24.2.25

Επιβράδυνση, τώρα!


https://epohi.gr/articles/epivradynsh-tora/

Θανάσης Μήνας

Gavin Mueller «Σπάζοντας πράγματα στη δουλειά. Οι λουδίτες ήξεραν γιατί μισείς τη δουλειά σου», μετάφραση: Γιώργος Καλαμπόκας-Αντώνης Φάρας, εκδόσεις Εκτός Γραμμής, 2024

 

Πώς επηρεάζει η τεχνολογία την «ένταση της εργασίας»; Είναι η εισαγωγή τεχνολογικών καινοτομιών στην παραγωγή και τις εργασιακές μεθόδους μια διαδικασία αντικειμενικά προοδευτική; Στο παρόν βιβλίο, ο Γκάβιν Μιούλερ, επίκουρος καθηγητής νέων μέσων και πολιτισμού στο Πανεπιστήμιο του Άμστερνταμ, επιστρέφει στο ιστορικό κίνημα των λουδιτών για να ανασυνθέσει το υπόγειο ρεύμα μιας ιστορίας εργατικών αγώνων ενάντια στην εμπέδωση των σχέσεων εξουσίας στους χώρους εργασίας με όχημα την τεχνολογική καινοτομία. Αναλύει διεξοδικά έννοιες και πρακτικές όπως ο τεϊλορισμός, η αυτοματοποίηση (με εξειδικευμένες ενότητες όπως «Μαύροι εργαζόμενοι και αυτοματοποίηση», «Φεμινισμός και αυτοματοποίηση», κ.λπ.), η κυβερνοποίηση και ο χάι-τεκ λουδισμός (που έχει τις ρίζες του στα φοιτητικά κινήματα της δεκαετίας του 1960).

 

Δεν πρόκειται για αυστηρά ιστορικό έργο που αναφέρεται στους λουδίτες του 19ου αιώνα. Η επιστροφή στον απωθημένο λουδισμό των καθημερινών κινημάτων αντίστασης στην αυτοματοποίηση και την κυβερνοποίηση είναι παρότρυνση να αναδιοργανώσουμε τον εργασιακό και τον ελεύθερο χρόνο, να φρενάρουμε την εντεινόμενη εκμετάλλευση, να διεκδικήσουμε εκ νέου τον έλεγχο επί του προϊόντος και των συνθηκών της εργασίας μας. 

Οι ιστορικοί λουδίτες στην Αγγλία του 19ου αιώνα πίστευαν ότι οι νέες μηχανές υπονόμευαν τα μέσα βιοπορισμού τους και κατέστρεφαν τις κοινότητές τους. Η στοχοποίηση των μηχανών ήταν μια εύλογη στρατηγική στον αγώνα για να σταματήσουν αυτές τις διαδικασίες.

Παρά την επίμονη προσπάθεια σπουδαίων ιστορικών, όπως ο Έρικ Χομπσμπάουμ και ο Ε.Π. Τόμσον, να αποκαταστήσουν με ακρίβεια τις σύνθετες αιτίες και την ιστορική συνέχεια των γεγονότων, στην κυρίαρχη ιστοριογραφία όσο και στην καθημερινή γλώσσα ο όρος «λουδίτης» κατέληξε να αποτελεί συνώνυμο του τεχνοφοβικού. Ο μεν Τόμσον προσπάθησε να διασώσει τους λουδίτες «από την υπεροψία των μεταγενέστερων», ο δε Χομπσμπάουμ περιγράφει τα κίνητρα και τις πράξεις των λουδιτών ως «συλλογική διαπραγμάτευση μέσω εξέγερσης».

Η συσχέτιση των λουδιτών με την τεχνοφοβία τούς απέφερε και δυναμικούς υποστηρικτές. Το 1984 ο -κάθε άλλο παρά τεχνοφοβικός- Τόμας Πίντσον διερωτήθηκε αν ήταν «οκέι να είσαι λουδίτης» («Is it ok to be a luddite?», άρθρο στους New York Times, 28.10.1984), ενώ τη δεκαετία του 1990 εμφανίστηκε το κίνημα των λεγόμενων νεολουδιτών, το οποίο συγκέντρωσε διάφορους επικριτές των κοινωνικών ανισοτήτων μαζί με ριζοσπάστες οικολόγους.

 

Ποιος ελέγχει την τεχνολογία;

 

Όμως η τεχνοαισιοδοξία, εκτός από την πολιτική δεξιά, το ακραίο κέντρο και τις φαντασιώσεις των επιχειρηματιών της Σίλικον Βάλεϊ, εντοπίζεται επίσης και στην αριστερά: οι θιασώτες του λεγόμενου επιταχυντισμού προσδοκούν έναν πλήρως αυτοματοποιημένο «κομμουνισμό της πολυτέλειας». Ο μαρξισμός βέβαια δεν ήταν ποτέ αρνητικός απέναντι στην τεχνολογία, τουναντίον. Το θέμα δεν είναι η ίδια η τεχνολογία, αλλά ποιος την ελέγχει, η εργασία ή το κεφάλαιο;

Η τεχνολογία που αναπτύσσει ο καπιταλισμός προωθεί τους σκοπούς του: μας υποχρεώνει να δουλεύουμε περισσότερο και μας διχάζει. Η στρατηγική της «πραγματικής υπαγωγής» της εργασίας στο κεφάλαιο και της «έντασης της εκμετάλλευσης» είναι μια διαδικασία που γενικεύεται κατά την ανάδυση του βιομηχανικού καπιταλισμού. Ας θυμηθούμε τι γράφει ο Μαρξ στο έργο του «Συμβολή στην Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας» (1859): «Σε ένα ορισμένο επίπεδο ανάπτυξης, οι υλικές και παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας έρχονται σε αντίφαση με τις υπάρχουσες σχέσεις παραγωγής ή με τις σχέσεις ιδιοκτησίας εντός των οποίων κινούνταν μέχρι τότε. Από μορφές ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων οι σχέσεις αυτές μετατρέπονται σε δεσμά τους. Αρχίζει τότε μια εποχή κοινωνικής επανάστασης».

Ο πρωτοπόρος Άγγλος σοσιαλιστής Ουίλιαμ Μόρις αντιλαμβανόταν τις μηχανές ως όργανα εξαντλητικού μόχθου παρά ως μέσα απελευθέρωσης. Σημειώνει: «Στον καπιταλισμό οι μηχανές χρησιμοποιούνται κυρίως για να αυξήσουν την παραγωγή, αυξάνοντας έτσι το χαμαλίκι του εργάτη».

Την ντετερμινιστική ανάγνωση του Μαρξ υιοθέτησαν τόσο ρεφορμιστές τύπου Μπερνστάιν όσο και ορθόδοξοι θεωρητικοί της Δεύτερης Διεθνούς (από τον Κάουτσκι ως τον Πλεχάνωφ», οι οποίοι θεώρησαν ότι ο σοσιαλισμός θα προέκυπτε στη βάση της καπιταλιστικής παραγωγής, η οποία ακολουθούσε τη δική της λογική και τους δικούς της νόμους – θέση στην οποία άσκησε δριμεία κριτική η Ρόζα Λούξεμπουργκ, ειδικά με το έργο της «Κοινωνική μεταρρύθμιση ή επανάσταση;» (1899). Αργότερα, ο Γκιόργκι Λούκατς θα επισήμαινε ότι «η καπιταλιστική παραγωγή δεν είναι τόσο εύκολο να διαχωριστεί από την ταξική δομή του καπιταλισμού και το προνόμιό του να ασκεί εξουσία και έλεγχο επί των εργατών/εργατριών, ιδιαίτερα στο σημείο της παραγωγής».

Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, παρά τον μετρημένο μυστικισμό του, έχει γράψει στις Θέσεις για τη Φιλοσοφία της Ιστορίας: «Ο Μαρξ λέει ότι οι επαναστάσεις είναι ο επιταχυντής της ιστορίας. Ίσως όμως να συμβαίνει κάτι τελείως διαφορετικό. Ίσως οι επαναστάσεις να είναι μια απόπειρα των επιβατών -δηλαδή της ανθρωπότητας να τραβήξουν το φρένο ανάγκης». Εδώ ο Μπένγιαμιν, εκών άκων, γίνεται ο εισηγητής του σύγχρονου επιβραδυντισμού.

 

Εργασιακό Πανοπτικόν

 

Γράφει ο Αμερικανός μαρξιστής πολιτικός επιστήμονας και οικονομολόγος Χένρι Μπέιβερμαν στην κλασική πλέον ανάλυσή του με τίτλο «Εργασία και μονοπωλιακό Κεφάλαιο» (1974):

«Από τη στιγμή που ολοκληρώθηκε η υπολογιστικοποίηση, ο ρυθμός διαχείρισης των δεδομένων έγινε όπλο ελέγχου στα χέρια της διοίκησης. Η αναγωγή των πληροφοριών ενός γραφείου σε τυποποιημένα “ψηφία” και η επεξεργασία τους από συστήματα υπολογιστών και άλλο εξοπλισμό γραφείου παρέχουν στη διοίκηση μια αυτόματη καταγραφή του μεγέθους του φόρτου εργασίας και του ύψους που κάθε χειριστής, κάθε ενότητα ή κάθε τμήμα φέρει εις πέρας».

Ο χώρος εργασίας μετατρέπει έτσι σε Πανοπτικόν, όπως το περιγράφει ο Μισέλ Φουκώ, σε ένα περιβάλλον καθολικής επιτήρησης. Η εξουσία, έχοντας μετατραπεί σε δεδομένα, αντικειμενικοποιείται.

Ο Γκάβιν Μιούλερ καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η ριζοσπαστική αριστερά πρέπει να προωθήσει μια πολιτική επιβραδυντισμού: μια πολιτική καθυστέρησης και υπονόμευσης της τεχνολογικής προόδου με στόχο τον περιορισμό της αρπακτικότητας του κεφαλαίου. Αν αφεθεί η τεχνολογία να πάρει τον δρόμο της, το αποτέλεσμα δεν θα είναι μεγαλύτερη ισότητα αλλά περισσότερος αυταρχισμός, καθώς οι υπερπλούσιοι θα αφιερώνουν τους πόρους τους στη θωράκισή τους από κάθε λογοδοσία.

Ο επιβραδυντισμός, ο σύγχρονος λουδισμός με άλλα λόγια, δεν συνιστά απλώς αντίθεση στις νέες μηχανές και τεχνολογίες, αλλά ένα σύνολο συγκεκριμένων πολιτικών κατευθύνσεων με θετικό περιεχόμενο. Καθώς εμπνέεται από τους αγώνες των εργαζομένων στο σημείο της παραγωγής, δίνει έμφαση στην αυτονομία: στην ελευθερία συμπεριφοράς των εργαζομένων, στην ικανότητά τους να θέτουν τους κανόνες για τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: