Με την πρώτη αστραπή των ματιών σου έγιναν όλα.
Εκεί, ανάμεσα στο νεφελώδες πλήθος,
και στις επίμονες παραινέσεις των φίλων.
Τι ν’ αποτρέψουν;
Αλλάζουν οι νόμοι της φύσης;
Έτσι, έτριξαν πόρτες, μέταλλα τρίφτηκαν, αλλά,
εμείς δε διστάσαμε. Μπήκαμε στη φωτιά.
Και γεννήθηκε ο θαυμαστός δικός μας κόσμος.
Κάτω απ’ τον ίδιο ουρανό⸱
αυτόν τον λαμπρό της αγάπης.
~.~
Αγάπη, από σκοτάδια και φως.
Αγάπη: πανάρχαιο νέο τραγούδι!
Μεθύσι της σάρκας.
Τι δυνατά καρδιοχτύπια.
Τι πρωτάκουστες αρμονίες!
Ο χρόνος, οι δείκτες, ο ρυθμός.
Όλα, εντός και εκτός⸱
εμείς ήμασταν.
Και στις επερχόμενες θύελλες,
χωρίς δισταγμό προχωρήσαμε.
~.~
Τότε, όπως ήταν γραφτό,
ήρθες εσύ,
στην πιο μεγάλη ερημιά της ζωής.
Κι εκεί που πέθαιναν τα λόγια,
γέμισε άξαφνα ο κόσμος φωνήεντα,
και στις κοίτες, τραγούδησαν πάλι νερά.
Ήρθες, κι έδωσες νόημα στο ελάχιστο.
Πάνω απ’ τα σώματα μας φύσηξαν
άνεμοι άγριοι, μυστικοί, γεμάτοι ευωδιές.
Ξεχασμένα αγγίγματα βαλαν φωτιά στο κορμί μας.
(Έκτοτε, σκιές πολύχρωμες, μας τυλίγουν παντού.)
~.~
Η μεγάλη παλίρροια άρχιζε μέσα μας. Συνέχιζε στο σκοτάδι,
στις μεγάλες σιωπές.
Μ’ ένα άγγιγμα άνοιγαν κι έκλειναν πόρτες, αθόρυβα, ναι. Και
σε δωμάτια δίχως παράθυρα σμίγαμε, πάλι και πάλι, σαν τρυφερά θηρία. Σμίγαμε⸱ με τον τρόπο που γράφονται τα
ποιήματα. Και χωρίζαμε, μες σε σφυρίγματα τρένων, ο καθένας με τα χίλια κομμάτια
του άλλου.
Πού πηγαίναμε; Αγάπη, αγάπη! Εσύ ο άλλος, ο μόνος
ακαινοτόμητος εαυτός μας!
~.~
— Είμαι μόνος, κι ολόγυρα σκοτάδια, σου έλεγα.
Οι μέρες μου, δίχως ρίγος περνούν,
σαν νύχτες κι αυτές.
— Είμαι μόνη κι εγώ, απαντούσες,
στα δικά μου σκοτάδια⸱
εσύ,
φως, και φωτιά, και δίψα και πηγή.
(Πώς να μην γίνονταν ο χαλασμός,
και η κτήση του κόσμου!)
~.~
Χρόνια περιμέναμε τ’ άγιο σημάδι.
Ώσπου, ένας κότσυφας μια Κυριακή,
γέμισε φως μονομιάς τη ζωή μας.
Την ίδια στιγμή,
στη δική σου ακακία,
και στη δική μου τη λεύκα,
-σε μιαν άναρχη, γκρίζα πολιτεία-
ο αθεόφοβος κότσυφας, τραγουδούσε για μας.
Πως γίνεται να γίνεται, μου έλεγες,
εσύ εκεί στο βορά, κι εγώ εδώ στο νότο…
Να τραγουδιόμαστε τώρα, μαζί, σαν άνοιξη!
~.~
Και το μήνυμα στην οθόνη, έλεγε:
«Σε θέλω… θα είμαι εκεί,
όπως χθες, όπως πάντα.
Κάτω απ’ τα δέντρα μας.»
Πώς να μην πήγαινα.
Μες στα χαλάσματα,
οι μαργαρίτες, δεν είχανε σταματημό:
«Θά ’ρθει; Δε θά ’ρθει; Δεν… Θα…»
Έβλεπα, κι άκουγα και γελούσα,
κι έπειτα
σαν θεός έπεφτα,
στη φλεγόμενη, ανοιχτή αγκαλιά της.
~.~
Πόσες φορές πεθαίναμε σε μια μόνο στιγμή,
για να υπάρξουμε πάλι⸱
αθάνατοι.
Χωρίς προφυλάξεις,
χωρίς όρια δινόμασταν πάντα,
σαν να ’ταν πρώτη, ή τελευταία φορά.
που γινόμασταν κλέφτες.
Ο κίνδυνος, ήταν το εξαίσιο, ποθητό μας παιχνίδι.
~.~
Σε πατάρια και σκάλες,
σε υπόγειους ουρανούς συναντιόμασταν.
Εκεί που δεν έπρεπε,
εμείς πίναμε τον καφέ μας.
Θριαμβεύαμε όπως τότε που ήμασταν νέοι.
Ωραίοι, κι αλάνθαστοι μέσα στα λάθη μας.
(Κάθε συνάντηση μας⸱
μια κερδισμένη αιωνιότητα, έλεγε.)
~.~
Στο έρεβος μέσα, για μας, όλα ήτανε φως.
Σκάλες, σκαλιά, και λαχτάρες. Απόκρημνα περάσματα των πόθων,
στεναγμοί.
Εκεί συντελούνταν το θαύμα. Σε ώρες μεγάλης αιχμής, στα
σπλάχνα της πόλης.
Κρυφά και φανερά και απρόβλεπτα. Έτσι γράφτηκε μια άλλη,
μικρή, ιστορία του κόσμου.
Που κανείς δε θα μάθει ποτέ.
~.~
Ερχόσουν πάντα γελαστή κι απαστράπτουσα.
Από σένα έλαμπε το λιθόστρωτο,
κι η άγνωστη γειτονιά,
κάθε φορά γινότανε δική μας.
Επικράτεια του έρωτα, της λαχτάρας μας.
Ναι, εσένα περίμενα χρόνια,
σαν άλλο ξημέρωμα.
Χωρίς εσένα ουρανός δεν υπάρχει.
Κι όταν λείπεις εσύ,
για μένα νόημα δεν έχει ο κόσμος, τ’ ακούς;
~.~
Είσαι όμορφη, όμορφη, όμορφη.
Όπως κάθε ξημέρωμα Κυριακής,
όπως η έναστρη νύχτα τον Αύγουστο.
Όπως η πρώτη,
και η τελευταία σταγόνα
της βροχής
Επάνω στα μαλλιά σου, ζέφυροι τραγουδούν.
Μαζί τους κι εγώ.
Απ’ τα χείλη σου μάτωσα τα δικά μου,
στα χείλη σου γεύτηκα το κρασί
και το μέλι του μέλλοντος.
(Μα πες μου, γίνονται και στις μέρες μας θαύματα;)
~.~
Πολύβουη, φωτεινή μοναξιά⸱
δική σου και δική μου. Και μέσα της, όλες οι θυμωμένες θάλασσες. Και πάνω της:
φτερά και πανιά ανοιγμένα. Κι εκεί, στην άκρη του κόσμου⸱ εμείς. δυο φωτεινές τελίτσες. Παιχνίδι της
μοίρας, ή αλλιώς, φλεγόμενα σώματα. Μύθοι και ιστορίες της καρδιάς.
(Γιατί ο έρωτας, στου ξυραφιού την κόψη ζει. Διαρκώς Με
δάκρυα και με στεναγμούς. Φτερωτός, κι αθάνατος, μες στη θνητότητά του.)
~.~
Κοντά σου έμαθα να προβλέπω το απρόβλεπτο,
να εισχωρώ στα βάθη του σύμπαντος.
Κι έμαθα να μετρώ ένα ένα τ’ αστέρια,
τα φύλλα που πέφτουν
και τα φύλλα που βγαίνουν ξανά,
με θόρυβο στα κλαδιά.
(Α, πώς μοσχοβολούσαν,
οι κλεμμένες εκείνες στιγμές!)
~.~
Δίχως νόμους, και δίχως φραγμούς πορευτήκαμε. Ο κίνδυνος,
υπαρκτός πάντα.
— «Είμαστε κλέφτες, ναι, και προδότες αλλά, η ζωή μάς
καλεί», έλεγες.
— «Τι κλέψαμε; Ποιον προδώσαμε;» απαντούσα.
Κι ο ένας μέσα στον άλλον, βεβαιωμένοι χωρίζαμε.
Όπως, αιώνες τώρα χωρίζουν, η μέρα κι η νύχτα.
~.~
«Τελευταίο μήνυμα»
Είμαι εδώ, έξω απ’ το σπίτι σου,
κάτω απ’ το δέντρο που ο κότσυφας,
κάποτε,
τραγούδησε για μας.
Θυμάσαι;
Είμαι μόνος, και μόνος!
Και η κόλαση τόσο κοντά μου.
Θ’ ανοίξεις τα παράθυρα;
Θα βγεις στη βεράντα σαν ήλιος;
Γύρω γαυγίζουν σκυλιά και ποιήματα.
Ήρθε η νύχτα. Δεν άναψαν φώτα.
Ούτε ο ουρανός, ούτε εσύ τα δικά σου.
Επίμονα κλειστά κι αφώτιστα όλα!
Να μείνω; Να φύγω; Να…
Μέρες και νύχτες δικές μας⸱
αγαπημένες,
έρχονται διαρκώς κατά πάνω μου.
Θα με κατασπαράξουν κυριακάτικα, ναι!
*
Με νέα τραύματα, με αλλόκοτες σκέψεις,
παίρνω πάλι το δρόμο για την ερημιά.
Για το στενό, κι απέραντο δωμάτιο μου.
Κύκλωσε καταχνιά τη ζωή μας, ακούς;
(Στο σπίτι μου απόψε θα μπούνε τα θηρία!)
~.~
Αντί επιλόγου
Το μύθο μας δεν θα τον μάθει κανείς. Και ίσως ποτέ, κανένα
βιβλίο δεν θα ’χει σελίδα του για μας. Αλλά εμείς, σ’ έναν ιδιωτικό ουρανό, με
τον δικό μας τρόπο, θα καταστερωθούμε! Οι αυριανοί αστρονόμοι του έρωτα, ως
φαίνεται, θα έχουν κι άλλο ένα μυστήριο έργο⸱
εμάς.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΤΟΥΜΑΝΙΔΗΣ
Νοέμβριος 2024 – Ιανουάριος 2025
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου