18.2.25

Όλγα Οικονομίδου, «Θαμνολίβαδα», εκδ. Μανδραγόρας, 2023 (γράφει ο Χρήστος Μαυρής)

 https://www.poiein.gr/2025/02/07/%cf%8c/


Η ζωη φτιάχνει τα βιβλία και εκείνα ξαναφτιάχνουν τη ζωη

 

Η ποιητικη συλλογη με τον μονολεκτικο τίτλο ‘’Θαμνολίβαδα’’, της Όλγας Οικονομίδου (εκδόσεις Μανδραγόρας, 2023), που είναι η πρώτη κατάθεση και η πρώτη κωδικοποιημένη παρουσία-της στα λογοτεχνικα πράγματα του τοπου-μας, αποτελείται απο 48 ποιήματα, μικρά και κάπως μεγαλύτερα, αλλα και απο μία ομάδα δέκα τρίστιχων ποιημάτων, βασισμένα στη γνωστη ιαπωνικη μικρογραφικη στιχουργικη Χαϊ-Κου (haiku), με τις 5,7,5 συλλαβες σε έκαστο στίχο.

Επομένως πρόκειται για μία συλλογη περιεκτικη, θα έλεγα βαρυφορτωμένη με ποιοτικο και νοηματικο περιεχόμενο, παρα τη σεμνότητα που υποδηλώνει η ποιήτρια με τον απέριττο τίτλο που έχει δώσει στη συλλογη-της, με τον οποίο, όπως αντιλαμβάνομαι, θέλει ευγενικα να μας υποβάλει –όχι να μας επιβάλει– πως στην φύση, πέρα απο τα πανύψηλα δέντρα των δασων υπάρχουν και τα χαμόδεντρα και κυρίως οι θάμνοι τους οποίους συναντάμε σε συστάδες μέσα στα λιβάδια ή σε αγεώργητους τόπους.

Αν όμως, εξετάσουμε τον τίτλο με τη μεταφορικη έννοιά-του, η ποιήτρια με τη λέξη «θαμνολίβαδα», θέλει, νομίζω, να μας υποδείξει πως και τα πιο ασήμαντα πράγματα έχουν τη δικη-τους αξία και πως μπορουν και αυτα να παίξουν κάποιο ρόλο, μικρο ή μεγάλο, στην καθημερινη ζωη-μας. Κοντολογις, καταθέτει ένα ύμνο για τα απλα, τα ταπεινα και κάποτε περιφρονημένα πράγματα που υπάρχουν γύρω-μας.

Επιπλέον, έχω διαπιστώσει πως η ποίηση που μας προτείνει με αυτη την πρώτη συλλογη-της η Ο. Οικονομίδου, είναι στο σύνολό-της καλα μαστορεμένη. Εννοω πως η ποιήτρια έχει δουλέψει και πλάσει σε ικανοποιητικο βαθμο το υλικο που επεξεργάστηκε πριν το δώσει στην κρίση του αναγνωστικου κοινου αλλα και στην αμείλικτη χοάνη του χρόνου, με αποτέλεσμα τώρα να έχουμε στη διάθεσή-μας μία αξιοπρόσεχτη δουλεια, η οποία την έχει ωθήσει να υπερπηδήσει, μάλιστα με εντυπωσιακο άλμα, τον πήχη που υψωνόταν απειλητικα στο διάβα-της, παρακάμπτοντας έτσι εντυπωσιακα το πρωτόλειο στάδιο της ποίησής-της.

Πρόκειται για χαμηλόφωνη ποίηση, όμως, αρκετα υποβλητικη και δραστικη στην ξεδίπλωσή-της. Σιγανη και απαλη σαν το βελούδο, φτιαγμένη με απλες και όχι βροντόφωνες λέξεις, απαλλαγμένη απο τις σύνθετες και βαρετες ιδέες αλλα και τα κραυγαλέα συνθήματα, εμποτισμένη όμως με τη λύπη και το πένθος που διακατέχει τη δημιουργο-της.

Είναι ποίηση δροσερη, σαν το πρωϊνο αεράκι που εισχωρει μέσα απο τα παραθυρόφυλλα των σπιτιων-μας τις καλοκαιριάτικες νύχτες και αναζωογονει το σώμα και τη σκέψη-μας. Με άλλα λόγια, είναι μία ποίηση πέρα για πέρα, φρέσκα και ατόφια, που φέρνει σίγουρα ένα άλλο ύφος και ένα άλλο ηχόχρωμα στην ποίηση γενικα της Κύπρου, με την οποία η ποιήτρια, όπως ανάφερα ήδη, κατόρθωσε ν’ αγγίξει ανώτερα σημεία της άρτιας τέχνης αλλα παράλληλα να μας χαρίσει και αισθητικη συγκίνηση.

 

Απο τη θεματογραφία με την οποία καταπιάνεται η Ο. Οικονομίδου διαπιστώνουμε με ευκολία πως η ποίηση που παράγει στο σύνολό-της είναι ανθρωποκεντρικη. Θέλω να πω πως στο επίκεντρο σχεδον όλων των ποιημάτων που μας έχει δώσει βρίσκεται ο άνθρωπος, κάθε φύλου και κάθε ηλικίας, είτε αυτος είναι άνδρας είτε είναι γυναίκα, γέρος ή νέος, και με ότι τον συντροφεύει, ευχάριστα ή δυσάρεστα, στον καθημερινο-του βίο.

Διαλογίζεται, δηλαδη, βαθια πάνω στην ανθρώπινη ζωη και σκιαγραφει με έντονες γραμμες τον άνθρωπο με τα βάσανά-του, τις χαρες-του, τις λύπες-του, τα όνειρά-του, τις ελπίδες-του, τις απογοητεύσεις-του, τις φοβίες, τις αμφιβολίες, τις ανασφάλειές-του κ.λπ. Έτσι, μέσ’ απο αυτα τα ποιήματα μαθαίνουμε για «ένα κουρασμένο παλιάτσο» που «μαζεύει το αναποδογυρισμένο-του χαμόγελό», για μία κομψη γυναίκα που αποφεύγει να ποτίσει «τη ματαιοδοξία-της με φίλτρα», για το άγχος που επιφέρει στην ίδια η γρήγορη ηλικιακη κόπωση, για μία ιατρικη επιτυχημένη επέμβαση που υποβλήθηκε, για μία αξέχαστη συνάντησή-της μ’ ένα αγαπημένο πρόσωπό-της, για την αφόρητη πλήξη που της προκαλει η μοναξια, για τον θάνατο, τα ετήσια μνημόσυνα και τον τάφο της μητέρας-της, για «το παλιο μπρούντζινο γουδι της γιαγιας»-της αλλα μαθαίνουμε και για τη δύσκολη κυοφορία που είχε μέχρι να γεννήσει και να φέρει στο φως το πνευματικο παιδι-της, δηλαδη το ποίημά-της. Κοντολογις, επιδιώκει τις διάφορες αυτες όψεις απο τη ζωη-της, οι οποίες διατηρούνται κατακερματισμένες στη μνήμη-της, να τις θεμελιώσει και μέσα στην ποίησή-της. Γράφει στο ποίημα «Επίτοκος»:

 

Κυοφορω λέξεις

παρατεταγμένες

στα τοιχώματα

της μήτρας-μου.

Αναλγησία στον τοκετο-μου

δεν ζητάω.

Μα πέρασε πολυς καιρος

και τις παρακαλω

απο μέσα-μου να βγουν.

 

σ. 35

Έτσι, στους στίχους-της, ανάλογα με τη συναισθηματικη φόρτηση που βρίσκεται η ποιήτρια, βλέπουμε πως η ελπίδα εναλλάσσεται με την απογοήτευση, η χαρα με τη λύπη, το φως με το σκοτάδι, η μέρα με τη νύχτα και αντίστροφα. Είναι όμως, αυτα τα άφθονα και διαφορετικα συναισθήματα που τροφοδοτουν την έμπνευση και εν συνεχεία τη δημιουργία-της.

Εκείνο, όμως, που χαρακτηρίζει ιδιαίτερα την Όλγα Οικονομίδου ως ποιήτρια, που είλκυσε την προσοχη-μου και πραγματικα φούντωσε τον θαυμασμο-μου, είναι ο τρόπος με τον οποίο προσωποποιει ή μορφοποιει ή σωματοποιει λέξεις με αφηρημένες βασικα έννοιες. Για την ακρίβεια, αναφέρομαι στον τρόπο με τον οποίο τους δίνει ανθρώπινα χαρακτηριστικα. Είναι μία προσοδοφόρα τεχνικη που εφαρμόζει, όπως διαπιστώνω, στην αρχη των περισσότερων ποιημάτων-της για να προκαλέσει ζωηρο ενδιαφέρον στους αναγνώστες-της αλλα ταυτόχρονα της επιτρέπει να δημιουργήσει μέσα στην ποίησή-της και άφθονες εικόνες αλλα και κίνηση, ήχο, χρώμα, κυρίως λειτουργικότητα και ζωντάνια, στοιχεία τα οποία, όπως ανάφερα, εύκολα τα προσλαμβάνουν και οι αναγνώστες-της. Δίνω μία σειρα απο τέτοια αποσπάσματα, ενδεικτικα αυτης της τάσης της ποιήτριας, όπως τα συναντούμε στη συλλογη, αρχίζοντας απο την αρχη και προχωρώντας προς το τέλος-της:

 

Λίγο πριν ξημερώσει

βγαίνω στους δρόμους να περπατήσω

με συνοδεία τα σαράντα τέσσερα χρόνια-μου.

(«Βραδυνος περίπατος», σ. 7)

 

*****

 

Με παραλύει η πιθανότητα

να εγκατασταθει

στη μήτρα-μου

σαν έμβρυο

η ποίησή-μου.

(«Πιθανότητα», σ. 9)

 

*****

 

Τη ζωη-μου

θα μπορούσα να την κλείσω

σ’ ένα βαζάκι μαρμελάδας.

Να το ανοίγω κάθε τόσο

και να τη γεύομαι

σε μια φέτα ζεστο ψωμι.

(«Αεροστεγως», σ. 11)

 

*****

 

Αδυνατω να συμφιλιωθω

με τις σκέψεις-μου.

Καθως επίμονα με περικυκλώνουν

βουλώνω τ’ αυτια-μου

με βότσαλα.

Κι αυτες να επιμένουν

πως δεν υπάρχει λήθη.

(«Λήθη Ι», σ. 12)

 

*****

 

Πως να το πω με βεβαιότητα

ότι οι ελπίδες-μου

φυτα αναρριχώμενα θα γίνουν.

(«Αναρρίχηση», σ. 19)

 

*****

 

Οι λέξεις ανέβηκαν στις κρεμάστρες της ντουλάπας-μου

ψάχνοντας τη σκόνη της θλίψης

στα βραδυνα-μου φορέματα.

Κρύφτηκαν σε σακουλάκια λεβάντας

που μάζεψα κάποιο καλοκαίρι στο βουνο.

(«Κρεμάστρες», σ. 22)

 

*****

 

Μα οι λέξεις-μου

 

παραμένουν μετέωρες

βγάζουν κεφάλι, χέρια, πόδια

αγανακτισμένες

βγαίνουν στο πεζοδρόμιο ν’ ανασάνουν

διαδηλώνοντας τη θλίψη-τους.

 

(«Διαμαρτυρία», σ. 25)

 

*****

 

Ο χρόνος παιδι

δεν σταματα να τρέχει.

 

(«Υπόσχεση», σ. 27)

Την Ο. Οικονομίδου όμως, ως ποιήτρια, την απασχολει και την προβληματίζει πιο έντονα η φθορα που επιφέρει ο αδέκαστος χρόνος στο ανθρώπινο σώμα, που το οδηγει στη σταδιακη και εξευτελιστικη γήρανση και απο εκει στον θάνατο, γεγονος που είναι πρόδηλο στην ποίησή-της. Συγκεκριμένα την απασχολει δυναστικα ο θάνατος∙ όχι ο δικος-της αλλα ο θάνατος των άλλων. Πιο πολυ τη συντρίβει ο θάνατος δικων-της προσώπων, όπως στενων συγγενων ή αγαπημένων φίλων-της αλλα και των άλλων συνανθρώπων-της. Για την ακρίβεια την πονει η σκέψη για τη διανοητικη ή σωματικη κατάσταση στην οποία θα περιέλθει το άτομο πριν την έσχατη στιγμη της ζωης-του. Δηλαδη, πριν τη δύση-του. Επομένως, τα αισθήματα που εκδηλώνει γύρω απο αυτο το απεχθες γεγονος δεν είναι μόνο άφθονα, γνήσια, θλιβερα και συγκλονιστικα είναι και μεταδοτικα στους αναγνώστες. Ενδεικτικο αυτης της οδυνηρης ψυχικης διεργασίας που περιπίπτει η ποιήτρια είναι το ποίημα που τιτλοφορείται «Δύση»:

 

Κάποτε

θα δεις τα χέρια-σου γερασμένα.

Να είσαι ευτυχισμένος για τα ζαρώματά-τους.

Μα πιο πολυ να είσαι ευτυχισμένος

αν την ώρα της δικης-σου δύσης

δύο άλλα γερασμένα χέρια σε κρατάνε.

 

σ. 34

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και ο αθόρυβος, ο υπόγειος, θα έλεγα, τρόπος με τον οποίο συνομιλει η ποιήτρια με άλλους ομότεχνούς-της, κυρίως ποιητες θυρεους όπως, λόγου χάρη, ο Κωνσταντίνος Καβάφης και ο Κυριάκος Χαραλαμπίδης. Με αυτο το σκεπτικο, λοιπον, θεωρω πως οι τίτλοι των ποιημάτων-της «Νέοι της Σιδώνος 1992 μ.Χ.» και «Αμμόχωστος Βασιλεύουσα», είναι μία δυνατη απόκριση ή ένας εγκάρδιος χαιρετισμος στους αναφερόμενους πιο πάνω ποιητες.

Έχει λεχθει, όχι άδικα, πως η πλειοψηφία των νέων Ελληνοκυπρίων ποιητων, δηλαδη αυτων που εμφανίστηκαν πολυ πιο ύστερα απο την τραγωδία που μας βρήκε το 1974, δεν τους αγγίζει και δεν τους απασχολει αυτο το σοβαρο θέμα, ούτε απο την ιστορικη, ούτε απο την κοινωνικη αλλα ούτε και απο την ανθρώπινη πτυχη-του. Προς Θεου, δεν τους κρίνω και δεν τους μέμφομαι. Απεναντίας, σέβομαι την ειλικρίνειά-τους. Γιατι, ένα τραγικο γεγονος που σημειώθηκε αρκετα χρόνια πριν τη γέννηση κάποιου, άρα που δεν το βίωσε και δεν το ένιωσε στο πετσι-του, διερωτώμαι πως μπορει να το αποδώσει σωστα ή να το περιγράψει πειστικα, την στιγμη μάλιστα που η σύγχρονη κοινωνία έχει φορτώσει στις πλάτες των νέων-μας ένα σορο άλλα υπαραξιακα προβλήματα.

Είναι πιστεύω, πιο έντιμο να μην καταπιαστει με το συγκεκριμένο θέμα παρα να κοκορεύεται, ψευδόμενος και υποκρινόμενος, πως ένιωσε βαθια το τραύμα και συγκλονισμένος και εμπνεόμενος απο αυτο, το μεταφέρει στη συνέχεια περίτεχνα στα ποιήματά-του, την ώρα μάλιστα που τρώει και μία τηγανια κοχλαστους κεφτέδες που του έψησε η μάμμα-του.

Αυτη την ειλικρίνεια και εντιμότητα που χρειάζεται στους δύσκολους και πονηρους καιρους που διανύουμε, τη συνάντησα στην Ο. Οικονομίδου και στην ποίησή-της η οποία, όπως μαρτυρει το βιογραφικο-της, έχει γεννηθει το 1975, δηλαδη ένα χρόνο μετα την τουρκικη εισβολη και την τραγωδία που ακολούθησε για τον ελληνισμο της Κύπρου.

Η ποιήτρια συγκεκριμένα, για να γίνω πιο σαφης, απέφυγε σε όλα τα ποιήματά-της να καταπιαστει με το θέμα της κυπριακης τραγωδιας, εκτος απο ένα δυο για τα οποία όμως, δεν κόπτεται πως καταθέτει βιωμένες εμπειρίες αλλα αφήνει ν’ αντιληφθούμε πως εκφράζει μόνο τις διαιωνιζόμενες συνέπειες και αγωνίες που επέφερε στον τόπο-μας αυτη η τραγωδία, τις οποίες τώρα τις υφίσταται και η ίδια ως γυναίκα. Θα σχολιάσω μόνο το ένα, ολιγόστιχο αλλα δυνατο ποίημα, στο οποίο λέγει λίγα αλλα υπονοει πάρα πολλα, αφήνοντας δηλαδη τον αναγνώστη να συλλάβει και να ερμηνεύσει απο μόνος-του τα ανείπωτα και έτσι να καταλάβει τι προηγήθηκε αλλα και τι ακολούθησε αυτης της τραγωδίας και κυρίως να υπολογίσει την έκταση της καταστροφης που επέφερε στον τόπο-μας. Με άλλα λόγια, αποδίδει αυτο το ιστορικο, άκρως τραγικο γεγονος μέσα απο τη συνείδηση και τη μοίρα του ανθρώπου. Πρόκειται για το ποίημα «Καρτερούμεν», που είναι, κατα την άποψή-μου, μαζι με αυτο που τιτλοφορείται «Επιλογη», απο τα καλύτερα ποιήματα της Οικονομίδου γι’ αυτο και θα το παραθέσω ολόκληρο:

 

 Το καλοκαίρι εκείνο δεν ξέραμε.

Δεν μπορούσαμε ούτε

να φανταστούμε πως

τ’ ανοιχτα πουκάμισα

τα ιδρωμένα μέτωπα

τα ψάθινα καπέλα

τα πιτσιρίκια με τα κοντα

παντελονάκια

τα ακρογιάλια στην Αμμόχωστο

τα καράβια της Κερύνειας

ο περήφανος Πενταδάκτυλος…

 

Όλα μας αποχαιρετούσαν.

 

σ. 20

Η αξέχαστη και κατάφορα αδικημένη Μέλπω Αξιώτη στο υπέροχο πεζογράφημά-της Η Κάδμω γράφει πως «η ζωη φτιάχνει τα βιβλία, κι εκείνα ξαναφτιάχνουν τη συνέχεια της ζωης». Αυτη την διπλη διεργασία, βέβαια σ’ ένα άλλο βαθμο, την συνάντησα και όταν διάβαζα το βιβλίο ‘’Θαμνολίβαδα’’ της Ο. Οικονομίδου.

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: