-το κείμενο συμπεριλαμβάνεται στον συλλογικό τόμο "Canavaccio", κείμενα περί της ηδονιστικής δρόγης, εκδόσεις Heteron, (εξαντλημένο από χρόνια)-
«Και μας φορτώσαν στο βαπόρι
τους πατριώτες οι πατριδεμπόροι,
ξεπίτηδες για να φανεί πως ίσια
Ήταν κατά το τέλος μα προπαντός αμέσως μετά τη δικτατορία, όταν η ελληνική ποίηση γενικά, αλλά ιδίως εκείνη της αντίστασης και της ποιητικής γενιάς του’ 70, πήραν τα πάνω τους. Φοιτητές του τμήματος της Νεοελληνικής φιλολογίας τότε, πέσαμε με τα μούτρα στην ανάγνωση και τη μελέτη των ποιητών μας. Για όσους φλερτάραμε με τις αριστερές ιδέες ήταν ο Ρίτσος που κυριαρχούσε στις προτιμήσεις μας (κανείς, όμως, δεν τολμούσε να αρνηθεί τον Ελύτη) κι απ’ τους προγενέστερους ο Βάρναλης, που βρισκόταν ακόμη στη ζωή και ήταν ένα πρόσωπο του μύθου. Διαβάζοντας φανατικά τον Βάρναλη συγκρατούσα στη μνήμη μου –κάτι που συνηθίζω με όλους τους ποιητές που αγαπώ- στίχους ή και ποιητικά σπαράγματα. Πάντως η στροφή αυτή με είχε ιδιαίτερα εντυπωσιάσει. Ο ποιητής είχε αδράξει την ευκαιρία να στιγματίσει την πονηριά του κράτους να αναμειγνύει σκόπιμα τις δύο βασικές κατηγορίες εξόριστων στα νησιά ή κρατουμένων στις φυλακές, πολιτικούς και ποινικούς, έτσι ώστε οι αγωνιστές που ευαγγελίζονταν καινούριες μέρες λευτεριάς και δημοκρατίας (ή και λαοκρατίας ακόμη) στην πολύπαθη χώρα μας να μην ξεχωρίζουν από τους παράνομους χασισοπότες (αλλά και νταήδες κι αγαπητικούς κ. λ π.), που κυνηγιούνταν, ασφαλώς, κι εκείνοι. Πάντως όχι με την ίδια μανία. Αλλά τι ο Κώστας Βάρναλης στη Μακρόνησο, τι ο Μιχάλης Γενίτσαρης στη Νιο. Η ταύτιση βόλευε την εξουσία. Ίσως να πίστευαν οι ειδήμονες πώς θα επηρεάζονταν οι μεν, οι όντως επικίνδυνοι, από τους δε, που θεωρούνταν απλώς υπόκοσμος, και σιγά σιγά θα διαβρώνονταν και θα χαλούσαν. Θα ήταν κι αυτό κάποιο κέρδος αλλά λογάριαζαν χωρίς τον ξενοδόχο.
Θα αποτελούσε θέμα μακράς διατριβής η ενασχόληση με το ζήτημα του πως είδε η επίσημη Αριστερά, οι διανοούμενοι και οι ποιητές της (αλλά και ο συνοδοιπόρος λαός) όχι μόνο το φαινόμενο της χασισοποτείας, που θεωρούνταν από τους ορθόδοξους μαρξιστές ακόμη ένα χαρακτηριστικό της αστικής παρακμής ή ένα έθος του λούμπεν προλεταριάτου, αλλά του πως η Αριστερά απαξίωσε, αντιτέθηκε, διαφοροποιήθηκε ή και μερικώς συνδυάστηκε αργότερα (τις τελευταίες δεκαετίες που έχουν, ευτυχώς, αρθεί μερικά από τα παγιωμένα αριστερά «ταμπού») με ένα σωρό κοινωνικά φαινόμενα και καταστάσεις, που σημειώθηκαν ή αναπτύχθηκαν στον τόπο μας παράλληλα με τα χρόνια της μεταπολεμικής της δράσης. Είναι αλήθεια, βέβαια, ότι η Αριστερά παρά την ιστορική ήττα της και την πεισματική δίωξή της από τους φερόμενους ως νικητές, δηλαδή την δεξιά και τις παραφυάδες της, είναι εκείνη που ακόμη και σήμερα, σε μια εποχή, όπου τα πράγματα διαρκώς και σκοπίμως «αποπολιτικοποιούνται», παράγει τα πιο σπουδαία πολιτιστικά έργα και γεννάει τους πιο προκομμένους δημιουργούς. Όμως γνωρίζουμε πως ο Βάρναλης, φανατικός της ταβέρνας και λάτρης του λαού, δε γούσταρε καθόλου τον Βαμβακάρη. Ο ίδιος δημιουργός μας χάρισε το ωραιότατο επιγραμματικό ποιητικό πορτρέτο –γεμάτο ερωτισμό- του «Αλκιβιάδη» αλλά και του «Ορέστη». Κι ο ίδιος κομμουνιστής ποιητής είναι που –σαν εμπνευσμένος, θαρρείς, υμνωδός της εκκλησίας, που, όμως, τον κυνήγησε- έγραψε «Τη μάνα του Χριστού», ίσως το πιο εξαίρετο θρησκευτικής πνοής ποίημα που διαθέτουμε. Παράδοξος δημιουργός. (Αν και όλα έχουν μιαν εξήγηση)
Θα αποπειραθώ, πολύ συνοπτικά, να θέσω ορισμένες προτάσεις γύρω από το θέμα «Παραδοσιακή Αριστερά και κοινωνία», που με απασχολεί : 1. Σχέση της Αριστεράς με τον παραδοσιακό πολιτισμό(δημοτικό τραγούδι, θέατρο σκιών κ.λ.π.). 2. Σχέση της Αριστεράς με τα «μοντέρνα» κινήματα που εισήχθησαν στον χώρο του πνεύματος και της τέχνης (π.χ. υπερρεαλισμός, φουτουρισμός, κ.λ.π). 3. Σχέση της Αριστεράς με τον υπόκοσμο. 4. Σχέση της Αριστεράς με το αστικό τραγούδι(ρεμπέτικο, λαϊκό του’ 60) 5. Σχέση της Αριστεράς με τις περιθωριακές ομάδες ή άτομα. 6. Σχέση της Αριστεράς με τον αγοραίο έρωτα, την πορνεία, την ομοφυλοφιλία, τον τραβεστισμό, κ.λ.π. 7. Σχέση της Αριστεράς με παράνομες απαγορευμένες ουσίες(κυρίως με την χασισοποτεία). 8. Σχέση των αριστερών κρατουμένων και εξόριστων με τους ποινικούς αναγκαστικά συγκατοίκους τους.
Ο κατάλογος, όπως φαίνεται, δεν θα’ χει τελειωμό.
Η Ελλάδα είναι μια παράδοξη χώρα. Αλλά και η ελληνική, μια, εν πολλοίς, αλλοπρόσαλλη κοινωνία. Όλοι γνωρίζουν –ακόμη κι από τις ζωντανές πληροφορίες που αφειδώς προσφέρει η τόσο προσφιλής στο λαό μας τηλεόραση- που και πως πουλιέται το «μαύρο». Είναι γνωστά και τα στέκια κι οι γειτονιές κι οι παραγειτονιές και τα μπαράκια. Και παλιότερα γνώριζαν. Δε μπορεί, αφού, καθώς λέγεται, η μία στις τρεις οικογένειες, έχει τουλάχιστον έναν χασισοπότη. Και προπαντός οι αρχές τα ξέρουν άριστα. Όλα. Προτιμούν, όμως, όλοι να κάνουν την πάπια. Αν πάμε μια βόλτα στα δικαστήρια θα δούμε να εκδικάζονται καθημερινώς υποθέσεις σύλληψης νεαρών για κατοχή δυο - τριών γραμμαρίων και χρήση. Μα ο καημός του κράτους είναι το παράβολο που καλείται να πληρώσει ο –συνήθως άνεργος ή άεργος- τζόβενος συλληφθείς για να γεμίζουν τα ταμεία του; Κι ο διοικητής της δίωξης αρκείται στις δυο-τρεις «επιτυχίες» του επηρμένου οργάνου, που συλλαμβάνει τον χαρμάνη έφηβο, άμα τη συναλλαγή, και κάνει πλάτες στον έμπορο;
Παράδοξη χώρα. Παράδοξο κράτος. Και παράδοξος λαός. Πολλά χασικλίδικα ρεμπέτικα γράφτηκαν από χαρμάνηδες μα πιο πολλά από ντουμάνηδες, από νταμιρτζήδες, πάνω σε γλυκιά μαστούρα και υμνήθηκαν στα ένδοξα της αλλοτινής εποχής τεκεδάκια.
Μα τι είναι τα τεκεδάκια; Ο τεκές (τουρκιστί : tekke) είναι το μοναστήρι των μουσουλμάνων μοναχών (δερβίσηδων ή δερβίσσηδων). Ορισμένα δερβίσικα τάγματα ακολουθούσαν παρατύπως συνήθειες παράδοξες, κι αυτά, όπως π. χ. την περιστασιακή πόση αλκοόλ (η φράση «γάλα λιονταριού» (τουρκιστί : aslan sütü) ανήκει στην συνθηματική ορολογία του τούρκικου μουσουλμάνικου τεκέ και σημαίνει : το ρακί. Στην τουρκική κοινωνία το ρακί, που μέχρι πρόσφατα η εκμετάλλευσή του ήταν μονοπωλιακή (ανήκε στο κρατικό μονοπώλιο) είναι διαδεδομένο σε ευρύτατη κλίμακα, καθώς είναι το δημοφιλέστερο, το «εθνικό», θα λέγαμε, ποτό της γείτονος. «Ο Προφήτης στο Κοράνι μιλάει για κρασί, δεν απαγορεύει το ρακί», λένε κάποιο Τούρκοι πότες. Μα οι ποικίλες παραβιάσεις του ισλαμικού νόμου είναι που κάνουν τους Τούρκους να φαίνονται «αμαρτωλοί» και κακοί Μουσουλμάνοι στα μάτια των πιστών του Ισλάμ, ιδίως των Αράβων, οι οποίοι και για λόγους ιστορικούς τους βλέπουν με μάτι εχθρικό. Το κάπνισμα του τσιγάρου, του οπίου, του χασίς, ή το φουμάρισμα αργιλέ, ιδίως το τελευταίο, συνδέθηκε στην Ελλάδα με την ατμόσφαιρα τον δερβισάδων. Κι αυτό παραδόξως. Και ο μεν τεκές μετετράπη ελληνιστί σε τεκέ, τεκεδάκι, ας πούμε : χασισοποτείο, μαστουρομάγαζο στη ζούλα, κι ο δερβίσης από καλόγερος του Ισλάμ έγινε εδώ πρώτος μάγκας, βλ. την έκφραση-προσφώνηση «γεια σου ρε, δερβίση (εξ’ ου και δερβισάκι, δερβισόπαιδο, δερβισόμαγκας, ντερβίσης, νερβισόπαιδο, αλλά και δερβίσαινα, καθώς και «ξηγιέται δερβίσικα», κ.λ.π.) Πραγματικά, δερβίσια μου, παράδοξη χώρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου