Τρία χρόνια πριν, αποτέλεσε την ωραιότερη αναγνωστική αποκάλυψη! Η Lucia Berlin (1936 Αλάσκα – 2004 Καλιφόρνια), η Αμερικανίδα συγγραφέας που ενσωμάτωσε στη μυθοπλασία της μέσα από τα συγκλονιστικά της διηγήματα, στο «Οδηγίες για Οικιακές Βοηθούς», τα θραύσματα μιας ζωής, τις κωμικοτραγικές περιπέτειες της ύπαρξης μέσα στην καθημερινότητά της. Οι 22 ιστορίες του τόμου «ΒΡΑΔΥ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ, ακόμα λίγες ιστορίες» - (εκδ. Στερέωμα, μετάφρ. Κατ. Σχινά, σελ. 320), έρχονται να συμπληρώσουν ιδανικά το πρώτο βιβλίο και να τονίσουν με εμφαντικό τρόπο την τεράστια αξία της συγγραφέως. Στο «Βράδυ στον Παράδεισο», για τον επίμονο αναγνώστη (και θαυμαστή) του έργου της Berlin, το μόνο που έχει χαθεί, είναι το στοιχείο της έκπληξης και της «ανακάλυψης», όλα τα υπόλοιπα είναι εκεί να τον περιμένουν. Διηγήματα μικρά και μεγάλα (κάποια δε, flash-fiction), με ήρωες ανθρώπους με σάρκα και οστά, παρίες και καθημερινούς τύπους, κατεστραμμένους και ευημερούντες, σκηνές από την εφηβεία έως τα γεράματα, σκηνές από μια αβάσταχτη ζωή. «Όταν κάποιοι άνθρωποι πεθαίνουν, απλώς εξαφανίζονται, σαν βότσαλα σε λίμνη. Η καθημερινότητα εξομαλύνεται και συνεχίζεται όπως πριν. Κάποιοι άλλοι πεθαίνουν, αλλά μένουν εδώ για καιρό, είτε επειδή έχουν αιχμαλωτίσει τη φαντασία του κοινού, όπως ο Τζέιμς Ντιν, είτε επειδή το πνεύμα τους δεν τους επιτρέπει να φύγουν…» Στις έξοχες ιστορίες της Berlin(όπου δεν μπορείς ουσιαστικά να επιλέξεις για το ποια είναι η καλύτερη), που σχηματίζουν θραύσματα ενός μυθιστορήματος σε εξέλιξη, οι τόποι αλλάζουν, αντικατοπτρίζοντας τα μέρη όπου έζησε. Από το δυτικό Τέξας του Ελ Πάσο, στη Χιλή της εφηβείας της και της συνειδητοποίησης της θηλυκότητάς της, στο Μεξικό σε μεγάλες πόλεις και παραθεριστικά κέντρα, στην Γαλλία, στην Καλιφόρνια και τέλος στο Κολοράντο. Οι ήρωες της προσπαθούν να επιβιώσουν ή να αυτοκαταστραφούν με στυλ, ενώ η απεραντοσύνη των τοπίων περιγράφεται με ζωντανά χρώματα. Στην ιστορία που προτιμώ περισσότερο, που είναι ουσιαστικά μια «ιστορία μαθητείας», το «Αντάντο» που έχει ως υπότιτλο «Μια γοτθική μυθιστορία», και διαδραματίζεται στη Χιλή πριν το 1973, η Berlin περιγράφει την πρώτη σεξουαλική εμπειρία μιας νεαρής κοπέλας όταν φιλοξενείται σε μια πολυτελή εξοχική κατοικία ενός συναδέλφου (στην CIA) του πατέρα της, του Δον Αντρές, και σαγηνεύεται από την ωριμότητα και την τρυφερότητα του, υποκύπτοντας στο στιγμιαίο πάθος που τους καταλαμβάνει σε μια εκδρομή. Μετά από αυτό το περιστατικό, ο δον Αντρές «χτυπιέται» μονολογώντας, «σε κατέστρεψα» κι εκείνη (σε μια πρόταση χαρακτηριστική του συγγραφικού της στυλ) αναρωτιέται «Με κατέστρεψε; Είμαι κατεστραμμένη; Για μια τόσο γρήγορη συγκεχυμένη στιγμή; Θα το καταλάβουν όλοι μόλις με δουν;» εκφράζοντας με λίγες λέξεις, την πατριαρχική και εξουσιαστική συμπεριφορά των ανδρών. Ουσιαστικά όμως, η μαγεία της Berlin, φαίνεται σε σκηνές από τις ιστορίες της, όπως στο «Δρομολόγιο», όταν η ηρωίδα είναι έτοιμη να πραγματοποιήσει το πρώτο της αεροπορικό ταξίδι, από τη Χιλή στο Νέο Μεξικό για σπουδές και στο αεροδρόμιο την συνοδεύει η μητέρα της. Μετά τους αποχαιρετισμούς, επιβιβάζεται στο αεροπλάνο που αντιμετωπίζει κάποιο πρόβλημα και οι επιβάτες υποχρεώνονται να βγουν πάλι στην αίθουσα αναμονής που ήταν έρημη. Η ηρωίδα βλέπει από μακριά την μητέρα της στο μπαρ να κάθεται με κάποιους Αμερικανούς από το αεροπλάνο. «Πήγα στην πόρτα και με είδε ∙ έδειξε να ξαφνιάζεται και μετά κοίταξε αλλού, σαν να μην ήμουν εκεί. Έτσι είναι, δεν βλέπει ό, τι δεν θέλει να δει ∙ στην πραγματικότητα όμως, βλέπει όλα όσα συμβαίνουν, πιο καθαρά από τους περισσότερους ανθρώπους.» Όπως στο «Η ζωή μου, ανοιχτό βιβλίο», όταν η ηρωίδα, μια νέα γυναίκα, ούτε καν τριάντα, με τέσσερα παιδιά, νοικιάζει μια αγροικία σε ένα χωριό έξω από την πόλη του Νέου Μεξικού και διδάσκει Ισπανικά στο τοπικό πανεπιστήμιο και σε μια αποστροφή χαρακτηριστική του στυλ της Berlin: «Η πόλη την παρακολουθούσε και είχε σχεδόν καταλήξει: ήταν δουλευταρού και πρώτης τάξεως μητέρα. Και μετά πάει και τα φτιάχνει μ’ εκείνο το αγόρι, τον Κέισι. Κακή περίπτωση ο Μάικ Κέισι. (…) Μακριά βρόμικα μαλλιά και σκουλαρίκι. Μπουφάν μοτοσυκλετιστή με νεκροκεφαλή στην πλάτη κι ένα μεγάλο παλιό μαχαίρι. Θέλω να πω, ήταν το κάτι άλλο. Απλώς τρομακτικός.» Όταν χάνεται το μωρό της γυναίκας, όλοι υποψιάζονται τον Κέισι κι ένα ανθρωποκυνηγητό ξεκινάει σε ένα διήγημα που κυριαρχεί η καχυποψία της μικρής κοινότητας αλλά και το πώς φέρονται οι άνθρωποι σε δύσκολες καταστάσεις. Όπως αναφέρει ο γιος της Μαρκ Μπερλίν στον εξαιρετικό πρόλογο του βιβλίου, «η μαμά έγραφε αληθινές ιστορίες – όχι απαραίτητα αυτοβιογραφικές, αλλά αρκετά κοντά στην πραγματικότητά της. Οι οικογενειακές μας ιστορίες και αναμνήσεις σιγά σιγά αναδιαμορφώθηκαν, εξωραΐστηκαν και δουλεύτηκαν, σε βαθμό που ποτέ δεν είμαι σίγουρος τι πραγματικά συνέβη. Η Λουσία έλεγε ότι αυτό δεν είχε σημασία: το ουσιαστικό ήταν η ιστορία» Η μουσική κατακλύζει τις ιστορίες του βιβλίου, τζαζ, rhythm and blues, χαρακτήρες που παίζουν μουσικές και προσπαθούν να επιβιώσουν. Ο λόγος της Berlin είναι δυναμικός και ζωντανός, φρέσκος και διεγερτικός, όπου το χιούμορ εναλλάσσεται με την ειρωνεία, το δράμα με την κωμωδία, η τραγωδία με την καθημερινότητα. Πάνω απ’ όλα όμως ξεχωρίζει η τρυφερότητα με την οποία αγκαλιάζει τους ήρωές της, η συγγραφέας! Σελίδες γεμάτες λεπτομέρειες από κινήσεις που δείχνουν την συμπόνια μεταξύ των χαρακτήρων, και μια υποβόσκουσα γλύκα που διαφαίνεται ακόμα και σε στιγμιότυπα που προμηνύουν σκληρότητα και βία.
« ΠΟΝΙ ΜΠΑΡ, ΟΚΛΑΝΤ »
«Υπάρχουν ορισμένοι απόλυτα αναγνωρίσιμοι, τέλειοι ήχοι. Ένα μπαλάκι του τένις, ένα μπαλάκι του γκολφ που χτυπήθηκε σωστά. Μια ψηλοκρεμαστή μπαλιά σ’ ένα δερμάτινο γάντι. Ο παρατεταμένος γδούπος του νοκάουτ. Ζαλίζομαι με τον ήχο του τέλειου σπασίματος στο τραπέζι του μπιλιάρδου, μια καθαρή σπόντα που την ακολουθούν τρία ή τέσσερα πνιχτά γλιστρήματα και διαδοχικά κλικ. Το τρυφερό τρίψιμο της κιμωλίας πάνω στη στέκα. Το μπιλιάρδο είναι ερωτικό, όπως κι αν το δεις. Συνήθως μέσα σ’ ένα θολό παλμικό φως από κάποιο τζουκμπόξ. Κρίκετ στο Σαντιάγο. Κόκκινες ομπρέλες, πράσινο γρασίδι, λευκές Άνδεις. Πάνινες καρέκλες με κόκκινες και λευκές ρίγες στο κάντρι κλαμπ Prince of Wales. Υπέγραψα τα κουπόνια για τις λεμονάδες, έδωσα φιλοδώρημα σε σερβιτόρους με σμόκιν, χειροκρότησα τον Τζον Γουέλς. Το τέλειο κρακ από το ρόπαλο του κρίκετ. Ντυνόμουν στα λευκά, πρόσεχα τους λεκέδες από το γρασίδι, φλέρταρα με αγόρια που φορούσαν γκρίζες φανέλες με το λογότυπο του Grange School, μπλε σακάκια το καλοκαίρι. Σάντουιτς με αγγούρι για το τσάι, σχέδια για την Κυριακή μας στο Vina del Mar. Στο μπαρ «Πόνι» θυμήθηκα ότι ένιωθα τόσο ξένη στο πράσινο γρασίδι όσο και στο σκαμπό του μπαρ δίπλα στον μηχανόβιο. Είχε τατουάζ με μεντεσέδες στους καρπούς του, στις αρθρώσεις των αγκώνων του, πίσω από τα γόνατά του. «Χρειάζεσαι έναν μεντεσέ στον λαιμό σου», είπα. «Χρειάζεσαι μια βίδα στον κώλο σου».» Το λογοτεχνικό σύμπαν της Berlin, βρίσκεται σε διαρκή κίνηση! Άνθρωποι ταξιδεύουν, πηγαίνουν από το ένα μέρος στο άλλο, μετακομίζουν, φεύγουν, γυρνάνε, εξαφανίζονται. Όλα αυτά, διανθίζονται με ζωντανά χρώματα και πολύ αλκοόλ (παρών σχεδόν σε όλες τις ιστορίες, σε όλες τις συνθήκες), αρκετά ναρκωτικά. Δεν υπάρχει διδακτισμός, ούτε χώρος για ηθικολογίες στις ιστορίες, όλα αφήνονται στην κρίση του αναγνώστη. Έχει γραφτεί πολλάκις η λογοτεχνική «συγγένεια» της Berlin, με τον Raymond Carver, και είναι εμφανές αυτό. Δεν είμαι σε θέση να κατατάξω κανέναν σε επίπεδο ανταγωνισμού, αλλά η μη αναγνώριση της Berlin στο λογοτεχνικό στερέωμα όσο ζούσε, είναι ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα (ή από τις ηχηρότερες γκάφες) στην παγκόσμια λογοτεχνική ιστορία. Διατρέχοντας τις δύο συλλογές της, το «ΟΔΗΓΙΕΣ ΓΙΑ ΟΙΚΙΑΚΕΣ ΒΟΗΘΟΥΣ», και το «ΒΡΑΔΥ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ», ακόμα κι ο πιο αδαής αναγνώστης αντιλαμβάνεται ότι βρίσκεται μπροστά σε ένα λογοτεχνικό θαύμα, μια συγγραφέα που ανήκει στο Πάνθεον της Αμερικανικής λογοτεχνίας του 20ου αιώνα, μια σύγχρονη κλασσική που ίσως αδικήθηκε λόγω του αλκοολισμού της, του φύλου της, ίσως και της απουσίας δημοσίων σχέσεων. Ευτυχώς που προλάβαμε να την δούμε (έστω κι αργά), να ανακαλύπτεται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου