9.9.22

Οι αληθινές ιστορίες πίσω από τα τραγούδια και τις σιωπές της


Ναταλί Χατζηαντωνίου 

 Ντοκουμέντα, εξομολογήσεις και μυστικά από το αρχείο και τη ζωή της μοιράστηκε μαζί μας ο «μαθητής» και στενός της φίλος, Γιώργης Χριστοδούλου. Αργυρώ-Νικολέτα Τσάπρα. Πιο απλά Αρλέτα, όπως γνωρίσαμε αυτή την ιδιάζουσα, ιδιοσυγκρασιακή, σκεπτόμενη, μοναδική περίπτωση της ερμηνεύτριας και τραγουδοποιού κι ακόμα ζωγράφου και εικονογράφου που ταυτίστηκε με το Νέο

Κύμα. Εκείνη η οποία στην πραγματικότητα έφτιαξε το δικό της κύμα. Είχε γεννηθεί στις 3 Μαρτίου του 1945. Και πέθανε ύστερα από πολύμηνη νοσηλεία στην Εντατική του Νοσοκομείου «Αγία Ολγα», στις 8 Αυγούστου του 2017. Ακριβώς πέντε χρόνια πριν.. Από το 1986 και μέχρι το τέλος «μαθητής» της και στενός της φίλος υπήρξε ο ηθοποιός, τραγουδοποιός και τραγουδιστής Γιώργης Χριστοδούλου. Εκείνος έχει σήμερα στην κατοχή του το πολύτιμο αρχείο της, αφού του το παρέδωσε να το επιμεληθεί και να το διαφυλάξει η επίσης στενή φίλη της Αρλέτας, Αννα Σταματοπούλου. Ο Γιώργης Χριστοδούλου είναι λοιπόν απ' όσους έχουν στην κατοχή τους εκτός από πολύτιμες αναμνήσεις, ντοκουμέντα, επιστολές, γραπτά, περιστατικά και ιστορίες που βοηθούν όποιον δεν ήξερε προσωπικά την Αρλέτα να «ξεκλειδώσει» λίγο περισσότερο τον χαρακτήρα και το περιεχόμενο πίσω από τις σιωπές και το οξύ παρατηρητικό της βλέμμα. Γιατί τα τραγούδια της τα ξέρουμε. Τις ιστορίες τους όμως;

 ● Blogger Η Αρλέτα ήταν «μπλόγκερ» πριν από τους «μπλόγκερ» και ίσως προτού να ανακαλυφθεί ο όρος. Εγραφε καθημερινά με τον ίδιο απελευθερωμένο τρόπο που επιτρέπει το «μπλόγκινγκ» σκέψεις, ιδέες, παρατηρήσεις. Μόνο που όλα αυτά τα έγραφε σε τετράδια και δεν τα κοινοποιούσε. Εκεί, σ' αυτές τις σελίδες συνυπήρχαν απλές παρατηρήσεις της καθημερινότητας μαζί με εμβριθείς πολιτικές αναλύσεις προσωπικής χρήσης, όπως π.χ. αυτής με ημερομηνία 1/1/1980 (επί Τζίμι Κάρτερ) για την έννοια του «πλανητάρχη» και τη Νέα Εποχή. Στα τετράδια αυτά ανιχνεύεται και όλη η δημιουργική πορεία της, αυτή που οδηγούσε μια σκέψη να γίνεται κείμενο κι αυτό να γίνεται στίχος. Μ' αυτή τη σειρά. Να κι ένα παράδειγμα: 

● Το καφενείο

 Κάπου, σ' αυτά τα τετράδια, εντοπίζεται η περιγραφή ενός καφενείου από το οποίο πέρασε η Αρλέτα μια μέρα. Απλές σημειώσεις δηλαδή: πήγα εκεί, ήταν έτσι, συνάντησα έναν φίλο, είπαμε αυτά. Στη συνέχεια οι σημειώσεις μετασχηματίζονται σε κείμενο. Υστερα σε στίχους. Τρεις σελίδες μετά έχει «γεννηθεί» το περίφημο «Καφενείο» («Καθίσαμε στο ίδιο καφενείο/Είχε μια δίγλωσση ταμπέλα ανορθόγραφη/Και μιαν ατμόσφαιρα χαμένη ανυπόγραφη»...), το τραγούδι που περιλαμβάνεται στον δίσκο της «Ενα καπέλο γεμάτο τραγούδια» (1981). «Είχε ένα απολύτως δικό της σύστημα δημιουργικής γραφής», αναφέρει ο Γιώργης Χριστοδούλου. Κι επισημαίνει και κάτι ακόμα. Τον τρόπο που έκανε… Διασκευές Μα δεν ήταν ακριβώς διασκευές. Ηταν περισσότερο «δάνεια» της ιδέας και του ρυθμού ενός μεγάλου λογοτέχνη, όπως ο Μπρεχτ ή ο Λόρκα, τα οποία η ίδια ανασκεύαζε σε κάτι απολύτως δικό της τελικά. Στα τετράδιά της καταγράφεται κι αυτό, η πορεία δηλαδή από ένα σπουδαίο αντιπολεμικό ποίημα του Μπρεχτ π.χ. με ήρωα έναν στρατιώτη σε μια προσωπική της μετασκευή («άντε κυρά μου κούνα τα χέρια/ο στρατιώτης δε θέλει/και πολλά χασομέρια»), στην οποία από τον Μπρεχτ μένει τελικά μόνον η ιδέα. Ετσι φαίνεται πως φτιάχτηκε και «Η Μπαλάντα του Πάρκου». Ο γλωσσικός ρυθμός και η ιστορία παραπέμπουν στον Παλαμά: «Σέρνεις τα βήματα βαριά στις γειτονιές και τα σοκάκια,/λόγια χαράζεις, μαγικά, σ’ όλα του πάρκου τα παγκάκια,/σ’ αυτή την πόλη μοναχός και το χωριό στενό και ξένο,/ταξίδια φτιάχνεις στο νερό και στο ταβάνι σου ένα τρένο». Βέβαια αυτή την πρακτική δεν την ακολουθούσε μόνον η ίδια κατά τα φαινόμενα. Στο «Φώναξέ με αγάπη» του Νότη Μαυρουδή, το οποίο έχει ερμηνεύσει βέβαια η Αρλέτα μοναδικά, ο στίχος του Ακου Δασκαλόπουλου φαίνεται να είναι μια προσωπική του «ανάγνωση» του ποιήματος «Η Μνηστή» του Ρίλκε («Αγαπημένε, φώναξέ με! Δυνατά φώναξέ με! Μη μ’ αφήνεις να στέκω στο παράθυρο τόση ώρα…»). 

● Φάκελος «Ταβάνια» 

 Στο αρχείο της Αρλέτας ανάμεσα στα πολύτιμα τετράδια, στις σκέψεις, στις παρτιτούρες, στις σημειώσεις υπάρχει και ο ξεχωριστός φάκελος για τα «Ταβάνια», την μπουάτ της Μνησικλέους που ανέλαβε εκείνη επί χούντας, για να περάσει των παθών της τον τάραχο από την Ασφάλεια και να αναγκαστεί να την κλείσει. Σ’ αυτόν τον φάκελο είχε κρατήσει όλες τις παρατηρήσεις της Ασφάλειας ή του Υγειονομικού που την επισκέπτονταν μία φορά την εβδομάδα και της σφράγιζαν την μπουάτ ως ποινή διότι π.χ. «βρέθηκαν σ' ένα τραπέζι τρεις γόπες τσιγάρων» ή γιατί «ένα σκαμνί ήταν τοποθετημένο σε λάθος σημείο». Τελικά όταν της σφράγισαν την μπουάτ οριστικά, η ίδια επιχείρησε να φτιάξει μια άλλη μαζί με την Καίτη Χωματά και τον τότε σύζυγό της Βασίλη Μαυρομάτη. «Μην ταλαιπωρείσαι», της διεμήνυσε όμως η Ασφάλεια. «Οπου και να πας, το μαγαζί θα κλείνει». Ηταν το 1970 που απογοητευμένη κι εξοργισμένη αποφασίζει να εγκαταλείψει το τραγούδι. Και πράγματι το παρατάει για τα επόμενα 4 χρόνια, πηγαίνει στην Αγγλία και ασχολείται με άλλα. Μέχρι που το 1975 ο Ζορζ Μουστακί, φιλοξενούμενος στο εξοχικό σπίτι της Ρηνιώς Παπανικόλα, την ακούει σ' έναν δίσκο, μαγεύεται, ζητά να τη γνωρίσει και την παίρνει μαζί του στο Παρίσι για συναυλίες. Κι εκεί στη συναυλία στο θέατρο Bobino, πάει απρόσμενα και τη βρίσκει ένας παλιός της συμφοιτητής… 

● Το μπλέιζερ του «Λάκη» 

Ζωγράφος και μετέπειτα πρύτανης της ΑΣΚΤ (2006-2010) ο Τριαντάφυλλος ή μάλλον Λάκης Πατρασκίδης ήταν συμφοιτητής της Αρλέτας στην ΑΣΚΤ (1964-1969) και μετά συνέχισε τις σπουδές του με υποτροφία στην École des Beaux Arts στο Παρίσι, όπου όμως ζούσε σε συνθήκες μεγάλης ένδειας. Αυτός είναι που επισκέπτεται την Αρλέτα στα παρασκήνια του θεάτρου Bobino κι εκείνη βάζει τα κλάματα από συγκίνηση. Λίγες μέρες αργότερα είναι η δική της σειρά να τον επισκεφτεί απροειδοποίητα στη μικρή του παρισινή σοφίτα. Τον βρίσκει να τηγανίζει ψάρια φορώντας ένα παλιό τριμμένο μπλέιζερ που χρόνια πριν είχαν αγοράσει μαζί στην Αθήνα. Ολα αυτά μαζί και το μπλέιζερ θα γίνουν βέβαια τραγούδι στο όνομά του. «Ο Λάκης» θα κυκλοφορήσει μαζί με το «Ταξιδεύοντας», το 1976: «Σε πόλη ξένη και συννεφιασμένη τυχαία στο µετρό/συνάντησα το φίλο µου, το Λάκη, συµφοιτητή παλιό (...) Υποτροφία έχει τρεις και εξήντα, ταλέντο κι όνειρα/φορούσε το ίδιο σκούρο µπλε σακάκι από το ’67».

 ● «Τρίτη Ανθολογία» και σε αντάλλαγμα… 

«Ταξιδεύοντας» Οι σχέσεις της Αρλέτας με τον Αλέκο Πατσιφά της «Λύρα» δεν ήταν οι καλύτερες καθώς εκείνος, δυσαρεστημένος με όσους έφευγαν στο εξωτερικό, της είχε απορρίψει την έκδοση δικών της τραγουδιών. Οταν η «Λύρα» τη χρειάστηκε για να ερμηνεύσει στην «Τρίτη Ανθολογία» του Γιάννη Σπανού όσα τραγούδια επρόκειτο να πει αρχικά η Σούλα Μπιρμπίλη, εκείνη διαπραγματεύτηκε σκληρά την έκδοση κι ενός δικού της άλμπουμ. Κι έτσι το «Ταξιδεύοντας» πήρε το πράσινο φως να κυκλοφορήσει έναν χρόνο μετά την «Τρίτη Ανθολογία». Τα Εξάρχεια, οι βόλοι, οι ανεπίδοτες επιστολές και τα κομμένα χαρτονομίσματα 

● Τα Εξάρχεια της Αρλέτας Δεληγιάννη 3. 

Εκεί χτίστηκε το σπίτι της Αρλέτας. Εκεί όπου ήταν πριν η αυλή της ταβέρνας Μιχαλάκου που είχε χρησιμοποιηθεί για να αναπαραστήσει το κέντρο «Ο παράδεισος» της θρυλικής ταινίας του Μιχάλη Κακογιάννη. Η Αρλέτα γεννήθηκε μεν στο Μεταξουργείο, τα Εξάρχεια όμως λάτρεψε. Και τα υπερασπιζόταν σε κάθε της συνέντευξη μιλώντας για την «πιο ανεκτική γειτονιά του κόσμου», αποστομώνοντας κι όσους τα κακολογούσαν: «Δεν έχεις ζήσει εδώ, δεν ξέρεις». Στο κάτω πάτωμα του σπιτιού της έζησε ο Γιώργος Ιωάννου μέχρι το 1985 κι εκείνη διατήρησε τον χώρο του και μετά τον θάνατό του, όπως ακριβώς τον άφησε ο σπουδαίος λογοτέχνης (π.χ. παρατώντας τις παντόφλες του στη μέση της κρεβατοκάμαρας) φεύγοντας για το νοσοκομείο. Για τα Εξάρχεια η Αρλέτα ήταν πολύ οικεία φυσιογνωμία. Κυκλοφορούσε, έβγαζε βόλτες τον σκύλο της, πήγαινε στη «Φαίδρα» και αργότερα στο «Μπαράκι του Βασίλη», απαραιτήτως δε όταν έπαιζαν οι αγαπημένοι της «Συνήθεις Υποπτοι». Το 2020, ακριβώς έξω από το σπίτι της τοποθετήθηκε ένα γλυπτό που είχε φτιάξει ο, συμφοιτητής της στην ΑΣΚΤ, Κυριάκος Ρόκος προς τιμήν της και προοριζόταν αρχικά για το μπαλκόνι της. Στη βάση της γυναικείας μορφής που αναδύεται από το μάρμαρο αναφέρεται μόνο το όνομά της, οι ημερομηνίες γέννησης και θανάτου και η φράση «Πατρίδα μου, τα Εξάρχεια». «Δύο χρόνια μετά, αυτό το γλυπτό δεν έχει υποστεί καμία φθορά, δεν του έχουν κάνει ούτε μολυβιά», παρατηρεί ο Γιώργης Χριστοδούλου. Σωστά. Και βέβαια, μας έχει μείνει στην ερμηνευτική της παρακαταθήκη ένα από τα τελευταία τραγούδια που ερμήνευσε, τα «Εξάρχεια» («Αν τα Εξάρχεια ήταν λιμάνι») σε δική της μουσική και στίχους της Σάνυ Μπαλτζή. 

● Ρούχα όπως ο Σατί...

 Η Αρλέτα τα τελευταία χρόνια δεν φρόντιζε πολύ τον εαυτό της, ούτε ξόδευε χρόνο για την εξωτερική της εμφάνιση. Γι’ αυτό όταν έβρισκε κάτι που της πήγαινε, το αγόραζε πάντα σε 3-4 χρώματα. Το ίδιο. Κάπως σαν τα περίφημα κοστούμια του Ερικ Σατί. 

● Ζωγραφιές στους τοίχους

 Ενα άλλο χαρακτηριστικό της Αρλέτας ήταν ότι ζωγράφιζε πάντα και παντού. Το ήξεραν καλά όσοι ήταν δίπλα της. Παιδί ζωγράφιζε, μάλιστα, ακόμα και στους τοίχους του πατρικού της. Ετσι, την έστειλαν οι δικοί της να κάνει μαθήματα κι αργότερα μπήκε στην ΑΣΚΤ. Και μεγάλη όμως δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί αν δεν απασχολούσε τα χέρια της ή με ένα τσιγάρο ή με ένα μολύβι, ζωγραφίζοντας πάντα, ό,τι άλλο κι αν έκανε, παράλληλα. Σχεδόν απαράβατος κανόνας της ήταν να κάνει το πορτρέτο αυτού με τον οποίο συζητούσε. Στο αρχείο της υπάρχουν χιλιάδες χαρτάκια με τέτοια πορτρέτα. Οπως υπάρχουν και δεκάδες… 

● ...μισά χιλιάρικα και πεντοχίλιαρα 

Γιατί κράταγε ένα μισό από ένα χαρτονόμισμα; Αυτός ήταν κώδικας της στενής της παρέας. Τα χρήματα που προέκυπταν όταν έλεγαν τα κάλαντα στη γειτονιά χρησιμοποιώντας αντί για τρίγωνα τα κλειδιά τους ή όταν κάποιος κέρδιζε ένα στοίχημα, πάντα σκίζονταν στη μέση. «Κράτα εσύ αυτό κι όταν βρεθούμε στην ανάγκη θα τα κολλήσουμε», έλεγε η Αρλέτα. 

● Ανεπίδοτες επιστολές και μελέτες

 Στο αρχείο της υπάρχουν και πολλές επιστολές γραμμένες από την ίδια για φίλους και οικείους της. Επιστολές που δεν παραδόθηκαν ποτέ, περιλάμβαναν όμως σκέψεις, εξομολογήσεις, περιστατικά, συμβουλές και στίχους αφιερωμένους σε εκείνους. Ετσι, ενδεικτικά υπάρχουν π.χ. μια επιστολή για τον Βασίλη Ρακόπουλο που ξεκινά με την προσφώνηση «Βασίλη αδελφέ μου». Μια άλλη γραμμένη εκ των υστέρων για τον πεθαμένο ήδη τότε βιολιστή της, Βαλεντίν. Και 6 γράμματα για τον Γιώργη Χριστοδούλου, στον οποίο, παρότι βλέπονταν καθημερινά, δεν τις είχε παραδώσει. Στο αρχείο της υπάρχουν επίσης ολόκληρες μελέτες που έκανε αποκλειστικά για εκείνην η στενή της φίλη και φιλόλογος Γεωργία Παπαδάκη. Τις «γεννούσε» συνήθως μια απορία της Αρλέτας που αναζητούσε πληροφορίες π.χ. για την «κεφαλή αλόγου από τα Γλυπτά του Παρθενώνα που βρίσκονται στο Βρετανικό» ή για ένα χορικό στην τάδε τραγωδία. 

● Οι βόλοι, ο Ντόνοβαν και ο Γουόρεν Ελις

 Είναι γνωστό ότι η Αρλέτα είχε συλλεκτική μανία με τους βόλους. Δεν τους αγόραζε βέβαια επιπόλαια. «Τη θυμάμαι σε βόλτες μας στο Μοναστηράκι, να κάθεται με τις ώρες και να κοιτά έναν-έναν τους βόλους στο φως. Δεκάδες βόλους. Ωρες... Και τελικά να διαλέγει δύο», λέει ο Χριστοδούλου. Τους είχε σε ένα τραπεζάκι στο σαλόνι της. Κι εκεί σε ένα πιατάκι είχε και κάτι γαλάζιες χάντρες. Ηταν από ένα χαϊμαλί του Ντόνοβαν που κάποτε είχαν τραγουδήσει μαζί στην Αγγλία και μετά σε μία επίσκεψή του στην Αθήνα πήγε στην Πλάκα να την ακούσει και να της χαρίσει το τυχερό του κολιέ. Δεν ήταν βέβαια η μόνη διεθνής μουσική διασημότητα που γοητεύτηκε από την Αρλέτα. Ο στενός συνεργάτης του Νικ Κέιβ και μέλος των Bad Seeds Γουόρεν Ελις είχε ανακαλύψει στην Αυστραλία μία κασέτα με τα ωραιότερα τραγούδια της και είχε εκστασιαστεί με το «Μια φορά θυμάμαι μ’ αγαπούσες». Κάποτε που ήρθε για συναυλία με τον Κέιβ ζήτησε να τη γνωρίσει. Την επισκέφτηκε στα Εξάρχεια, έκατσαν ώρα μαζί συζητώντας κι όταν ήταν να φύγει, η Αρλέτα τού έδειξε στο ίδιο τραπεζάκι του σαλονιού τρεις μεγάλους μαρμάρινους βόλους. «Πάρ’ τους στο χέρι σου όλους, αποφάσισε ποιος σου ταιριάζει καλύτερα και κράτα τον, δώρο», του είπε. Φέτος λοιπόν ο Γουόρεν Ελις κυκλοφόρησε το πρώτο του βιβλίο που με τίτλο «Nina Simone’s Gum» (από τους Faber & Faber) περιλαμβάνει ιστορίες από τη μουσική του διαδρομή ώς εδώ, με αφορμή συχνά ένα αντικείμενο όπως μία τσίχλα της Νίνα Σιμόν που μάζεψε ο ίδιος από τη σκηνή. Εκεί, λοιπόν, αφηγείται και την ιστορία με τον μαρμάρινο βόλο. Κι όχι μόνον αυτό. Αλλά σε κάποια βιτρίνα νεοϋορκέζικου βιβλιοπωλείου που διαφήμιζαν πρόσφατα τη νέα έκδοση, το βιβλίο φιγουράριζε στην προθήκη μαζί με την κασέτα και τον μαρμάρινο βόλο της Αρλέτας. 

● Οι σιωπές της και το «μπούλινγκ» 

Οπως ξέραμε και όσοι της είχαμε πάρει κατά καιρούς συνέντευξη, η Αρλέτα έκανε πάντα το εξής: σε άκουγε προσεκτικά, σιωπούσε αρκετά, επεξεργαζόταν ό,τι είχες πει και σου απαντούσε μετά. Δεν σκεφτόταν δηλαδή τι θα απαντήσει την ώρα που μιλούσες όπως κάνουν οι περισσότεροι. Η τάση της να απαντά κατ’ αρχάς με σιωπές ήταν μάλλον «κληρονομιά» από την Αντιγόνη Μπέλλου-Θρεψιάδη, αγαπημένη της φιλόλογο στο Αρσάκειο (αλλά και αρχαιολόγο, θεατρική συγγραφέα και λογοτέχνη, το βιβλίο «Ο Μάντης» της οποίας έχει εικονογραφήσει η Αρλέτα). Μάλλον εκείνη την έμαθε να σιωπά και να ακούει. Και πάντως αυτό ξεκίνησε ούτως ή άλλως ως μέθοδος αντιμετώπισης του μπούλινγκ. Μεγάλο μπούλινγκ είχε υποστεί στο δημόσιο Δημοτικό του Μεταξουργείου, όπου παρ’ όλα αυτά έπαιρνε μέρος σε όλους τους καβγάδες και είχε μάθει να ρίχνει κι εκείνη ξύλο. Γι’ αυτό την πήραν οι γονείς της μετά και την έστειλαν στο Αρσάκειο. Η ίδια έλεγε σε συνεντεύξεις της ότι εκεί ήταν ακόμα χειρότερα. «Τότε κλείστηκα στον εαυτό μου γιατί τα περισσότερα παιδιά ήταν σπιούνοι», είχε εξομολογηθεί στον Μάνο Τσιλιμίδη. 

● Για πάντα θυμάμαι σ’ αγαπούσα... 

Ετσι όπως επεξεργαζόταν τις απαντήσεις της φαίνεται όμως ότι επεξεργαζόταν και τα συναισθήματά της. Ποτέ βιαστικά ή παρορμητικά. «Τη γνώρισα το ’86», διηγείται ο Γιώργης Χριστοδούλου, «και μετά από πολλά χρόνια που βλεπόμασταν πολύ συχνά, με κάλεσε μια μέρα σπίτι της με ιδιαίτερη επισημότητα για να μου ανακοινώσει κάτι πολύ σοβαρό, όπως με προειδοποίησε. Πήγα γεμάτος περιέργεια. “Θέλω να σου πω ότι πήρα μια απόφαση”, μου είπε, “σ’ αγαπώ πολύ”. “Μα τι θα πει πως αποφάσισες ότι μ’ αγαπάς;” τη ρώτησα απορημένος. “Θα καταλάβεις όταν μεγαλώσεις, αλλά πάντως”, μου είπε, “εννοώ πως ό,τι κι αν γίνει, αυτό δε θ’ αλλάξει ποτέ πια”. Αργότερα, όταν ήταν στο νοσοκομείο και δεν μπορούσε πλέον να μιλήσει, έσκυψα στο αυτί της και της το θύμισα. “Αρλέτα”, της είπα “τώρα κατάλαβα τι εννοούσες”».

https://www.efsyn.gr/tehnes/moysiki-horos/354873_oi-alithines-istories-piso-apo-ta-tragoydia-kai-tis-siopes-tis 

Δεν υπάρχουν σχόλια: