Θα μπορούσε κανείς να μιλήσει για αυτοβιογραφικά σπαράγματα μιας εποχής. Για ασπαίροντα θραύσματα της ομορφιάς που είναι πλέον ανέφικτη ως ολοκληρωμένο έργο στον μοντέρνο κόσμο. Ειδολογικά θα ήταν ακριβέστερο να μιλήσουμε για ένα μυθιστορηματικό δοκίμιο- σπουδή στην κατάρρευση ενός τόπου αλλά και σπουδή στην διαδικασία με την οποία γεννιέται ένας αληθινός συγγραφέας.
Ο πρωταγωνιστής του βιβλίου του Σπύρου Γιανναρά, ο Σωτήρης
Κριεζώτης, ένας απολυμένος κειμενογράφος, δέκα μήνες μετά από ένα δύσκολο
χειρουργείο (συνεπεία ρήξης του αχίλλειου τένοντα) και έναν επώδυνο χωρισμό,
βγαίνει για να περπατήσει στην Αθήνα, σπάζοντας τα δεσμά του εκούσιου
εγκλεισμού και της ακούσιας απομόνωσης. Οι τρεις μέρες της περιπλάνησής του
όμως δεν είναι τυχαίες. Είναι το τριήμερο 28-30 Ιουνίου 2015, παραμονές του
περιβόητου δημοψηφίσματος, του κομβικού εκείνου σημείου που αποκαλύφθηκε η
απάτη της μεταπολίτευσης σε όλο της το μεγαλείο - και αναφέρομαι στο σύνολο
πολιτικό προσωπικό και όχι στην άλυτη και ανεξήγητη ενότητα που συνιστά το
μεγαλείο και η αθλιότητα υπό το όνομα "λαός".
Ο Κριεζώτης, ένας σπάνιας παιδείας στη γενιά του άνθρωπος,
που άλλοτε δοκιμάζεται μεταξύ αγοραφοβίας και κατάθλιψης, και άλλοτε μεταξύ
παιδικής αφέλειας και ώριμης σοφίας, ζει μέσα στα βιβλία και σε αυτά καταφεύγει
ό,τι και αν του συμβεί. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και στο φορείο προς το
χειρουργείο ένα βιβλίο αναζητεί, πως την ομορφιά σκέφτεται όταν του επιτίθεται
ένα σκυλί ή σκηνές της Ιλιάδας όταν νιώθει πως ξεψυχά. Ταλαντούχος που
ονειρεύεται την επιτυχία αλλά ζει με ένα βαθιά ριζωμένο αίσθημα αποτυχίας και
διχασμού, ο "ανέγνωμος Κριεζώτης" κάποια στιγμή βρίσκει την δύναμη να
βγει από το διαμέρισμά του για να αναζητήσει γιατρειά, να βρει το πρόσωπό του
στην πόλη. Μα η τραγωδία καιροφυλακτεί. Και δεν έρχεται με ένα γεγονός
απρόβλεπτο αυτή η τραγωδία αλλά ήσυχα, μόνο με την φρικτή πραγματικότητα που
είναι πια η σύγχρονη πόλη, αυτό το αγιάτρευτο μίασμα που έχει το όνομα Αθήνα,
μια πόλη κατεστραμμένη, αλλοιωμένη, έρμαιο πια αστόχαστης ροής. Περιπέτειες ασήμαντες
αν τις δεις ψυχρά, παίρνουν διαστάσεις υπαρκτικής σημασίας σε αυτή την
περιπλάνηση. Γιατί εδώ δεν έχουμε την περιπλάνηση ενός flâneur αλλά το ιστόρημα
μιας πλάνης. Της πλάνης του ήρωα που ήλπιζε να βρει στην πόλη και στην σχέση
γιατρειά και, ακόμη σκληρότερο αυτό, της πλάνης μιας ολόκληρης χώρας που
αρνήθηκε αυτό που ήταν και έγινε απλώς το πεδίο όπου όλοι κατασπαράζουν εαυτούς
και αλλήλους, είτε ευημερούν είτε φτωχαίνουν. Και το χειρότερο δεν είναι καν η
φτώχεια αλλά το χαμογελαστό μασκάρεμα του ψέματος (Πόσο συχνό...).
Δεν πρόκειται λοιπόν για μια συνήθη περιπλάνηση αλλά για
συγκλονιστική αναζήτηση. Γιατί ο Σωτήρης Κριεζώτης δεν τριγυρνά ασκόπως και
ακόπως, δεν εμπνέεται από τα καβαφικής κοπής φληναφήματα "η Ιθάκη σ' έδωσε
το ωραίο ταξίδι". Στο μεταίχμιο ασθένειας και αλήθειας, ο Κριεζώτης (και ο
Γιανναράς) διψά για νόημα. Γι' αυτό και δεν τρέμει το τραύμα αλλά το τέρμα. Γι'
αυτό και βάζει κάθε τόσο φτερά στη φτέρνα και ξεκινά και πάλι. Απ' την αρχή. Ως
το τέλος που το αίμα τρέχει πάλι (πώς αλλιώς θα λάβεις πνεύμα;) κι ως την ολική
επαναφορά της αγάπης που ονομάζεται ανάσταση.
Στην συγγραφική τεχνική του Γιανναρά, είμαι βέβαιος πως μια
ορισμένη κριτική αλλά και αναγνώστες θα βρουν ως μειονέκτημα τον λεκτικό
πλούτο, τις συναισθηματικές εκρήξεις, τα διακειμενικά συμπαραδηλούμενα. Η
απάντηση βρίσκεται, ίσως, στον τρόπο και στον λόγο που διαβάζουμε. Για να
περάσει η ώρα μας ή για να εξηγήσουμε τις ώρες μας; Όλα τα επίθετα που θα
μπορούσαν σε ένα άλλο βιβλίο απλώς να οδηγήσουν σε μελόδραμα, εδώ εντάσσονται άψογα,
ως χρώματα, ειδυλλιακά ή βίαια, σε έναν πίνακα άλλοτε εφιαλτικό, άλλοτε πνιγηρό
και άλλοτε ονειρικής ωραιότητας. Η οργή και η αίσθηση της επικείμενης
καταστροφής δεν αφορά μόνο τον αφηγηματικό μύθο, πρέπει να αφορά και το ύφος.
Είμαστε συγγραφείς, για τον Κριεζώτη, σημαίνει "λιώνουμε το κορμί μας για
να γράψουμε όπως ονειρευόμαστε. Ή για να αγγίξουμε με μια φράση το τέλειο.
Γράφουμε μια γραφή που διαρκώς προσδοκούμε". Ο ήρωας δεν θυμάται λοιπόν τη
ζωή του γράφοντας αλλά ψηλαφεί την ρίζα της απελπισίας του. Περιγράφοντας χωρίς
ενδοιασμούς τη διαρκή ερωτική αναζήτηση αλλά και την μοχθηρία. Την αγνωμοσύνη
αλλά και τη χαρά της εύρεσης του Άλλου. Την αμαρτία αλλά και την μετάνοια. Κι
όλα αυτά χωρίς καμία ηθικολογία η διδακτισμό. Κάθε άλλο. Όλοι, καλοί και κακοί,
είναι ψηφία σε ένα φρικτό Όλον όπου "δίχως ουρανό δεν υπάρχει άνθρωπος και
δίχως αναβλέποντα άνθρωπο δεν έχει ουρανό".
Αν στην λέξη άθλημα μπορούν να συναντηθούν τόσο ο αθλητισμός
και η λογοτεχνία, όσο και ο έρωτας και η ασκητική, η δίψα του Κριεζώτη για
φράσεις και καλάθια, το πάθος του είτε με μια μπάλα είτε με την γλώσσα, νομίζω
πως μας προσέφερε κάτι πραγματικά ατίμητο: το παράδειγμα πώς οι ανέγνωμοι αυτού
του τόπου, μπορούν από τα τραύματα και τα θραύσματα της ζωής τους να ορθώσουν
μια γνώμη που θα ανοίξει τον δρόμο για να μάθουμε πώς (στην λογοτεχνία αλλά και
στην ζωή) οι φτέρνες, ακόμη και ματωμένες, μπορούν να βγάλουν φτερά.
Από τον "τοίχο" του Κώστα Χατζηαντωνίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου