30.9.22

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ (Βουρλά-Σμύρνη 29-2-1900/Αθήνα 20-9-1971) του Θωμά Κοροβίνη


-Απόσπασμα από τη μελέτη του " Σεφέρης και ο Ελύτης μελοποιημένοι, εκδ. ιστός - Ζωγράφειο Λύκειο, Κωνσταντινούπολη 2016-
 
Ο ΜΕΛΟΠΟΙΗΜΕΝΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ
 
«Σκοτείνιασε, κλείσε τα τζάμια,
κάνε σουραύλια με τα χτεσινά καλάμια
και μην ανοίγεις όσο κι α χτυπούν,
φωνάζουν μα δεν έχουν τι να πουν»
«Ο ηδονικός Ελπήνωρ»
 
Ο Γιώργος Σεφέρης φέρεται να έχει έντονη, θερμή και διακαή σχέση με τη μουσική και το τραγούδι, ειδικά με την «δυτική» μουσική, και πολύ ιδιαίτερη με το δημοτικό τραγούδι.
Ο ποιητής, ένας λόγιος ζυμωμένος με την ελληνική λαλιά, μεταχειρίστηκε σοφά και αριστοτεχνικά τον δεκαπεντασύλλαβο, στον «Ερωτικό λόγο» της «Στροφής», στις «Έξι ρίμες για δώδεκα μαχαίρια», στο «Αγκυριανό μνημείο» του «Τετραδίου Γυμνασμάτων, Β΄».
Ο ποιητής Παντελής Μπουκάλας έχει διερευνήσει αναλυτικά την βαθιά, αγαπητική σχέση του ποιητή με το δημοτικό τραγούδι, τα δάνεια και τις επιδράσεις του στην σεφερική ποίηση, την υπόγεια διάβρωση της από το «τραγούδι» με τον ιδιαίτερο τρόπο που το αντιλαμβανόταν ο ποιητής.
Στοιχεία ή σύμβολα κάθε λογής που αναφέρονται στη μουσική υπάρχουν διάσπαρτα σ’ όλο το σώμα της ποίησής του Σεφέρη, όπως, π. χ. «ανάμεσα στα κόκαλα μια μουσική», «πες της το μ’ ένα γιουκαλίλι», «φωνογράφος», «φλογέρα», «τύμπανο», κ. α. αλλά και με ιδιάζουσα σήμανση οι λέξεις «τραγούδι», «τραγουδώ» και «μουσική».
Θιασώτης μάλλον της αυτονομίας των τεχνών ο ποιητής, στο προλόγισμα της «Μουσικής Ποιητικής» του Στραβίνσκι, το 1969, τονίζει : «σε κάθε τέχνη, το υλικό της».
«Σπάνια μού πέτυχαν τα ζευγαρώματα των τεχνών», έχει δηλώσει ο Σεφέρης, ήδη το 1965, στο προλογικό σημείωμά του για τα ζωγραφικά σχόλια του Γιάννη Μόραλη στα ποιήματά του –υπονοώντας ασφαλώς πως η συνομιλία της ποίησής του με την τέχνη του ζωγράφου αυτού ανήκει σ’ εκείνα το «σπάνια».
Ίσως να είναι ατυχές –αν και ποτέ δεν ξέρεις- το γεγονός ότι ο Μάνος Χατζιδάκις, παρά τη γνωριμία και την τεράστια εκτίμηση στο έργο του Σεφέρη, δεν καταπιάστηκε μαζί του. Είναι διαδεδομένο (χωρίς γραπτές μαρτυρίες) ότι ο ίδιος ο Σεφέρης τον μόνο συνθέτη που εμπιστευόταν ήταν ο Νίκος Μαμαγκάκης, και λέγεται πως το διατυμπάνιζε. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι ο Μαμαγκάκης είναι ο κατεξοχήν συνθέτης που ασχολήθηκε με την μελοποίηση –εκτός από Λόρκα- Ελλήνων ποιητών(«Ερωτόκριτος του Κορνάρου, «Ερωφίλη» του Χορτάτζη, «Μπολιβάρ» του Εγγονόπουλου, «Ερωτικός λόγος» του Σεφέρη, «11 λαϊκά τραγούδια» του Γιάννη Ρίτσου, «Κέντρο διερχομένων» του Γιώργου Ιωάννου, σκόρπια ποιήματα των Καβάφη, Παλαμά, Βάρναλη, Πολυδούρη, Ελύτη, Θέμελη, κ.α.), ας ακούσουμε την άποψη αυτού του ακάματου εργάτη της μουσικής και κορυφαίου μελωδού : «Διαβάζοντας ένα ποίημα το άκουγα αμέσως τραγουδισμένο. Ξεκινούσα και από την άποψη ότι τα ποιήματα πρέπει να τραγουδιούνται, γιατί, αν τραγουδιούνται, έχουν μεγαλύτερη επενέργεια στους ανθρώπους. Η υψηλή ποίηση πρέπει να πηγαίνει στο λαό. Η δύναμη της μελοποιίας είναι τεράστια».
Η ποίηση του Σεφέρη, παρόλο που διαχρονικά θεωρείται «εξαιρετικά δύσκολη και βαθιά» και το εγχείρημα της μελοποίησής της είναι μεγάλο ρίσκο, φαίνεται να έχει αποτελέσει «στοίχημα» για τους επίδοξους μελωδούς - μνηστήρες της.
Το 1961 ο Μίκης Θεοδωράκης μελοποιεί έναν κύκλο τραγουδιών του Σεφέρη με τίτλο «Επιφάνια» : «Άρνηση», «Μέσα στις θαλασσινές σπηλιές», «Κράτησα τη ζωή μου».
Το γνωστότερο στο πλατύ κοινό και λαοφιλέστερο ποίημα του Σεφέρη είναι η «Άρνηση». Εξ άλλου, χιλιάδες νέοι μ’ ένα λουλούδι στο χέρι τραγουδώντας «Στο περιγιάλι το κρυφό» πάνω απ’ το φέρετρο του ποιητή μετέτρεψαν το ξόδι του σε αντιδικτατορική διαδήλωση. Ένα βαθύ, ερωτικό αλλά και πολύσημο ποίημα, το οποίο είναι εμφανώς διαποτισμένο από την αγωνία του ποιητή για το «άφευκτο» ανθρώπινο πεπρωμένο, περικλείει την τραγικότητα του ανθρώπου που «ξαστόχησε», και κάποτε αποκτάει συνείδηση ότι τα όνειρά του χάθηκαν, αφού το δρομολόγιο της ζωής του χαράχτηκε σ’ ένα δρόμο λανθασμένο και, διαψευσμένος, αποφασίζει στο τέλος ν’ αλλάξει ζωή. Η κανταδόρικη, κάπως ελαφριά μελωδία, κατάλληλη μάλλον για την εξωστρεφή παράσταση πολυφωνικής χορωδίας, δεν πολυταιριάζει με την στιβαρότητα και την στυφή πίκρα που διαπερνάει το ποίημα. Ο Νίκος Δήμου εξέφρασε περίπου το πνεύμα αυτής της ένστασης πιο ευσύνοπτα : «Αυτή η γλυκερή καντάδα δε μου πάει για ένα τόσο πικρό ποίημα».
Ο Θεοδωράκης σε συνέντευξή του ισχυρίζεται : «Ήθελα τα ΄΄Επιφάνια΄΄ ακριβώς γιατί ο στίχος ήταν τόσο διανοουμενίστικος –να τον περάσω σε όσο το δυνατόν πιο πλατύ κοινό με λαϊκό μουσικό ένδυμα. Άλλωστε αυτή ήταν η πρώτη φορά που ελεύθερος στίχος φιλοδοξούσε να γίνει απλό λαϊκό τραγούδι. Να συντροφεύει δηλαδή τον κοσμάκη στο γιαπί, στην ταβέρνα, στην εκδρομή, στην παρέα». Η αντίληψη του Μίκη ότι ακόμη και η υψηλή ποίηση πρέπει να γίνεται κτήμα του λαού ίσως να δικαιώνεται από το γεγονός ότι η εξέλιξη της μελοποίησης σημαντικών ποιητών μας πήρε στη χώρα μας, ειδικά με την μεταπολίτευση, σοβαρές κοινωνικές και πολιτικές διαστάσεις.
Ας διατρέξουμε σύντομα την ανεκδοτολογία του τραγουδιού. Ο Σεφέρης προσκαλώντας τον Θεοδωράκη σε ξενοδοχείο είχε την αγωνία αν θα του αρέσουν τα τραγούδια. Η σκέψη του Μίκη για τον Σεφέρη είναι η εξής : «Πάντα μετρημένος και βαρύς. Όμως στα μάτια του είδα τη λάμψη του δημιουργού που χαιρόταν για τη νέα μορφή που έπαιρνε ξαφνικά η ποίησή του». Ένα μόνο έπρεπε να προσέξει ο συνθέτης(κατά την σύσταση του ποιητή) : «Την άνω τελεία, την άνω τελεία. Αλλιώς μου αντιστρέφεις το νόημα». «Πήραμε τη ζωή μας• λάθος», γι’ αυτό πρόκειται. Ήταν μια συμβουλή-παράκληση του ποιητή : «Βάλε παύση, πριν πεις ΄΄λάθος΄΄». Όμως στην πράξη μάλλον αποδείχτηκε ανέφικτο, όταν το τραγούδησε ο εκπληκτικός κατά τα άλλα Μπιθικώτσης, αλλιώς. Ο Μίκης βέβαια έχει την δική του γνώμη : «Πόσο κατανοητό ήταν για τον λαό το αντίθετο νόημα που πήρε το κόλλημα των λέξεων χωρίς την παύση, αφού ο λαός ποιος λίγος, ποιος πολύ, είχε πάρει τη ζωή του λάθος!»
Για την ιστορία, σε μια ανέκδοτη ηχογράφηση(Woodbery Poetry Room, 1952) ο Σεφέρης διαβάζει σωστά(με έντονη παύση στην άνω τελεία) τη «Άρνηση».
Πρέπει να σημειωθεί επίσης ότι τα «Επιφάνια» τραγούδησε και ο χατζιδακικός ερμηνευτής Γιώργος Μούτσιος. Στην ενορχήστρωση του τραγουδιού «Άρνηση» από τον Κώστα Κλάβα η εκτέλεση του Μούτσιου περιέχει –ακουστικώς φυσικά αλλά τονισμένη- την παύση στην άνω τελεία. Είναι όμως μια βερσιόν που ακούστηκε ελάχιστα.
Η μελοποίηση της «Άρνησης» φαίνεται να μην είχε ενθουσιάσει τον Σεφέρη και φέρεται αργότερα να έχει εκφράσει τις ενστάσεις του εμφατικά(γράμμα στον Γ. Π. Σαββίδη, κ.α.), πράγμα που έπεσε στην αντίληψη του Θεοδωράκη, ο οποίος το εξέλαβε ως «αχαριστία» από μέρους του ποιητή. Αχαριστία, γιατί ο Μίκης εκπροσωπεί κατ’ εξοχήν και συνειδητά την σχέση «αναγκαίας μεσιτείας» του μελωδού μεταξύ ποίησης και λαού, με στόχο την εξοικείωση μαζί της, αναζητώντας μια θέση προνομιακή (του συνθέτη) έναντι του ποιητή στην κοινή καταξίωση.
Ο Θεοδωράκης μελοποιεί το 1968 μέσα στις φυλακές Αβέρωφ -και παρουσιάζει το 1971- ακόμη τέσσερα τραγούδια του Σεφέρη επιλεγμένα από το «Μυθιστόρημα»: «Αστυάναξ»(Τώρα που θα φύγεις), «Ανδρομέδα»(Στο στήθος μου η πληγή), «Ο ύπνος σε τύλιξε» και «Λίγο ακόμα», όλα σε επική ερμηνεία της νεαρής τότε Μαρίας Φαραντούρη. Το «Λίγο ακόμα», μαζί με το «Πνευματικό εμβατήριο» του Σικελιανού που μελοποίησε επίσης, επέπρωτο να γίνουν παλλαϊκοί αγωνιστικοί ύμνοι διαχρονικής αντοχής.
Πολύ πριν απ’ τον Θεοδωράκη ο Σεφέρης είχε επιλεγεί για μελοποίηση από «σοβαρούς» συνθέτες, θιασώτες της δυτικής μουσικής.
Πρώτος ο σπουδαίος συνθέτης Αργύρης Κουνάδης γράφει μουσική πάνω στον Σεφέρη, για φωνή και πιάνο, διαλέγοντας τα εξής ποιήματα από την συλλογή «Σχέδιο για ένα καλοκαίρι» : «Επιτύμβιο», «Άνθη της πέτρας», «Μέσα στις θαλασσινές σπηλιές», «Επιφάνια 1937», «Raven».
Το 1950 ο αρχιμουσικός, συνθέτης και δάσκαλος Λεωνίδας Ζώρας παρουσιάζει την σύνθεση «Ακαριαία», γραμμένη πάνω σε εννέα χαϊκού του Σεφέρη.
Το 1954 ο μουσουργός Θεόδωρος Καρυωτάκης, εξάδελφος του ποιητή Κώστα Καρυωτάκη, και μαθητής του Δημήτρη Μητρόπουλου, συνθέτει τα «Τρία λυρικά τραγούδια». Ο ίδιος έχει ασχοληθεί με την μελοποίηση πλήθους ποιητών από τον Παλαμά μέχρι τον Ελύτη.
Το 1958 ο συνθέτης και μαέστρος Γεώργιος Πονηρίδης συνθέτει την «Μικρή συμφωνία», για ορχήστρα, έγχορδα και κρουστά, βασισμένη στο ποίημα «Όνειρο» του Σεφέρη.
Το 1964 ο αρχιμουσικός, βιολινίστας και συνθέτης Δημήτρης Αγραφιώτης γράφει πάνω σε ποίηση του Σεφέρη τα «Τρία τραγούδια για βαρύτονο και ορχήστρα δωματίου», ά σειρά, -σε πρώτη εκτέλεση το 1965- και το 1978 τα «Τρία τραγούδια για μεσόφωνο και ορχήστρα δωματίου», β΄σειρά.
Το 1965 ο Γιάννης Μαρκόπουλος παρουσιάζει σε συναυλία μελοποιημένο Σεφέρη. Ηχογραφεί σε συλλογή το υλικό το 1973 με τίτλο «Τα τραγούδια του νέου πατέρα». Το «Λίγο ακόμα» τραγουδά η Μέμη Σπυράτου. Η συνολική εργασία κυκλοφορεί με τον τίτλο «Ο Στράτης Θαλασσινός ανάμεσα στους αγάπανθους» με τη Σπυράτου, τον Λάκη Χαλκιά και χορωδία και συγκλονιστικές ερμηνείες του Νίκου Ξυλούρη. Η κάπως «κουλτουριάρικη», θολή, τοποθέτηση του Μαρκόπουλου είναι η εξής: « Είναι η μουσική μου προσέγγιση σε ιδεολογικό και φιλοσοφικό επίπεδο του ελληνικού ανθρωπογεωγραφικού πεδίου, όπως εμφανίζεται στην ποίηση του Σεφέρη».
Το 1997 ο Γιάννης Μαρκόπουλος ξαναφλερτάρει με την σεφερική ποίηση και κάνει τραγούδι το «Πότε θα ξαναμιλήσεις» (…είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας) με ερμηνευτή τον Βασίλη Λέκκα και συνοδεία χορωδίας. Περιλαμβάνεται στην μουσική εργασία με τίτλο «Αθέατος σφυγμός», τελευταίο σε μια σειρά άλλων μελοποιημένων ποιημάτων πολύ νεότερων ποιητών.
Το 1971 ο Νίκος Μαμαγκάκης στο δίσκο του «Αγωνιστές της λευτεριάς» δημιουργεί δύο ταιριαγμένες με το πνεύμα του Σεφέρη συνθέσεις πάνω σε ποιήματα εντελώς πρόσφορα για μελοποίηση, που ο ποιητής τα έγραψε ακριβώς με στόχο να γίνουν τραγούδια, το «Αγιανάπα Β΄» σε ερμηνεία της Μαρίας Δουράκη και το «Μπαλλάδα» σε ερμηνεία του Λάκη Παππά.
Το 1975 ο Δήμος Μούτσης παρουσιάζει την «Τετραλογία», μελοποιημένη ποίηση των Καβάφη, Καρυωτάκη, Ρίτσου και Σεφέρη. Από τον Σεφέρη μελοποιεί τα ποιήματα «FOG» («Πες της το μ’ ένα γιουκαλίλι»), «Κι αν ο αγέρας φυσά» με ερμηνευτή τον Μανώλη Μητσιά και «Είναι παλιό το λιμάνι» και «Θρήνος για τον Άδωνι» με την Άλκηστη Πρωτοψάλτη.
Το 1976 ο Ηλίας Ανδριόπουλος κυκλοφορεί τον δίσκο «Κύκλος Σεφέρη» σε ερμηνεία Νίκου Ξυλούρη και Άλκηστης Πρωτοψάλτη. Περιλαμβάνονται τα ποιήματα : «Εμείς που ξεκινήσαμε», «Επιτύμβιο», «Τρία κόκκινα περιστέρια», «Σαντορίνη», «Κι αν ο αγέρας φυσά», «Αγιανάπα Β΄», «Το αίμα σου πάγωνε», «Τρεις βράχοι», «Εδώ αράξαμε το καράβι», «Όνειρο», «Εδώ τελειώνουν τα έργα της θάλασσας». Το «Αγιανάπα Β΄» ευτυχεί να συντεθεί επιτυχώς και να ερμηνευθεί άριστα, τόσο απ’ τον Ξυλούρη, όσο αργότερα και απ’ την Νένα Βενετσάνου.
Πολλά χρόνια αργότερα, το 1998, ο Ανδριόπουλος επανέρχεται στον Σεφέρη και μελοποιεί τους «Αργοναύτες» σε ερμηνεία Μανώλη Μητσιά και Νένας Βενετσάνου(ποιήματα «Σαντορίνη», «Αγία Νάπα Β΄», «Ελένη», «Όνειρο», «Πότε θα ξαναμιλήσεις»).
Το 1982 ο Σταύρος Κουγιουμτζής μελοποιεί το «Λυπούμαι»(Λυπούμαι που άφησα να περάσει ένα πλατύ ποτάμι), από την συλλογή «Μυθιστόρημα»• ερμηνεύουν ο Γιάννης Μπογδάνος και η Αιμιλία Κουγιουμτζή. Το εντάσσει, ανάμεσα σε μελοποιημένα ποιήματα νεότερων ποιητών, στον δίσκο «Μικραίνει ο κόσμος».
Το 1995 το συγκρότημα «Μάσκες» μελοποιεί το ποίημα «Σάββατο-11Οκτώβρη» σε ήχο σκληρού ροκ και το εντάσσει στον δίσκο «Μάσκες».
Το ροκ συγκρότημα «Μωρά στη φωτιά» δισκογράφησε το 1999 τους «Θεατρίνους» επιλέγοντας ως τίτλο το ομώνυμο ποίημα το οποίο εμπεριέχεται και στο δίσκο –μαζί με τα ποιήματα «Εμβατήριο πένθιμο και κατακόρυφο» του Καρυωτάκη και «Χαμαιλέων» του Ελύτη. Το ίδιο ποίημα μελοποίησαν το 2011 οι Απόστολος Ρίζος και Αλέξανδρος Εμμανουηλίδης και το 2012 η «Βολιώτικη χορωδία».
Το 2000 οι αδερφοί Κατσιμίχα μελοποίησαν αισθαντικά το ποίημα «Γυναίκα της ψυχής μου».
Το 2001 Πέτρος Θεοτοκάτος μελοποίησε με πολύ επιτυχές αποτέλεσμα το ποιήματα «Φύλλο της λεύκας» και «Υπάρχουν χωρίς να το ζητήσει κανείς»(από το «Θερινό ηλιοστάσιο»).
Το 2001 ο Νίκος Πλάτανος ηχογράφησε την «Λυπημένη» με τη Μελίνα Κανά.
Το 2003 ο τραγουδοποιός Μίλτος Πασχαλίδης μελοποιεί και τραγουδά την «Αφήγηση»(Αυτός ο άνθρωπος πηγαίνει κλαίγοντας) του Σεφέρη. Το ποίημα εντάσσεται στον δίσκο του «Κακές συνήθειες».
Το 2003 το συγκρότημα Sigmatropic ηχογράφησε τον δίσκο «16 χαϊκού και άλλες ιστορίες» -τραγούδια και ατμόσφαιρες βασισμένες σε ποιήματα του Σεφέρη-, όπου, εκτός από τα δεκαέξι χαϊκού, συνυπάρχουν μελοποιημένα –σε συνθέσεις όπου κυριαρχεί η μείξη φυσικού και ηλεκτρικού ήχου, τα ποιήματα : «Επί σκηνής», «Νεκρή θάλασσα», «Σχέδια για ένα καλοκαίρι», «Τούτο το σώμα», «Το γιασεμί».
Το 2003, επίσης, ο αρχιμουσικός Περικλής Κούκος παρουσιάζει λιμπρέτο και μουσική με τον τίτλο «Ο Μερλίνος ο μάγος και το νησί των ποιητών», που στηρίζεται σε ποιήματα σημαντικών ποιητών. Ανάμεσά τους και το παραμυθάκι του Μερλίνου που είχε γράψει ο Σεφέρης για το εγγονάκι της γυναίκας του Μαρώς.
Το 2003 ο Γιώργος Ανδρέου μελοποιεί το ποίημα «Χωρίς χρώμα, χωρίς σώμα», με την Καίτη Κουλιά και τον Βασίλη Γκισδάκη, το οποίο εντάσσεται στον πολυσυλλεκτικό δίσκο «Τρένο στο Ρουφ».
Το 2006 ο συνθέτης Γιώργος Κουρουπός παρουσιάζει το έργο «Η ωραία μας άγνωστη», στο οποίο συνυπάρχουν μελοποιημένα ποιήματα του Σεφέρη, από το «Τετράδιο Γυμνασμάτων», καθώς και του Εμπειρίκου (από την «Ενδοχώρα») και του Ελύτη, «Εν λευκώ» και «Σηματολόγιο»(από τους «Προσανατολισμούς»).
Το 2006 η Μαρία Βουμβάκη μελοποιεί το ποίημα «Η Στέρνα», που συμπεριλαμβάνεται στον δίσκο της «Τα τερραίν του Παραδείσου».
Το 2007 ο Αργύρης Μπακιρτζής των «Χειμερινών κολυμβητών» μελοποίησε με μια πρωτότυπη σύνθεση τον «Ερωτικό λόγο» δίνοντας μια δυναμική, ξεχωριστή ερμηνεία μαζί με την Ελευθερία Αρβανιτάκη και την Χορωδία Δήμου Γλυκών Νερών», στον δίσκο «Το πέρασμά σου».
Το 2010 το συγκρότημα «Ανοιχτή θάλασσα» ηχογράφησε μια πολύ εντυπωσιακή σύνθεση αποσπασμάτων του «Ερωτικού λόγου», σε μελωδική γραμμή που συνδυάζει την παραδοσιακή κρητική μουσική με το ροκ.
Την ίδια χρονιά ο Αλέξανδρος Εμμανουηλίδης μελοποιεί το ποίημα «Οι θεατρίνοι Μ.Α.» και το συμπεριλαμβάνει στον δίσκο «όμορφοι και ηττημένοι», μαζί με άλλα δέκα τραγούδια.
Το 2011 ο Βρετανός συνθέτης και ποιητής Τζον Τάβενερ, γνωστός για τα μινιμαλιστικά του έργα θρησκευτικής μουσικής, ηχογραφεί «Δεκαέξι χαϊκού» του Σεφέρη, έργο για σοπράνο και τενόρο. Ο ίδιος έχει μελοποιήσει και το ποίημα «Άγραφον» του Άγγελου Σικελιανού.
Το 2011 ο μουσικός Γιώργος Καλογήρου μελοποίησε διάφορα ποιήματα του Σεφέρη εντάσσοντάς τα σε έναν κύκλο τραγουδιών που ονόμασε «Τραγούδια καταστρώματος» και παρουσίασε στην Λευκωσία σε συναυλία.
Το 2011 ο Θάνος Ανεστόπουλος μελοποίησε «Τα τριζόνια».
Το 2012 το συγκρότημα «Ωχρά Σπειροχαίτη» μελοποίησε το ποίημα «Οι κούφιοι άνθρωποι» του Τόμας Έλιοτ σε μετάφραση του Σεφέρη.
Σημειωτέον ότι υπάρχει ανέκδοτος Δήμος Μούτσης σε ποίηση Σεφέρη –είναι μια ερασιτεχνική ηχογράφηση που κυκλοφορεί και στο διαδίκτυο- μέρος του ερμήνευσε η Βίκυ Μοσχολιού κατά την διάρκεια της παρουσίασης της «Τετραλογίας» του συνθέτη το 1975 -και είναι απόσπασμα από το «Μυθιστόρημα» :
«Τρία κόκκινα περιστέρια στο φως
χαράζοντας τη μοίρα μας μέσα στο φως
με χρώματα και χειρονομίες
ανθρώπων που αγαπήσαμε».
Η σεφερική ποίηση στο σύνολό της είναι φτιαγμένη έτσι ώστε να ενυπάρχει στην δομή και την γλώσσα της «αντικειμενική» δυσκολία να γίνει τραγούδι-πολλά τραγούδια, παρόλο που η σκοτεινή μα σπαρταριστή ομορφιά της και η μοναδική και η πολυσήμαντη αξία της θα εξακολουθεί να βάζει πολλούς ακόμη επίδοξους μελωδούς-εραστές της στον πειρασμό να την παντρέψουν με τη μουσική και να την κάνουν τραγούδι.

Δεν υπάρχουν σχόλια: