές, εικόνες, τόπους (που άδειασαν), ανθρώπους, στιγμές, φωνές (που σώπασαν), τρέχει με παιδική λαχτάρα στα λιθόστρωτα της μνήμης. Από την ερημία στη μοναξιά την κατακλυσμένη από 5000 φίλους. Συχνό το δεύτερο πρόσωπο της απεύθυνσης, οικειότητα, ζεστασιά, καταφυγή, κυρίαρχο το πρώτο της εξομολόγησης, της προσωπικής αλήθειας.

Μέσα του σιγοκαίει ακατάλυτη η φλόγα μιας στοχαστικής θέασης της ζωής, της αστάθειας των ανθρωπίνων, της μεταβολής («Δυο βήματα η κόλαση απ’ τον παράδεισο», «Μια δρασκελιά απ’ τη ζωή στον θάνατο», «Μ’ ένα σπαθί τεράστιο διχάζεται ο χρόνος»), του άπονου χρόνου («Στίβεται η ηλικία της αθωότητας … ραγίζουν τα χρόνια της λαγνείας», «Σπίρτα είμαστε στο σκοτάδι»), για μια ύστατη επιλογή («Τον θάνατο από αγάπη διάλεξα»), για μια ελπίδα μετά τη δρασκελιά («Θα ’ναι καλύτερος ο άλλος κόσμος»).

Η ίδια η ποίηση παντοτινός καημός, ατελεύτητος μόχθος κλείνει τη συλλογή. Το εργαστήρι της ποιητικής, βάσανο και λύτρωση, νυχθήμερος κόπος, γίνεται καφενές απ’ όπου αναδύεται μια ταπεινή ελπίδα: «Μυρωδιές στη γειτονιά ίσως αφήσω». Η ποίηση ως άλλη Κίρκη μεταμορφώνει με μαγικά βοτάνια τον γύρω και τον εσώτερο κόσμο, ενίοτε με πόνο σπαρακτικό («Την μπούρκα αδυνατώ πάνω μου να κρατήσω / Αποτινάσσεται μοχθώντας με τις λέξεις / Δέρμα και κόκκαλα μαζί της ξεκολλούν») – ο ποιητής αενάως δικαζόμενος, «αθώος ή ένοχος (αν)αλόγως».

 

 

* Η Γιούλη Χρονοπούλου είναι Δρ. φιλολογίας

https://www.poiein.gr/2024/12/26/%cf%80%ce%b1%cf%83%cf%87%ce%ac%ce%bb%ce%b7-%ce%ba%ce%b1%cf%84%cf%83%ce%af%ce%ba%ce%b1-%ce%bd%ce%ae%cf%83%ce%bf%cf%82-%ce%ba%ce%af%cf%81%ce%ba%ce%b7-%ce%b5%ce%ba%ce%b4-%ce%b4%cf%81%cf%8c/?fbclid=IwY2xjawHhA_1leHRuA2FlbQIxMQABHQf4bR0A-B8K_MVN3TTsaAqBKI4sycVbRoHkw6SY_iInHD5mmjexhFX5fg_aem_zUFK5vP4AWKX-FgaAravIQ

Δεν υπάρχουν σχόλια: